1. Ιστορικό πλαίσιο
Η μάχη στις Σάρδεις μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε' και του Αρταβάσδου, σφετεριστή του θρόνου, αποτέλεσε ένα στρατιωτικό γεγονός με πολιτικά αίτια και προεκτάσεις. Χρονικά εντάσσεται στην πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας και συνδέεται με την πολιτική και θρησκευτική κατάσταση στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος Ε', ο επονομαζόμενος Κοπρώνυμος, ήταν ικανός διαχειριστής των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων, αλλά δεν ευνοήθηκε από τις ιστορικές συγκυρίες, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει, ένα έτος μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, τον Αρτάβασδο, επικεφαλής του θέματος Οψικίου και σύζυγο της αδελφής του. Θέλοντας να καταλάβει το θρόνο, ο Αρτάβασδος εκμεταλλεύθηκε την έριδα μεταξύ εικονομάχων και εικονοφίλων και υποστήριξε την εικονόφιλη παράταξη, η οποία κυριαρχούσε στην επικράτειά του. Στις 27 Ιουνίου 7421 ο Κωνσταντίνος Ε΄ βρισκόταν με ένα μέρος του στρατού του στην Κρασό του Οψικίου, κοντά στο Δορύλαιον, καθ' οδόν προς τα σύνορα, όταν κάλεσε τον Αρτάβασδο σε σύσκεψη σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων. Ο Αρτάβασδος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των δυνάμεων του Κωνσταντίνου και ανάγκασε τον αυτοκράτορα να καταφύγει στο θέμα Ανατολικών, στο οποίο ο πατέρας του Λέων Γ΄ Ίσαυρος είχε διατελέσει . Ακολούθως, ο στασιαστής προσεταιρίσθηκε τον και Θεοφάνη Μονώτη, στον οποίο ο Κωνσταντίνος είχε εμπιστευθεί την Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης κάλεσε τους πολίτες στην Αγία Σοφία και τους ανακοίνωσε τον υποτιθέμενο θάνατο του αυτοκράτορα. Ο λαός της Βασιλεύουσας επευφήμησε ως νέο αυτοκράτορα τον Αρτάβασδο. Ο Νικηφόρος, γιος του Μονώτη και στρατηγός του θέματος Θράκης, κατέλαβε τα τείχη της πόλης, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον ερχομό του Αρταβάσδου.2
2. Η μάχη
Η μάχη στις Σάρδεις συνδέεται χρονικά με τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα μετά την είσοδο του Αρταβάσδου στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα με τις ενέργειες του σφετεριστή, ο Κωνσταντίνος Ε' προέβαινε στις δικές του ενέργειες για την αναστροφή της πολιτικής κατάστασης. Μετά την ήττα του από τον Αρτάβασδο στην Κρασό, ο αυτοκράτωρ κατέφυγε στο θέμα Ανατολικών, με το οποίο η αυτοκρατορική οικογένεια διατηρούσε πατροπαράδοτα καλές σχέσεις. Από εκεί κατόρθωσε να ελέγξει το μεγαλύτερο, πλουσιότερο και πλέον εύφορο τμήμα της μικρασιατικής γης, ενώ με το μέρος του τάχθηκε και το θέμα Θρακησίων. Ο Αρτάβασδος διέθετε την υποστήριξη του Οψικίου, των Αρμενιάκων και των ευρωπαϊκών εδαφών της αυτοκρατορίας. Ο σφετεριστής όρισε συναυτοκράτορα τον γιο του Νικηφόρο και στρατηγό του θέματος Αρμενιάκων τον άλλο γιο του, τον Νικήτα. Απώτερος σκοπός του ήταν να επιτύχει την περικύκλωση του Κωνσταντίνου, με την παράλληλη κίνηση του δικού του στρατεύματος από τη ΒΔ Μικρά Ασία και του Νικήτα από τα ανατολικά. Ωστόσο, τα σχέδια του Αρταβάσδου δεν υλοποιήθηκαν, καθώς ο Κωνσταντίνος Ε', συνειδητοποιώντας το σχέδιο του αντιπάλου του, αποφάσισε να κινηθεί ταχέως προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο να δεχθεί ταυτόχρονη επίθεση από δύο κατευθύνσεις. Τον Μάιο του 743 ο Αρτάβασδος εισέβαλε με τα στρατεύματά του από το Οψίκιον στην περιοχή των Θρακησίων, για να συλλέξει δυνάμεις και να λεηλατήσει τις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του νόμιμου αυτοκράτορα. Στις Σάρδεις της Λυδίας τα στρατεύματα του σφετεριστή, κινούμενα από την περιοχή του Κελβιανού, βρέθηκαν αντιμέτωπα με τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν νικηφόρο για τον Κωνσταντίνο, ο οποίος συνέλαβε πλήθος αιχμαλώτων και ανάγκασε τον Αρτάβασδο να τραπεί σε φυγή προς την Κύζικο, από όπου κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη.3
3. Συνέπειες
Οι άμεσες συνέπειες της μάχης των Σάρδεων υπήρξαν η αποτροπή της ένωσης των δύο στρατών, του Αρταβάσδου και του Νικήτα, και η αναγκαστική φυγή του Αρταβάσδου στην Κύζικο και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Μετά την ήττα στις Σάρδεις ακολούθησε (Αύγουστος 743) η μάχη στη Μωδρινή της Βιθυνίας (σημ. Mudrunu Τουρκίας), μεταξύ του Κωνσταντίνου και των στρατευμάτων του Νικήτα.4 Το αποτέλεσμα της μάχης υπήρξε και πάλι νικηφόρο για τον Κωνσταντίνο Ε', ο οποίος κατάφερε καίριο πλήγμα στις αντίπαλες δυνάμεις. Γενικότερα, το αποτέλεσμα της μάχης των Σάρδεων, σε συνδυασμό με τη νίκη στη Μωδρινή, κατέστησε τον Κωνσταντίνο Ε' κυρίαρχο στη Μικρά Ασία (με εξαίρεση το θέμα Αρμενιάκων, όπου ο Νικήτας, αν και αποδυναμωμένος, εξακολουθούσε να διατηρεί στρατεύματα), δίνοντας στο νόμιμο αυτοκράτορα τη δυνατότητα να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Η οριστική ήττα του Αρταβάσδου και των υποστηρικτών του και η ανακατάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο (2 Νοεμβρίου 743) οφείλονται κυρίως στην έκβαση της μάχης των Σάρδεων, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση των αντιπάλων των εικόνων Ισαύρων στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχιση της διαμάχης μεταξύ εικονοφίλων και εικονομάχων.
4. Κρίσεις των συγχρόνων του γεγονότος
Οι δύο πηγές που περιγράφουν το γεγονός, η Χρονογραφία του Θεοφάνους και η Ιστορία Σύντομος του πατριάρχη Νικηφόρου, είναι φειδωλές στις λεπτομέρειες αναφορικά με τη μάχη. Οι δύο εμπλεκόμενοι αντίπαλοι περιγράφονται με αντικειμενικότητα, έστω και αν ο Αρτάβασδος θεωρείται στασιαστής σε άλλα σημεία της ιστορικής τους αφήγησης. Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν παίρνει θέση υπέρ του Κωνσταντίνου ή του Αρταβάσδου, αλλά και οι δύο δείχνουν αποστασιοποιημένοι από το συμβάν που περιγράφουν. Τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών-στρατιωτικών εξελίξεων της αυτοκρατορίας. |
1. Ο Speck, P., Artavasdos, der rechtgläubige Vorkämpfer der göttlichen Lehren: Untersuchungen zur Revolte des Artavasdos und ihrer Darstellung in der byzantinischen Historiographie (Ποικίλα Βυζαντινά 2, Bonn 1981), θεωρεί ότι η κατάληψη της εξουσίας από τον Αρτάβασδο τοποθετείται χρονικά τον Ιούνιο του 741. 2. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 414.16-415.22. 3. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 417.26-32· Νικηφόρος Πατριάρχης, Ιστορία Σύντομος, Mango, C. (ed.), Nikephoros, Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington 1990), 65.1-10. 4. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 417.32-418.7. |