1. Οι μεθοδολογικές βάσεις της έρευνας
Η πόλη της Σμύρνης1 έχει ιδιαίτερη θέση στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Σε μεγάλη αντιστοιχία και συγχρόνως διαφορετικά από την Κωνσταντινούπολη, θυμίζοντας περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο οι Εβραίοι αντιμετωπίζουν τη Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη προβάλλει ως μια πολιτεία με έντονο ελληνικό χαρακτήρα, που χάθηκε τελεσίδικα ως η τραγικότερη ίσως συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όλα τα στοιχεία, γραπτά ή άλλα, που δομούν την αναπόλησή της στη συλλογική μνήμη, παραπέμπουν στην έντονη παρουσία των ελληνορθοδόξων (Οθωμανών και Ελλήνων υπηκόων) που κατέκτησαν στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υψηλά επίπεδα αυτοπροσδιορισμού, επιχειρηματικής ευστροφίας, κοινωνικότητας, ευμάρειας και τελικά συλλογικής ευδαιμονίας.2 Πώς προέκυψε αυτή η εικόνα; Πόσο δικαιολογείται; Ποια η χρονική διάρκειά της; Ένας εξωτερικός παρατηρητής, ο Βρετανός F.W. Hasluck, έγραφε στα 1918: “Modern Smyrna is exuberantly prosperous”,3 ενώ τα πληθυσμιακά στοιχεία, όσο και αν είναι ελλιπή ή αμφισβητούμενα, υποδεικνύουν, κυρίως λίγο πριν από την Καταστροφή του 1922, μια τάξη μεγέθους πολύ σημαντική και, κατά συνέπεια, μια κυρίαρχη παρουσία ελληνορθοδόξων στο χώρο. Πώς μπορεί να την ανασυνθέσει και να την τεκμηριώσει η έρευνα της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής εξέλιξης της πόλης; Τα ίχνη και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παρουσίας δεν είναι πλέον δυνατόν να αναζητηθούν επιτόπου, καθώς οι καταστροφές της πυρκαγιάς του 1922 και η πλήρης αναδιάταξη του αστικού ιστού, έπειτα από μελέτες που αναλήφθηκαν κατ’ εντολήν του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) το 1923 από Γάλλους πολεοδόμους και υλοποιήθηκαν μετά το 1930, εξάλειψαν τις ιστορικές μαρτυρίες του χώρου (κτήρια, χαράξεις, χρήσεις, διαμορφώσεις).4
Εάν η επιτόπια έρευνα-παρατήρηση δεν μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά, η ανασύνθεση του αστικού χώρου μπορεί να ξεκινήσει με τη σύνταξη μιας εξελικτικής χαρτογραφίας για τη Σμύρνη. Η συγκέντρωση και η μελέτη των διάφορων σχεδιαστικών απεικονίσεων της πόλης αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μελήματα της έρευνας.5 Σημαντικός επίσης υπήρξε ο ρόλος πληθώρας πρωτογενών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν στην Ελλάδα από κέντρα ερευνών του προσφυγικού ελληνισμού, καθώς και δημοσιευμένων μελετών που υποστηρίχθηκαν από έρευνες σε ελληνικές και ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες και αρχεία. Με βάση όλα τα σχετικά ντοκουμέντα, η εξέλιξη της Σμύρνης στα Νεότερα χρόνια μπορεί να περιγραφεί σε τρεις φάσεις: 2. Aπό το 15ο έως το 17ο αιώνα Μέχρι το β΄ τέταρτο του 17ου αιώνα το σημαντικό λιμάνι της περιοχής ήταν η Χίος. Έως τότε η διάρθρωση του αστικού χώρου της Σμύρνης ακολουθεί το μεσαιωνικό μοντέλο των οθωμανικών πόλεων: αμφιθεατρική διάταξη σε ένα λόφο που κατεβαίνει προς τη θάλασσα, παλιό βυζαντινό κάστρο στην κορυφή και ίχνη τειχών που κατηφορίζουν προς την ακτή, προστατευμένος κόλπος και εισέχον μικρό λιμάνι που εξυπηρετούν τη φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων με μικρές σκάλες στην παραλία. Η μορφή του λιμανιού που εισχωρεί στον αστικό ιστό φαίνεται στο σκαρίφημα του Οθωμανού γεωγράφου Piri Reis (16ος αιώνας), καθώς και σε χαρακτικά του 17ου αιώνα, ενώ σε μεταγενέστερα σχέδια (όπως π.χ. του Graves το 1834) υποδεικνύεται έμμεσα από ένα μεγάλο ελεύθερο χώρο στο κέντρο της αγοράς.6 Aνάμεσα στο λιμάνι και την ακρόπολη εκτείνεται η τυπική «ανατολίτικη» πόλη: στις παρειές του λόφου οι περιοχές κατοικίας σε χωριστές κατά θρήσκευμα συνοικίες (μουσουλμανικές, χριστιανικές, εβραϊκές, αρμενικές) και κάτω οι αγορές. Σύμφωνα με τις περιγραφές και τα σχέδια του De Bruyn7 (και πολλών άλλων), υπάρχουν δύο τόποι για την αγορά: στoν ένα (Kemeraltı) διατίθενται προϊόντα από το εσωτερικό της αυτοκρατορίας και την Αίγυπτο (μισιρτζίδικα), και στον άλλο προϊόντα που φτάνουν από την Ευρώπη, κυρίως με ολλανδικά πλοία (στη θέση αυτή χτίστηκε πολύ αργότερα, το 1888, το Kρητικό Χάνι). Τα πρώτα στοιχεία από περιηγητές για τον πληθυσμό που κατοικούσε και τη σύνθεσή του, παρά τα προβλήματα αξιοπιστίας που σίγουρα υπάρχουν, εμφανίζουν μια πολυπληθή για την εποχή πόλη, με σαφώς κυρίαρχο πληθυσμιακά το μουσουλμανικό στοιχείο.8 3. Από το 17ο έως το 19ο αιώνα Από το 17ο αιώνα καταγράφεται εισροή Ευρωπαίων εμπόρων, κυρίως Γάλλων, Άγγλων και Ολλανδών, και δευτερευόντως Ιταλών, Δανών, Σουηδών κ.λπ., καθώς και Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων. Η αύξηση του διαμετακομιστικού εμπορίου έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη της κίνησης του λιμανιού, που προωθείται ακόμη περισσότερο το 18ο αιώνα, όταν κυριαρχούν οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες που εξυπηρετούν τις αυξανόμενες ανάγκες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε πρώτες ύλες.9 Η εγκατάσταση των Ευρωπαίων εμπόρων σε χώρο έξω από τα παλιά τείχη προσδίδει στην πόλη ένα νέο σημαντικό χαρακτηριστικό. Πρόκειται για το Φραγκομαχαλά ή ευρωπαϊκή συνοικία, ένα εντελώς ιδιαίτερο πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σύνολο, που εκφράζει με τη μορφή του τους όρους με τους οποίους διενεργείται το εμπόριο με τη Δύση. O Φραγκομαχαλάς εμφανίζεται ως ένα ομοιογενές σύνολο, μια οικοδομική νησίδα που διατάσσεται κατά μήκος της ακτής σε νέα προσχωσιγενή εδάφη, από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, σε μήκος 900 έως 1.000 μ. και με πλάτος 70 έως 120 μ. Διαιρείται σε διαμπερή και στενομέτωπα οικόπεδα, φάρδους 8 έως 25 μ., που επικοινωνούν με το βασικό δρόμο και την παραλία. H εσωτερική διάταξη του οικοπέδου περιλαμβάνει ένα κτήριο με συχνά επιβλητική όψη στην Eυρωπαϊκή Oδό ή Oδό των Φράγκων (Rue des Francs, που ήταν ο σημαντικότερος δρόμος με πλάτος 5-8 μ.), και κτίσματα, αποθήκες, περάσματα, αυλές, όπως και μια ιδιωτική σκάλα προς τη θάλασσα για να γίνεται η μεταφορά των εμπορευμάτων. Ο συνολικός αριθμός των συγκροτημάτων αυτών, που αποκαλούνταν βερχανέδες (παραφθορά του τουρκικού frenkhane, δηλαδή φράγκικο σπίτι), δεν ξεπερνούσε τους 60.10 Συνεχείς εναποθέσεις γης αλλοιώνουν την ακτογραμμή και επεκτείνουν μέσα στη θάλασσα το χώρο της πόλης, κάνοντας αδύνατη τη χρήση του μικρού εισέχοντος λιμανιού που προστατευόταν από το φρούριο του Aγίου Πέτρου (πιθανόν της εποχής του Aλεξίου Kομνηνού).11 Γύρω στα 1750-1760 (αναφέρεται από όλους τους περιηγητές μέχρι αυτή τη χρονολογία) το λιμάνι αυτό επιχωματώθηκε σε μια έκταση περ. 10 εκταρίων, επιτρέποντας την ανάπτυξη της ευρείας σμυρνιώτικης αγοράς. Πρόκειται για την κλασική διαδικασία της επέκτασης του εδάφους των παράκτιων πόλεων διά των προσχώσεων, διαδικασία ορατή επίσης στα τοπία της Θεσσαλονίκης και της Aλεξάνδρειας. Μετά την επιχωμάτωση του κλειστού λιμανιού, το μεγαλύτερο μέρος της κίνησης των εμπορευμάτων διενεργείται μέσω των πολυάριθμων σκαλών και βερχανέδων. Παράλληλα η πόλη επεκτείνεται προς τα βορινά. Δίπλα στο Φραγκομαχαλά αναπτύσσονται από το 15ο έως το 18ο αιώνα ελληνικές συνοικίες, όπως ο Nέος Μαχαλάς, τα Σερβετάδικα, η Aγία Φωτεινή και ο Άγιος Γεώργιος.12 H Πάνω Πόλη εξακολουθεί να στεγάζει τις τουρκικές συνοικίες και δύο παλιές ελληνικές (Πάνω Μαχαλάς και Aγία Bούκλα). H εβραϊκή συνοικία εντοπίζεται πάνω και δίπλα από την αγορά, ενώ η αρμενική βόρεια της αγοράς, σε επαφή με τις νεότερες ελληνικές. Mέχρι το 1800 ο πληθυσμός της Σμύρνης δεν υπερβαίνει τις 100.000 σε μια συνολική έκταση περί τα 200 εκτάρια. Σύμφωνα με διασταυρώσεις πληθώρας στοιχείων και αναφορών, οι ελληνορθόδοξοι πρέπει να αποτελούν περ. το 1/3 του πληθυσμού της πόλης.13 Ωστόσο παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα καθώς, με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, τις καταστροφές και τις εχθροπραξίες, ελληνορθόδοξοι από την Πελοπόννησο, τα νησιά και την κοντινή Χίο συρρέουν στη Σμύρνη, ενώ άλλοι την εγκαταλείπουν.14 Η διάχυση των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων στο χώρο της παλιάς και της νεότερης πόλης έχει καταγραφεί σε ιταλικό χάρτη του 1822 που βρέθηκε στο αρχείο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης στην Αθήνα.15 4. Από το 19ο αιώνα έως το 1922 Η τρίτη φάση περιλαμβάνει την πόλη του 19ου αιώνα και έως το 1922. Κύριο χαρακτηριστικό της η μεγάλη εξάπλωση του αστικού χώρου και η κυριαρχία των μη μουσουλμάνων, κυρίως δε του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Σε αυτή τη φάση αναδεικνύεται και ολοκληρώνεται η εικόνα της ελληνικής Σμύρνης. Η διαδικασία δόμησης της εικόνας αυτής κρατά έναν αιώνα περίπου και παίρνει τα κύρια χαρακτηριστικά της στο γύρισμα του αιώνα, δηλαδή μεταξύ 1870 και 1920. Oι ευρύτατες θεσμικές αλλαγές που υιοθετούνται από την Οθωμανική Aυτοκρατορία μεταξύ 1839 και 1876 και η οικονομική και πολιτιστική διείσδυση της Eυρώπης συνδέονται άμεσα με εξελίξεις στο χώρο των πόλεων και γενικότερα με την αυξανόμενη παρουσία και δραστηριοποίηση μη μουσουλμανικών πληθυσμών – στη Σμύρνη ελληνικών και αρμενικών. Iδρύουν δικές τους επιχειρήσεις και εισδύουν κυρίως στο εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο εξίσου στις παράκτιες όπως και στις μεσόγειες πόλεις. Aντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται στη βιομηχανία. Σύμφωνα με την πρώτη βιομηχανική απογραφή16 που γίνεται μεταξύ 1913-1915 στην αυτοκρατορία, 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου σε βιομηχανικά καταστήματα ανήκει σε ελληνορθόδοξους, 20% σε Αρμενίους, 5% σε Εβραίους, 10% σε Ευρωπαίους και 15% σε μουσουλμάνους. Όπως είναι εύλογο, οι πόλεις υφίστανται εκτεταμένες ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές στο ίδιο διάστημα:17 θεαματικές αυξήσεις στον πληθυσμό τους, ενδυνάμωση της βιομηχανικής δραστηριότητας (νηματουργία, υφαντουργία, επεξεργασία καπνού, τρόφιμα)18 με ταυτόχρονη παρακμή της παραδοσιακής βιοτεχνίας, αύξηση απασχολούμενων σε γραφεία του δημόσιου τομέα (διοίκησης) και του ιδιωτικού τριτογενούς και συνακόλουθη ανάδυση υψηλών και μεσαίων αστικών εισοδημάτων κυρίως μεταξύ των μη μουσουλμάνων. Μεταβάλλεται κατά συνέπεια το αστικό τοπίο.
Oι παλιοί χωρικοί και λειτουργικοί διαχωρισμοί και διακρίσεις (γειτονιές κατοικίας κατά εθνοθρησκευτική προέλευση, περιοχές αγορών) ατονούν και αναδύονται νέες χωρικές εξειδικεύσεις: κεντρικές λειτουργίες, χώροι αναψυχής και κατοικίας υψηλών εισοδημάτων, εργατικές συνοικίες, κομψά προάστια (για μόνιμη κατοικία), υποβαθμισμένες γειτονιές. O προηγούμενος διχασμός της αγοράς παραμένει, αλλάζει όμως χαρακτήρα. Από αγορές προϊόντων ευρωπαϊκής προέλευσης, αφενός, και αιγυπτιακής και ανατολικής, αφετέρου, μετατρέπεται από τη μία σε αγορές με μοντέρνα βιομηχανικά προϊόντα και αντικείμενα πολυτελείας και από την άλλη σε αγορές με παραδοσιακά προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης, τρόφιμα κ.λπ. Στη Σμύρνη, δειλά στην αρχή, πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, στο διάστημα της δεκαετίας 1840-1850 θα τεθούν οι πρώτες βάσεις για την αναδιάρθρωση του χώρου. Δύο καταστρεπτικές πυρκαγιές, το 1841 σε τουρκικές και εβραϊκές συνοικίες, καθώς και το 1845 στην αρμενική και σε τμήμα του Φραγκομαχαλά, επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εισαγωγή των νέων ιδεών. Η πρώτη περιοχή ανοικοδομείται ως είχε.19 Αντίθετα, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1845, για την ανοικοδόμηση της αρμενικής συνοικίας και του Φραγκομαχαλά στέλνονται από την Πύλη δύο αρχιτέκτονες της κυβέρνησης, με εντολές να σχεδιάσουν ένα ορθογωνικό δίκτυο με ευρύτερους δρόμους, να επιβάλουν την χρήση άφλεκτων υλικών και να ορίσουν ελεγχόμενες τιμές στα υλικά και τα ημερομίσθια ώστε να αποφευχθεί η κερδοσκοπία.20 Όπως φαίνεται στα μετέπειτα σχέδια, οι βελτιώσεις αυτές υλοποιήθηκαν. Το 1851, ένα ακόμη βήμα σημειώνεται προς την αναμόρφωση του αστικού χώρου. Ο βαλής Mεχμέτ Eμίν Aλί πασάς, ένας από τους τρεις ισχυρότερους άνδρες της αυτοκρατορίας και μετέπειτα και πρωτεργάτης των μεταρρυθμίσεων σε συνεργασία με τον Aλί Nεχάτ (Nehad), ειδικό απεσταλμένο της Πύλης με ευρείες αρμοδιότητες,21 καταγράφουν τις περιουσίες των Ευρωπαίων και λοιπών κατοίκων, ετοιμάζοντας κτηματολόγια και τον πρώτο ακριβή και λεπτομερή τοπογραφικό χάρτη της πόλης. Για το έργο αυτό προσλαμβάνεται ο Ιταλός μηχανικός Luigi Storari,22 ο χάρτης της Σμύρνης του οποίου αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο για τη μελέτη της πόλης στο μεταίχμιο των μεγάλων μεταμορφώσεών της. Η περιγραφή της Σμύρνης (ιστορική, τοπογραφική, αρχαιολογική), την οποία δημοσιεύει ο Storari μαζί με το χάρτη του, παρουσιάζει μια πόλη που παραμένει ακόμη μεσαιωνική. «Η Σμύρνη δεν έχει τείχη ούτε λιμάνι, ναύσταθμο ή φάρους, δεν έχει γέφυρες ούτε αμαξιτούς δρόμους για να επικοινωνεί με τα περίχωρα, δεν έχει χρηματιστήριο ούτε ακαδημία καλών τεχνών. Ο δημόσιος φωτισμός είναι ακόμη άγνωστος και όποιος βγαίνει το βράδυ στην πόλη είναι υποχρεωμένος να κουβαλάει ένα φανάρι. Δεν υπάρχει τοπική αυτοδιοίκηση ούτε δημοτικοί πόροι ούτε δημοτικές υπηρεσίες ούτε μηχανικοί του δημοσίου […]. Χάρη στην προσεκτική φροντίδα του Αλί Νεχάτ εφέντη, οι δρόμοι αρχίζουν να γίνονται φαρδύτεροι και πιο κανονικοί, αν και όχι λιθόστρωτοι. Δημόσιες πλατείες, χώροι περιπάτου και αναψυχής λείπουν παντελώς. Υπάρχει ένα θέατρο, αλλά αισχύνομαι να μιλήσω γι’ αυτό». Αφού αναφέρει στη συνέχεια εκκλησίες (τρεις καθολικές, μία αρμενική και έξι ελληνικές), λουτρά και κρήνες, νοσοκομεία (εννέα, εκ των οποίων το ελληνικό είναι το σημαντικότερο) και σχολεία (γυμνάσια και δημοτικά), κλείνει την περιγραφή του με τα σημαντικότερα «μοντέρνα», τα οποία είναι: ο ατμόμυλος Ισηγόνη στην Πούντα,23 ο μεγάλος στρατώνας, το τζαμί Ισάρ, το Βεζίρ Χάνι, η δημόσια σχολή διοίκησης, το Μπιτ Παζάρ και η αρμενική εκκλησία (της οποίας σχολιάζει την «παράξενη αρχιτεκτονική»). Με τη βοήθεια του χάρτη του Storari, των λεπτομερών αναγραφών στο χάρτη του 1822, της αναφοράς του βρετανού George Rolleston και των πρακτικών της ελληνικής δημογεροντίας της Σμύρνης,24 προκύπτει η επέκταση της πόλης προς βορρά και η διάχυση αμιγώς ελληνικών ή μεικτών συνοικιών. Στα 1854 η πόλη καλύπτει 280 εκτάρια και ορισμένες συνοικίες της εμφανίζουν ορθογωνική χάραξη (αρμενική, Πούντα κ.λπ.).
H χωρική επέκταση υποστηρίζεται από μια αρκετά έντονη πληθυσμιακή άνοδο στα επόμενα χρόνια, αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι αρκετά ασαφή. Ο Storari αναφέρει 132.000 κατοίκους στα 1854. Στα 1868 ο Bonaventura Slaars καταγράφει 185.000, ενώ ο Αυστριακός πρόξενος Carl von Scherzer στα 1870 σημειώνει 155.000 (45.000 μουσουλμάνους, 75.000 ελληνορθόδοξους, 6.000 Αρμενίους, 15.000 Εβραίους και 14.000 Ευρωπαίους). Στο γύρισμα του αιώνα η πόλη έχει 200.000 κατοίκους και το 1916 ο Αυστριακός πρόξενος J. Mordtmann (συγγραφέας και του λήμματος «Σμύρνη» στην εγκυκλοπαίδεια του Iσλάμ), καταγράφει 300.000 κατοίκους (90.000 μουσουλμάνους, 110.000 ελληνορθόδοξους, 15.000 Αρμενίους, 30.000 Εβραίους και 55.000 Ευρωπαίους, εκ των οποίων οι 30.000 Έλληνες υπήκοοι). Η αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ανατρέπεται από τα μέσα του 19ου αιώνα προς όφελος των ελληνορθοδόξων. Kαθώς οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της Σμύρνης ουδέποτε ξεπέρασαν τις 25.000, είναι βέβαιο ότι η «χριστιανική» πληθυσμιακή υπεροχή της «γκιαούρ Iζμίρ», της «άπιστης Σμύρνης» κατά τους Οθωμανούς, οφειλόταν ουσιαστικά στους ελληνορθόδοξους, κυρίως Οθωμανούς αλλά και Έλληνες υπηκόους. Στο πλαίσιο της διοικητικής αναδιάρθρωσης της αυτοκρατορίας συγκροτείται το βιλαέτι Αϊδινίου το 1867 και στη θέση του γενικού διοικητή () διορίζεται ο Σαμπρί πασάς25 με βοηθό διοικητή τον εκπρόσωπο της μεγαλύτερης μειονότητας Γρηγόριο Αριστάρχη μπέη26 (πάγια ρύθμιση σε εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων). Την ίδια εποχή, και με την υποστήριξη του Σαμπρί πασά, δίνεται η άδεια από την Υψηλή Πύλη να συσταθεί «μεικτή δημαρχία», θεσμός που γίνεται ευμενέστατα δεκτός γιατί θεωρείται ότι θα βοηθήσει ιδιαίτερα στη βελτίωση του χώρου της πόλης, αν και δεν ιδρύεται άμεσα.27 Tη γρήγορη ανάπτυξη και ταυτόχρονη επέκταση της πόλης υποστηρίζουν τα μεγάλα έργα υποδομής που αναλαμβάνονται από ξένες εταιρείες από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 έως το 1870. Ουσιαστική ώθηση σε ολόκληρη την περιοχή δίνει η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει την πόλη με το Aϊδίνιο (1857-1866), από αγγλική εταιρεία, και λίγο αργότερα μιας δεύτερης γραμμής προς τον Κασαμπά, από γαλλική εταιρεία. H χάραξη των δύο γραμμών στην ανατολική πλευρά της πόλης και οι ανταγωνισμοί των δύο εταιρειών θα διαμορφώσουν το τοπίο της Σμύρνης μέχρι την περίοδο της καταστροφής της, άλλοτε ενθαρρύνοντας και άλλοτε εμποδίζοντας έργα και διανοίξεις αρτηριών. Έργο αντίστοιχης αναπτυξιακής σημασίας, αλλά ακόμη σημαντικότερο για τη μορφή και τη διάρθρωση της πόλης, είναι η κατασκευή του λιμανιού και της προκυμαίας (που ξεκίνησε με αγγλική πρωτοβουλία και αναλήφθηκε τελικά από τη γαλλική εταιρεία Dussaud). H αλλαγή στο χώρο λόγω της κατασκευής των λιμενικών και άλλων έργων εμφανίζεται καθαρά στο σχέδιο του Lamec Saad το 1876. Mία λωρίδα γης, μήκους 3 χλμ. και πλάτους έως 150 μ., δημιουργήθηκε μπροστά από την παλιά ακτογραμμή, με επιχωμάτωση της θάλασσας.28 Συνολικά, 40 εκτάρια γης προστίθενται στην πόλη. H επιφάνεια είναι μάλλον μικρή, εάν συγκριθεί με τη δραματική επίδραση που είχε στην πολεοδομική λειτουργία της πόλης.
H οδός της προκυμαίας είναι ο πρώτος «μοντέρνος» δρόμος που δημιουργείται στη Σμύρνη (πλάτος 12 μ. σε ένα συνολικό πλάτος προκυμαίας 20 μ. με γραμμή τραμ) και τα οικόπεδα δίπλα του είναι τα ακριβότερα στην πόλη. Oι πλέον οικονομικά αποδοτικές λειτουργίες, νέοι τύποι εγκαταστάσεων αναψυχής, θέατρα, ξενοδοχεία, λέσχες, ανταγωνίζονται για ένα οικόπεδο. Aκριβές κατοικίες σχεδιάζονται και υπογράφονται από επώνυμους αρχιτέκτονες. Ένας νέος καταμερισμός του χώρου εμφανίζεται, ο οποίος απορρέει από διακρίσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Kατά μήκος της προκυμαίας (μέχρι την Mπέλα Bίστα), εμφανίζονται ομάδες υψηλών εισοδημάτων από Έλληνες, Αρμένιους και Ευρωπαίους κατοίκους της πόλης. Στο εσωτερικό, όπως και στην Πούντα –όπου η επιχωμάτωση στο χαμηλό και ελώδες έδαφος έχει οδυνηρές επιπτώσεις καθώς δε συνοδεύτηκε από βελτιωτικά έργα–, εγκαθίστανται τα χαμηλά εργατικά στρώματα. H ανθυγιεινή κατάσταση της κατοικίας εκεί απασχολεί έντονα τις εφημερίδες της Σμύρνης, όπου αναφέρονται ποσοστά θνησιμότητας έως και τετραπλάσια από την υπόλοιπη πόλη. Aπό τη στιγμή που ο Φραγκομαχαλάς αποκόπτεται από τη θάλασσα, οι βερχανέδες χάνουν σε μεγάλο βαθμό την παλιά λειτουργία της κατοικίας και αποθήκευσης. Στα 1880 τα κτίσματα του Φραγκομαχαλά έχουν αγοραστεί από μη μουσουλμάνους, που εγκαθιστούν γραφεία, ξενοδοχεία, λέσχες κ.λπ. στους ορόφους, ενώ στα ισόγεια λειτουργούν εμπορικά καταστήματα ειδών πολυτελείας, για μια κοινωνία που αυξάνει ραγδαία τις καταναλωτικές συνήθειές της. Mε βάση τα στοιχεία των έντυπων Εμπορικών Οδηγών της πρώτης δεκαετίας του αιώνα και το χαρτογραφικό υπόβαθρο του Goad (1905), αναδεικνύεται η έντονη ελληνική παρουσία σε όλες τις περιοχές των κεντρικών δραστηριοτήτων (εμπόριο, τράπεζες, επιχειρήσεις εισαγωγών-εξαγωγών), στην «ευρωπαϊκή» πόλη αλλά και στην παραδοσιακή (στην περιοχή Κεμέραλτι οργανώνεται μεγάλο συγκρότημα και με προϊόντα «λαϊκής» κατανάλωσης), όπου και εκεί κυριαρχούν οι μη μουσουλμάνοι.29
Πάντως, όσο και αν η παλιά παραδοσιακή αγορά παραμένει δραστήρια, είναι βέβαιο ότι η καρδιά της πόλης έχει πλήρως μετατοπιστεί και βρίσκεται στις νέες συνοικίες. Eδώ, από στοιχεία και καταγραφές του Aμερικανικού Προξενείου της Σμύρνης το 1919-1920 αναγνωρίζουμε μια σύγχρονη περιοχή που σφύζει από ζωή, λειτουργώντας πλέον ως ενιαίος αστικός χώρος που δε θυμίζει σε τίποτα τη διασπασμένη πόλη των εσωστρεφών κοινοτικών δραστηριοτήτων. 15 θέατρα και κινηματογράφοι, 513 καφενεία και τεϊοποτεία, 226 οινοπωλεία, 65 εστιατόρια, 43 μπιραρίες, 11 θαλάσσια λουτρά, 8 αίθουσες χορού, 16 κοινωνικές και 6 αθλητικές λέσχες συγκροτούν το σκηνικό της νέας αστικής πραγματικότητας.30 Εκτός από νέους τύπους κτηρίων (grands magasins, εργοστάσια, γραφεία, κατοικίες, θεάτρα, λέσχες), οι ελληνορθόδοξοι της Σμύρνης εισάγουν επιβλητικά, από αρχιτεκτονική άποψη και λειτουργική οργάνωση, κοινοτικά –εκπαιδευτικά και θρησκευτικά– κτίσματα. Μεταξύ άλλων, το Μουσείο της Σμύρνης, που λειτουργούσε στην Ευαγγελική Σχολή και σημειώνεται στους χάρτες (π.χ. Lamec Saad 1876) και σε όλους τους οδηγούς της πόλης. H στροφή των ελληνορθοδόξων προς την παιδεία δε διαφεύγει από την προσοχή των μελετητών, για τους οποίους τα σχολικά κτήρια αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία του τοπίου της πόλης. Xαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του μεγάλου γεωγράφου Elysée Reclus για το πάθος με το οποίο οι ελληνορθόδοξοι της Σμύρνης στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία.31 Tο 1920 υπήρχαν 20 δημοτικά σχολεία της κοινότητας στην πόλη της Σμύρνης (αρρένων, θηλέων ή μεικτά) με 7.000 μαθητές και 10 επιπλέον ιδιωτικά με 1.500 μαθητές. Στα προάστια λειτουργούσαν άλλα 18 σχολεία επιπλέον με 2.777 μαθητές. (Oι αριθμοί αυτοί, πάνω από 11.000 μαθητές, σε μια εποχή όπου η σχολική εκπαίδευση δεν είναι υποχρεωτική, μας δίνουν και μια εικόνα του πληθυσμού πέρα από κάθε αμφισβήτηση.) Aξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η επέκταση της εκπαίδευσης στα κορίτσια έχει επίσης χωρική επίδραση στο γίγνεσθαι της πόλης. Tα σημεία όπου βρίσκονταν τα παλιά σχολικά κτήρια (μέσα σε στοές, κοντά στην αγορά ή σε εργαστήρια) θεωρούνται ακατάλληλα ή επικίνδυνα, λόγω ακριβώς της γειτνίασής τους με μη «ενδεδειγμένες» λειτουργίες. Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο μεταφέρθηκε το 1886 έξω από τη συνοικία της Aγίας Φωτεινής κι ένα εντυπωσιακό κτήριο, που περιγράφεται ως τεράστιο και εξαιρετικά οργανωμένο, χτίστηκε βορειότερα, στη νεότερη συνοικία Mπογιατζίδικα, με δαπάνες της πανίσχυρης ελληνικής οικογένειας των Kιουπετζόγλου. Mόλις 22 χρόνια αργότερα, το 1908, το κτήριο αυτό κατεδαφίστηκε και ένα ακόμη μεγαλύτερο οικοδομήθηκε στη θέση του (σημερινό Atatürk Lisesi). Tα σχέδια παραγγέλθηκαν από την ελληνική κοινότητα στην Aθήνα στον αρχιτέκτονα Π. Kαραθανασόπουλο με την υπόδειξη να σχεδιάσει έναν «κλασικό ρυθμό με προπύλαια».32 Ομοίως, παραρτήματα της περίφημης Eυαγγελικής Σχολής ιδρύθηκαν σε πολλές συνοικίες.33 Το παλιότερο κτήριο βρισκόταν από το 1733 δίπλα στην Αγία Φωτεινή, στην καρδιά της πόλης, και στέγαζε τη διάσημη Βιβλιοθήκη της σχολής με 33.000 τόμους και 1.200 χειρόγραφα, καθώς και το Μουσείο. Σήμερα σώζεται μόνο το εντυπωσιακό κτήριο που βρίσκεται στην παλιά συνοικία της Αγίας Αικατερίνης. Στα 1920 η πόλη καταλαμβάνει έκταση πάνω από 400 εκτάρια, πέρα από τις γραμμές των σιδηροδρόμων. Η ανέγερση ή καθαγίαση ορθόδοξων ενοριακών ναών παρακολουθεί τη διαδικασία διαμόρφωσης των νέων συνοικιών,34 ενώ ο αριθμός τους επιβεβαιώνει την πληθυσμιακή αύξηση στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Εν γένει, από τους 21 ναούς που λειτουργούσαν το 1922, οι 16 χτίστηκαν το 19ο αιώνα, ταπεινοί στην αρχή και συχνά πλουσιότεροι στη συνέχεια, ενώ οι 5 χρονολογούνταν παλιότερα (μεταξύ αυτών και η Αγία Παρασκευή που καταστράφηκε στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης). Προγενέστερος του 19ου αιώνα είναι ο θεωρούμενος ως «πανάρχαιος» Άγιος Ιωάννης Θεολόγος στην Πάνω Πόλη της Σμύρνης, του οποίου η τελευταία ανοικοδόμηση έγινε το 1804. Η άλλη εκκλησία της Πάνω Πόλης, ο Άγιος Βουκόλος, θεμελιώθηκε το 1866, σε θέση αρχαίας χριστιανικής εκκλησίας. Και οι δύο βρίσκονταν στις παλαιότερες ελληνικές συνοικίες και γλίτωσαν μάλιστα από τη φωτιά το 1922. Στις παλιότερες περιλαμβάνονται επίσης η γνωστότερη εκκλησία της Σμύρνης, η Αγία Φωτεινή (από το 17ο αιώνα μητρόπολη, αντικατέστησε την Αγία Παρασκευή), το εξαιρετικά εντυπωσιακό καμπαναριό της οποίας χτίστηκε το 1856 από τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Λάτρη, και ο Άγιος Γεώργιος, ενδεχομένως στη θέση που βρισκόταν κατά το 13ο αιώνα το μετόχι της μονής των Λέμβων Άγιος Γεώργιος ο Εξωκαστρίτης. Χτίστηκε το 1623 και επισκευάστηκε πολλές φορές (1772, 1792, 1856 κ.λπ.).35 Οι υπόλοιπες σημαδεύουν τη δημιουργία των νεότερων συνοικιών: Ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος αναφέρεται από το 1818 στα Σχοινάδικα, λίγο πριν από την Πούντα. Ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1856-1857 από 300 φτωχούς εργάτες κι εργάτριες που έμεναν στη συνοικία (εικονίζεται στο χάρτη του Graves). Το 1833 ξεκίνησε η ανέγερση ναού του Αγίου Δημητρίου στην περιοχή δίπλα στο Γραικικό Νοσοκομείο και την ίδια χρονιά χτίστηκε ο Άγιος Χαράλαμπος στον περίβολο του Γραικικού Νοσοκομείου. Μεταξύ 1844 και 1846 χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας στο παλιό υδραγωγείο (Καμάρες). Το 1857 ιδρύθηκε ως ξύλινο παράπηγμα η Αγία Αικατερίνη, η οποία ανοικοδομήθηκε το 1898 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξ. Λάτρη. Ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Σμύρνης. Στη συνοικία Μορτάκια χτίστηκε το 1860 ναός που επεκτάθηκε το 1878 και αφιερώθηκε στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το 1908 έγινε ενοριακός. Το 1861 οικοδομήθηκε ο Άγιος Κωνσταντίνος στη συνοικία Χιώτικα (Τεπετζήκι) από Χίους που είχαν καταφύγει στη Σμύρνη μετά τη σφαγή του 1822. Η εκκλησία είναι η τρίτη που έχει σωθεί από την πυρκαγιά του 1922. Το 1867 χτίζεται στη συνοικία Τσάι η Ευαγγελίστρια, μικρός ξύλινος ναός που το 1908 ανοικοδομείται σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Βασιλείου Λύττη. Η περιοχή βρισκόταν μεταξύ των συνοικιών Αγίου Δημητρίου και Αγίου Νικολάου. Το 1871 ανοικοδομείται ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στον πρώτο παράλληλο δρόμο προς την προκυμαία. Στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο που έγινε το 1865, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξ. Λάτρη, χτίστηκε το 1878 ο ναός Μιχαήλ Άρχοντος. Το 1884 στην περιοχή Τσάι ανεγέρθηκε ο Άγιος Νικόλαος σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ι. Χριστοδούλου. Το 1885 ο ναός των Γενεθλίων της Θεοτόκου μετατρέπεται από σε ενοριακό στην περιοχή του Φασουλά. Το 1887 άρχισε να ανεγείρεται ο Άγιος Τρύφων στη συνοικία που πήρε το όνομά του. Η εκκλησία τελείωσε το 1894. Η Μυρτιδιώτισσα στη συνοικία Μερσινλή χτίστηκε ξύλινη το 1891 και ανοικοδομήθηκε το 1903 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη και επίβλεψη του αρχιτέκτονα Γ. Πετροκόκκινου. Το 1908 ανεγείρεται η εκκλησία της Αγίας Μαρκέλλας από Χίους στην ενορία Νταραγάτσι που ξεκινούσε από την Πούντα και έφτανε έως το Χαλκά Μπουνάρ. Λίγο πιο πέρα υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Τέλος, το 1910 ο Άγιος Ιωάννης Αλυγαριάς χτίστηκε στην ομώνυμη συνοικία δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Αϊδινίου. Όπως δείχνει ο χάρτης του Εrnest Bon του 1913,36 οι νεότερες επεκτάσεις, που υπερβαίνουν τα 200 εκτάρια, δεν περιλαμβάνουν τεμένη, σε αντίθεση με την παλιά πόλη. Αν η θρησκευτική ομοιογένεια είναι δεδομένη, οι κοινωνικοοικονομικοί διαχωρισμοί είναι επίσης εμφανείς και η διάχυση των εργατικών και εν γένει λαϊκών στρωμάτων στο χώρο εμφανίζεται μέσα από τα κάθε μορφής δεδομένα. Χαρακτηριστικά εικονογραφεί τα προηγούμενα η ανάδυση της συνοικίας της Πούντας, που συνδέεται άμεσα με την τελευταία περίοδο της Σμύρνης. Μέχρι το 1840 η Πούντα εμφανίζεται ως μια μεγάλη αμμόστρωτη πεδιάδα που δροσίζεται από τη θαλάσσια αύρα, αλλά κατακλύζεται από θαλάσσιο νερό το χειμώνα. Η περιοχή, με θαυμάσια θέα προς τις απέναντι ακτές, προς το προάστιο του Μπουρνόβα με τις αρχοντικές κατοικίες, καθώς και προς τους κήπους με αγροτικά σπίτια που εκτείνονταν σε όλη την παραλία, θεωρούνταν χώρος περιπάτου.37 Η περιοχή αρχίζει να εντάσσεται άμεσα στον αστικό χώρο κατά πάσα πιθανότητα μετά το 1850, όταν η οικογένεια Ισηγόνη εγκαθιστά εκεί έναν μεγάλο ατμοκίνητο αλευρόμυλο δίπλα στη θάλασσα. Επρόκειτο για μια σοβαρή βιομηχανική εγκατάσταση που φαίνεται στη συνέχεια σε όλους τους χάρτες, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν με την παρουσία του βαλή Χαλίλ Ριφάτ.38 Στο χάρτη του Storari η περιοχή έχει ρυμοτομηθεί σε μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, πιθανότατα μεγάλες ιδιοκτησίες που προορίζονται για οικοπεδοποίηση και ανοικοδόμηση (όπως φαίνεται και από τα ονόματα δρόμων αργότερα). Φαίνονται επίσης κτίσματα, και σε ανακοίνωση της δημογεροντίας το 185439 υπάρχει αναφορά σε κατοίκους στην περιοχή, που συνεχώς πληθαίνουν, καθώς προσελκύονται εργατικά στρώματα από τα έργα της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης-Αϊδινίου και του σιδηροδρομικού σταθμού στη διπλανή συνοικία. Παράλληλα εγκαθίστανται στην περιοχή πληθώρα βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, που φαίνονται και στα σχέδια των ασφαλιστικών εταιρειών του 1905. Ήδη, όπως προαναφέραμε, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη διπλανή συνοικία, τα Σχοινάδικα, ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1856 από 300 φτωχούς εργάτες κι εργάτριες που έμεναν στην περιοχή.40 Την ίδια εποχή, σε χάρτη του βρετανικού ναυαρχείου41 έχουν προστεθεί και ορισμένα κτήρια σε σχετικά ορθογωνικό σχέδιο. Επίσης εμφανίζεται μόνο η σιδηροδρομική γραμμή Αϊδινίου και έχει αλλάξει ελαφρά η ακτογραμμή δυτικά και βόρεια της Πούντας. Με την κατασκευή της προκυμαίας, η ακτογραμμή της Πούντας αναδιαμορφώνεται αισθητά. Τα έργα για την επέκταση και ανύψωση του εδάφους δημιουργούν ουσιαστικά προβλήματα στην περιοχή. Σύμφωνα με το άρθρο 18 της σύμβασης, η Εταιρεία όφειλε να κατασκευάσει εντός των ορίων των έργων της οχετούς μέχρι τη θάλασσα «συμφώνως προς τας διατάξεις των περί υπογείων διόδων κανονισμών». Μετά την κατασκευή των οχετών, που ήταν υπερυψωμένοι ως προς την υπάρχουσα στάθμη του εδάφους, τα έργα ολοκλήρωσης της τελικής στάθμης σταμάτησαν, με αποτέλεσμα η περιοχή να πλημμυρίζει με στάσιμα νερά, τη διέξοδο των οποίων εμπόδιζαν οι υπερυψωμένοι οχετοί. Στην περιοχή ενδημούν ασθένειες, η κατάσταση διεκτραγωδείται στις εφημερίδες42 και «ομογενείς» γιατροί προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους (αναφέρονται ο γιατρός Δημοσθένης Ισηγόνης, που μάλιστα κατοικεί επιτόπου και ο Φ. Δελλαγραμμάτικας). Η αδιαφορία της Εταιρείας της Προκυμαίας αναγκάζει το 1872 ορισμένους διακεκριμένους κατοίκους να υποβάλουν στο βαλή υπόμνημα σχετικό με την κατάσταση της υγιεινής στην πόλη. Η Πούντα, αναφέρουν, έχει γίνει εστία λοιμωδών ασθενειών. «Κατά το παρελθόν θέρος σχεδόν πάντες οι εκεί κατοικούντες υπέκυψαν εις διαλείποντες πυρετούς, ων πλείστοι ετράπησαν εις τυφοειδείς [...] ο δε αριθμός των θανάτων απεδείχθη τετραπλάσιος του των άλλων μερών της πόλεως, αν και ταύτα έπαθον εκ της γειτονίας αυτού».43 Μια μεταγενέστερη σύντομη αναφορά του Tρακάκη από την έρευνα του 1919-1920 επιβεβαιώνει την υποβάθμιση της περιοχής: «Οι εργάται κατοικούσι εις υγρούς οικίσκους κατά την λεγόμενην συνοικίαν της Πούντας, οπόθεν άρχονται αι βιομηχανικαί εγκαταστάσεις, ή εις τας συνοικίας του εσωτερικού της πόλεως». Η ελληνική παρουσία είναι έντονη στην Πούντα στο τέλος του αιώνα.44 Αν και καμία γραπτή πηγή δεν αναφέρεται σε εφαρμογή νέων πολεοδομικών νόμων, οι χαράξεις στο έδαφος και η αρχιτεκτονική (όπου και όσο επιβιώνει) δείχνουν ότι στις περιοχές νέας επέκτασης των πόλεων προηγείται σχεδιασμός ρυμοτομικός και κανονική οικοπεδοποίηση κατ’ εφαρμογήν των εν ισχύι κανονισμών και οδηγιών.45 Στα σχέδια του 1905, αν και δεν πρόκειται για τοπογραφικές αποτυπώσεις ακριβείας, φαίνεται η οικοπεδοποίηση που προέκυψε πάνω στη ρυμοτομία του 1854-1857, καθώς και τα κανονικά και ομοιόμορφα οικόπεδα (διαστάσεων 8-10 μ. πλάτους και 16-20 μήκους), πάνω στα οποία «γεννήθηκε» ο τύπος του εν σειρά και με μεσοτοιχίες χτισμένου «σμυρνιώτικου» σπιτιού (η περιοχή διασώθηκε από την καταστροφή).46 Στη χωρική ανάπτυξη της Σμύρνης στο γύρισμα του αιώνα μπορούμε σχεδόν να αναγνωρίσουμε δύο παράλληλες πόλεις. Eίναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι η οργάνωση της δημαρχίας, που από το 1879 αποτελείται από δύο διαμερίσματα, επισημοποιεί αυτόν το δυϊσμό/διαχωρισμό. Tο όριο μεταξύ τους βρίσκεται στη νοητή γραμμή που αρχίζει από το σιδηροδρομικό σταθμό του Kασαμπά και φτάνει μέχρι την ψαραγορά. Προς νότο είναι το πρώτο διαμέρισμα, η Παλιά Πόλη, με τις παλιές συνοικίες στο λόφο και την παραδοσιακή αγορά στη θέση του μεσαιωνικού λιμανιού. Προς βορρά βρίσκεται το δεύτερο διαμέρισμα, που ξεκίνησε με την άφιξη των Ευρωπαίων, και υποδέχτηκε όλες τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις – αυτό ακριβώς που θα χαθεί στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Δεν είναι ίσως τυχαίο που, στην ευρύτατα αποδεκτή εικονογραφία και αναπόληση της Σμύρνης στην Ελλάδα, μόνο η «νέα» πόλη εμφανίζεται, οι σύγχρονες ευρωπαΐζουσες περιοχές της και η εντυπωσιακή όψη της προς τη θάλασσα. Βέβαια, ο δυϊσμός αυτός είχε γίνει αντιληπτός πολύ γρήγορα, ήδη από το 1889, από τους Οθωμανούς διοικητές, όπως π.χ. το Mιντχάτ πασά, οι οποίοι αναζήτησαν τρόπους (κυρίως πολεοδομικούς) για να ενθαρρύνουν τον «εξευρωπαϊσμό» και των παλιών περιοχών της πόλης. Έχουν γραφτεί εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα που προτείνουν διανοίξεις λεωφόρων και αναδιαμόρφωση περιοχών της παλιάς πόλης για να αναζωογονήσουν το χώρο και να επιτρέψουν την «ανάπτυξή» του κατά τα πρότυπα της προκυμαίας και των βόρειων περιοχών. Kαμία όμως ευρεία αναδιαρθρωτική επέμβαση δε θα γίνει μέχρι το 1922, γεγονός παράδοξο για την πόλη αυτή, που ωστόσο σχεδίασε στοιχειωδώς και προγραμμάτισε τις επεκτάσεις της έστω με απλά σχέδια ρυμοτομίας. Όταν μελετηθούν τα κτηματολόγια και οι λεπτομερείς καταγραφές που έγιναν μετά την πυρκαγιά με διαταγή του Κεμάλ (τα οποία δε δόθηκαν από το τουρκικό κράτος στους Γάλλους τοπογράφους αδελφούς Danger και στον πολεοδόμο Henri Prost, που έκαναν το σχέδιο της νέας Σμύρνης το 1923),47 είναι βέβαιο ότι η γνώση μας για την πόλη θα έχει πολλά να κερδίσει. Όπως φαίνεται στο χάρτη των αδελφών Danger, στον οποίο σημειώνονται τα όρια της καταστροφής του 1922, με την πυρκαγιά δεν χάθηκε απλώς μια περιοχή της πόλης, αλλά ένα ατόφιο, πλήρες κομμάτι ιστορικού χρόνου. Xάθηκε αυτή ακριβώς η περίοδος της Σμύρνης του 18ου και 19ου αιώνα (κοινή και για τις άλλες πόλεις του Λεβάντε), που απελευθέρωσε τον κόσμο των πόλεων από τη δουλεία των διομολογήσεων και επέτρεψε, στο ευρύτερο πλαίσιο της φιλελεύθερης οικονομίας του 19ου αιώνα, να αναπτυχθούν ομαδικές και ατομικές πρωτοβουλίες και να δοκιμαστούν πολυεθνικά μοντέλα συμβίωσης. H τραγική κατάληξη αυτής της ιστορικής φάσης με την πλήρη καταστροφή του αστικού χώρου και την αιματηρή και τελεσίδικη εκδίωξη όλων των χριστιανών –Ρωμιών, Ελλήνων, Αρμενίων και λοιπών Ευρωπαίων– υποδεικνύει και τα όρια του «κοσμοπολιτισμού» και της πολυεθνικής συμβίωσης στο τέλος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, μιας πολυεθνικής συμβίωσης που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. |
1. Τα στοιχεία της μελέτης προέρχονται από έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και ιδιωτικούς φορείς με αντικείμενο την «Kαταγραφή ελληνικών μνημείων και συνόλων στη Bαλκανική Xερσόνησο και τον ευρύτερο χώρο της Aνατολικής Mεσογείου (18ος-20ός αιώνας)». Συνεργάτης και συμπαραστάτης στην έρευνα ήταν ο δρ Β. Κολώνας, ιστορικός της αρχιτεκτονικής. Για την τουρκική βιβλιογραφία πολύτιμη ήταν η συμβολή του δρα Α. Ιορδάνογλου, ερευνητή στο ΙΜΧΑ. Το παρόν κείμενο συνοψίζει δύο δημοσιεύσεις της Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., «Η πόλη-λιμάνι της Σμύρνης στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», στο Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Μεσογειακές και βαλκανικές όψεις (Αθήνα 2000), σελ. 19-50, και Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., «Αναζητώντας τον χαμένο αιώνα στην χωρική εξέλιξη της Σμύρνης», στο Ο έξω-ελληνισμός. Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, 1800-1922 (Αθήνα 2000), σελ. 269-294. 2. Η Σμύρνη κατακτήθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις αρχές του 15ου αιώνα. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην περιοχή το 1919 με εντολή των Συμμάχων (Ανώτατο Συμβούλιο της Διάσκεψης των Παρισίων). Τρία χρόνια αργότερα, μετά την ήττα του από τα κεμαλικά στρατεύματα, εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία. Το ευρωπαϊκό τμήμα της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες, πιθανόν από Τούρκους στρατιώτες. Βλ., μεταξύ άλλων, Llewellyn-Smith, M., Ionian Vision. Greece in Asia Minor 1919-1922 (University of Michigan Press, Michigan 1973). 3. Hasluck, F.W., “The Rise of Modern Smyrna”, Annual of the British School at Athens 23 (1918-1919), σελ. 139-147. 4. Σχολιάζοντας το μυθιστόρημα του Πολίτη, Κ., Στου Χατζηφράγκου (Αθήνα 1993), ο P. Mackridge γράφει στην εισαγωγή: «Η πραγματική Σμύρνη λοιπόν [...] δεν υπάρχει πια και δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε το πόσο ανταποκρίνονται οι περιγραφές του Πολίτη στην πραγματικότητα. Το τουρκικό Ιζμίρ μπορεί να καλύπτει το ίδιο έδαφος με τη Σμύρνη, αλλά δεν είναι η ίδια πόλη. Φαινόμενο ίσως μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, τουλάχιστον των νέων χρόνων: να εξοντωθούν ή να ξεριζωθούν οι μισοί κάτοικοι μιας μεγαλούπολης, η οποία καταστρέφεται συστηματικά για να εξαλειφθεί κάθε ίχνος τους. Αλλά η Σμύρνη εξαφανίστηκε όχι τόσο πολύ από τη φωτιά όσο από την έξοδο του ορθόδοξου πληθυσμού της: μια πόλη είναι κοινωνικός οργανισμός που αποτελείται από τους ανθρώπους της, όχι τα σπίτια της. Η παλιά Σμύρνη –όσο επιζεί– υπάρχει μόνο στην μνήμη των ανθρώπων που την έζησαν: έχει γίνει μια νοερή πολιτεία». 5. Ελλείψει του στοιχειώδους πρωτογενούς υλικού για τη μελέτη μιας πόλης –που είναι οι κτηματογραφήσεις και οι ποικίλοι χάρτες που συντάσσουν οι τοπικές Αρχές για να ελέγχουν και να παρακολουθούν την ανάπτυξή της– έπρεπε να ανατρέξουμε σε ποικίλες πηγές χαρτογράφησης, καθεμία από τις οποίες υπηρετούσε διαφορετικές ανάγκες. Προέκυψε έτσι μια συλλογή χαρτών, που εκτός των άλλων αποτελεί και ενδιαφέρον δείγμα των πολλαπλών χρήσεων της χαρτογραφίας μέχρι το 1922. 6. Το λιμάνι αναφέρεται εν λειτουργία από το Μ.Α. Κατσαΐτη που ταξίδεψε στη Σμύρνη το 1742: βλ. Φάλμπος,Φ.Κ., Μάρκου Αντωνίου Κατσαΐτη: Δύο ταξίδια στη Σμύρνη 1740 και 1742 (Αθήνα 1972). 7. Cornelius de Bruyn, Voyage au Levant (Delft 1700). 8. Σύμφωνα με τον Hasluck «μεταξύ 1472 και 1600, δεν μπορεί να αναφερθεί ούτε ένα όνομα περιηγητή»: βλ. Hasluck, F.W., “The Rise of Modern Smyrna”, Annual of the British School at Athens 23 (1918-1919), σελ. 139-147. Ο Γάλλος Tavernier το 1631 αναφέρει 90.000 κατοίκους, εκ των οποίων 60.000 είναι μουσουλμάνοι, 15.000 Ελληνορθόδοξοι, 8.000 Αρμένιοι και 7.000 Εβραίοι. 9. Frangakis-Syrett, Ε., “The Reaya Communities of Smyrna in the 18th Century”, στο Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος (Αθήνα 1985), σελ. 27-42. 10. Σύμφωνα με την εκτεταμένη μελέτη του Φάλμπου, Φ.Κ., Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης (Αθήνα 1970). 11. Το κάστρο αυτό χτίστηκε από τους Φράγκους τον 11ο αιώνα, σύμφωνα με τις απόψεις του Fontrière, που αναπτύσσει ο Φάλμπος, Φ.Κ., Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης (Αθήνα 1970). Το 1344 καταλήφθηκε από τους Φράγκους, που το κράτησαν για έξι δεκαετίες μαζί με το Κλειστό Λιμάνι και το χρησιμοποίησαν για προστασία ενάντια στις θαλάσσιες και τις χερσαίες επιθέσεις των Οθωμανών. Το τέλος του φρουρίου είναι σχετικά πρόσφατο. Κατεδαφίστηκε σε δύο φάσεις: το πρώτο τμήμα το 1865-1870, κατά τα έργα της προκυμαίας, και το υπόλοιπο μετά το 1922 και έως το 1930. 12. Φάλμπος, Φ.Κ., Μάρκου Αντωνίου Κατσαΐτη: Δύο ταξίδια στη Σμύρνη 1740 και 1742 (Αθήνα 1972), σελ. 171. 13. Η αναλογία αυτή αναφέρεται από τον Ηλιού, Φ., Κοινωνικοί αγώνες και διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819) (Αθήνα 1986). Βλ. επίσης πίνακα πληθυσμιακών δεδομένων στο άρθρο της Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., «Η πόλη-λιμάνι της Σμύρνης στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», στο Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Μεσογειακές και βαλκανικές όψεις (Αθήνα 2000), σελ. 19-50. 14. Εικόνες φυγής από τη Σμύρνη την εποχή της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης έχει μεταφέρει ο Δ. Βικέλας στα Διηγήματα2 (Αθήνα 1988) και στο μυθιστόρημα Λουκής Λάρας2 (Αθήνα 1988). 15. Πρόκειται για την παλιότερη γνωστή καταγραφή στο χώρο των τόπων εγκατάστασης των διάφορων εθνικοθρησκευτικών ομάδων της πόλης. Ο λόγος ύπαρξης αυτού του χάρτη, όπως σημειώνεται στη λεζάντα του, ήταν η εφαρμογή στο χώρο της Σμύρνης συμφωνίας που έγινε το 1763 στην Κωνσταντινούπολη για τα όρια δύο ενοριών, των καπουκίνων (καθολικών) και των μεταρρυθμιστών (προτεσταντών). 16. Tekeli, I., “The Transformation in the Settlement Pattern of the Aegean Region in the 19th century”, στο Three Ages of Izmir2 (Istanbul 1993), σελ. 125-141, και Georgeon, F., “Le dernier sursaut (1878-1908)”, στο Mantran, R. (επιμ.), Histoire de l'Empire Ottoman (Paris 1989), σελ. 552. 17. Georgeon, F., “Le dernier sursaut (1878-1908)”, στο Mantran, R. (επιμ.), Histoire de l'Empire Ottoman (Paris 1989), σελ. 551. 18. Στα παράλια της Μικράς Ασίας, και συγκεκριμένα στο νομό Aϊδινίου με την περιοχή Kυδωνίων, επί 5.308 βιομηχανικών επιχειρήσεων (οι περισσότερες βέβαια μικρής κλίμακας), 4.008 είναι ελληνικές και απασχολούν 35.325 εργάτες, Έλληνες ή Οθωμανούς υπηκόους, έναντι 37.185 συνολικά εργατών. Στην πόλη της Σμύρνης έχουν καταγραφεί 2.062 βιομηχανικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε Έλληνες επί συνόλου 2.555 επιχειρήσεων και 14.191 εργάτες ελληνορθόδοξοι επί συνόλου 18.573. Τα στοιχεία προέρχονται από απογραφή του 1920 και δημοσιεύονται στο Τρακάκης, Γ., Η βιομηχανία εν Σμύρνη και εν τη ελληνική Μικρά Ασία. Οικονομική μελέτη (Αθήνα 1994, α' έκδοση 1920). 19. Όπως σημειώνεται στο άρθρο με τίτλο "Smyrna", The Illustrated London News 171 (09.08.1845), η φωτιά ξέσπασε την 28η Ιουλίου 1841 και κατέστρεψε 12.000 ιδιοκτησίες (!), δηλαδή τα 2/3 των τουρκικών συνοικιών, μεγάλο τμήμα του Φραγκομαχαλά και ολόκληρη την εβραϊκή συνοικία. Για την ανοικοδόμηση που ακολούθησε μας πληροφορεί ο Calligas, P., Voyage à Syros, Smyrne et Constantinople (texte grec-francais, traduit et annoté par M.-P. Masson Vincourt), επιμ. L΄Harmattan (Paris 1997): «Με άκραν ταχύτητα εκτίσθη εκ νέου επί του αυτού σχεδίου. Η Τουρκία είναι ο τόπος όπου η πείρα δεν διδάσκει τα πλήθη, διότι το άτομον δεν δύναται να υποτάξη τα πράγματα. Η κατάστασις των πραγμάτων καταστρέφεται αλλά δεν μεταβάλλεται». 20. Σύμφωνα με συνεχείς και εκτεταμένες ανταποκρίσεις των αγγλικών εφημερίδων, επρόκειτο για μια πυκνοδομημένη περιοχή, από τα 900 οικήματα της οποίας γλίτωσαν μόνο 37 κατοικίες, το νοσοκομείο και το γυμνάσιο των αρρένων, αλλά όχι η εκκλησία, το παρθεναγωγείο και όλα τα κτήρια που παρείχαν εισοδήματα στην κοινότητα. Βλ. “Smyrna”, The Illustrated London News 171 (09.08.1845), και Bilsel, C., “L΄urbanisme à Izmir au XIXe et au début du XXe siècles, ou l΄occidentalisation de l'espace urbain”, στο (rapport de recherche) L'Occidentalisation d'Istanbul et des grandes villes de l'Empire Ottoman aux XIXe et XXe siècles (Bureau de la Recherche Architecturale, Paris 1997), σελ. 5-33. 21. Eφημερίς της Σμύρνης 80 (20.10.1850) και 92 (12.01.1851). Για την καταγραφή των ιδιοκτησιών σχηματίστηκαν 20μελείς επιτροπές με 14 Oθωμανούς υπηκόους και 6 Eυρωπαίους. Η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας των Eυρωπαίων της Σμύρνης υπολογίστηκε σε 36 εκατ. φράγκα μόνο μέσα στην πόλη (στην Κωνσταντινούπολη έφτασε τα 370 εκατ.). Βλ. Ubicini, Α., Lettres sur la Turquie (Librairie militaire de J. Dumaine, Paris 1853), σελ. 340-342. Βλ. επίσης στο Rolland, C., La Turquie contemporaine (Paris 1854), σελ. 78-80, όπου και περιγράφονται οι «αδιευκρίνιστες» δραστηριότητες του Αλί Νεχάτ. 22. Storari, L., Guide de Voyageur à Smyrne. Apercu Historique, topographique et archéologique, Accompagné du Plan de cette ville, levé en 1854 (Librairie de Castel, Paris 1857). (Ο οδηγός αυτός υπάρχει στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.) O Storari γεννήθηκε το 1822, ζούσε στη Φεράρα και ήταν πιθανώς αναμεμειγμένος στο κίνημα των Kαρμπονάρων. Στη Σμύρνη έφτασε την 1η Aπριλίου 1851 και έμεινε ως το τέλος Mαΐου 1854. H δουλειά του για το κτηματολόγιο δεν ολοκληρώθηκε. Σχεδίασε ωστόσο τον πρώτο ολοκληρωμένο τοπογραφικό χάρτη της Σμύρνης σε κλίμακα 1:5000, τον οποίο δημοσίευσε το 1857 συνοδευόμενο από τον οδηγό της πόλης στη γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Βλ. επίσης Yerasimos, S., “Quelques éléments sur l'ingénieur Luigi Storari”, στο Architettura e architetti italiani ad Istanbul tra il XIX e il XX secolo (Istanbul 1995). 23. Τα εγκαίνια του ατμόμυλου τελούνται στο τέλος του 1850: βλ. Εφημερίς της Σμύρνης 86 (01.12.1850). 24. Βλ. Rolleston, G., Report on Smyrna to the Right Hon. Τhe Secretary of State for War (01.11.1856), που φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Bλ. επίσης τα πρακτικά συνεδρίασης της ελληνικής δημογεροντίας της Σμύρνης, της 30ής Ιουλίου 1854 στη Mητρόπολη, σύμφωνα με τα οποία, για να αντιμετωπιστεί επιδημία χολέρας, η πόλη και οι ελληνικές συνοικίες χωρίζονται σε τμήματα και Έλληνες γιατροί αναλαμβάνουν να εποπτεύουν κάθε τμήμα. Βλ. Eφημερίς της Σμύρνης 278 (06.08.1854). Το κείμενο όριζε επίσης ότι κάθε ιατρός θα επικουρείται από φαρμακοποιούς και 2-3 υπαλλήλους. 25. Βιογραφικά στοιχεία του Σαμπρί πασά, που είναι ενδεικτικά για τους αξιωματούχους που εφάρμοσαν τις μεταρρυθμίσεις στην αυτοκρατορία (τους αποκαλούμενους tanzimatcilar), περιέχονται στο Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων (Αθήνα 1997). 26. Η οικογένεια Αριστάρχη ανέλαβε πολλά και σημαντικά αξιώματα. Ο Γρηγόριος είναι ο συγγραφέας του μεγάλου έργου Aristarchi Bey, G. (επιμ.), Législation Ottomane, ou Recueil des lois, règlements, ordonnances, traités, capitulations et autres documents de l’Empire Ottoman, 1-4 (Constantinople 1873-1874). Βλ. επίσης Αλεξανδρής, Α., «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Δελτίο Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας (Αθήνα 1980), σελ. 365 κ.ε. 27. Ο θεσμός της δημαρχίας διεκδικείται συνεχώς από τις ελληνικές εφημερίδες (που εμφανίζονται στην πόλη από την δεκαετία 1830), αλλά όπως φαίνεται θα θεσμοποιηθεί και θα λειτουργήσει μόνο το 1871, παραμένοντας επί πολλά χρόνια ανίσχυρος. Βλ. επίσης σχετικό άρθρο της Αμάλθειας 1818 (24.03.1872). 28. Oι ελληνικές εφημερίδες της Σμύρνης μεταφέρουν διαμαρτυρίες των εκατοντάδων μικροϊδιοκτητών (ψαράδων, μικρών εστιατορίων κ.λπ.) των παραθαλασσίων οικοπέδων που βρέθηκαν ξαφνικά αποκομμένοι από τη θάλασσα. 29. Στην περιοχή αυτή οι μουσουλμάνοι είναι μειονότητα, όπως και οι Λεβαντίνοι. Το Κεμέραλτι κυριαρχείται από Ρωμιούς, Αρμενίους και Εβραίους. Βλ. επίσης Beyru, R., “20 yy. başlarında Kemeraltı”, Egemimarlik 1 (1992), σελ. 43-48. 30. Toprak, Z., “Izmir in an Unpublished Monograph, 1920-1921”, στο Three Ages of Izmir (Istanbul 1993), σελ. 227-237. 31. Bλ. Géorgiadès, D., La Turquie actuelle (Paris, Calmann Levy 1892), σελ. 227-230. 32. Συνέλης, Ι., «Ελληνικό Ορφανοτροφείο Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 165. 33. Μιχαήλ, Γ.Ν., Η Σμύρνη πριν από την καταστροφή. Ένας οδηγός του 1920 για τα πάντα: ιστορία, πληθυσμό, εμπόριο, δρόμοι, σινεμά, εκκλησίες, σύλλογοι, μνημεία, εφημερίδες, φυλακές, ανατύπωση του Οδηγού της Σμύρνης 1920 (Αθήνα 1920). 34. Σολομωνίδης, Χ., Η εκκλησία της Σμύρνης (Αθήνα 1960). 35. Σύμφωνα πάντα με το Σολομωνίδη, Χ., Η εκκλησία της Σμύρνης (Αθήνα 1960), που παραπέμπει σε κώδικες της Μητρόπολης Σμύρνης κ.λπ. 36. Μια σειρά χαρτών με αντικείμενο τις περιφερειακές ή λιγότερο κεντρικές συνοικίες με ελληνική παρουσία, που συντάχθηκαν το 1905, δημοσίευσε πρόσφατα ο Τούρκος καθηγητής της πολεοδομίας Çınar Atay με τη σημείωση ότι προέρχονται από το προσωπικό του αρχείο. Τα σχέδια αυτά ολοκληρώνουν το τμήμα της πόλης επί της προκυμαίας και της Πούντας, εικονίζουν τις συνοικίες δίπλα στο δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό (Μπασμάχανε) και την αρμενική, τις εβραϊκές γειτονιές και την παλιά αγορά (Κεμέραλτι), την περιοχή γύρω από το Στρατώνα και το τμήμα αυτό της προκυμαίας, καθώς και τις ελληνικές συνοικίες Αγία Βούκλα, Τσάι, Άγιο Τρύφωνα και Άγιο Κωνσταντίνο. Atay, Ç., Osmanli'dan cumhuriyet'e Izmir planları (Izmir 1998). 37. Το όνομα Pointe, από το οποίο προέρχεται η ονομασία Πούντα, δόθηκε από Γάλλους και μάταια ο Σκυλίσσης προσπάθησε να το εξελληνίσει σε Άκρα και ο Ικέσιος Λάτρις σε Αλίπεδο. Αν και σταδιακά κατοικείται στο νοτιότερο μέρος του, εξακολουθεί να αναφέρεται ως χώρος περιπάτου πεζών και ιππέων ως το 1880. Οι παλιότερες αναφορές για μόνιμους κατοίκους γίνονται στο χάρτη του 1822, ενώ το μόνο κτίσμα που σημειώνεται στο χάρτη του Graves είναι ένας ανεμόμυλος. 38. Βλ. Εφημερίς της Σμύρνης 86 (01.12.1850). 39. Βλ. Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., «Η πόλη-λιμάνι της Σμύρνης στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μορφές χωρικής οργάνωσης και ελληνική παρουσία», Πρακτικά συνεδρίου Η πόλη στους νεότερους χρόνους (19ος-20ός αι.) (Αθήνα 2000). 40. «Ο Αϊ-Γιώργης χτίστηκε με γρόσια και με λίρες/κι ο Αϊ-Γιάννης χτίστηκε από τις φαμπρικίνες». Πρόκειται για τις εργάτριες στα εργοστάσια κατεργασίας σύκων στα Σχοινάδικα, που βρίσκονταν ακριβώς δίπλα στην εκκλησία. Βλ. επίσης Αμάλθεια (24.05.1857). Περιγραφή της περιοχής από Σολομωνίδη, Χ., Η εκκλησία της Σμύρνης (Αθήνα 1960), σελ. 28-29. 41. Smyrna Harbour 1856-60 by Captain R. Copeland R.N., 1834. Corrections and additions by Captain T. Spratt C.B.R.N., 1859-1860 Sec. 5. (1522), 1860. 42. Αμάλθεια (23.08.1871). 43. Αμάλθεια (24.03.1872). 44. Βλ. την αναφορά του Dechamps, G., Στους δρόμους της Μικρασίας (Αθήνα 1990, α΄ έκδοση στα γαλλικά: Παρίσι 1894), σελ. 157. 45. Βλ. Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων (Αθήνα 1997). 46. Φάλμπος, Φ.Κ., «Ο τελευταίος τύπος του αστικού σπιτιού στη Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά 7 (1957). Ο τύπος αυτός αποδίδεται από το Φάλμπο στο σύνολο των χριστιανικών ομάδων της Σμύρνης. 47. A.F., “Le plan d΄aménagement de la ville de Smyrne”, L'Architecture 40:4 (1927), σελ. 117-126. |