laconicum, το (αρχιτ.)
Το ζεστό δωμάτιο ξηρής εφίδρωσης στα ρωμαϊκά λουτρά, πολύ συχνά με κυκλικό σχήμα, όπως πρότεινε ο Βιτρούβιος.
|
θέρμες, οι
Μεγάλα συγκροτήματα λουτρών της Ρωμαϊκής περιόδου. Διαθέτουν τους τρεις κύριους χώρους λούσεως, τον ψυχρό (frigitarium), το χλιαρό (tepidarium) και το θερμό (caldarium), και πλήθος άλλων βοηθητικών δωματίων. Αποτελούν ταυτόχρονα χώρο συγκεντρώσεων και συχνά συνδυάζονται με κτήρια φυσικής αγωγής (γυμνάσια, παλαίστρες). Ο όρος στη συνέχεια αφορούσε λουτρά γενικώς ή και αμιγώς θερμά (ιαματικά) λουτρά εγκατεστημένα σε φυσικές πηγές, αλλά και τις ίδιες τις φυσικές θερμές πηγές.
|
θερμός οίκος, ο (λατ. caldarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου caldarium, που προέρχεται από το ρήμα caleo (= ζεσταίνω). Στα ελληνικά είναι δόκιμος και ο όρος «ένδον οίκος». Πρόκειται για το κύριο δωμάτιο των λουτρών των ρωμαϊκών θερμών για ένα ζεστό μπάνιο και για μπάνιο με ατμό λόγω της υψηλής υγρασίας.
|
θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.
|
κλίβανος (λατ. praefurnium, ουδ.)
Ο όρος μπορεί να δηλώνει είτε αποκλειστικά την εστία είτε γενικότερα το χώρο όπου βρισκόταν η εστία, που προκειμένου για το σύστημα της υποκαύστου θέρμανσης των λουτρών τροφοδοτούνταν εξωτερικά και παρήγε τον καυτό αέρα που διοχετευόταν κάτω από το δάπεδο.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
λουτρό αυτοκρατορικού τύπου
Οι χώροι του λουτρού αυτοκρατορικού τύπου είναι μεγάλοι και διευθετούνται στο κεντρικό τμήμα της κάτοψης (οι ψυχροί, οι χλιαινόμενοι και οι θερμοί οίκοι) ενώ οι βοηθητικοί χώροι (οι χώροι εφίδρωσης, τα αποδυτήρια) αναπτύσσονται συμμετρικά στα ακριανά τμήματα.
|
λουτρό εφιδρώσεως, το (λατ. sudatorium, ουδ.)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου sudatorium, που προέρχεται από το ρήμα sudo (= ιδρώνω) και δηλώνει το χώρο εφίδρωσης των ρωμαϊκών θερμών. Ήταν ένα μικρό ορθογώνιο ή τετράγωνο δωμάτιο υγρής εφίδρωσης, διαφορετικό από την «ξηρή εφίδρωση» του laconicum. Τα κυκλικά sudatoria ήταν συνηθισμένα στην Πρώιμη Ρωμαϊκή εποχή (1ος-2ος αι.μ.Χ.). Ήταν κατά κανόνα θολοσκεπή και βρίσκονταν μεταξύ του caldarium και του tepidarium. Ήταν επίσης θερμαινόμενα με δικό τους praefurnium και εξοπλισμένα με υπόκαυστα.
|
παλαίστρα, η
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.
|
υπόκαυστο, το
Το κύριο σύστημα θέρμανσης των ρωμαϊκών λουτρών. Ετυμολογικά σημαίνει «κάμινος που ζεσταίνει από κάτω». Στα πλήρως αναπτυγμένα υπόκαυστα η στρώση του δαπέδου του δωματίου (suspensura) στηριζόταν σε στυλίσκους (pilae). Ο κενός χώρος του δαπέδου θερμαινόταν από την κυκλοφορία των καυτών αερίων που παρήγε μια εστία (praefurnium), η οποία τροφοδοτούνταν εξωτερικά. Ο ζεστός αέρας περνώντας μέσα από πλίνθινους σωλήνες (tubuli ή tubi) θέρμαινε και τους τοίχους.
|
χλιαινόμενος οίκος, ο (λατ. tepidarium, το)
Απόδοση στα ελληνικά του λατινικού όρου tepidarium, που προέρχεται από το ρήμα tepeo (= χλιαίνω). Aποτελεί την αίθουσα χλιαρού λουτρού των ρωμαϊκών θερμών. Ονομαζόταν επίσης «μέσος οίκος». Βρισκόταν συνήθως μεταξύ του caldarium και του frigidarium. Η κυριότερη λειτουργία του ήταν ο εγκλιματισμός του λουομένου μεταξύ του frigidarium/αποδυτήριο και του caldarium/sudatorium. Εδώ κάποιος μπορούσε να παραμείνει ώσπου να συνηθίσει στη διαφορά θερμοκρασίας. Το tepidarium χρησιμοποιούνταν και για να επαλείφεται ο επισκέπτης πριν ή μετά το ζεστό λουτρό, αν και υπήρχε συγκεκριμένο δωμάτιο γι’ αυτή τη χρήση, το unctorium (αλειπτήριο).
|
ψυχρός οίκος, ο (λατ. frigidarium, το)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα frigeo, που σημαίνει κρυώνω. Πρόκειται για την κύρια ψυχρή αίθουσα των ρωμαϊκών θερμών. Συχνά διέθετε μία ή περισσότερες μεγάλες ψυχρές πισίνες. Κανονικά χρησιμοποιούνταν μετά την επίσκεψη στα θερμά δωμάτια ή έπειτα από την προπόνηση στην παλαίστρα. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών, συχνά λειτουργούσε και ως αίθουσα για κοινωνικές εκδηλώσεις ή επικοινωνία.
|