δούκας, ο (λατ. dux, -cis)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος που σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα, ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μιας μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα, οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
εκκλησιαστικό τακτικό, το (notitia episcopatuum)
Τα εκκλησιαστικά τακτικά είναι επίσημα κείμενα των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών («κλήσις των επισκόπων»). Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία και με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση.
|
ηγεμών, o (λατ. praeses)
Κυβερνήτης επαρχίας. Σύμφωνα με την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή διοίκηση, ο ηγεμόνας (praeses, vir perfectissimus κατά τη συγκλητική ιεραρχία) ήταν ο επικεφαλής αξιωματούχος ορισμένων επαρχιών και ασκούσε αμιγώς πολιτική εξουσία.
|
κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.
|
στρατηλάτης, ο (λατ. magister militum)
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής κατά τη Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Το αξίωμα το έφερε ο επικεφαλής στρατεύματος επαρχίας με έδρα την αντίστοιχη επαρχία· magister militum per Armeniam: στρατηλάτης Αρμενίας (δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄), magister militum per Illyricum: του Iλλυρικού, magister militum per Orientem: των ανατολικών επαρχιών, magister militum praesentalis (στρατηλάτης του Πρεσέντου): επικεφαλής του στρατού με έδρα στην αυτοκρατορική αυλή, magister utriusque militiae (στρατηλάτης εκατέρας δυνάμεως): ο επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ξηράς, δηλαδή του ιππικού (equitum) και του πεζικού (peditum).
|
υπατικός / κονσουλάριος, o (consularis)
Κυβερνήτης επαρχίας. Σύμφωνα με την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή διοίκηση, οι υπατικές επαρχίες ανήκαν στην αρμοδιότητα αρχικά του υπάτου και στη συνέχεια του υπατικού (consularis, vir clarissimus κατά τη συγκλητική ιεραρχία). Το αξίωμα του κονσουλαρίου ήταν καινοτομία του Κωνσταντίνου Α΄ (Μεγάλου) και αφορούσε την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
|