εγγύη, η
Εγγύηση. Η συμφωνία μεταξύ του κυρίου της γυναίκας και του μελλοντικού της συζύγου. Συνάπτονταν με αμοιβαία υπόσχεση πως η συγκεκριμένη γυναίκα θα παραδοθεί από τον πρώτο και αντίστοιχα θα τιμηθεί ως σύζυγος από το δεύτερο. Από τα χρόνια του Σόλωνα τουλάχιστον και μετά, η εγγύη αποτελούσε προϋπόθεση για τη νομιμότητα του γάμου.
|
μέτοικος, ο
Oι ελεύθεροι κάτοικοι των Aθηνών, που δεν ανήκαν στο σώμα των αθηναίων αστών, αλλά διέμεναν μόνιμα στην πόλη. H πλειοψηφία των μετοίκων απαρτιζόταν από ξένους, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική άνθηση της Aθήνας, έρχονταν για να κερδίσουν χρήματα, ασχολούμενοι κατά κανόνα με εμπορικές δραστηριότητες.
|
παλλακεία, η
Η συμβίωση με παλλακίδα, η οποία διακρινόταν τόσο από τη νόμιμη σύζυγο όσο και από την εταίρα. Συνήθως επρόκειτο για αιχμάλωτη ή αγορασμένη δούλη. Συνήθως επρόκειτο για αιχμάλωτη ή αγορασμένη δούλη. Η παλλακεία, αν και σαφώς κατώτερη του γάμου, ήταν ωστόσο κοινωνικά αποδεκτή. Υπήρχε μάλιστα και νομικό πλαίσιο που προσδιόριζε τη σχέση της παλλακίδας και των παιδιών που έφερνε στον κόσμο με τον κύριό της.
|