σατράπης, ο
Ο τίτλος είχε την έννοια του αντιπροσώπου του Πέρση βασιλιά και στην περσική γλώσσα χρησιμοποιούνταν ευρύτατα. Στους αρχαίους συγγραφείς ο όρος προσδιορίζει συνήθως έναν αξιωματούχο του περσικού κράτους που έχει την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική εξουσία στη διοικητική του περιφέρεια, τη σατραπεία. Στα Ελληνιστικά χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος εισήγαγε το θεσμό στην οργάνωση της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή. Τη Ρωμαϊκή περίοδο με τον ίδιο όρο δηλώνεται το κληρονομικό αξίωμα του Aρμένιου ευγενή, κυβερνήτη αρμενικού κλίματος (καντόνι, ιστορικογεωγραφική ενότητα), που στις αρμενικές περιοχές εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ασκούσε περιορισμένη εξουσία υπό την επικυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.
|
τάλαντο, το (1. νομισματική, 2. εμπόριο)
1. Νομισματική μονάδα βάρους. Το αργυρό τάλαντο ισοδυναμούσε με 60 μνες ή με 6.000 δραχμές. 2. Τεμάχιο μετάλλινης μάζας χυτευμένης σε συγκεκριμένο σχήμα με σκοπό την εύκολη αποθήκευση ή τη μεταφορά του μετάλλου με πλοία.
|
τριήρης, η
Αρχ.: Στενόμακρο πολεμικό πλοίο (37 μ. μήκος και 5,5 μ. κεντρικό πλάτος) που χρησιμοποιούσε ως κινητήρια δύναμη 170 κωπηλάτες καθισμένους σε τρία επίπεδα, καθώς και πανιά, και έτσι μπορούσε να διανύει γρήγορα μεγάλες αποστάσεις και να εμβολίζει τα εχθρικά πλοία.Βυζ.: Ο μεγαλύτερος δρόμων με τρεις σειρές κωπηλατών. Στο Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (10ος αιώνας) αναφέρονται τριήρεις δρόμωνες με θέσεις για 230 κωπηλάτες. Το μήκος τους εκτιμάται στα 60 μ., το εύρος στα 10 μ., το βάθος/ύψος στα 5 με 6 μ. και το εκτόπισμα στους 100 τόνους και πλέον. Ανέπτυσσαν ταχύτητα 5 κόμβων και στη μάχη άγγιζαν τους 7.
|
τύραννος, ο
Αρχικά ο όρος σήμαινε τον ευγενικής καταγωγής ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια όμως δήλωνε το σφετεριστή της εξουσίας και αυτόν που διακυβερνούσε με απόλυτο τρόπο, αποσκοπώντας φαινομενικά στην ευημερία του λαού.
|