ανάλημμα, το
1. Τοίχος (ή σύστημα τοίχων) που οικοδομείται με σκοπό τη συγκράτηση όγκου χώματος. 2. Κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων του αρχαίου θεάτρου.
|
άπληκτον, το / φοσσάτον, το
Ως άπληκτον (< applicitum) προσδιορίζεται το στρατόπεδο γενικά από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής, ενώ και ο όρος φοσσάτον (< φόσσα, δηλαδή τάφρος) σήμαινε επίσης στρατόπεδο. Κατά τη Mέση Βυζαντινή περίοδο ο όρος άπληκτον απέκτησε πιο ειδική σημασία, σήμαινε το χώρο συγκέντρωσης των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που ξεκινούσαν για εκστρατεία. Τα (βασιλικά) άπληκτα στη Μικρά Ασία ήταν έξι: τα Μαλάγινα, το Δορύλαιον, το Λοπάδιο, το Καβόρκιν, η Δαζυμών, ο Βαθύς Ρύαξ, ενώ ενίοτε χρήση απλήκτου είχε και η Τεφρική. O κατάλογος των απλήκτων της αυτοκρατορίας σώζεται υπό τη μορφή σύντομης πραγματείας με τίτλο Υπόθεσις των βασιλικών ταξειδίων και υπόμνησις των απλήκτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στο πληρέστερο χειρόγραφο του έργου του Kωνσταντίνου Z΄ Πορφυρογέννητου (944-959), De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως), στον κώδικα της Λειψίας, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα.
|
εμπόριον, το (εμπορείον)
Τα εμπόρια (εμπορεία) ήταν εμπορικοί σταθμοί που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις ανάγκες του διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά ήταν και προς χρήση όλων των ταξιδιωτών. Σταδιακά κάποια από αυτά εξελίχθηκαν σε οικισμούς.
|
κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.
|
κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.
|
κομμέρκιον, το (commercium)
1. Παραμεθόριος εμπορικός σταθμός ή πόλη στην Ύστερη Αρχαιότητα και ακολούθως το τελωνείο. 2. Έμμεσος τελωνειακός φόρος επί των εμπορευμάτων που εμφανίστηκε γύρω στο 800. Αρχικά αντιστοιχούσε στο 2% έως 10% της αξίας του εμπορεύματος, ανάλογα με την περίοδο και τις περιστάσεις. Το κομμέρκιον με διατίμηση 10% ονομαζόταν δεκάτη.
|
Οξύς δρόμος, cursus velox
Ο οξύς δρόμος, στα λατινικά cursus velox, ήταν αρχικά το τμήμα του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, όπου κινούνταν τα ιππειδή (άλογα, ημίονοι). Στη συνέχεια ο όρος κατέληξε να ταυτίζεται με την υπηρεσία του δημοσίου ταχυδρομείου, του τμήματος που λειτουργούσε με ίππους, οι οποίοι λέγονταν επίσης βέρεδα ή παρίππια. Ο δρόμος αργής κυκλοφορίας λεγόταν πλατύς. Ο οξύς δρόμος ήταν σε χρήση μέχρι τον 12ο αι.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|
χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.
|