εθνικός, ο
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στους πρώτους αιώνες μετά την επισημοποίηση του χριστιανισμού στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να διαχωρίσει τους «χριστιανούς» από τους υπηκόους με αρχαιοελληνικό θρησκευτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο.
|
έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi)
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.
|
επαρχότητα (υπαρχία), η (praefectura praetorio)
Επαρχότητα του πραιτορίου ή υπαρχία. Βασική διοικητική υποδιαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εισήχθη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αιώνας). Η αυτοκρατορία διαιρούνταν σε τέσσερις praefecturae ή επαρχότητες: α) praefectura praetorio per Orientem (επαρχότητα Ανατολής), β) praefectura praetorio Galliarum (επαρχότητα Γαλατίας), γ) praefectura praetorio per Illyricum (επαρχότητα Ιλλυρικού), δ) praefectura praetorio Italiae, Illyrici et Africae (επαρχότητα Ιταλίας).
|