1. Ιστορικό πλαίσιο
Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν το καθαρτήριο πυρ για τη γενιά που έζησε την ήττα του 1897 και την αναγκαστική αδράνεια των ετών που ακολούθησαν. Για τον Αθανάσιο Σουλιώτη, το νέο αξιωματικό με το αριστοκρατικό παρουσιαστικό, όπως και για τον επιστήθιο φίλο του Ίωνα Δραγούμη, η Μακεδονία αποτελούσε τη φυγή από τη μικρόχαρη πρωτεύουσα ενός μικρού κράτους χωρίς προοπτικές.1 Για το Σουλιώτη ο αγώνας άρχισε το 1906 με την Οργάνωση Θεσσαλονίκης. Ως έμπορος «Νικολαΐδης» ανέλαβε τη «στενόχωρη και εκνευριστική» δουλειά του πράκτορα εμπορικών ειδών και παράλληλα κατασκοπευτική δραστηριότητα. Η θητεία του στην πολυεθνική μακεδονική πρωτεύουσα τον προετοίμασε για την επόμενη μεγάλη αποστολή του. Από τη διάσωση της Μακεδονίας για την Ελλάδα, στη διατήρηση του Ελληνισμού μέσα στο ανατολικό του πλαίσιο. Από την εκτέλεση εντεταλμένης εθνικής υπηρεσίας προχώρησε στη σύλληψη και υλοποίηση ενός προσωπικού οράματος: την ένωση όλων των λαών της Ανατολής σε μια πολιτισμική ενότητα. Το χάσμα ανάμεσα στην ελλαδική πρωτεύουσα –την «επαρχιώτισσα που καμώνεται την Ευρωπαία κοσμοπολίτισσα– και την πραγματική πρωτεύουσα της Ανατολής, την Κωνσταντινούπολη», τόνιζε στην αντίληψη του Σουλιώτη τη μειονεκτικότητα της ελλαδικής Μεγάλης Ιδέας.
Κάποιες ανάλογες σκέψεις διατυπώνει και ο διπλωμάτης Δραγούμης συγκρίνοντας το μαρασμό του ελλαδικού χώρου με την κοσμοπολίτικη Ανατολή. «Οι Έλληνες του κράτους κατάντησαν ελλαδικοί· αλλιώτικο είδος ζώου».2 Για το Σουλιώτη έγραφε: «Είσαι καλλίτερός μου στο έργο που μαζί φορτωθήκαμε και θα σε ζήλευα για την υπεροχή σου, αν δεν ένοιωθα πως πρέπει να γίνει αυτό που αναλάβαμε και αν δεν σ’ αγαπούσα τόσο, που να μ’ αρέση να σε βλέπω να πετυχαίνης».3 Οι σκέψεις και των δύο εντάσσονται στο πλαίσιο του λεγόμενου Ανατολικού Ιδανικού, πολιτικής ιδεολογίας των αρχών του 20ού αιώνα που είχε στόχο την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των διάφορων εθνοτικών ομάδων στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να αντιμετωπιστούν αφενός η βουλγαρική επιρροή και αφετέρου αυτή των ξένων δυνάμεων εν γένει.
2. Ίδρυση και σκοπός
Η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως ιδρύθηκε στις αρχές του 1908. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, ενώ ο Ίων Δραγούμης πρόσφερε την αμέριστη βοήθειά του. Δημιουργήθηκε δηλαδή πριν από το κίνημα των Νεότουρκων για να αντιμετωπίσει μέσα από την οθωμανική πρωτεύουσα τη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία και τη Θράκη. Σκοπός της Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο πολιτικός συντονισμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και ιδανικό της η συνεννόηση και συνεργασία των λαών της Ανατολής, δηλαδή της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας.
3. Δράση
Τα ευρωπαϊκά τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν παρουσίαζαν μόνο τη μεγαλύτερη εθνοτική ποικιλία και θρησκευτικές αντιθέσεις, αλλά αποτελούσαν ταυτόχρονα ελεύθερο πεδίο ξένων επεμβάσεων, ώστε να κινδυνεύουν να απολεσθούν για τους Οθωμανούς.
Οι Νεότουρκοι θέλησαν αρχικά να συμφιλιώσουν τις αντιμαχόμενες μερίδες για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο από το δυτικό κόσμο. Η φιλοδοξία αυτή, ωστόσο, δεν έβρισκε εμπόδιο μόνο τους αντίπαλους βαλκανικούς εθνικισμούς, αλλά και τον ίδιο τον τουρκικό εθνικισμό, που παρουσιαζόταν με καθυστέρηση στο προσκήνιο.
Ο Σουλιώτης, αν και δεν έτρεφε πολλές ελπίδες για την ειρήνευση της Μακεδονίας, θεωρούσε εφικτή την ειρηνική συμβίωση με τους Τούρκους που θα οδηγούσε στον εξελληνισμό του οθωμανικού κράτους. Πρότεινε ως όρο, για να αρθεί η δυσπιστία ανάμεσα στα δύο κράτη, την παραίτηση της Ελλάδας από κάθε επέκταση προς την οθωμανική επικράτεια και καλούσε τους Έλληνες της αυτοκρατορίας να αναπτύξουν όλη τους την εκπολιτιστική ικανότητα.
Το οθωμανικό σύνταγμα του 1908 κατοχύρωνε θεωρητικά την ισοπολιτεία ανάμεσα στους λαούς της αυτοκρατορίας. Η εξέλιξη αυτή φάνηκε να ευνοεί τα σχέδια του Σουλιώτη, ο οποίος οραματιζόταν ένα ιδανικό μεγαλύτερο από τους στόχους του ελληνοβουλγαρικού αγώνα. Το νέο καθεστώς έθετε τις βάσεις για μια συνεργασία μεταξύ των λαών της Ανατολής και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια ευρύτερη συμμετοχή με τη μεγάλη οικονομική του ευρωστία. Η πολιτική που η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως φιλοδοξούσε να συντονίσει προσέβλεπε στη διατήρηση της εθνικής υπόστασης των Ελλήνων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά οι Νεότουρκοι επιδίωκαν να καταργήσουν τις εθνικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους υπηκόους του κράτους.
Το Σεπτέμβριο του 1908, ο Απόστολος Αλεξανδρής, απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης προς το κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος», βρήκε τους Έλληνες με «χάος γνωμών για τα ζητήματα που αφοράν τον ελληνισμόν... Ο Ι. Δραγούμης επίστευεν ότι η πνευματική και υλική υπεροχή του ελληνισμού επεβάλλετο ταχέως εις την αναγεννημένην αυτοκρατορίαν. Ο Μπούσιος έφθασε να υποστηρίξη ότι η Τουρκία, διά της διαδόσεως από του Κοινοβουλίου των ελληνικών γνωμών και πολιτικών αρχών, θα μετεβάλλετο εις Νέον Βυζάντιον».4
Κύριοι της κατάστασης, οι Νεότουρκοι έλαβαν μέτρα για να επιβάλλουν την εξουσία τους και να δημιουργήσουν το συγκεντρωτικό κράτος που επιδίωκαν. Τότε έδειξαν πως ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με τις μη τουρκικές κοινότητες της αυτοκρατορίας στο βαθμό που εκείνες θα δήλωναν υποταγή στο τουρκικό κράτος και θα εγκατέλειπαν τη δική τους μειονοτική υπόσταση.
Το 1910 το κομιτάτο ανανέωσε την προσπάθεια να αυξήσει τον έλεγχό του θέτοντας σε εφαρμογή το άρθρο 18 του συντάγματος που επέβαλλε σε όλα τα σχολεία να τεθούν υπό την επίβλεψη του κράτους, η διδασκαλία να γίνεται στην τουρκική γλώσσα και να εφαρμοστεί ενιαία μέθοδος εκπαίδευσης. Τον Ιούλιο του 1910 ψηφίστηκε στην οθωμανική Βουλή νόμος περί των Εκκλησιών της Μακεδονίας με νέες παραχωρήσεις στη βουλγαρική εξαρχία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε συνεργασία με την Οργάνωση ζήτησε σύγκληση εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων για να αντιμετωπιστεί η νέα εξέλιξη. Οι εργασίες της συνέλευσης άρχισαν την 1η Σεπτεμβρίου 1910, αλλά οι συλλήψεις των μελών ανάγκασαν τον Πατριάρχη να τη ματαιώσει.
Η κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έβαλε τέλος σε κάθε προσπάθεια των Ελλήνων υπηκόων της να ανασυνταχθούν. Ο ίδιος ο Σουλιώτης αφήνει στην αλληλογραφία του προς τον Ίωνα Δραγούμη να εκδηλωθεί η απογοήτευσή του. «Είναι κρίμα. Κρίμα την τόση δουλειά μας».5
Όμως η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως διέθετε πολλαπλές γραμμές άμυνας. Μολονότι ο ίδιος ο Σουλιώτης προτιμούσε την άποψη της ισοπολιτείας, ο εθνικισμός των Νεότουρκων τον ανάγκασε μετά το 1910 να στραφεί αρχικά προς τους Φιλελεύθερους του πρίγκιπα Σαμπαχεντίν μέσω του Πολιτικού Συνδέσμου του Πέρα, ο οποίος ελεγχόταν από την Οργάνωση, και αργότερα προς την υποστήριξη των προνομίων των εθνοτήτων.
Ο Σουλιώτης έμεινε στην Κωνσταντινούπολη έως τον Οκτώβριο του 1912, οπότε και διαλύθηκε η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την κήρυξη του πολέμου, βρέθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη στο βαλκανικό μέτωπο. Μέχρι τη διάλυσή της, όμως, είχε πετύχει μια αρκετά αξιόλογη διείσδυση. Έως το 1912 είχαν μυηθεί περίπου 500 μέλη. Ανάμεσα στα πιο δραστήρια μέλη της συναντάμε τους: Α.Χ. Χαμουδόπουλο, Σπηλιωτόπουλο, Κομποθέκρα, Βατικιώτη, Ι. Ζαγοριανάκο, Γ. Σκαλιέρη, Γ. Μπούσιο, Γ. Καραβαγγέλη, Μ. Θεοτοκά, Χρύσανθο Τραπεζούντος, Δ. Δίγκα, Χ. Βαμβακά, Π. Κοσμίδη, Γ. Θεοχαρίδη.