Ιεράπολις Φρυγίας (Αρχαιότητα), Ναός Απόλλωνος Αρχηγέτου

1. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Ο ναός του Απόλλωνος Αρχηγέτου αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, του ομώνυμου ιερού του θεού, το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της μεγάλης πλατείας της Ιεραπόλεως. Ο ναός αποδίδεται στον Απόλλωνα με βάση πολλές αναθηματικές επιγραφές, οι οποίες αναφέρονται ρητά στο θεό (με την επίκληση «Κάρειο» ή «Αρχηγέτη»).

Το ιερό του Απόλλωνος Αρχηγέτου συνίσταται σε έναν μεγάλο ιερό χώρο, ο οποίος πλαισιώνεται από περίβολο. Ο περίβολος είχε δωρική πρόσοψη, με δωρικούς ημικίονες πάνω σε παραστάδες. Ο θριγκός αποτελείται από μετόπες και τρίγλυφα με ρόδακες, ενώ οι ημικίονες φέρουν κιονόκρανα διακοσμημένα με μια σειρά από αστραγάλους και με μια ζώνη ωών στον εχίνο. Η διαρρύθμιση του δωρικού περίβολου προσφέρει στοιχεία για τη χρονολόγηση του ιερού, αφού μπορεί να συγκριθεί με τις προσόψεις που πλαισιώνουν τη μνημειακή πρόσβαση στο Σεβαστείο της Αφροδισιάδος, το οποίο χρονολογείται στον 1ο αι. μ.Χ. Ο περίβολος περιέκλειε στις τρεις πλευρές του έναν ευρύ χώρο (περίπου 70 μ. πλάτους). Στην τέταρτη πλευρά, προς το βουνό, η διαμόρφωση είναι βαθμιδωτή και οδηγεί σε υπερκείμενο άνδηρο. Η περιοχή αυτή δεν έχει ανασκαφεί ακόμη ολοκληρωτικά. Για το λόγο αυτό μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι στο υπερκείμενο άνδηρο βρισκόταν ένας ακόμη ναός. Η διάταξη του ιερού με δύο άνδηρα, στο ένα εκ των οποίων υπάρχει ο κυρίως ναός, μπορεί να συγκριθεί με αυτή του ιερού του Ασκληπιού στην Κω.

Ο ναός του Απόλλωνα βρίσκεται στο κατώτερο άνδηρο, στη νοτιοανατολική γωνία του περίβολου. Ίσως εξάστυλος, πρόστυλος εν παραστάσι, ο ναός έχει πλάτος 14, 5 μ. και μήκος 19,45 μ. Ο σηκός έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο (πλάτος 11,5 μ. και μήκος 10,2 μ.). Το εσωτερικό του σηκού χωριζόταν πιθανότατα σε δύο μέρη με μια σειρά κιόνων. Από το επιστύλιο και τη ζωφόρο του ναού βρέθηκαν μόνο θραύσματα.

Η πρόσβαση στο ναό είναι βαθμιδωτή. Ο ναός ήταν χτισμένος πάνω σε ένα βάθρο ύψους 2 μ., το οποίο εν μέρει ήταν λαξευμένο στο φυσικό βράχο. Το βάθρο αυτό ήταν χτισμένο από τετράγωνους λίθους τοπικού ασβεστόλιθου, που έφεραν επένδυση από μαρμάρινες πλάκες. Ως συνδετικό υλικό για την κατασκευή αυτή χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα.

Αμέσως κάτω από τις βαθμίδες της εισόδου υπάρχει διάδρομος από μαρμάρινους λίθους με θολωτή επίστεψη. Ο διάδρομος αυτός, που κατέληγε σε ένα άνοιγμα διακοσμημένο εξωτερικά με ένα μεγάλο μαρμάρινο κοχύλι, οδηγούσε σε ένα υπόγειο σπήλαιο, από το οποίο ακόμα και σήμερα αναδύεται διοξείδιο του άνθρακα. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ναού και υπόγειου σπηλαίου, όπως δείχνει και ο προσανατολισμός του ναού, ο οποίος δε συμφωνεί με τον αντίστοιχο του περίβολου. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το σπήλαιο αυτό ταυτίζεται με το λεγόμενο «Πλουτώνιον», για το οποίο έχουμε γραπτές μαρτυρίες. Από αυτές πληροφορούμαστε ότι το Πλουτώνιο ήταν ένα σπήλαιο με μεφιτικό αέριο, που προσέλκυε μεγάλα πλήθη περιέργων και πιστών. Το 2ο αι. μ.Χ., ο Δίων Κάσσιος1 περιγράφει το Πλουτώνιο ως θέατρο, όπου ένας μεγάλος αριθμός θεατών μπορούσε να παρακολουθήσει επιδείξεις δηλητηρίασης μικρών και μεγάλων ζώων, όπως πουλιών και ταύρων. Επίσης ο Στράβων2 μας πληροφορεί ότι οι μόνοι που δε διέτρεχαν κίνδυνο δηλητηρίασης ήταν οι ευνούχοι ιερείς, εξαιτίας της προστασίας των θεών.

Το ιερό κοσμούσαν πολυάριθμα αγάλματα, η αρχική θέση των οποίων είναι αμφίβολη, επειδή βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση σε διάφορα σημεία του συγκροτήματος. Εκτός από πολλά θραύσματα, η ταύτιση των οποίων είναι αδύνατη, από τη διακόσμηση του ιερού σώζονται δύο σχεδόν ακέραια γλυπτά: ένα μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα της Άφφιας με αναθηματική επιγραφή στους Θεούς Σεβαστούς και στο Δήμο, που χρονολογείται στο τέλος του 1ου-αρχές του 2ου αι. μ.Χ., καθώς και ένα κολοσσικό μαρμάρινο ανδρικό άγαλμα θωρακοφόρου, που ίσως παριστάνει τον αυτοκράτορα Αδριανό, δίπλα στον οποίο είναι γονατιστός ένας βάρβαρος. Βρέθηκαν επίσης δύο μικρές μαρμάρινες στήλες με εγχάρακτο διπλό πέλεκυ και αναθηματικές επιγραφές, οι οποίες αναφέρονται στη λατρεία του Απόλλωνος Καρείου. Η λατρεία αυτή έχει χθόνιο και μαντικό χαρακτήρα, γεγονός που σχετίζεται με το σπήλαιο του Πλουτωνίου. Το χαρακτήρα αυτό υπογραμμίζουν επίσης άφθονα λυχνάρια που βρέθηκαν στο ιερό και προφανώς χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια νυχτερινών ιερών τελετών. Τέλος, βρέθηκαν στο ναό δύο χρησμοί του Απόλλωνος Aρχηγέτου και Καρείου σε εξάμετρο στίχο, με το πρώτο γράμμα κάθε στίχου να ακολουθεί την αλφαβητική σειρά. Οι δύο χρησμοί αυτοί χρονολογούνται αντίστοιχα στο 2ο-1ο αι. π.Χ. και στο 2ο-3ο αι. μ.Χ.. Ένας από αυτούς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού ορίζει τη διεξαγωγή καθάρσεων για την αποφυγή επιδημίας λοιμού στην πόλη.

2. Ιστορία

Μαρτυρούνται διάφορες οικοδομικές φάσεις του ναού και του ιερού. Από επιγραφικές πηγές συνάγεται ότι ο ναός πρέπει να χτίστηκε τον 1ο αι. π.Χ. Εκτός από αυτό, η λατρεία του Απόλλωνος της Ιεραπόλεως χρονολογείται τουλάχιστον από το 2ο αι. π.Χ., όπως δηλώνουν οι παραστάσεις στα νομίσματα της πόλης. Κιονόκρανα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση πιστοποιούν αναστηλωτικές εργασίες στο ναό κατά τον 1ο αι. μ.Χ. Τέλος, ο ναός επισκευάστηκε πάλι κατά τον 3ο αι. μ.Χ. Η τελευταία αυτή φάση χρονολογείται με σχετική βεβαιότητα με βάση επιγραφικές μαρτυρίες και τεχνοτροπικές λεπτομέρειες του αρχιτεκτονικού διακόσμου, τις οποίες ξαναβρίσκουμε στο σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου στη Μίλητο.

Με βάση τις επισκευές που διενεργήθηκαν μετά το σεισμό της εποχής του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.), ο περίβολος του ιερού χρονολογείται στην εποχή των Φλαβίων (β΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ.). Την εποχή αυτή οικοδομήθηκε επίσης και η μαρμάρινη θολωτή κατασκευή μικρού μεγέθους που ήταν τοποθετημένη στην είσοδο του σπηλαίου του Πλουτωνίου. Ολόκληρο το ιερό οργανώθηκε συστηματικά κατά τον 3ο αι. μ.Χ., όταν επισκευάστηκε εκ νέου και ο ναός. Όπως δηλώνουν πολλά ίχνη πυρός, τον 3ο αι. μ.Χ. το επάνω μέρος του ναού καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ο ναός όμως συνέχισε να υπάρχει μέχρι το τέλος του 4ου αι. μ.Χ., οπότε ξεκίνησε η συστηματική καταστροφή του και το υλικό του χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση άλλων κτηρίων.

Κατά τον 4ο αι. μ.Χ., στη δυτική πλευρά του περίβολου του ιερού, που βλέπει στην κεντρική πλατεία, κατασκευάστηκε ένα μεγάλο νυμφαίο. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση από ένα πρωιμότερο συγκρότημα άγνωστης χρήσης. Το νυμφαίο αυτό είχε μνημειακή πρόσοψη που έφερε δίτονη κιονοστοιχία, ναΐσκους και αετώματα με προτομές διαφόρων θεοτήτων. Η πρόσοψή του, λόγω του σημαντικού ύψους της, κάλυπτε τη θέα του ιερού του Απόλλωνος. Αυτό δηλώνει ότι η κατασκευή του νυμφαίου σχεδιάστηκε για να μειώσει τη σημασία του ναού καθώς και του ιερού, πιθανώς σε μια εποχή κατά την οποία ο παγανιστικός ναός άρχισε να εγκαταλείπεται σταδιακά.

3. Σημερινή κατάσταση

Έπειτα από προκαταρτικές έρευνες, η περιοχή του ιερού του Απόλλωνος ανασκάφηκε από Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή υπό τη διεύθυνση του Gianfilippo Carettoni, κατά τα έτη 1962-1965. Από το 1967 μέχρι και το 1970 ανασκάφηκε το νυμφαίο. Εργασίες αναστήλωσης έλαβαν χώρα μόνο το 1978, όταν αποφασίστηκε να αποκατασταθούν οι βάσεις των κιόνων της νότιας πλευράς του περίβολου. Οι συμπληρώσεις των μελών που λείπουν έγιναν τότε με ακατέργαστο σκυροκονίαμα.

Σήμερα, η Ιταλική Αποστολή ασχολείται με τη μελέτη των υπαρχόντων σπονδύλων των κιόνων καθώς και των άλλων αρχιτεκτονικών μελών. Εξαιτίας της μέτριας ποιότητας του μαρμάρου προκλήθηκαν ρωγμές στα μέλη αυτά, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η συντήρησή τους.




1. Δίων Κ. 68.27.

2. Στράβ. 12.8.17 και 12.4.14.