Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός

1. Γέννηση-οικογένεια

Ο Ισαάκιος Κομνηνός είναι ο πρώτος εκπρόσωπος της οικογένειας των Κομνηνών που στέφθηκε αυτοκράτορας. Γεννήθηκε περί το 1007 στην Κασταμονή της Παφλαγονίας. Η καταγωγή του ιδίου και της οικογένειάς του δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς.

Οι Κομνηνοί, που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία, ανήκαν στα μέσα του 11ου αιώνα στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής αριστοκρατίας της επαρχίας. Ο πατέρας του Ισαακίου Κομνηνού και του αδελφού του Ιωάννη (ο γιος του οποίου αναδείχθηκε αργότερα αυτοκράτορας ως Αλέξιος Α΄ Κομνηνός) μνημονεύεται την εποχή του Βασιλείου Β΄ με το όνομα Μανουήλ Ερωτικός. Ο Μανουήλ νυμφεύθηκε γυναίκα από τη διακεκριμένη οικογένεια των Ερωτικών (πήρε μάλιστα το επώνυμό του από το γάμο του) και ήταν στρατιωτικός αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Βασιλείου Β'. Είχε κτήματα στην Κασταμονή της Παφλαγονίας (που ονομάζεται και Κάστρα Κομνηνών).

Ένας άλλος γνωστός πρόγονος του Ισαακίου Κομνηνού ήταν ο Νικηφόρος, αδελφός ή ανιψιός του Μανουήλ Ερωτικού. Μέχρι την ανάρρησή του στο θρόνο ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν διέφερε πολύ από τους άλλους εκπροσώπους της μικρασιατικής στρατιωτικής αριστοκρατίας. Όμως η υποστήριξη της οικογένειάς του υπήρξε μεγάλη ενίσχυση γι αυτόν. Στο πλευρό του ήταν, πρώτος από όλους, ο αδελφός του Ιωάννης, του οποίου η μαχητική και ικανή σύζυγος, η Άννα Δαλασσηνή, ήταν επίσης γόνος μιας από τις πιο επιφανείς βυζαντινές οικογένειες. Τα παιδιά τους, ο μέλλων αυτοκράτορας Αλέξιος και ο μεγαλύτερος αδελφός του, που έφερε το ίδιο όνομα με τον θείο του, τον αυτοκράτορα Ισαάκιο, ήταν επίσης στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Η σύζυγος του Ισαακίου Α΄ Κομνηνού ήταν η κόρη του Ιωάννη Βλαδισλάβου (γιου του Ααρών, αδελφού του Βούλγαρου ηγεμόνα Σαμουήλ) Αικατερίνη, με την οποία είχε μια κόρη, τη Μαρία, και έναν γιο, τον Μανουήλ, που πέθανε πριν από το 1057.1

Ο Ισαάκιος Κομνηνός πέθανε περί το 1060/1061 ως μοναχός στη μονή Στουδίου.

2. Εκπαίδευση-ανατροφή

Ως γιος επαρχιακού στρατιωτικού αξιωματούχου ο οποίος ήταν αρκετά επιφανής ώστε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ να του αναθέσει τον αγώνα εναντίον του σφετεριστή Βάρδα Σκληρού, ο Ισαάκιος Κομνηνός ανατράφηκε ως μέλος της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Αυτό ήταν το περιβάλλον του. Για την παιδεία του δεν μπορεί να λεχθεί τίποτε το συγκεκριμένο.

Βάσει της δράσης του και της πολιτικής που ακολούθησε ως αυτοκράτορας, μπορούμε να εικάσουμε ποιες θα ήταν οι αντιλήψεις του, οι οποίες φαίνεται να συμπίπτουν με το σύστημα σκέψης ολόκληρης της τάξης των στρατιωτικών της εποχής εκείνης. Ήταν υποστηρικτής του αυστηρού ελέγχου των οικονομικών και της παρεμπόδισης του περαιτέρω πλουτισμού των μοναστηριών και της εκκλησίας γενικά. Ο Ισαάκιος Κομνηνός ήταν η προσωποποίηση του αγώνα της στρατιωτικής αριστοκρατίας, πρωτίστως της μικρασιατικής, για απόκτηση εξουσίας ή και του θρόνου, ακόμα και για την κατάργηση της υπεροχής της πρωτεύουσας και των αξιωματούχων που διοικούσαν σε αυτήν.

Στο διάστημα 1042-1055 ο Ισαάκιος είχε μια επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία, από την οποία κέρδισε τον τίτλο του μαγίστρου και το αξίωμα του στρατοπεδάρχη.

3. Η εξέγερση του Ισαακίου Κομνηνού και η άνοδος στο θρόνο

Ο τελευταίος εκπρόσωπος της Μακεδονικής δυναστείας, η κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Θεοδώρα, έστεψε αυτοκράτορα και διάδοχό της τον ηλικιωμένο αξιωματούχο που ευνοούσε η κυρίαρχη παράταξη της πρωτεύουσας, τον Μιχαήλ ΣΤ΄ Βρίγγα, τον αποκαλούμενο και Στρατιωτικό ή Γέροντα. Μετά το θάνατό της, ο Μιχαήλ ΣΤ΄, ως εστεμμένος αυτοκράτορας, κληρονόμησε το θρόνο (1056), γεγονός που θεωρήθηκε θρίαμβος της παράταξης των πολιτικών αξιωματούχων της πρωτεύουσας, οι οποίοι εξάλλου και ευνοήθηκαν πολύ από την πολιτική του.

Αντίθετα, όταν λίγο καιρό αργότερα έφθασε στην Κωνσταντινούπολη μια αντιπροσωπεία των στρατιωτικών αξιωματούχων από τη Μικρά Ασία, με επικεφαλής δύο από τους επιφανέστερους εκπροσώπους τους, τον Ισαάκιο Κομνηνό και τον Κατακαλών Κεκαυμένο, οι συνομιλίες με τον αυτοκράτορα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα και ο Μιχαήλ ΣΤ' τους έδιωξε απερίφραστα.2 Εξαγριωμένοι οι στρατιωτικοί επέστρεψαν στη Μικρά Ασία, όπου οργάνωσαν στάση εναντίον του. Οι στρατιωτικοί διοικητές εξέλεξαν αρχηγό τους τον Ισαάκιο Κομνηνό, τον οποίο ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα στις 8 Ιουνίου 1057.

Οι στασιαστές συγκεντρώθηκαν με τον στρατό στη Νίκαια, χωρίς όμως να προελάσουν προς την Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αντίδραση του Μιχαήλ ΣΤ΄. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε στρατεύματα από τις δυτικές βαλκανικές επαρχίες και τα έστειλε εναντίον του σφετεριστή, όμως ο αυτοκρατορικός στρατός ηττήθηκε στη Νίκαια στις 20 Αυγούστου 1057.3

Ύστερα από αυτό, οι οπαδοί του Ισαακίου Κομνηνού άρχισαν να δρουν απροκάλυπτα και στην ίδια πλέον την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον σφετεριστή, και του έστειλε γιαυτο αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Κωνσταντίνο Λειχούδη. Στη μεροληπτική περιγραφή των διαπραγματεύσεων από τον Ψελλό, ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος είχε ήδη ανακηρυχθεί από τον στρατό αυτοκράτορας, εμφανίζεται να συμπεριφέρεται ως τέτοιος, χρησιμοποιώντας όλα τα αυτοκρατορικά διακριτικά.4

Η πρεσβεία απέτυχε να πείσει τον Κομνηνό, ο οποίος είχε ήδη κάνει το αποφασιστικό βήμα προς τον αυτοκρατορικό τίτλο, να προβεί σε υποχωρήσεις και να συνεννοηθεί με τον Μιχαήλ ΣΤ΄, ίσως και λόγω του γεγονότος ότι μέσα στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό του. Οι πολίτες της πρωτεύουσας ήταν ήδη διχασμένοι όταν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ηγήθηκε της παράταξης που στήριζε τον Κομνηνό. Η δυναμικότητα των ενεργειών του επέσπευσε την εξέλιξη των γεγονότων. Με απεσταλμένους του στον Μιχαήλ ΣΤ΄ και στον Ισαάκιο Κομνηνό ζήτησε από τον πρώτο να παραιτηθεί μόνος του από το θρόνο και να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα για να σώσει τη ζωή του, και μήνυσε στον δεύτερο να βιαστεί να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει την εξουσία. Αμέσως μετά, ο πατριάρχης διέταξε να καταστραφεί η περιουσία όλων των οπαδών του Μιχαήλ ΣΤ΄ κηρύσσοντάς τους αποστάτες. Αυτό αποδείχτηκε αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη των γεγονότων και για την αλλαγή στο θρόνο. Ο Μιχαήλ ΣΤ΄ αναγκάστηκε να αποσυρθεί και ο Ισαάκιος Κομνηνός έστειλε τον στενό του συνεργάτη Κεκαυμένο να καταλάβει το αυτοκρατορικό ανάκτορο. Ο ίδιος ο Ισαάκιος Κομνηνός εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με επίσημη και θριαμβευτική πομπή από τη Χρυσή Πύλη και μετέβη στην Αγία Σοφία, όπου δέχθηκε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, την 1η ή την 4η Σεπτεμβρίου του 1057.

4. Η βασιλεία και τα τελευταία χρόνια

Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Ισαάκιος Κομνηνός άρχισε να εφαρμόζει αυστηρή οικονομική πολιτική, καταδιώκοντας αυτούς που χρωστούσαν φόρους στο κράτος, περιορίζοντας τις περιουσίες των μονών, ακυρώνοντας την παροχή κτημάτων από προγενέστερους αυτοκράτορες, μειώνοντας τα έξοδα της γραφειοκρατίας της πρωτεύουσας εις βάρος των εσόδων των αξιωματούχων και των συγκλητικών.5

Εκτός αυτού, ο Ισαάκιος Κομνηνός, πιθανώς λόγω της στρατιωτικής του προέλευσης, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας ο οποίος κατανοούσε κάπως διαφορετικά από τους προκατόχους του την ίδια τη θέση του αυτοκράτορα. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί τονίζουν ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός πίστευε πως χρωστούσε το θρόνο του πρώτα και κύρια στον εαυτό του και στον αγώνα του και μετά στον Χριστό, αντίληψη που δεν ήταν απολύτως ευθυγραμμισμένη με την τρέχουσα αυτοκρατορική ιδεολογία.6 Επιπλέον, για να τονίσει τη στρατιωτική του ιδιότητα, ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός εικονιζόταν στα νομίσματα με γυμνό ξίφος. Η απεικόνιση αυτή θεωρείται ότι σηματοδοτεί μια μετατόπιση στην αυτοκρατορική ιδεολογία της εποχής, δίνοντας έμφαση στον στρατιωτικό ρόλο του βυζαντινού αυτοκράτορα. Και πάντως η εξέλιξη αυτή δεν ξεκινά με τον Ισαάκιο Α΄, εφόσον ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος είχε χρησιμοποιήσει ήδη στο α΄ μισό του 11ου αιώνα την εικονογραφία αυτή σε νομίσματά του, παρότι ο ίδιος δεν προερχόταν από το στρατιωτικό στάδιο.

Γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τους πολίτες και με τους αξιωματούχους στην πρωτεύουσα, αλλά και με τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο. Στις 8 Νοεμβρίου του 1058 ο Ισαάκιος Κομνηνός εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και, όταν ο πατριάρχης εγκατέλειψε την πόλη, τον συνέλαβε και τον εξόρισε μαζί με τους ανιψιούς του στην Προκόννησο. Ο Κηρουλάριος δεν πρόλαβε να καταδικαστεί επισήμως διότι απεβίωσε καθ’ οδόν προς τη Θράκη, όπου ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε συγκαλέσει σύνοδο, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός συνέτασσε μακροσκελές κατηγορητήριο εναντίον του πατριάρχη.7

Πολύ σύντομα έπειτα από αυτό, ωστόσο, ο αυτοκράτορας, ύστερα από ένα ατύχημα που είχε στο κυνήγι και ακολουθώντας τη συμβουλή του Μιχαήλ Ψελλού, έγινε μοναχός στη μονή Στουδίου.8 Το ίδιο έκαναν η σύζυγός του Αικατερίνη και η κόρη τους Μαρία. Ο Ισαάκιος πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1061 ή το 1062. Το θρόνο ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας, μέλος μιας άλλης επιφανούς οικογένειας της μικρασιατικής αριστοκρατίας, των Δουκών.

5. Συνολική αποτίμηση

Ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός αποτελεί κατά κάποιον τρόπο καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου. Η στρατιωτική και αριστοκρατική του καταγωγή σηματοδότησε την αλλαγή που διαδραματίσθηκε στην Αυτοκρατορία τον 11ο αιώνα. Μετά τον Ισαάκιο Κομνηνό, στο θρόνο ανεβαίνουν μέλη αυτού του στρώματος της βυζαντινής κοινωνίας, τα οποία ήταν σε συνεχή ρήξη μεταξύ τους, μέχρι την οριστική εδραίωση της οικογένειας των Κομνηνών και του ανιψιού του Ισαακίου, του Αλεξίου, το 1081.




1. Κατσαρός, Β., «Το πρόβλημα της καταγωγής των Κομνηνών», Βυζαντιακά 3 (1983), σελ. 111-122.

2. Μ. Ψελλός, Χρονογραφία 7. 3, επιμ. É. Renauld, Michel Psellos, Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance I (Paris 1926, ανατ. 1967).

3. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους B (Αθήνα 1997), σελ. 225-6.

4. Μ. Ψελλός, Χρονογραφία 7. 23-4, επιμ. É. Renauld, Michel Psellos, Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance I (Paris 1926, ανατ. 1967).

5. Βλ. λήμ. Isaac I Komnenos, The Oxford Dictionary of Byzantium 2, σελ. 1012 (C. Brand – A. Cutler).

6. Βλ. λήμ. Isaac I Komnenos, The Oxford Dictionary of Byzantium 2, σελ. 1011 (C. Brand – A. Cutler).

7. Οικονομίδης, Ν., «Η ενοποίηση του ευρασιατικού χώρου (945-1071)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1979), σελ. 142.

8. Schreiner, Ρ. (επιμ.), Die byzantinischen Kleinchroniken. 1. Teil (Einleitung und Text) (Corpus Fontium Historiae Byzantinae XII, Wien, 1975), σελ. 160, 170.