Νικαίας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

1. Πρώιμη οθωμανική περίοδος

Η υφιστάμενη από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους μητρόπολη Νικαίας διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια όλης της Οθωμανικής περιόδου με –όπως φαίνεται– κανονική σειρά διαδοχής μητροπολιτών και χωρίς μεγάλα κενά στην πλήρωση της θέσης του μητροπολίτη. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ιστορία της μητρόπολης κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο εστιάζεται στην ίδια την επιβίωσή της.

Από τη βυζαντινή περίοδο, η μητρόπολη Νικαίας είχε αρκετά περιορισμένο χώρο αρμοδιότητας, λόγω της μεγάλης πυκνότητας των ανώτερων εκκλησιαστικών αρχών που υφίσταντο στο χώρο της Βιθυνίας.1 Δεδομένου αυτού του γεγονότος, η μεγάλη φθορά που υπέστη το ελληνικό και γενικότερα το χριστιανικό στοιχείο της πόλης και της περιοχής της κατά την τουρκική κατάληψη (1331) και τη μακρόχρονη κατάσταση πολιορκίας που είχε προηγηθεί συνετέλεσε στο να απομείνει η μητρόπολη με ισχνό αριθμητικά ποίμνιο. Εξαρχής, ένας από τους παράγοντες φθοράς του χριστιανικού στοιχείου ήταν ο εξισλαμισμός, σε σχέση με τον οποίο η περιοχή της Νίκαιας παρουσιάζει το ενδιαφέρον στοιχείο της παλαιότερης καταγραφής του παράλληλου φαινομένου του κρυπτοχριστιανισμού, κάτι που τεκμαίρεται από τη γνωστή εγκύκλιο του πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ' Καλέκα με την οποία δίνεται «άφεση αμαρτιών» στους χριστιανούς της περιοχής Νικαίας που εξαναγκάζονται από τον «αλλόθρησκο δυνάστη» να εγκαταλείψουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πίστης.2 Οι τυχόν κρυπτοχριστιανοί που διατηρήθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στην περιοχή είναι φυσικό να θεωρήσουμε ότι δεν μπορούσαν να έχουν καμία σχέση, τυπική ή ουσιαστική, με τις εκεί ορθόδοξες εκκλησιαστικές αρχές. Θα πρέπει να τους θεωρήσουμε και αυτούς χαμένο ποίμνιο για τη μητρόπολη. Πέραν της όποιας παρουσίας κρυπτοχριστιανικού στοιχείου, η Νίκαια και άλλοι οικισμοί τής γύρω περιοχής διατηρούν χριστιανικό πληθυσμό, του οποίου όμως η αριθμητική δύναμη είναι πολύ περιορισμένη, όπως φαίνεται από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 15ου και του 16ου αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μερική καταγραφή της ίδιας της Νίκαιας σε κατάστιχο του έτους 1454/55 καταγράφονται μόνο επτά χριστιανικά νοικοκυριά.3

2. Η καθιέρωση της αρχής του γεροντισμού

Η γενικότερη δημογραφική αδυναμία χαρακτηρίζει συνολικά το χριστιανικό στοιχείο της Βιθυνίας τους πρώτες αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας· παρ’ όλα αυτά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατήρησε ενεργές όλες τις μητροπόλεις της περιοχής που υφίσταντο από την τελευταία περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας, άσχετα με την εξαιρετικά αδύναμη πληθυσμιακή (και κατά συνέπεια οικονομική) τους βάση. Έτσι, σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο διατηρήθηκαν ενεργές οι μητροπόλεις Χαλκηδόνας, Νικομήδειας, Νίκαιας και Προύσας, με μόνη την τελευταία να έχει κάπως καλύτερες οικονομικές δυνατότητες λόγω του σημαντικού οικονομικού ρόλου της πόλης και της εμπλοκής των ορθόδοξων κατοίκων σε εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Η πολιτική αυτή του Πατριαρχείου διατήρησης όλων αυτών των μητροπόλεων προφανώς οφείλεται στην εγγύτητά τους προς την Κωνσταντινούπολη, κατά συνέπεια στη δυνατότητα των μητροπολιτών να ασκούν άμεσα και συνεχώς τα αρχιερατικά τους καθήκοντα στην επαρχία τους και, παράλληλα, να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, διαμένοντας σε αυτή ακόμα και μόνιμα, και να μετέχουν στην ιερά σύνοδο του Πατριαρχείου.

Η κατάσταση αυτή αποκρυσταλλώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα με την καθιέρωση της αρχής του «γεροντισμού», όταν το συμβούλιο των λεγόμενων «γερόντων» μητροπολιτών ανάχθηκε σε θεσμό και απέκτησε σαφή καθήκοντα ελέγχου των πατριαρχικών πράξεων και γνωμοδότησης κατά την ανάδειξη των πατριαρχών. Οι «γέροντες» δεν ήταν άλλοι από τους μητροπολίτες των κοντινών στην Κωνσταντινούπολη επαρχιών της Βιθυνίας (περιλαμβανομένης και της Νίκαιας) και της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι από καιρό διέμεναν μόνιμα στην πρωτεύουσα και μετείχαν διαρκώς στην Ιερά Σύνοδο.4

Φαίνεται λοιπόν ότι κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο η μητρόπολη Νικαίας παρέμεινε εν ενεργεία λόγω της εγγύτητάς της στην Κωνσταντινούπολη, παρά την ισχνή πληθυσμιακή της βάση, η οποία ενδεχομένως δεν επαρκούσε για να καλυφθεί το πεσκέσι που θα έπρεπε να καταβληθεί στις οθωμανικές αρχές για το διορισμό του εκάστοτε μητροπολίτη, και το οποίο ίσως επιβάρυνε συνολικά το πατριαρχικό ταμείο. Επιπλέον, είναι πιθανό να υπήρξαν και συμβολικοί λόγοι που έπαιξαν ρόλο στην επιβίωση της μητρόπολης Νικαίας, αφού η πόλη αυτή είχε φιλοξενήσει δύο από τις οικουμενικές συνόδους, την πρώτη (325) και την έβδομη (787), και είχε επίσης υπάρξει έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τα χρόνια της λατινικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης (1204-1261).

3. Η μεταφορά της έδρας της μητρόπολης στην Κίο

Η διατήρηση όμως της μητρόπολης δε συνοδεύτηκε από την παραμονή της έδρας της στην ίδια τη Νίκαια, αφού η τελευταία είχε παρακμάσει αισθητά μετά την τουρκική κατάκτηση και είχε μεταβληθεί σε οικισμό με εξαιρετικά περιορισμένη πληθυσμιακή και οικονομική δυναμική. Αποτέλεσμα της παραπάνω εξέλιξης ήταν η μεταφορά της έδρας της μητροπόλεως στην Κίο (Gemlik), το άλλοτε επίνειο της Νίκαιας, που φαίνεται πως είχε διατηρήσει υπολογίσιμο χριστιανικό πληθυσμό και, ως λιμάνι, παρουσίαζε θετικότερες οικονομικές και αναπτυξιακές προοπτικές, όπως άλλωστε δείχνει η ανάπτυξη που γνώρισε αργότερα. Η μεταφορά της έδρας της μητρόπολης Νικαίας στην Κίο μαρτυρείται θετικά για πρώτη φορά στις επισκοπικές λίστες του d’ Anville (1725), αλλά πρέπει να είχε λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο.5 Προφανώς με την εγκατάσταση στην Κίο του μητροπολίτη Νικαίας συνδέεται η ανακαίνιση και ανίδρυση το 1692 του παλαιού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (της επονομαζόμενης Παζαριώτισσας), που είναι γνωστό ότι μέχρι τέλους λειτουργούσε ως καθεδρικός.6

Πότε ακριβώς μεταφέρθηκε η έδρα του μητροπολίτη Νικαίας στην Κίο δεν είναι γνωστό, αλλά αυτό δεν αποκλείεται να συνέβη ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα ή τις αρχές του 15ου, όταν η παλαιότερα υφιστάμενη εκκλησιαστική αρχή (αρχιεπισκοπή) της Κίου κατέστη ανενεργή και ο χώρος αρμοδιότητάς της πέρασε υπό τον έλεγχο του Νικαίας, όπως δείχνουν και οι επεμβάσεις του στην τοπική μονή της Θεοτόκου Ρωμανιώτισσας από το 1395.7 Στο ζήτημα αυτό, τα πατριαρχικά βεράτια από το 1483 και 1525 δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά, αφού αναφέρουν ως έδρα μητροπολίτη την ίδια τη Νίκαια (Iznik) και όχι την Κίο, ενώ στο βεράτι του 1662 αυτή δεν αναφέρεται καθόλου.8 Πάντως, η αναφορά της ίδιας της Νίκαιας ως έδρας της μητροπόλεως έχει περάσει και στα μεταγενέστερα βεράτια, των ετών 1754, 1757, 1835, 1860 και 1884,9 που σημαίνει ότι κατά τη σύνταξη των συγκεκριμένων κειμένων δεν είχε ληφθεί υπόψη η μετακίνηση της έδρας της μητροπόλεως από τη Νίκαια στην Κίο, παράλειψη η οποία προφανώς οφείλετο στην εγγύτητα των δύο τοποθεσιών.

4. Ύστερη οθωμανική περίοδος

Στην πρόσφατη περίοδο της ύστερης οθωμανικής εποχής, η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού και γενικότερα του χριστιανικού στοιχείου ενεργεί θετικά και στην εκκλησιαστική επαρχία Νικαίας, της οποίας ο χώρος αρμοδιότητας αυξάνεται και, έως τις αρχές του 20ού αιώνα, εκτείνεται σε 26 ορθόδοξες κοινότητες, κυρίως ελληνόφωνων αλλά και αρμενόφωνων και τουρκόφωνων. Σημαντικότερες από τις κοινότητες αυτές είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Κίος, μια πόλη της τάξης των 10.000 κατοίκων με ελληνική πλειονότητα, επίσης η αρμενόφωνη κοινότητα του Ορτάκιοϊ και αυτές των Λευκών, των Κουβουκλίων, του Αρμουτλή και του Φουρλατζήμ. Η συνολική δύναμη του ποιμνίου της επαρχίας πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι 33.470 άνθρωποι (με βάση τα στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που δεν πρέπει όμως να γίνονται ανεπιφύλακτα δεκτά).10



1. Darrouzès, A.A. J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Géographie Ecclésiastique de l’ Empire Byzantine I (Paris 1981).

2. Miklosich, Fr. – Müller, J.,  Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profana, τόμ. Ι (Βιέννη 1860), αρ. LXXXII, σελ. 183-84.

3. Όπως τονίστηκε, η καταγραφή αυτή είναι μερική, άρα ελλιπής, που συνεπάγεται ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Νίκαιας μπορεί να ήταν τότε μεγαλύτερος από αυτά τα επτά νοικοκυριά που καταγράφονται. Beldiceanu-Steinherr, I., La population non-musulmane de Bithynie (deuxième moitié du XIVe s. – première moitié du XVe s.), στο Elizabeth Zachariadou (επιμ.), The Ottoman Emirate (1300-1389): Halcyon Days in Crete I, A Symposium Held in Rethymnon 11-13 January 1991 (Rethymnon 1993), σελ. 9, 20.

4. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 127-34. Οι μητροπολίτες που στο εξής αποτελούν το διαρκές συμβούλιο των «γερόντων» είναι ο Ηράκλειας, ο Κυζίκου, ο Νικομηδείας, ο Νικαίας και ο Χαλκηδόνας.

5. Omont, H., Liste des metropolitains et évêques Grecs du Patriarcat de Constantinople vers 1725, Revue de l'Orient Latin 1 (1893), σελ. 313-20.

6. Σιδέρης, Κ. Γ., Η Κίος (από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα), (Άργος 1934), σελ. 24· Λασκαρίδης, Ε. Α., Κιανά, Βίος, Θρησκεία και Γλώσσα των Κιανών και ολίγα τινά περί των ελληνικών χωριών της επαρχίας Νικαίας, τόμ. Β' (Θεσσαλονίκη 1966), σελ. 87-88.

7. Miklosich, Fr. – Müller, J.,  Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, sacra et profanaτόμ. ΙΙ (Βιέννη 1860), αρ. CCCCLXXXIV, σελ. 237-38.

8. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 115, 136· Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος - αρχές 20ου αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 232-33.

9. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο: Βεράτια για τους Προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 252-53.

10. Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918) (Κωνσταντινούπολη 1919), σελ. 115· Λασκαρίδης, Ε. Α., Κιανά, Βίος, Θρησκεία και Γλώσσα των Κιανών και ολίγα τινά περί των ελληνικών χωριών της επαρχίας Νικαίας, τόμ. Β' (Θεσσαλονίκη 1966), σελ. 212-15.