Ιωακείμ Β΄ Κωνσταντινουπόλεως

1. Γέννηση – Οικογένεια – Εκπαίδευση

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄ γεννήθηκε το 1802 στην Καλλιμασιά της Χίου. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Κοκκώδης ή, κατά μία άλλη άποψη, Κουρσουλούδης. Νωρίς έχασε τον πατέρα του και την ανατροφή του ανέλαβε εξολοκλήρου η μητέρα του. Στη Δημοτική Σχολή της Χίου έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ διδάχτηκε παράλληλα εκκλησιαστική μουσική. Κατά την εφηβεία του μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές, εργαζόμενος ταυτόχρονα σε αρτοποιείο και ψάλλοντας ως κανονάρχης στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου των Χίων στο Γαλατά.

Λόγω της ευσέβειάς του και της καλλιφωνίας του προσλήφθηκε κατ’ αρχάς από τον τότε
μητροπολίτη Χαλκηδόνος (και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη κατά τα έτη 1826-1830) Αγαθάγγελο και κατόπιν ως γραμματέας του Σόφιας Ιωακείμ (1822-1830), από τον οποίο και χειροτονήθηκε διάκονος αλλάζοντας το όνομά του σε Ιωακείμ. Αργότερα έγινε ιδιαίτερος γραμματέας και αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Ιωαννίνων Βενέδικτου (1826-1830), λαμβάνοντας παράλληλα μαθήματα τόσο κατ’ οίκον με δάσκαλο τον Αθανάσιο Ψαλίδα όσο και στη μητρόπολη από το δάσκαλο Αθανάσιο Σακελλάριο (Σακελλαρόπουλο).1Ακόμα και όταν έγινε επίσκοπος συνέχισε να μαθητεύει με δάσκαλο το Γ. Αίσωπο ή Κρανιά.

2. Σταδιοδρομία

Το Δεκέμβριο του 1827, μετά το θάνατο του Γαβριήλ του Σιφνίου, επισκόπου Δρυϊνουπόλεως, και με πρόταση του μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο Ιωακείμ εκλέγεται επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως σε ηλικία μόλις 25 ετών. Με αυτή την ιδιότητα κατέβαλε σημαντική προσπάθεια για να σταματήσουν οι αδιάκοπες εξεγέρσεις των Αλβανών της περιοχής εναντίον της οθωμανικής κυβέρνησης. Τον Ιούλιο του 1835 προήχθη στη μητρόπολη Ιωαννίνων, διαδεχόμενος τον έκπτωτο Ιωακείμ τον από Σόφιας. Το 1838, έπειτα από αναφορά των κατοίκων των Ιωαννίνων που στρεφόταν εναντίον του, ο Ιωακείμ διατάχθηκε από τον τότε Πατριάρχη Γρηγόριο Στ΄ να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του (21 Αυγούστου). Έπειτα από αυτά στάλθηκε εξόριστος στο Άγιον Όρος, όπου και διέμεινε επί διετία στην ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Όμως την ίδια τύχη (της εκδίωξης δηλαδή) είχε και ο διάδοχός του στη μητρόπολη Ιωαννίνων Ιωαννίκιος (1838-1840). Έπειτα από αυτό το περιστατικό, ο Ιωακείμ αποκαταστάθηκε στη μητρόπολη Ιωαννίνων, την οποία και ποίμανε από τις 7 Αυγούστου 1840 (ταυτόχρονα έγινε μέλος της Ιεράς Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη) μέχρι τον Απρίλιο του 1845· τότε μεταπήδησε στη γεροντική μητρόπολη της Κυζίκου, της οποίας ο τότε ποιμενάρχης Μελέτιος ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο ως Μελέτιος Γ΄.

Ο Ιωακείμ ως μητροπολίτης Κυζίκου (1845-1860) υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους του
γεροντισμού. Μολονότι ήταν αντιπρόσωπος του «παλαιού καθεστώτος», κατάφερε να γίνει ο πρώτος Πατριάρχης που εξελέγη βάσει του Κανονισμού Περί Εκλογής Πατριάρχη, τον οποίο ψήφισε η Εθνοσυνέλευση των ετών 1858-1860, μετά την πίεση που άσκησαν οι μεταρρυθμίσεις του τανζιμάτ προς την ορθόδοξη εκκλησία προς "εκσυγγχρονισμό" των εσωτερικών της κανονισμών, διαδικασία που κατέληξε στην εκπόνηση των λεγόμενων "γενικών κανονισμών" του Πατριαρχείου, οι οποίοι ρύθμιζαν τα εσωτερικά της εκκλησίας και του ορθόδοξου μιλλέτ εν γένει, καθιερώνοντας σημαντική αντιπροσώπευση των λαίκών στα όργανα λήψης αποφάσεων.

Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη
Κυρίλλου Ζ΄ την 1η Ιουλίου 1860 και τον ορισμό του Νικαίας Ιερωνύμου ως τοποτηρητή (7 Ιουλίου), στις 20 Σεπτεμβρίου συγκλήθηκε εκτάκτως η πρώτη εκλογική συνέλευση, στην οποία αποσφραγίστηκαν τα ψηφοδέλτια των επαρχιακών μητροπολιτών και καταρτίστηκε ο κατάλογος των υποψηφίων. Τελικά, έπειτα από μία επεισοδιακή εκλογή, έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης ο μητροπολίτης Κυζίκου Ιωακείμ ως Ιωακείμ Β΄ (4 Οκτωβρίου 1860). Η εκλογή του οφείλεται στο γεγονός ότι οι γέροντες κατάφεραν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία εκπροσωπώντας το σώμα της Ιεράς Συνόδου, το οποίο δεν είχε συγκροτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των γενικών κανονισμών. Επίσης, υποστηρίχθηκε από σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας (το μέγα λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαο Αριστάρχη, τον Ιωάννη Ψυχάρη, γνωστό ως μισέ-Γιάννη, το γνωστό τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη), οι οποίοι για διαφορετικούς και αντιφατικούς μεταξύ τους λόγους επέλεξαν τη λύση του Ιωακείμ.

Ο Ιωακείμ κατά την πρώτη του πατριαρχία προσπάθησε όχι τόσο να επαναφέρει σε ισχύ το καθεστώς του γεροντισμού, αλλά να επιβάλει ένα μοντέλο συγκεντρωτισμού. Αυτό τον έφερε αντιμέτωπο τόσο με τα σώματα της Ιεράς Συνόδου και του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου (το τελευταίο συγκροτήθηκε βάσει των διατάξεων των γενικών κανονισμών) όσο και με ένα τμήμα των λαϊκών που τον στήριξαν κατά την εκλογή του. Η πατριαρχία του επίσης χαρακτηρίστηκε από την όξυνση του
Βουλγαρικού ζητήματος, το οποίο αυτός για πρώτη φορά προσπάθησε να επιλύσει με τη συγκρότηση ενός σχεδίου, το οποίο παρείχε ευρύτατα εκκλησιαστικά προνόμια προς τη βουλγαρική πλευρά. Όμως η τελευταία δεν τα αποδέχθηκε, επιζητώντας την πλήρη εκκλησιαστική αυτονομία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αντιπαράθεση του Ιωακείμ με τα διοικητικά σώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά κυρίως η προβληματική διαχείριση από την πλευρά του του Μοναστηριακού ζητήματος στη Μολδοβλαχία (η κυβέρνηση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Κούζα προέβη στη δήμευση των μοναστηριακών κτημάτων που ανήκαν στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, όπως και στις δύο μοναστικές κοινότητες του Αγίου Όρους και του Σινά), οδήγησαν στην παύση κατ’ αρχάς του Πατριάρχη από το οθωμανικό υπουργείο Εξωτερικών (9 Ιουλίου 1863) και κατόπιν στην υποβολή της παραίτησής του (18 Αυγούστου 1863). Στις 30 Αυγούστου ο Ιωακείμ αναχώρησε για την Αρτάκη, στην οποία ουσιαστικά παρέμεινε σε ημιμόνιμη βάση μέχρι την επανεκλογή του ως Πατριάρχη.

Μολονότι είχε λάβει μέρος ως υποψήφιος και σε άλλες αλλαξοπατριαρχίες μετά το 1863 (1867, 1871), κατάφερε να επανεκλεγεί το 1873 (23 Νοεμβρίου). Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, ο Ιωακείμ προσπάθησε να βελτιώσει το κλίμα στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία (κυρίως μετά τις συνέπειες που είχε η ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας το 1870 και το σχίσμα του 1872), αλλά και με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, όπως η καθολική, η αγγλικανική και αυτή των
Αρμενίων. Ο Ιωακείμ έδωσε τέλος και στο ζήτημα που είχε ανακύψει μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων μοναχών στη μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, επικυρώνοντας την εκλογή (από την πλειοψηφική μερίδα των Ρώσων μοναχών) του ηγούμενου Μακαρίου. Ο Ιωακείμ πέθανε στις 5 Αυγούστου 1878 και κηδεύτηκε την επομένη.

Πριν από το θάνατό του, ο Πατριάρχης μερίμνησε για την ανέγερση νέου πατριαρχικού οίκου και νέου κτηρίου της
Μεγάλης του Γένους Σχολής, όπως και για την ίδρυση παρθεναγωγείων τόσο στα δύο ιδιόκτητα οικόπεδα που ο ίδιος διέθετε στη συνοικία Μουχλίου της Κωνσταντινούπολης όσο και στη γενέτειρά του, την Καλλιμασιά της Χίου. Μάλιστα, για το παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης διέθεσε 2.000 οθωμανικές λίρες. Τελικά αυτό ιδρύθηκε 4 χρόνια μετά το θάνατό του, το 1882, και προς τιμήν του ονομάστηκε Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο. Ο ίδιος το 1876 είχε ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη ιερατική σχολή.

3. Η δράση του ως μητροπολίτη Κυζίκου

Η δραστηριότητα του Ιωακείμ ως μητροπολίτη Κυζίκου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προσπάθεια για το ξερίζωμα πρακτικών που από τη μεριά της εκκλησίας θεωρούνταν προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ιωακείμ απαγόρευσε το έθιμο της τοποθέτησης νομίσματος στο στόμα του νεκρού, το οποίο διατηρούσαν οι κάτοικοι στο χωριό Βαθύ (στην Κυζικηνή χερσόνησο) – έθιμο βέβαια με παλαιές καταβολές.

Ο Ιωακείμ, ήδη από την περίοδο της παραμονής του στη μητρόπολη Κυζίκου, είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με την πόλη της Αρτάκης και γενικότερα με το χώρο της Κυζικηνής χερσονήσου. Μολονότι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαπενταετίας (1845-1860) που ποίμανε την επαρχία ήταν ταυτόχρονα και διαρκές μέλος της Γεροντικής Ιεράς Συνόδου και, συνεπώς, αναγκαζόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα να παραμένει στην πρωτεύουσα, προσπαθούσε να στηρίξει την εκκλησιαστική επαρχία του. Έτσι, για παράδειγμα, όταν στις 30 Ιουλίου 1854 ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου στην Αρτάκη καταστράφηκε από πυρκαγιά, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, ο τότε μητροπολίτης ανέλαβε την ανοικοδόμηση του ναού, προσφέροντας μάλιστα το μεγαλύτερο τμήμα της χρηματικής δαπάνης. Ο ναός ανοικοδομήθηκε πολύ μεγαλύτερος από ό,τι πριν από την πυρκαγιά. Ταυτόχρονα, διευρύνθηκε ο περίβολός του με την αγορά γειτονικών οικοπέδων: έγινε τετράγωνος με πλευρά περίπου 150 μ. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του χτίστηκε ο ναός και στο βορειοδυτικό τα θεμέλια και οι τοίχοι του πρώτου ορόφου του νέου μητροπολιτικού οικήματος (το παλαιό είχε επίσης καταστραφεί από την πυρκαγιά). Ο Ιωακείμ δεν εφείσθη χρημάτων για να καταστήσει το μητροπολιτικό ναό έναν από τους μεγαλοπρεπέστερους στο χώρο της Μικράς Ασίας. Όχι μόνο φρόντισε για την ανέγερση αλλά και για την εσωτερική διακόσμησή του. Με χρήματα δικά του αγόρασε τη χερσόνησο του Αγίου Συμεών, η οποία βρίσκεται παράπλευρα (ανατολικά) της πόλης της Αρτάκης. Από τα λατομεία της χερσονήσου προμηθεύτηκε το ερυθρό μάρμαρο από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μεγαλοπρεπείς κίονες της εκκλησίας (4 με τετράγωνη βάση που στήριζαν το θόλο και άλλοι 8 κυλινδρικοί, οι οποίοι, ανά 4 εκατέρωθεν, υποβάσταζαν τη στέγη του ναού). Από το ίδιο μάρμαρο είναι κατασκευασμένοι και 4 κίονες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός εγκαινιάστηκε τελικά το 1857. Όμως, το κτήριο της μητρόπολης, που αποτελούσε και την κατοικία του εκάστοτε μητροπολίτη, αποπερατώθηκε μόλις το 1909, επί των ημερών του τότε μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου (Αλεξανδρίδη).

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη μητρόπολη της Κυζίκου, ο Ιωακείμ ανήγειρε στο λόφο του Αγίου Ανδρέα έξω από την Αρτάκη ομώνυμη ιερά μονή, την οποία μάλιστα προικοδότησε, μέσω άλλων εισοδημάτων του, με αγορά ζώων όπως και των γύρω από αυτήν κτημάτων. Σύμφωνα με σιγίλλιο, το οποίο εξέδωσε κατά την πρώτη του πατριαρχία, η επιμέλεια και επιστασία της μονής περιερχόταν στη μητρόπολη Κυζίκου, ενώ οι πρόσοδοι που προέρχονταν από αυτήν (από την κτηνοτροφική εκμετάλλευση και την ενοικίαση των μοναστηριακών κτημάτων) θα χρησίμευαν για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αρτάκης. Η συγκεκριμένη μονή, την οποία εξωράισε με δενδροφυτείες και υδραυλικά έργα, αποτελούσε ένα ησυχαστήριο για τον Ιωακείμ, όχι μόνο κατά τα έτη που διατέλεσε μητροπολίτης Κυζίκου αλλά και κατά το δεκαετές διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο πατριαρχιών του. Επίσης, είχε χτίσει και μικρή θερινή κατοικία στη δυτική ακτή της νήσου Κεράς, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Αρτάκη.

Ακόμα πρέπει να τονιστεί ότι ο κτίτορας της περίφημης μονής της Παναγίας της Φανερωμένης –η οποία μέχρι το 1903 υπαγόταν στη μητρόπολη της Αρτάκης υπό το καθεστώς επαρχιακής μονής– Παναγιώτης Παπαδόπουλος ή Παπαδημητρίου, που ήταν γνωστός ως παπα-Πάνος, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωακείμ. Ο Παπαδόπουλος ήταν αρχιμανδρίτης στη μονή Βαλουκλή της Κωνσταντινούπολης. Όταν ο Ιωακείμ εξελέγη στη μητρόπολη Κυζίκου, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην Αρτάκη. Πράγματι αυτός τον ακολούθησε, δεν έμεινε όμως στην πόλη αλλά προτίμησε να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Δινδύμου όρους, όπου υπήρχε παρεκκλήσι στο οποίο φυλασσόταν η θεωρούμενη ως θαυματουργή εικόνα της Φανερωμένης. Ο κτίτορας κατεδάφισε το εκκλησάκι και έχτισε στη θέση του νέο ναό, ο οποίος αποτέλεσε τον πυρήνα της μονής. Αυτό έγινε περί το 1846, δηλαδή ένα χρόνο μετά την εκλογή του Ιωακείμ ως Κυζίκου (1845). Ασφαλώς ο νέος μητροπολίτης πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της μονής και ιδιαίτερα στην κατοχύρωση της ιδιοκτησίας των κτημάτων της από τον Παπαδόπουλο. Στην αρχή ο κτίτορας ενοικίαζε τα κτήματα αυτά από τη μητρόπολη Κυζίκου. Όμως, έπειτα από διαμαρτυρίες κάποιων κατοίκων της περιοχής που ισχυρίζονταν ότι τα κτήματα αυτά ήταν βακουφικά (wakf), η οθωμανική κυβέρνηση προέβη σε δημοπρασία, η οποία είχε αποτέλεσμα να κατοχυρωθούν ως ιδιοκτησία του κτίτορα. Αυτός μετά το θάνατό του κληροδότησε τη μονή στη μητρόπολη Κυζίκου. Οι δραστηριότητες αυτές του Ιωακείμ είναι φανερό ότι δεν μπορούσαν να έχουν αποτελέσματα, εάν δεν υπήρχε η αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα ως προϋπόθεση. Πράγματι, ο Ιωακείμ είχε αρχιερατικό επίτροπό του στην πόλη της Αρτάκης το
σακελλάριο παπα-Νικόλαο, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή κάθε είδους χρηματικών εισφορών που έπρεπε να αποδοθούν στον Πατριάρχη (από την πατριαρχική επιχορήγηση που όφειλε ο εκάστοτε μητροπολίτης Κυζίκου μέχρι εισοδήματα από τόκους δανείων που είχε συνάψει, εισφορές από τα ταμεία των εκκλησιών κ.λπ.).

Είναι βέβαιο ότι ο Ιωακείμ αξιολογούσε τη σπουδαιότητα των στόχων που κατά καιρούς έθετε. Λίγο πριν από το θάνατό του έθεσε κύριο μέλημά του, όπως είδαμε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία παρθεναγωγείου στην Κωνσταντινούπολη σε δύο ιδιόκτητα οικόπεδά του. Εκτός όμως από τις 2.000 οθωμανικές λίρες που πρόσφερε για την ικανοποίηση του συγκεκριμένου στόχου, έθεσε όρο στη διαθήκη του να προικοδοτηθεί το εγχείρημα και με κεφάλαια τα οποία προέρχονταν από δάνεια που ο ίδιος είχε προσφέρει στο ταμείο του μητροπολιτικού ναού της Κυζίκου (ύψους 500.000 γροσίων), χαρίζοντας όμως τους καθυστερημένους τόκους στο ταμείο αυτό. Οπωσδήποτε, πάντως, τα έτη κατά τα οποία ο Ιωακείμ ήταν μητροπολίτης Κυζίκου δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια αισθητή βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της Αρτάκης: απλώς συνέχιζε να λειτουργεί το σχολείο που είχε ιδρυθεί επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίου Β΄ (1823-1831). Ο Ιωακείμ μάλιστα, ιδιαίτερα επιφυλακτικός στις νέες τάσεις της εποχής που ήθελαν τη στήριξη των εκπαιδευτικών καταστημάτων από νεοϊδρυθείσες σωματειακές ενώσεις και αδελφότητες κάθε είδους, διαφώνησε, μαζί με τον τότε μητροπολίτη Κυζίκου και πνευματικό του τέκνο Νικόδημο, με την ίδρυση παραρτήματος στην Αρτάκη της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Αρτακηνών, η οποία είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1864.



1. Ο Μανουήλ Γεδεών τον αναφέρει «Αναστάσιο Σακελλάριο». Πρβλ. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες (Κωνσταντινούπολις 1890), σελ. 621.