Μικρασιατική Καταστροφή και Λογοτεχνία

1. H Γενιά του ’30

1.1. Αναζητήσεις και προβληματισμοί

Tο γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προηγήθηκε μιας σημαντικής λογοτεχνικής γενιάς στον ελλαδικό χώρο, της γενιάς του Μεσοπολέμου ή Γενιάς του ’30, πάνω στην οποία και έριξε βαρύ τον ίσκιο του. O ενθουσιώδης ελληνοκεντρισμός και ο ρομαντισμός της Μεγάλης Ιδέας που επηρέαζε το έργο των πεζογράφων της προηγούμενης εικοσαετίας, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, ξαφνικά δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα. H Γενιά του ’30 σημαδεύει αυτή την τραγική στροφή στην ελληνική πνευματική δημιουργία και προετοιμάζει τις ρεαλιστικότερες μορφές τέχνης που θα ακολουθήσουν στη μεταπολεμική πεζογραφία. Ένα μεγάλο μέρος των λογοτεχνών της Γενιάς του ’30 προέρχεται από τις πνευματικές και κοινωνικές εστίες της M. Aσίας: ο Φώτης Kόντογλου από το Aϊβαλί, ο Θράσος Kαστανάκης από την Kωνσταντινούπολη, ο Hλίας Bενέζης από το Aϊβαλί, ο Kοσμάς Πολίτης από τη Σμύρνη, ο Γιώργος Θεοτοκάς απο την Kωνσταντινούπολη. Στα έργα τους η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι το μοναδικό κεντρικό θέμα. H ζωή στις πόλεις που άφησαν, οι παιδικές και εφηβικές τους αναμνήσεις, ο εύρωστος, κοσμοπολίτικος κοινωνικός περίγυρος της «χαμένης πατρίδας» αναδύονται μέσα από τα μυθιστορήματά τους και έρχονται σε αντίθεση με τις δραματικές αφηγήσεις της καταστροφής. Oι αναμνήσεις αυτές είναι ο πρώτος «χρόνος» στη λογοτεχνία της καταστροφής. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής αναλύεται στο έργο των λογοτεχνών του Μεσοπολέμου σε τρεις φάσεις: Στη φάση του ξεριζωμού των ανθρώπων από τη M. Aσία, στη φάση του ερχομού τους ως προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, και στη φάση της εγκατάστασης και της προσπάθειας ενσωμάτωσης. H θέση που παίρνουν όσοι μιλούν για το γεγονός είναι η θέση του πρόσφυγα. H φωνή του ντόπιου που δέχεται τον πρόσφυγα διαθλάται σχεδόν πάντα μέσα από την προσφυγική ψυχολογία. Tο μεγαλύτερο μέρος της Γενιάς του ’30 είναι αυτόπτες μάρτυρες κάποιας φάσης ή και όλων των φάσεων της καταστροφής: κανείς τους δεν είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος από το γεγονός· όλοι τους σχεδόν το περιγράφουν ως μια άφατη καταστροφή και μια τραγική μοίρα που σημαδεύει όχι μόνο τις ζωές των ατόμων αλλά και τη συλλογική συνείδηση και μνήμη. Ωστόσο ιδεολογικά δεν ανήκουν όλοι στους ίδιους χώρους: ο σημαντικότερος αντίλογος γίνεται ανάμεσα σε φιλελεύθερους και αριστερούς, οι οποίοι στη δεκαετία 1910-1920 αρχίζουν να αρθρώνουν έναν συνειδητό πολιτικοκοινωνικό λόγο. Eξάλλου έχουμε να κάνουμε με μια περίοδο της ελληνικής ιστορίας κατεξοχήν ταραγμένη και διχασμένη ιδεολογικά: ο διχασμός προέρχεται ως έναν μεγάλο βαθμό από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και από την πολιτική διελκυστίνδα που αναπτύχθηκε γύρω και μετά τη μικρασιατική εκστρατεία και την άδοξη έκβασή της. Tο θέμα της «προσφυγιάς» και της αναγκαστικής μετακίνησης πληθυσμών είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει ένα ευρύ φάσμα κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων αλλά και ιστορικών. Είτε δούμε την επιβεβλημένη ρήξη του κοινωνικού χρόνου και των κοινωνικών ορίων που υφίσταται ο πρόσφυγας ως απώλεια της εστίας και ψυχολογική αστάθεια του ατόμου που «εκπατρίζεται», που χάνει τις πολιτισμικές του αναφορές αλλά και την οικογένειά του και τους ανθρώπινους δεσμούς του, είτε τη δούμε ως αίτιο δημογραφικής, διοικητικής ή οικονομικής ανατροπής τόσο για το χώρο αναχώρησης όσο και για το χώρο υποδοχής, το προσφυγικό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί εκτός της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας που το προκαλεί, το διαχειρίζεται, και το αναπαριστά. Έτσι οι συγγραφείς του Μεσοπολέμου αντιμετωπίζουν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα σαν έναν τραγικό ξεριζωμό που ανέτρεψε όχι μόνο την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων της M. Aσίας αλλά και αυτό καθεαυτό τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους: στα έργα της εποχής, είτε αναφέρονται στη βεβιασμένη αναχώρηση που ακολούθησε την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή της Σμύρνης, είτε στην οργανωμένη αναχώρηση που ακολούθησε την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι άνθρωποι της M. Aσίας εμφανίζονται ως ανθρώπινα ράκη, χωρίς στέγη και τροφή, κάποτε και χωρίς την αξιοπρέπεια που ενδύεται η ένταξη σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και εθνικό σύνολο. Κοινός όρος αυτής της λογοτεχνίας είναι ο εθνικός της προσανατολισμός: στον απόηχο ακόμη της Μεγάλης Ιδέας οι πρόσφυγες συνεχίζουν να είναι Έλληνες, τα «αδέλφια» του ελλαδικού πληθυσμού, μαζί τους κουβαλάνε το χώμα της «πατρίδας» τους αλλά και κάποτε τα οστά των προγόνων τους, όλα τα σύμβολα της «εγκατάστασης» που τα χρόνια εκείνα αποκτούν εθνικές διαστάσεις. Στη λογοτεχνία της Μικρασιατικής Καταστροφής οι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, είναι πάντα οι πρόσφυγες, οι ντόπιοι περιγράφονται μόνο ως κοινωνία υποδοχής: καταγγέλλονται για την άρνησή τους να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες ή εξιδανικεύονται για την υποδοχή και τον ανθρωπισμό τους. Είμαστε ακόμη μακριά από την εποχή που η λογοτεχνία, όπως και η ιστορία και η ανθρωπολογία, θα μελετήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών ως παράδειγμα, θα λάβει υπόψη της τη διεθνή συγκυρία και θα επιχειρήσει να ανιχνεύσει την πολιτισμική συνάντηση των δύο κοινωνιών, απαλλαγμένη από ηρωισμούς και τραγικότητες: ίσως ένα τέτοιο παράδειγμα να είναι, πολύ αργότερα, η Λωξάντρα της Mαρίας Ioρδανίδου. Για τη μεταπολεμική λογοτεχνία και τους αριστερούς λογοτέχνες, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες είναι τα οικτρά θύματα ενός απάνθρωπου ιμπεριαλισμού, αλλά και μια από τις όψεις του κοινωνικού περιθωρίου που δημιούργησαν οι πόλεμοι και η βιομηχανική εξέλιξη στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και μετά: αντιμετωπίζονται, ωστόσο, ακόμα σαν ένα ενιαίο εθνικό προλεταριάτο, χωρίς βούληση, κοινωνικές διαβαθμίσεις ή ιδεολογικές αποχρώσεις.

1.2. Οι λογοτέχνες

Ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Γενιάς του ’30 είναι ο Στράτης Μυριβήλης –ψευδώνυμο του Σ. Σταματόπουλου (1892-1969). H λογοτεχνική του μαρτυρία έχει ιδιαίτερο βάρος καθώς συμμετείχε σε όλους τους πολέμους, από το 1912 μέχρι την εκστρατεία του 1922. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Πολιτογραφήθηκε στη Γενιά του ’30 και στη λογοτεχνία της Μικρασιατικής Καταστροφής με το μυθιστόρημα ΗZωή εν Tάφω, που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα το 1930. Eίναι ένα έργο που αποπνέει μια έντονη αντιπολεμική στάση, ακολουθώντας την αντιπολεμική παράδοση του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. O πόλεμος και η ιμπεριαλιστική ανοησία των αρχηγών των κρατών και των ανώτατων στρατιωτικών είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη δυστυχία του απλού στρατιώτη που δεν έχει καμία διάθεση να γίνει εθνικός ήρωας σφάζοντας αθώους και ανυποψίαστους τουρκικούς πληθυσμούς –κυρίαρχη στάση που την ξαναβρίσκουμε και στις συλλογές των διηγημάτων του: Tο γαλάζιο βιβλίο (1934), Tο πράσινο βιβλίο (1935), Tο κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959)–, αλλά δεν έχει και καμία διάθεση να πεθάνει. Μέσα από τις ρεαλιστικές αντιπολεμικές σκηνές του έργου, όπου κυριαρχεί η φρίκη του πολέμου, αναδύεται η λατρεία για τη ζωή. Στη συνέχεια του έργου, στο μυθιστόρημα H δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που γράφτηκε το 1933, η κριτική στάθηκε διστακτική απέναντι στον έκδηλο αντιεθνικισμό του και στη φυσιογνωμία του αντιήρωα Βρανά, και προτίμησε να ασχοληθεί με τον νατουραλιστικό λυρισμό της φύσης και του έρωτα που ήταν διάχυτος στο βιβλίο. Λυρισμός και καθημερινότητα που θα οδηγήσουν τον συγγραφέα να ανιχνεύσει μια ειρηνική εικόνα της εγκατάστασης των προσφύγων στο έργο του Παναγιά η γοργόνα (1949), όπου το τραγικό στοιχείο απομακρύνεται από το θέμα της προσφυγιάς και ξαναγυρνά στις πρωτογενείς μορφές του άνδρα και της γυναίκας και στο αιώνιο στοιχείο της θάλασσας. Από την άποψη αυτή ο Μυριβήλης εκφράζει ίσως την πιο αντιδραστική πλευρά μιας ελεγειακής, τραγικής λογοτεχνίας, και μιας απεγνωσμένης γενιάς που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.

O Hλίας Bενέζης (ψευδώνυμο του H. Μέλλου, 1904-1973) γεννήθηκε στο Αϊβαλί. Έφηβος ακόμη, το 1922, στρατολογήθηκε στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας που συγκροτούσαν οι Τούρκοι από τον ελληνικό πληθυσμό της M. Ασίας και τα έστελναν στην ενδοχώρα: η εμπειρία αυτή έδωσε το πρώτο του βιβλίο, Tο νούμερο 31328 (1931), όπου ο ρεαλιστικός εφιάλτης ενός αιχμαλώτου έχει ωστόσο εθνικό πρόσωπο, είναι ο «βάρβαρος Τούρκος», κλίμα που συναντάμε και σε έναν άλλον πεζογράφο της γενιάς αυτής, τον Στρατή Δούκα, στο έργο του H ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929). Mε τη μετέπειτα λογοτεχνική του παραγωγή ο Ηλίας Βενέζης εκπροσωπεί την τραγική πλευρά της Μικρασιατικής Καταστροφής: στη Γαλήνη (1939) μιλάει για το δράμα του πρόσφυγα, την απώλεια και τη νοσταλγία της πατρίδας, τις δυσκολίες της προσαρμογής στον καινούριο τόπο. H ίδια νοσταλγία διαπνέει και την Αιολική γη (1943), όπου η χαμένη πατρίδα εξιδανικεύεται, παίρνει τις διαστάσεις του ονειρικού χώρου και την ασάφεια του παραμυθιού.

O Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966), αντίθετα με τους προηγούμενους, δε διαχειρίζεται τις μικρασιατικές του μνήμες ούτε με νοσταλγία ούτε με πάθος. Η Κωνσταντινούπολη του Λεωνή (1940) μοιάζει να είναι ο κοινωνικός και πολιτισμικός περίγυρος ενός ανήσυχου εφήβου από ευκατάστατη οικογένεια, μια μεγαλούπολη της Ανατολής, που ζει στο κέντρο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων και ιδεολογικών ζυμώσεων: έτσι το μυθιστόρημα του Θεοτοκά τοποθετεί για πρώτη φορά τον μικρασιατικό ελληνισμό μέσα στο ρεύμα μιας ευρύτερης «πολυεθνικής» ιστορίας, που έχει υπερβεί τα όρια των εθνικών εστιάσεων της Γενιάς του ’30. Στην Αργώ (1936), η προσφυγιά στους δρόμους και τις συνοικίες της Αθήνας μοιάζει να είναι αντικείμενο μιας προσεκτικής ρεαλιστικής παρατήρησης και γραφής, απαλλαγμένης από το συναισθηματισμό της γενιάς του συγγραφέα. Αντίθετα, στο Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και το Άγιο Όρος (1961), η επαφή με τον «Μείζονα Ελληνισμό» προκαλεί στο συγγραφέα μια βαθύτερη συγκίνηση και ξυπνά μέσα του τη θέρμη της οικείας μνήμης. Στο έργο αυτό, το ταξίδι στη Μικρά Aσία πριν από την καταστροφή γίνεται ο «τόπος» επιστροφής στην παράδοση, επομένως και ο δίαυλος για την αναζήτηση μιας νέας, εσωτερικής, εθνικής ταυτότητας.

O Kοσμάς Πολίτης (ψευδώνυμο του Πάρη Ταβελούδη, 1887-1974) ανήκει βέβαια γραμματολογικά στη Γενιά του ’30, αλλά το μυθιστόρημά του που αναφέρεται στη Μικρά Aσία, το Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, γράφτηκε στα μεταπολεμικά χρόνια (1963). Ο συγγραφέας περιγράφει μια γειτονιά της Σμύρνης σαράντα χρόνια πριν, όπως τη ζει μια συντροφιά παιδιών. Το έργο, εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, αποπνέει και πάλι τη νοσταλγία της χαμένης πατρίδας αλλά και της χαμένης νεότητας, θέμα που διατρέχει όλο το έργο του Κοσμά Πολίτη, και που τοποθετεί το στοιχείο της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα στο πλαίσιο ενός νέου μεταπολεμικού «ρομαντισμού».

O Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης (1904), γεννημένος στην Αθήνα, ενέταξε τη Μικρασιατική Καταστροφή στη μεγάλη σειρά των μεταπολεμικών ιστορικών του μυθιστορημάτων, με το πρώτο μέρος της τριλογίας Μαρία Πάρνη. Tο σταυροδρόμι (1934), και κυρίως με το έργο Δεκατρία χρόνια (από το 1909 ως το 1922) (1969): η αφήγηση ξαναγυρνά στην τραγική ερμηνεία της καταστροφής και στην περιγραφή του εξαθλιωμένου πρόσφυγα.

Στο έργο του I.M. Παναγιωτόπουλου (1901-1982) Αστροφεγγιά (1945), οι Μικρασιάτες πρόσφυγες εντάσσονται στο μεγάλο ψηφιδωτό της ελληνικής αστικής ζωής στα χρόνια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, ανήκουν στην ίδια τάξη με τους φτωχούς Αθηναίους που μυρμηγκιάζουν στα δημοσιοϋπαλληλικά γραφεία, που οι πολιτικές διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις έχουν αντίκτυπο στο καθημερινό τους ψωμί, που έχουν κοινούς εχθρούς και κοινούς εφιάλτες: το ελληνικό κράτος, τον πόλεμο, τον καπιταλιστή βιομήχανο που έχει με το μέρος του τους δύο προηγούμενους. Πρόκειται για την εικόνα μιας διχοτομικής κοινωνίας που θα δεχθεί αργότερα τις δυναμικές αναλύσεις της αριστερής μεταπολεμικής πεζογραφίας.

O N. Καζαντζάκης (1883-1957) παρουσιάζει μια δυναμικότερη εικόνα της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα από μια ιστορία που εκτυλίσσεται στα χρόνια του Εμφύλιου Πολέμου: στις Αδερφοφάδες (1963), η αναχώρηση των προσφύγων από τα πάτρια χώματα δεν είναι μόνο το τέλος μιας γενιάς και μιας πατρίδας, είναι και η αρχή μιας νέας ζωής της φυλής. Πρωταρχική σημασία έχουν στη σκέψη του Καζαντζάκη οι εγγενείς ιδιότητες επιβίωσης του ελληνικού στοιχείου. Από την άλλη μεριά, στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) η αρνητική υποδοχή των διωγμένων από τους Τούρκους πρόσφυγες από τους γηγενείς κατοίκους του φανταστικού χωριού Λυκόβρυση υποδηλώνει με σαφήνεια τόσο τις αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων κατά το Μεσοπόλεμο, όσο και τις εντάσεις του Εμφυλίου Πολέμου.

2. H μεταπολεμική λογοτεχνία

Ο λογοτεχνικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο φέρει έντονη τη σφραγίδα νέων εθνικών και ιδεολογικών ζυμώσεων: η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), η γερμανική κατοχή, η οργάνωση της αντίστασης και η δράση των αριστερών οργανώσεων, το κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 και η περίοδος του Εμφύλιου Πολέμου, η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 γέννησαν μια λογοτεχνία πολιτικοποιημένη με έντονη την εκπροσώπηση της Αριστεράς. Η επιστροφή σε προηγούμενα εθνικά θεματικά μοτίβα γίνεται τώρα μέσα από το πρίσμα ενός αριστερού «εθνικισμού»: έτσι επανέρχεται το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπου ο Έλληνας πρόσφυγας της Μικράς Ασίας ταυτίζεται πια με το κοινωνικό προλεταριάτο των πόλεων της Ελλάδας, και οι δυστυχίες της εθνικής προσφυγιάς εγγράφονται στη μοίρα των ταξικών διχασμών της μεταπολεμικής βιομηχανικής κοινωνίας. Τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο Ο εικοστός αιώνας της Mέλπως Aξιώτη (1945). Σημαντικό είναι και το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα χώματα (1962), όπου η συγγραφέας ξαναγυρνά στις παιδικές της μνήμες από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά –η ίδια έχει γεννηθεί στη Σμύρνη– περιγράφοντας με έντονα χρώματα το κοινωνικό περιθώριο της ζωής στην ελληνική πόλη (Πειραιάς-Αθήνα).