Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πλατύαινος

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Πλατύαινος», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12155>

Πλατύαινος (2/9/2009 v.1) Platianos (Belediyenos) - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Οικισμός 8 χλμ. ΒΔ της Προύσας και ανατολικά του δρόμου Προύσας-Μουδανιών. Οι τουρκόφωνοι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του οικισμού το έλεγαν Πλατίαινο ή Πλατύαινο, όπως και οι κάτοικοι παρακείμενων ελληνόφωνων χωριών (π.χ. του Παλλαδαρίου). Το όνομα «Πλατύαινος» συναντάται και στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Οι τούρκοι-μουσουλμάνοι του χωριού το έλεγαν «Μπελεντίενος» (Belediyenos). Το ίδιο όνομα συναντάται και στα επίσημα οθωμανικά κρατικά έγγραφα. Στα τουρκικά «beledi» σημαίνει «αστός, αστικός, της πόλης» (belde = άστυ, πόλη).1 Πάντως το χωριό αναφέρεται στο κατάστιχο των ιερών ιδιοκτησιών (wakf, βακούφι) του 1454-55 με το όνομα Μπλαντυάνος.2 Η σημερινή του ονομασία είναι Yunuseli. Σύμφωνα με προφορική παράδοση, το χωριό ήταν παλαιότερα ιδιοκτησία μοναστηριού μεβλεβήδων δερβίσηδων, οι οποίοι παραχωρούσαν τις καλλιεργήσιμες γαίες τους στους χριστιανούς κατοίκους του έναντι καθορισμένου ετήσιου φόρου.

Το χωριό κατά τις αρχές του 20ού αιώνα είχε περί τις 100 ελληνορθόδοξες οικογένειες και 50 μουσουλμανικές.3 Τα σπίτια των μουσουλμάνων βρίσκονταν στις δύο άκρες του χωριού, γεγονός που δείχνει ότι εγκαταστάθηκαν αργότερα από το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Πράγματι, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρόσφυγες από τη Βουλγαρία και τη Ρωσία και εγκαταστάθηκαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Από την άλλη, οι περισσότεροι ελληνορθόδοξοι θεωρούνταν ντόπιοι, υπήρχαν όμως και έποικοι από τη Μακεδονία και την Ήπειρο (οικογένειες χτιστών). Η γλώσσα των ελληνορθόδοξων του οικισμού ήταν η τουρκική. Στην εκκλησία η θεία λειτουργία γινόταν στην ελληνική αλλά ο ιερέας διάβαζε το Ευαγγέλιο στην τουρκική. Στα σπίτια τους επίσης οι κάτοικοι είχαν θρησκευτικά βιβλία γραμμένα στην τουρκική γλώσσα. Στο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν τα ελληνικά, τα οποία όμως δεν εμπέδωναν αφού μέσα στις οικογένειές τους μιλούσαν τουρκικά.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Πλατύαινος, υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι, το μουτεσαριφλίκι και το βιλαέτι της Προύσας. Το χωριό διοικούνταν από δύο μουχτάρηδες: ο ένας ήταν υπεύθυνος για το ελληνορθόδοξο στοιχείο και ο άλλος για το τουρκικό-μουσουλμανικό. Ο κάθε μουχτάρης (muhtar) είχε έναν ή δύο αζάδες (συμβούλους, âza) να τον στηρίζουν στο έργο του.

Το χωριό υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Προύσης. Υπήρχαν δύο εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Αθανάσιο. Η πρώτη και κύρια εκκλησία του χωριού βρισκόταν στο κέντρο του και ήταν πέτρινη και περιφραγμένη. Στην αυλή της εκκλησίας βρισκόταν και το κτήριο στο οποίο στεγαζόταν η εκκλησιαστική επιτροπή και έμεναν οι δάσκαλοι που δεν ήταν από το χωριό. Η δεύτερη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου βρισκόταν στο νεκροταφείο του χωριού. Έξω από το χωριό υπήρχαν αγιάσματα του Αγίου Αθανασίου, της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Παρασκευής.

Υπήρχε ένα αρρεναγωγείο και ένα νηπιο-παρθεναγωγείο τα οποία συστεγάζονταν σε ένα πέτρινο ισόγειο κτήριο που βρισκόταν και αυτό εντός του περιβόλου της εκκλησίας. Η ετήσια σχολική δαπάνη στις αρχές του 20ού αιώνα έφθανε τις 20 οθωμανικές λίρες, η εκπαιδευτική κίνηση όμως επιδοτούνταν από τον πλούσιο τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη με 5 οθωμανικές λίρες ετησίως.

3. Στοιχεία Οικονομίας

Στο χωριό υπήρχαν τρία μπακάλικα και τρία καφενεία. Εμπορικό κέντρο για τον οικισμό ήταν η Προύσα και τα Μουδανιά. Η κύρια παραγωγική δραστηριότητα ήταν η σηροτροφία και δευτερευόντως η παραγωγή καρπουζιών, πατάτας, κρεμμυδιών και δημητριακών. Όλα τα κορίτσια του χωριού, όπως και άλλων διπλανών χωριών, δούλευαν από την ηλικία των 10 ετών στα μεταξουργεία της Προύσας. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τα κορίτσια των μουσουλμάνων. Όσες κοπέλες δούλευαν στα μεταξουργεία έμεναν εκεί για σχεδόν ολόκληρο το χρόνο και επέστρεφαν στο χωριό μόνο τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές. Στις αυλές των εργοστασίων υπήρχαν ισόγεια διαμερίσματα όπου έμεναν οι κοπέλες (4-5 μαζί σε κάθε δωμάτιο). Μαγείρευαν το φαγητό τους στα μαγειρεία του εργοστασίου, ενώ είχαν κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας τρεις φορές διάλειμμα της μισής ώρας. Όπως υποστηρίζει μια αφηγήτρια,4 «τα κορίτσια δούλευαν για να φτιάξουν την προίκα τους».

4. Εθνοτικές Εκκαθαρίσεις – Έξοδος

Οι κάτοικοι του Πλατύαινου υπέστησαν τον πρώτο διωγμό το 1914. Το 1919-20 εγκαταστάθηκε εκεί ελληνικός στρατός και φτιάχτηκε δίπλα στο χωριό στρατιωτικό αεροδρόμιο. Μετά την Έξοδο οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στην Ξάνθη και την Έδεσσα.

1. Βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 143. Σύμφωνα με κριτικό σημείωμα του Ερμόλαου Ανδρεάδη, η τουρκική ονομασία του οικισμού, «Μπελεντίενος», μπορεί να είναι παραφθορά του «Παλατιανός», επίθετο των Βυζαντινών (στην περίπτωση αυτή και το Πλατύαινος αποτελεί παραφθορά).

2. Beldiceanu-Steinherr, I., “La population non-musulmane de Bithynie (deuxième moitié du XIVe s. – première moitié du XVe s.)”, στο Zachariadou, Ε. (ed.), The Ottoman Empire (1300-1389) (Halcyon days in Crete I, A Symposium held in Rethymnon 11-13 January 1991, Ρέθυμνο 1993), σελ. 16. Βλ. επίσης Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 183, 215, 221, 252.

3. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 143. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1867) ο πληθυσμός του Πλατίανου ανερχόταν σε 80 ελληνορθόδοξες οικογένειες και 20 τουρκικές-μουσουλμανικές· βλ. Κλεωνύμου, Μ.  Παπαδοπούλου, Χρ., Βιθυνικά, ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής, τύπ. Ι. Α. Βρεττού (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 152. Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για τον Πλατίανο 450 ελληνορθόδοξους κατοίκους  και 200 τούρκους-μουσουλμάνους· «Στατιστικός Πίνακας επαρχίας Προύσης», Ξενοφάνης, Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» 2:1 (1903), σελ. 88. Για την ίδια περίοδο (1906) η επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189, δίνει τον αριθμό των 500 ελληνορθοδόξων. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 178, αναφέρεται (για το 1909) σε συνολικό αριθμό 110 ελληνορθόδοξων οικογενειών. Ο Κοντογιάννης, Π., στο Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 225, αναφέρεται σε 900 ελληνορθοδόξους, και στο Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 117, σε 1.000. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 800 ελληνορθόδοξων κατοίκων· Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 262.

4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 143.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>