Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σουσουρλούκ

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Σουσουρλούκ», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12173>

Σουσουρλούκ (20/9/2010 v.1) Susurluk - προς ανάθεση 
 

1. Ονομασία – Ανθρωπογεωγραφία

Κωμόπολη σε απόσταση 12 χλμ. βορειοανατολικά της Προύσας, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από την Προύσα στο Κεστέλ. Οι τουρκόφωνοι Ρωμιοί του οικισμού όπως και οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών το αποκαλούσαν Σουσουρλούκ (Susurluk ή Susığırlık), ενώ οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι Σουσουρλούκι. Ονομάστηκε έτσι επειδή υπήρχαν εκεί πολλά νερά.1 Με το ίδιο όνομα αναφερόταν στα εκκλησιαστικά και στα οθωμανικά έγγραφα. Η κωμόπολη ονομαζόταν και Kebe Susurluk –Kebe σημαίνει στα τουρκικά «κάπα βοσκού»– για να διακρίνεται από το ομώνυμο χωριό της περιοχής της Πανόρμου. Σήμερα ονομάζεται Gürsu και έχει σχεδόν ενσωματωθεί στον οικιστικό ιστό της Προύσας.

Οι κάτοικοί του οικισμού κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης ήταν χριστιανοί αγελαδοτρόφοι. Ωστόσο κάποιες πηγές αναφέρουν ότι το 16ο αιώνα είχαν εξισλαμιστεί, άρα τους επόμενους αιώνες μεταφέρθηκαν εκεί άλλοι χριστιανοί.2 Υπήρχε μέχρι και τον 20ό αιώνα η προφορική παράδοση που ήθελε οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοί του να είναι έποικοι από το χωριό Κεστέλ, το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την κωμόπολη. Η άποψη όμως περί αλλαξοπιστίας των πρώτων χριστιανών κατοίκων του διαθέτει ακόμα ένα ισχυρό έρεισμα: το γεγονός ότι μέσα στον τουρκομαχαλά της κωμόπολης υπήρχε μία εκκλησία εγκατελειμμένη, αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Αυτό σημαίνει είτε ότι οι μουσουλμάνοι εκδίωξαν από εκεί τους χριστιανούς είτε ότι οι τελευταίοι αλλαξοπίστησαν. Επίσης μεταφέρθηκε αλλού και το χριστιανικό νεκροταφείο που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Σίγουρα πάντως μεταξύ των Ελληνορθοδόξων υπήρχαν και οικογένειες εποίκων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο (χτίστες κ.λπ.).

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το Σουσουρλούκ αριθμούσε περί τους 2.500 Ελληνορθόδοξους και 650 μουσουλμάνους.3 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η τουρκική. Ωστόσο οι κάτοικοι παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία στα ελληνικά. Οι μαθητές στο σχολείο διδάσκονταν τα ελληνικά, όμως εντός των οικογενειών τους μιλούσαν συνεχώς τουρκικά.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Σουσουρλούκ, λόγω της εγγύτητάς του με την Προύσα, υπαγόταν απευθείας στις διοικητικές και δικαστικές αρχές της, δηλαδή στο βιλαέτι της Προύσας. Το χωριό διοικούνταν από δύο μουχτάρηδες, έναν υπεύθυνο για το ελληνορθόδοξο στοιχείο και έναν για το μουσουλμανικό. Κάθε μουχτάρης είχε έναν ή δύο αζάδες, δηλαδή συμβούλους, να τον βοηθούν στο έργο του.

Η κωμόπολη υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη της Προύσας. Όπως αναφέρθηκε, υπήρχε στη μουσουλμανική συνοικία μία εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, η οποία όμως ήταν σχεδόν εγκατελειμμένη. Ήταν παλαιά πέτρινη εκκλησία και πάνω από την κεντρική της πύλη υπήρχε ανάγλυφο που αναπαριστούσε τον άγιο Γεώργιο να σκοτώνει το δράκοντα. Λειτουργούσε μόνο τα Σάββατα. Η κύρια εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αρκετά νεότερη από την προηγούμενη, με δίριχτη στέγη και καμπαναριό. Στο εσωτερικό της είχε μόνο φορητές εικόνες και καθόλου τοιχογραφίες, πλην του εσωτερικού του θόλου όπου απεικονιζόταν ο Παντοκράτορας.

Η κοινότητα είχε φροντίσει και για την εκπαίδευση των ελληνορθοδόξων. Συγκεκριμένα μέσα στον περίβολο της εκκλησίας υπήρχαν τα κτήρια του αρρεναγωγείου και του νηπιοπαρθεναγωγείου, τα οποία οικονομικά ενισχύονταν από το εκκλησιαστικό ταμείο (η ετήσια σχολική δαπάνη για το 1906 ήταν 120 οθωμανικές λίρες) και το Ζαρίφειο επίδομα (ετήσια προσφορά από την οικογένεια Ζαρίφη της Κωνσταντινούπολης ύψους 20 οθωμανικών λιρών). Τα κτήρια ήταν διώροφα, ενώ και τα δύο σχολεία ήταν εξατάξια. Σε αυτά δίδασκαν δύο δάσκαλοι και τρεις δασκάλες. Μέσα στην αυλή της εκκλησίας βρισκόταν ένα μεγάλο σιντριβάνι με τέσσερις βρύσες. Ακόμα, μέσα στον περίβολο της εκκλησίας υπήρχε ένας διώροφος ξενώνας με 7-8 δωμάτια.

3. Οικιστική δομή

Μέσα από το χωριό περνούσε ένα ρέμα, το Κερέ Μπουνάρ, το οποίο διέσχιζε τόσο τους δύο χριστιανικούς όσο και το μουσουλμανικό μαχαλά. Οι δύο χριστιανικοί ήταν ο Χαμάμ μαχλεσί και ο Αρμούτ μαχλεσί,4 ενώ μουσουλμανικός ήταν ο Κάτω (Asağı) μαχαλάς, όπου όμως υπήρχαν και αρκετά χριστιανικά σπίτια. Όλοι οι δρόμοι ήταν στρωμένοι με καλντερίμι και φαρδιοί, ενώ σε ένα σημείο είχαν κλίση σχήματος «ν» για να φεύγουν τα νερά. Τη νύχτα οι δρόμοι φωτίζονταν από φανάρια που υπήρχαν στις γωνίες. Τα σπίτια του οικισμού ήταν διώροφα ή τριώροφα με μεγάλα δωμάτια, λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με τη σηροτροφία. Ήταν πυκνοδομημένα και ο κίνδυνος πυρκαγιάς ήταν πάντα πολύ μεγάλος (κάποτε είχαν καεί 32 σπίτια), γι’ αυτό και οι κάτοικοι διέθεταν δύο πυροσβεστικές αντλίες (τουλούμπες).

Στο χωριό επίσης υπήρχαν δύο μύλοι όπως και δύο εκκοκκιστήρια βάμβακος, το ένα στο χριστιανικό και το άλλο στο μουσουλμανικό μαχαλά. Επίσης, το χωριό διέθετε δύο λουτρά (hamam, όπου και η ομώνυμη συνοικία), ένα χριστιανικό και ένα μουσουλμανικό. Οι μουσουλμάνοι είχαν ένα τζαμί.

4. Στοιχεία οικονομίας

Η κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια κοκκαριού, κρεμμυδιών, φρούτων και βέβαια η σηροτροφία. Σύμφωνα με τη Σία Αναγνωστοπούλου, ο οικισμός, όπως και άλλοι, είχε δεχτεί αριθμό σηροτρόφων που είχαν μεταναστεύσει από τη Θράκη.5 Τα προϊόντα τους οι κάτοικοι τα πουλούσαν χονδρικώς σε εμπόρους από την Κωνσταντινούπολη που τους επισκέπτονταν στον τόπο παραγωγής. Μόνο τα κουκούλια τα μετέφεραν και τα πουλούσαν στην Προύσα. Υπήρχαν επίσης πολλά μπακάλικα και καφενεία, όπως και αρκετοί τεχνίτες (τσαγκάρηδες, σιδεράδες κ.λπ.). Το ίδιο το Σουσουρλούκ αποτελούσε το εμπορικό κέντρο για τα γύρω χωριά, κυρίως αυτά των μουσουλμάνων. Κάθε Σάββατο γινόταν παζάρι όπου πωλούνταν σιτάρι, γιαούρτι, βούτυρο, καπνά κ.λπ. Μάλιστα οι γυναίκες πουλούσαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο του παζαριού κάλτσες που τις έπλεκαν οι ίδιες.

5. Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Μετά την Έξοδο οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στον Άγιο Ιωάννη και τη Νιγρίτα Σερρών, τη Νέα Μαγνησία Θεσσαλονίκης και την Ξάνθη.

1. Η λέξη su στα τουρκικά σημαίνει νερό.

2. Beldiceanu-Steinherr, I., “La population non-musulmane de Bithynie (deuxième moitié du XIVe s. – première moitié du XVe s.).”, στο Zachariadou, Ε. (επιμ.), The Ottoman Emirate (1300-1389), Halcyon Days in Crete I, A Symposium Held in Rethymnon, 11-13 January 1991 (Rethymnon 1993), σελ. 13-14· Barkan, Ö.L. – Merici, E., Hüdavendigâr Livasi Tahrir Defterleri I (Ancara 1988), σελ. 124, σημ. 119· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 157, 183, 215, 221, 251-252.

3. Τον αριθμό αυτό δίνει η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης, βλ. Ανώνυμος, «Επαρχία Προύσης», Ξενοφάνης 2/1 (1903), σελ. 88. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1867) ο πληθυσμός της κωμόπολης ανερχόταν σε 80 ελληνορθόδοξες οικογένειες και 60 μουσουλμανικές, βλ. Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 152. Για την ίδια περίοδο (1906) η επίσημη στατιστική του Πατριαρχείου δίνει τον αριθμό των 2.500 Ελληνορθοδόξων, βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολις 1906), σελ. 189. Ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος αναφέρει (για το 1909) 560 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 178. Ο Κοντογιάννης αναφέρεται σε 2.000 Ελληνορθόδοξους και 300 μουσουλμάνους, βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήναι 1921), σελ. 225, και αλλού σε 1.500 Ελληνορθοδόξους, βλ. Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήναι 1919), σελ. 117. Τέλος, η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 2.500 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 262.

4. Η λέξη armut σημαίνει αχλαδιά.

5. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 221.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>