Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βαθύ

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Βαθύ», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12183>

Βαθύ (31/7/2009 v.1) Vathy (Feti) - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Παραθαλάσσιο χωριό στη βορειοδυτική παραλία της Κυζικηνής χερσονήσου, 13 χλμ. Β-ΒΔ της Αρτάκης. Η ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Βαθύ (έτσι αναφερόταν και στα εκκλησιαστικά έγγραφα), ενώ η οθωμανική ονομασία του ήταν Feti. Σήμερα λέγεται Turan. Κατά την περίοδο πριν από το 1922, το Βαθύ αριθμούσε περί τα 150 σπίτια, με πληθυσμό περίπου 800 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.1 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική με κάποιες ιδιομορφίες. Υπάρχει η παράδοση ότι το χωριό ιδρύθηκε περί το 17ο αιώνα από Κρητικούς που μετοίκησαν στην περιοχή, όπως υποτίθεται πως συνέβη και με άλλα χωριά της επαρχίας της Αρτάκης. Πάντως το Βαθύ δεν αναφέρεται σε σχετικό κατάλογο των χωριών του ναχιγιέ της Κυζίκου, στον κανουναμέ του 1550. Αντίθετα κάνει την εμφάνισή του σε κατάστιχο παραπόνων του 1755 (Sıkayet Defteri) ως βακούφι (wakf) μαζί με άλλα χωριά της Κυζικηνής χερσονήσου.2

2. Διοικητική δομή – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι της Αρτάκης, το οποίο με τη σειρά του υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας. Διοικούνταν από ένα μουχτάρη σε συνεργασία με δυο τρεις αζάδες, δηλαδή συμβούλους, οι οποίοι εκλέγονταν σε γενική συνέλευση των κατοίκων στο σχολείο του χωριού. Ο μουχτάρης συνεργαζόταν με τον κρατικό φοροεισπράκτορα (tahsildar) στη συλλογή των φόρων και της δεκάτης (ösür).

Στο χωριό υπήρχε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Σε σχετικά κοντινή απόσταση από το χωριό υπήρχαν δύο σημαντικά μοναστήρια: το πρώτο, που βρισκόταν στην τοποθεσία Ατσίποτος, ήταν αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα, ενώ το δεύτερο στην Παναγία Φανερωμένη.

Υπήρχε επίσης ένα μεικτό πεντατάξιο σχολείο, λίγο έξω από το χωριό και πολύ κοντά στη θάλασσα. Οι μαθητές διδάσκονταν μόνο τα ελληνικά, ενώ, εάν ήθελαν να συνεχίσουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έπρεπε να μεταβούν στην Αρτάκη. Ο μοναδικός δάσκαλος του σχολείου πληρωνόταν με 25-30 οθωμανικές λίρες ετησίως, ποσό το οποίο συγκέντρωναν τα μέλη της δημογεροντίας. Οι τελευταίοι εκλέγονταν μεταξύ των πλούσιων προεστών του χωριού, των τσορμπατζήδων, σε συνεργασία με το μητροπολίτη Κυζίκου σε ετήσια βάση.

3. Στοιχεία οικονομίας

Όπως και σε άλλες κοινότητες της περιοχής, υπήρχε στο χωριό έλλειψη σιταριού, το οποίο οι κάτοικοι προμηθεύονταν από την Αρτάκη και την Πάνορμο (σπανιότερα από τα Μουδανιά). Οι ντόπιοι ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή μεταξιού και οπωροκηπευτικών. Όμως η σημαντικότερη δραστηριότητά τους ήταν η ναυτιλία. Στο λιμάνι του χωριού υπήρχαν κατά τις δεκαετίες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή γύρω στα 15 ιστιοφόρα, για την ακρίβεια μπομπάρδες, τα οποία ανήκαν σε Οθωμανούς από την Κωνσταντινούπολη, οι καπετάνιοι τους όμως, όπως και τα πληρώματά τους (ταϊφάδες), προέρχονταν από το Βαθύ. Τα ιστιοφόρα μεγάλης χωρητικότητας μετέφεραν συνήθως κάρβουνο και ξύλα σε διάφορα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου, ενώ τα μικρότερα ασχολούνταν με το εμπόριο οπωροκηπευτικών, τα οποία μεταφέρονταν κυρίως στην αγορά της Κωνσταντινούπολης.

4. Εγκατάσταση

Οι κάτοικοι του χωριού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μετοίκησαν στην Κορησό (Γκόριντσα), το Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα) και στο Μαύροβο της Καστοριάς, όπως επίσης και στον Πειραιά, την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

1. H Αναγραφή της Κυζίκου, έργο ανώνυμου Κυζικηνού συγγραφέα του 1825, το οποίο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, κάνει λόγο για 80 οικίες στις αρχές του 19ου αιώνα, βλ. Μακρής, Κ., «Τα χωριά και τα μοναστήρια της Κυζικηνής χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 138-139. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε μόλις 485 κατοίκους, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 179. Αντίθετα, η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1901 έδινε για το Βαθύ τον αριθμό των 745 κατοίκων, βλ. Ανώνυμος, «Στατιστικός Πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3:2 (1905), σελ. 92. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 αναφέρει τον αριθμό των 767 κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 223. Τέλος, ο Αναγνωστόπουλος, Α.Ν., Γεωγραφία της Ανατολής 1: Φυσική κατάστασις της Ανατολής (Αθήναι 1922), σελ. 71, όπως και ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 267, αναφέρονται σε 700 κατοίκους. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Eλληνορθόδοξες Κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

2. Ertuzun, R.M., Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Istanbul 1953), σελ. 220, 224.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>