1. Πλήθος πόλεων άκμασαν στην Πισιδία από την Ελληνιστική μέχρι και την Ύστερη Αυτοκρατορική περίοδο, οι τύχες των οποίων ήταν συχνά αλληλένδετες. 2. Για το λόγο αυτό αποκαλείται σήμερα περιοχή των λιμνών. 3. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν δύο πηγές στον αρχαιολογικό χώρο, μία στη συνοικία των κεραμέων και μία δεύτερη στο νυμφαίο των Αυτοκρατορικών χρόνων. 4. Το νερό έφτανε στην πόλη μέσω υδραγωγείων στα ανατολικά και τα δυτικά. Σχετικά με το πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης της Σαγαλασσού βλ. Steegen, A. κ.ά., “The Water Supply to Sagalassos”, στο Waelkens, Μ. – Loots, L. (επιμ.), Sagalassos V. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1996 and 1997 (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographie 11A and B, Leuven 2000), σελ. 635-649. 5. Το λατομείο απ’ όπου εξόρυσσαν το πέτρωμα βρισκόταν στα ανατολικά της πόλης, σε απόσταση 2 χλμ. 6. Η πυκνή κατοίκηση της πόλης και η εντατική λειτουργία των κεραμεικών εργαστηρίων είχαν ως συνέπεια τη σταδιακή αποψίλωση των γύρω δασών, ήδη από την Αρχαιότητα. 7. Ο καρπός απαντά συχνά ως εικονογραφικός τύπος στη νομισματοκοπία, κυρίως στις κοπές του Βαλεριανού Α΄ (253-260) και του Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού (268-270). Για τη θεωρία που συνδέει τον εικονογραφικό αυτό τύπο με την τροφοδοσία των ρωμαϊκών λεγεώνων βλ. Weiss, P., “Pisidien: eine historische Landschaft im Lichte ihrer Münzprägung”, στο Schwertheim, E. (επιμ.), Forschungen in Pisidien (Αsia Minor Studien 6, Münster 1992), σελ. 160-163. 8. Πολύ κοντά στην πόλη υπήρχαν αποθέματα πηλού εξαιρετικής ποιότητας. Σχετικά με τους τοπικούς ρυθμούς της ερυθροβαφούς κεραμεικής βλ. Poblome, J., Sagalassos Red Slip Ware. Typology and Chronology (Studies in Eastern Mediterranean Archaeology 2, Turnhout 1999) και Degeest, R., The Common Wares of Sagalassos. Typology and Chronology (Studies in Eastern Mediterranean Archaeology 3, Turnhout 2000). 9. Η κατάληξη του τοπωνυμίου «-σσός» έκανε κάποιους μελετητές να το θεωρήσουν αποδεικτικό στοιχείο ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή όπου υπήρχε η πόλη των ιστορικών χρόνων, ήδη από την 3η χιλιετία ή και νωρίτερα. Παρ’ όλ’ αυτά, η κατάληξη είναι κοινή στις ονομασίες και άλλων πισιδικών πόλεων, οι οποίες εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο μόλις στην Ελληνιστική εποχή, όπως η Αριασσός και η Πεδνηλισσός. Βλ. σχετικά Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 41, σημ. 42. 10. Η Σαγαλασσός των ιστορικών χρόνων ταυτίζεται πιθανώς με την ορεινή πόλη «Salawassa», για την οποία κάνουν λόγο οι χεττιτικές πηγές. Για τα πλέον πρόσφατα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών σχετικά με τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της πόλης βλ. Waelkens, M., “Sagalassos and Pisidia during the late Bronze Age”, στο Waelkens, M. – Loots, L. (επιμ.), Sagalassos V. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1996 and 1997(Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 11A and B, Leuven 2000), σελ. 473-485. 11. Οι πηγές κάνουν λόγο και για μια επανάσταση των πισιδικών πόλεων εναντίον των Περσών, χωρίς όμως ξεχωριστή μνεία για την πόλη, βλ. Ξενοφ., Ανάβ. 1.1.11. 12. Μετά τη μάχη του Γρανικού και την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων στα παράλια της Μικράς Ασίας το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ο Αλέξανδρος κινήθηκε προς τα νότια. Κατέκτησε την Πέργη, την Άσπενδο και τη Σίδη και πολιόρκησε το Σίλλυον. Η εξέγερση όμως της Ασπένδου τον ανάγκασε να σταματήσει την πολιορκία. Αφού την κατέπνιξε, στράφηκε, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, εναντίον της Τερμησσού. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Σαγαλασσό, καθώς η γειτονική Σέλγη –σημαντική αντίπαλος της Τερμησσού και της Σαγαλασσού στα χρόνια αυτά– είχε προνοήσει να έρθει σε συμφωνία μαζί του, εξασφαλίζοντας την αυτονομία της. 13. Η συμμετοχή των Τερμησσέων στην άμυνα της Σαγαλασσού απηχεί εύγλωττα τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων. 14. Αρρ. Ανάβ. Ι.28. 15. Η κατάληψη της πόλης ήταν χωρίς μεγάλες απώλειες για τις δύο πλευρές, αφού μόλις 500 Πισιδείς και 20 Μακεδόνες έχασαν τη ζωή τους. Μεταξύ των θυμάτων αναφέρεται ο φίλος του Αλεξάνδρου Κλέανδρος. 16. Επί Κλαυδίου Β΄ Γοτθικού (268-270) η μάχη απεικονίζεται στα νομίσματα, ενώ το θέατρο της πόλης ήταν προσανατολισμένο προς το λόφο του Αλεξάνδρου. Βλ. σχετικά Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 42. 17. Λίβ. 38.15. Το τίμημα ανερχόταν σε 50 τάλαντα και 20.000 μεδίμνους κριθαριού και σιταριού. 18. Ανάλογα μεγάλης έκτασης οικοδομικά προγράμματα σε άλλες πισιδικές πόλεις την ίδια εποχή υποδηλώνουν τις γενικότερες συνθήκες ευημερίας και ειρήνης που επικρατούσαν σε όλη την περιοχή στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. 19. Ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. είχε ξεκινήσει στην Πισιδία μια γενικευμένη διαδικασία εξελληνισμού που ολοκληρώθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους και επηρέασε κυρίως την πολιτειακή οργάνωση και τους θεσμούς, καθώς και την αρχιτεκτονική. Ο τρόπος ζωής στις πόλεις αυτές ήταν άμεσα επηρεασμένος από τον ελληνικό. Στους ναούς λατρεύονταν ελληνικές θεότητες, οι οποίες παραγκώνισαν σταδιακά τις τοπικές λατρείες. Επιπλέον, οι πόλεις διέθεταν βουλευτήρια, γεγονός που υποδηλώνει δημοκρατική διακυβέρνηση με τη συμμετοχή των πολιτών. 20. Η μεγάλη άνθηση των τοπικών εργαστηρίων πλαστικής που παρήγαν τις χαρακτηριστικές για τους Ελληνιστικούς χρόνους οστεοθήκες με ανάγλυφη διακόσμηση μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα περγαμηνών πολιτισμικών επιδράσεων. Η τεχνοτροπία των έργων αυτών παραπέμπει τόσο άμεσα σε περγαμηνά πρότυπα, ώστε απηχεί πιθανόν μία κατευθυνόμενη πολιτική στον πολιτισμικό τομέα, που εκπορευόταν από την κεντρική εξουσία στην ίδια την Πέργαμο. 21. Τα γεωγραφικά όρια της επαρχίας της Κιλικίας ήταν ασαφή. 22. Στράβ. 12.570. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τις πόλεις Σέλγη, Σαγαλασσό, Πετνηλισσό, Άδαδα, Τυμβριάδα, Κρήμνα, Πιτυασσό, Άμβλαδα, Ανάβουρα, Σίνδα, Ααρασσό, Ταρβασσό και Τερμησσό. 23. Η Γαλατία οργανώθηκε αρχικά σαν αυτοκρατορική επαρχία. Το 6/5 π.Χ. ενισχύθηκε με το βασίλειο της Παφλαγονίας, το 3/2 π.Χ. με το βασίλειο του Γαλατικού Πόντου, το 34/35 μ.Χ. με τα Κόμανα του Πόντου, το 64/65 με τον Πολεμωνιακό Πόντο και στα χρόνια του Βεσπασιανού με τα εδάφη της Καππαδοκίας και της Μικρής Αρμενίας. Το 43 δημιουργήθηκε από τον Κλαύδιο η διπλή επαρχία της Λυκίας-Παμφυλίας. 24. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892), σελ. 224-225, 227, αρ. 188, 189, 191, 203. 25. Στα μέσα του 7ου αι. μ.Χ. οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη Σαγαλασσό και εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό χωριό Aĝlasun. 26. Ο Lucas ταξίδευε από την Αττάλεια στη Σπάρτη της Πισιδίας, όταν αντίκρισε τα εντυπωσιακά ερείπια της αρχαίας Σαγαλασσού, τα οποία ερμήνευσε ως κάστρα που ανήκαν σε διάφορες πόλεις. 27. Ο άνθρωπος που ταύτισε τα ερείπια με τη Σαγαλασσό βάσει μιας επιγραφής ήταν ο Βρετανός F.V.J. Arundell. Σχετικά με τους περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Σαγαλασσό και τα έργα τους βλ. Waelkens, M., «Sagalassos. History and Archaeology», στο Waelkens, Μ. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1001) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 40. 28. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892). Για έναν και πλέον αιώνα η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε πολύτιμο οδηγό όσον αφορά τις αρχαίες πισιδικές πόλεις. Iδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα εξαιρετικής ποιότητας αρχιτεκτονικά σχέδια των δημόσιων οικοδομημάτων. 29. Πρόκειται για το ερευνητικό πρόγραμμα που είναι ευρέως γνωστό ως «Sagalassos Project», στο οποίο μετέχουν επιστήμονες διαφορετικών εθνικοτήτων με ποικίλα ερευνητικά πεδία. Τα πορίσματα των ερευνών δημοσιεύονται στις σειρές Acta Archaeologica Lovaniensia και Studies in Eastern Mediterranean Archaeology, ενώ εξαιρετικά κατατοπιστική είναι η ιστοσελίδα του προγράμματος http://www.sagalassos.be (10/05/2005), η οποία ενημερώνεται διαρκώς για την πορεία των ερευνητικών εργασιών. 30. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης καλύπτουν έκταση 2,5 χλμ. στον ανατολικό-δυτικό άξονα και 1,5 χλμ. από τα βόρεια προς τα νότια. Η καλή διατήρηση των κτηρίων οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν καταχωθεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της διάβρωσης. Επιπλέον, η δύσκολη πρόσβαση σε τόσο μεγάλο υψόμετρο απέτρεψε τη χρήση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών μελών ως οικοδομικού υλικού. 31. Στη Σαγαλασσό είναι εμφανής και η επιρροή της περγαμηνής αρχιτεκτονικής παράδοσης, τόσο στο συνολικό σχεδιασμό της πόλης όσο και στη μορφή και στο διάκοσμο μεμονωμένων κτηρίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι ακανόνιστοι δρόμοι, οι οποίοι ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους. 32. Ενδεικτική για τη σημασία της πύλης αυτής είναι η ενίσχυσή της στα Ελληνιστικά χρόνια με έναν ογκώδη αμυντικό και εποπτικό πύργο πολυγωνικής τοιχοποιίας. 33. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι βέβαιο αν αποπερατώθηκε την περίοδο της περγαμηνής κηδεμονίας της Σαγαλασσού, δεδομένου ότι είναι άγνωστη η ακριβής χρονολογία κατασκευής της. 34. Ήταν διακοσμημένες με ζωφόρους με ανάγλυφη διακόσμηση, στις οποίες αναπαριστώνται ασπίδες μακεδονικού τύπου. Το θέμα είναι κοινό σε πολλά ανάγλυφα που βρέθηκαν στη Σαγαλασσό και χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς και στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Σχετίζεται με την παρουσία Μακεδόνων στην ίδια τη Σαγαλασσό ή τη χώρα της, στα χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με τον εξελληνισμό της πόλης αλλά και με τη μετέπειτα ανάπτυξή της. Βλ. σχετικά Kosmetatou, E. – Waelkens, M., “The «Macedonian» Shields of Sagalassos”, στο Waelkens, M. – Poblome, J. (επιμ.), Sagalassos IV. Report on the Survey and Excavation Campaigns of 1994 and 1995 (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 9, Leuven 1997), σελ. 277-291. 35. Το όνομα του Καλιγούλα απολαξεύτηκε από το μνημείο και αντικαταστάθηκε με εκείνο του Κλαυδίου, βλ. Lanckoronski, Κ., Städte Pamhyliens und Pisidiens. II. Pisidien (Wien – Prague – Leipsig 1892), σελ. 230, αρ. 221. 36. Με τον όρο Μάκελλον ορίζεται είτε το σφαγείο είτε τύπος εμπορικής αγοράς που αποτελείται από αίθριο, το οποίο περιβαλλόταν από στοές, καταστήματα και είχε ένα κυκλικό κτίσμα στο κέντρο του, με λειτουργία που διέφερε ανά περίπτωση. Για το Μάκελλο της Σαγαλασσού βλ. De Ruyt, C., Macellum, Marché Alimentaire des Romains (Louvain 1983), σελ.188-190. 37. Δεν ήταν προσβάσιμο από την αγορά, αλλά βρισκόταν σε παράλληλη διάταξη με αυτή, ενώ η είσοδος γινόταν από 3 θύρες στο βορινό τοίχο. 38. Mitchell, S., “The hellenization of Pisidia”, MeditArc 4 (1991), πίν. 8,3. 39. Οι 4 γωνίες του ναΐσκου είχαν τη μορφή πεσσών που επιστέφονταν από εξαιρετικής τέχνης κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία απηχούν περισσότερο σελευκιδικές επιρροές, όπως αυτές εκφράστηκαν και στα κιονόκρανα του Ολυμπιείου στην Αθήνα (175-164 π.Χ.), παρά τις σύγχρονες μικρασιατικές τάσεις στην αρχιτεκτονική. 40. Η τεχνοτροπική τους απόδοση απηχεί επιρροές από την περίφημη γιγαντομαχία του βωμού του Δία στην Πέργαμο, καθώς και την ανάγλυφη περγαμηνή κεραμική. Βλ. Waelkens, M., “Sagalassos. History and Archaeology”, στο Waelkens, M. (επιμ.), Sagalassos I. First General Report on the Survey (1986-1989) and Excavations (1990-1991) (Acta Archaeologica Lovaniensia Monographiae 5, Leuven 1993), σελ. 43, σημ. 63, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Τα εξαιρετικής ποιότητας αυτά ανάγλυφα, όπως και οι ζωφόροι του δωρικού ναού και του βουλευτηρίου με τα θέματα του οπλισμού, αποδίδονται σε τοπικά εργαστήρια πλαστικής που συνέχισαν την παραγωγή μέχρι και τον ύστερο 1ο αι. π.Χ. 41. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφικών ερευνών το 1998, ξεκίνησε το πρόγραμμα της αναστήλωσης του μνημείου. 42. Η σκηνή κατασκευάστηκε στα χρόνια 180-200 μ.Χ. 43. Το 2ο αι. μ.Χ. έγιναν επισκευές στο δυτικό τοίχο που είχε υποστεί ζημιές από σεισμούς και προστέθηκε τοίχος στην ανοιχτή νότια πλευρά του κτηρίου, περιορίζοντας τη δυνατότητα εισόδου. Στα τέλη του αιώνα πλακοστρώθηκε η περιοχή μεταξύ της κρήνης και της βιβλιοθήκης του Νέωνος, που βρισκόταν στα βόρεια. Toν 6ο αιώνα η κρήνη απώλεσε τον υπαίθριο χαρακτήρα της και χρησιμοποιήθηκε για την περισυλλογή υδάτων. Η αναστύλωση του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1997 με μεγάλη επιτυχία, αφού κατέστη δυνατή ακόμα και η επαναλειτουργία του. 44. Στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. έγιναν επισκευές στο κτήριο, το οποίο διακοσμήθηκε με μωσαϊκό δάπεδο. 45. Η συνοικία των κεραμέων κάλυπτε μια τεράστια έκταση μεταξύ του θεάτρου, της ανατολικής πύλης, των ορεινών όγκων στα βόρεια και του νεκροταφείου στα ανατολικά. Τα εργαστήρια που έχουν εντοπιστεί χρονολογούνται από τους Ύστερους Ελληνιστικούς χρόνους μέχρι τις αρχές του 6ου αι. μ.Χ. Εκτός από τα εργαστήρια, έχουν βρεθεί καλούπια, απορρίμματα από τις καμίνους, πολυάριθμα αγγεία που δεν είχαν ψηθεί σωστά, καθώς και αποθέτες. 46. Η ανοικοδόμηση του ναού έγινε από την οικογένεια του Φλαβίου Κολλήγα. Για μια σχεδιαστική αποκατάσταση της πρόσοψης κατά τη δεύτερη φάση του ναού βλ. Waelkens, M. κ.ά. “Sagalassos 1989”, AnatSt 40 (1990) σελ. 187, εικ. 2. 47. Για μια σχεδιαστική αναπαράσταση της κάτοψης των δύο οικοδομημάτων βλ. Mitchell, S. κ.ά., “Ariassos and Sagalassos 1988”, AnatSt 39 (1989), σελ. 69, εικ. 3. 48. Πρόκειται για τον αρχιτεκτονικό τύπου νυμφαίου με θεατρική πρόσοψη, τα οποία διακοσμούνται όπως η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) του ρωμαϊκού θεάτρου. Διαρθρώνεται σε περισσότερους του ενός ορόφους, και ο τοίχος της πρόσοψης κοσμείται με κίονες που σχηματίζουν κόγχες και ναΐσκους (aediculae) μέσα στα οποία ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Τα πρώτα δείγματα νυμφαίων με θεατρική πρόσοψη απαντούν στην Μίλητο και την Έφεσο γύρω στο 80 μ.Χ. Βλ. Mitchell, S. κ.ά., “Ariassos and Sagalassos 1988”, AnatSt 39 (1989) σελ. 73, σημ. 32. 49. Ο ιδιόμορφος αρχιτεκτονικός τύπος των λουτρών της Σαγαλασσού είναι μοναδικός. Είναι δυνατό να ανιχνευτούν μικρές ομοιότητες με κάποια ορθογώνια λουτρά στην ανατολική Παμφυλία και την Κιλικία. Βλ. σχετικά Farrington, S., “Imperial Bath Buildings in South-West Asia Minor”, στο Macready, S. – Thompson, F.H. (επιμ.), Roman Architecture in the Greek World (The Society of Antiquaries in London Occasional Papers – New Series 10, London 1987), σελ. 54 κ.ε. 50. Οι συνολικές διαστάσεις του τεμένους ήταν 82,40x60,40 μ. Για μια σχεδιαστική αποκατάσταση της πρόσοψης βλ. Waelkens, M. κ.ά., “Sagalassos 1989”, AnatSt 40 (1990), σελ. 192, εικ. 5. |