1. Plin., ΗN 35.79. 2. Την Έφεσο αναφέρουν το λεξικό Σούδα (βλ. λ. «Απελλής»), ο Στράβων (ΧΙV.642), ο Λουκιανός (Μη Πιστ. Δ. 2) και ο Τζέτζης (VIII.392), ενώ την Κω μόνο ο Πλίνιος (ΦΙ 35.79). Ίσως η αναφορά στην Κω να προέρχεται από τη φήμη των έργων του στο συγκεκριμένο νησί. 3. Plin., ΗN 35.85. Σίγουρα και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Πρωτογένης και ο Αετίων, θα είχαν δεχτεί παραγγελίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Νικίας, ο Φιλόξενος και ο Αριστείδης τον ζωγράφισαν, αν όχι όσο ζούσε, σίγουρα αμέσως μετά το θάνατό του. Βλ. Πλίνιος ο πρεσβύτερος, Περί της αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής, 35ο βιβλίο της «Φυσικής Ιστορίας», μτφρ. Λεβίδης, Α. – Ρούσσος, Τ. (Αθήνα 1994), σελ. 350. 4. O Bieber, Η.M., Alexander the Great in Greek and Roman Art (Chicago 1964), σελ. 49 υποστηρίζει ότι ο Απελλής εργάστηκε για τον Αλέξανδρο σε μια ύστερη φάση της σταδιοδρομίας του, όταν η ιδέα της θεϊκής του ιδιοσυγκρασίας αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη πολιτική σημασία. 5. Plin., ΗN 7.125· Πλούτ., Αλέξ. 4 και Περί της Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής 2.2.3· Overbeck, J.A., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868 – Hildesheim 1959), αρ. 1446, 1876-1877. Την προσωπική σχέση που είχε αναπτύξει ο ζωγράφος με το Μέγα Αλέξανδρο μαρτυρεί πλήθος από ανέκδοτα, βλ. Plin., ΗN 35.85-86. 6. Plin., HN 35.111. 7. Plin., ΗN 35.87-88. 8. Plin., HN 35.80. 9. Plin., HΝ 35.92, 35.42. Το atramentum ήταν τεχνητό χρώμα που το έφτιαχναν είτε από την αιθάλη που βγαίνει κατά το κάψιμο του ρετσινιού ή της πίσσας είτε από ξύλο πεύκου. 10. Lepik-Kopacźynska, W., "Colores floridi und austeri in der antiken Malerei", Jdl 73 (1958), σελ. 79 κ.ε. και Apelles. Der berühmteste Maler der Antike (Berlin 1962), σελ. 24 κ.ε. Βλ. Scheibler, I., "Die ‘vier Farben’ der griechischen Malerei", AntK 17 (1974), σελ. 95, σημ. 18. 11. Plin., ΗN 35.79-80· Πλούτ., Δημήτρ. 22· Quint., Inst. 12.10.6. 12. Plin., ΗN 35.92· Πλούτ., Περί της Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής 2.2. 13. Mingazzini, P., "Una Copia dell'Alexandros Kaeraunophoros di Apelle," Jahrbuch der Berliner Museen 3 (1961), σελ. 7-17, εικ. 1. 14. Plin., ΗN 35.27. 15. Plin., HΝ 35.94. 16. Πλούτ., Άρατ. ΧΙΙΙ.2.3. 17. Scheibler, Ι., Griechische Malerei der Antike (1994), σελ. 28-29, εικ. 5. 18. Μια σειρά από επιγράμματα της Anthologiae Graecae περιγράφουν το έργο. Bλ. σχετικά Overbeck, J.A., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Kunste bei den Griechen (Leipzig 1868 – Hildesheim 1959), αρ. 1849-1864. 19. Plin., ΗN 35.91· Στράβ. ΧIV.657· Overbeck, J.A., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Kunste bei den Griechen (Leipzig 1868 – Hildesheim 1959), αρ. 1847-1848. 20. Σουητ., Βεσπασιανός 18. 21. Plin., ΗN 35.92· Cic., Fam. I.9.15 και Off. III.2.10· Overbeck, J.A., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868 – Hildesheim 1959), αρ. 1864-1866. Ο τύπος της αναδυομένης Αφροδίτης, ίσως από επίδραση του πίνακα του Απελλή, έχει εντοπιστεί σε ένα άγαλμα στο Βατικανό και σε ένα κορμό αγάλματος που βρίσκεται στο Λούβρο, βλ. Swindler, M.H., Ancient Painting (1929), σελ. 270, σημ. 13. Οι περιγραφές του έργου πρέπει να αποτέλεσαν αφετηρία για κάποιους ζωγράφους της Αναγέννησης που ζωγράφισαν το ίδιο θέμα, π.χ. ο Τιτσιάνο και ο Μποτιτσέλι. 22. Απαντάται επίσης ως Παγκάστη ή Πακάτη: Σταματάκος, Ι., Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης (Αθήνα 1994), βλ. λ. «Πακάτη», σελ. 1197. 23. Τη Φρύνη αναφέρει ο Αθήναιος (ΧΙΙΙ.590 κ.ε.), ενώ την Παγκάσπη, την αγαπημένη παλλακίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πλίνιος (ΦΙ 35.86). 24. Plin., HN 35.89· Λουκ., Μη Πιστ. Δ. 2-5· Overbeck, J.A., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Künste bei den Griechen (Leipzig 1868 – Hildesheim 1959), αρ. 1874. 25. Swindler, M.H., Ancient Painting (1929), σελ. 271, εικ. 443· Robertson, M., A History of Greek Art (Cambridge 1975), σελ. 494, σημ. 126· Scheibler, I., Griechische Malerei der Antike (München 1994), σελ. 43-45, εικ. 9, 10. 26. Plin., HN 35.79. 27. Swindler, M.H., Ancient Painting (1929), σελ. 270. |