1. Εισαγωγή Η αριστοκρατική οικογένεια των Γαβράδων καταγόταν από το ανατολικό τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τη Χαλδία, με την οποία για μακρά περίοδο διατηρούσε δεσμούς. Οι πρώτοι εκπρόσωποί της εμφανίζονται στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα. Τα μέλη αυτής της οικογένειας είχαν κατά παράδοση δεσμούς με το στρατό. Αντίθετα με άλλες βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες της Μεσοβυζαντινής περιόδου, η οικογένεια των Γαβράδων δεν εξαφανίστηκε από το προσκήνιο με την επέκταση των Σελτζούκων. Από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το Βυζάντιο άρχισε να χάνει τις επαρχίες του στη Μικρά Ασία, τα μέλη της οικογένειας των Γαβράδων άλλοτε εντάσσονταν στην υπηρεσία των νέων ηγεμόνων –των Σελτζούκων– κι άλλοτε παρέμεναν πιστά στο Βυζάντιο και πρόβαλλαν αντίσταση στους Σελτζούκους· κατά περιόδους διοικούσαν αυτόνομα τις περιοχές του θέματος της Χαλδίας και το κέντρο της, την Τραπεζούντα. Μετά την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ορισμένα μέλη της οικογένειας των Γαβράδων παρέμειναν στο νέο κράτος, αν και φαίνεται ότι η κυριαρχία εκεί των Μεγάλων Κομνηνών τούς καταδίκασε σε πιο περιθωριακό ρόλο. Κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας) το επώνυμο αυτό μνημονεύεται και στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου. 2. Καταγωγή της οικογένειας των Γαβράδων
Η εθνική καταγωγή των Γαβράδων δεν είναι βέβαιη. Εικάζεται ότι ήταν οικογένεια αρμενικής καταγωγής.1 Όμως, η ετυμολογία του επωνύμου δείχνει ότι το όνομα Γαβράς, σε διαφορετικές μορφές, συναντάται στην περσική, αραβική και τουρκική γλώσσα και ότι χαρακτηρίζει τον ξένο-χριστιανό σε μουσουλμανικό περιβάλλον.2 Η οικογένεια των Γαβράδων διατηρούσε από παλιά δεσμούς με το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα με την περιοχή της Χαλδίας και με το κέντρο αυτού του θέματος, την Τραπεζούντα. Επίσης, οι Γαβράδες ήταν παραδοσιακά στρατιωτική οικογένεια. Αρχίζοντας από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, από τότε που χρονολογούνται τα πρώτα στοιχεία για την οικογένεια, τα μέλη της μνημονεύονται ως ικανοί στρατιώτες με σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι εκπρόσωποί της εμφανίζονταν συχνά στο ρόλο μη νομιμοφρόνων υπηκόων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 3. Οι πρώτοι εκπρόσωποι της οικογένειας των Γαβράδων, τέλη 10ου και πρώτο μισό 11ου αιώνα Οι πρώτες πληροφορίες για τους Γαβράδες προέρχονται από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ (976-1025). Αναφέρεται ότι ο πρώτος γνωστός Γαβράς, ο Κωνσταντίνος, έλαβε μέρος στη στάση του ισχυρού άνδρα από τη Μικρά Ασία Βάρδα Σκληρού (976-979) και ότι σκοτώθηκε το 979, πιθανόν στη σύγκρουση με τον αυτοκρατορικό στρατό.3 Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του ίδιου αυτοκράτορα αναφέρεται ακόμα ένας γόνος της οικογένειας των Γαβράδων, ο οποίος έλαβε μέρος στον πόλεμο στα Βαλκάνια μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. Είναι γνωστό ότι ο Γαβράς αυτός ήταν και ότι το 1018 στη Θεσσαλονίκη κατηγορήθηκε ότι επιθυμεί την ανασύνθεση της βουλγαρικής εξουσίας. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού του γεγονότος υπέστη τύφλωση.4 Δράση εναντίον του αυτοκράτορα ανέπτυξαν και οι εκπρόσωποι της επόμενης γνωστής γενιάς των Γαβράδων. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041) μνημονεύεται κάποιος Μιχαήλ Γαβράς μεταξύ των στρατιωτικών διοικητών που στασίασαν εναντίον του αδελφού του αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου, τότε . Η συνωμοσία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Γρηγόριος Ταρωνίτης, οργανώθηκε στην περιοχή του Μεσάνακτα στο θέμα των Ανατολικών. Όταν η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, ο Γαβράς τυφλώθηκε μαζί με τους συνεργάτες του (1040).5 4. Οι Γαβράδες την εποχή των πρώτων Κομνηνών Από την εποχή της βασιλείας της δυναστείας των Κομνηνών είναι γνωστοί ορισμένοι γόνοι της οικογένειας των Γαβράδων, οι οποίοι ασκούσαν τα καθήκοντα του της Χαλδίας και του δούκα της Τραπεζούντας. Ο εξέχων εκπρόσωπος της οικογένειας την εποχή εκείνη ήταν με βεβαιότητα ο Θεόδωρος Γαβράς. Καταγόταν από τη Χαλδία και διακρίθηκε στην άσκηση των στρατιωτικών καθηκόντων του. Φαίνεται ότι μέσω του Θεοδώρου η οικογένεια των Γαβράδων απέκτησε συγγενικούς δεσμούς πρώτα με την οικογένεια των Ταρωνιτών και στη συνέχεια, έμμεσα, και με τους Κομνηνούς. Εικάζεται ότι η πρώτη σύζυγός του Ειρήνη καταγόταν από την οικογένεια των Ταρωνιτών.6 Μετά το θάνατό της (πριν από το 1091) ο Θεόδωρος νυμφεύθηκε μια Αλανή, η οποία ήταν συγγενής της συζύγου του Ισαακίου Κομνηνού, αδελφού του Αλεξίου Α΄.7 Ο Θεόδωρος Γαβράς ήταν ικανότατος στρατηγός και έλαβε μέρος στις μάχες εναντίον των Σελτζούκων. Για πολλά χρόνια (από το 1067 έως το 1074/1075) κατείχε το αξίωμα του δούκα της Χαλδίας. Μετά την απελευθέρωση της Τραπεζούντας (1075) αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη· όμως όταν ανέλαβε την εξουσία ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), τον διόρισε δούκα της Τραπεζούντας.8 Από τη μία πλευρά, ο διορισμός αυτός ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης να ανατεθεί η άμυνα της Χαλδίας και της πρωτεύουσάς της Τραπεζούντας σε ικανό στρατηγό, ο οποίος παραδοσιακά ασκούσε μεγάλη επιρροή στις τοπικές εξελίξεις στην προαναφερόμενη περιοχή. Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξιος Α΄ επιθυμούσε να απομακρύνει το Θεόδωρο Γαβρά από την πρωτεύουσα, καθώς δεν είχε εμπιστοσύνη στη νομιμοφροσύνη του.9 Για να την εξασφαλίσει, ο αυτοκράτορας κράτησε στην Κωνσταντινούπολη όμηρο το γιο του Θεοδώρου, το Γρηγόριο Γαβρά. Το ότι μεταξύ του αυτοκράτορα και του δούκα της Τραπεζούντας δεν υπήρχε εμπιστοσύνη φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Θεόδωρος Γαβράς προσπάθησε να απαγάγει το γιο του και να τον πάρει μαζί του στην πολύ πιο ασφαλή για την οικογένεια των Γαβράδων περιοχή της Τραπεζούντας. Όμως ο Αλέξιος Α΄ κατόρθωσε να πείσει το Θεόδωρο Γαβρά να επιστρέψει το γιο του στην Κωνσταντινούπολη, εδραιώνοντας τη νέα συμφωνία μεταξύ των Γαβράδων και των Κομνηνών με τον αρραβώνα του Γρηγορίου με τη Μαρία, μία από τις κόρες του.10 Πάντως, ο γάμος αυτός δεν έγινε, και τη Μαρία Κομνηνή παντρεύτηκε ο Νικηφόρος Κατακαλών Ευφορβηνός.11 Ο Θεόδωρος Γαβράς ηγήθηκε με επιτυχία των πολέμων εναντίον των Τούρκων στην περιοχή της Χαλδίας, όμως αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στη Θεοδοσιούπολη. Μετά το θάνατό του, το 1098, ανακηρύχθηκε άγιος και μάρτυρας.12 Αργότερα ο Κωνσταντίνος Γαβράς, ανιψιός (ή γιος ή αδελφός) του Θεοδώρου, μετέφερε τα λείψανά του στην Τραπεζούντα, στην εκκλησία που ήταν αφιερωμένη σε αυτόν.13 Ο προαναφερθείς γιος του Θεοδώρου Γαβρά, ο Γρηγόριος, μορφώθηκε στην αυλή του Αλεξίου Α΄ υπό την εποπτεία των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όμως, όπως και ο πατέρας του, έτσι και ο ίδιος δε θέλησε να υπακούσει τον αυτοκράτορα και να παραμείνει στην πρωτεύουσα και το 1091/1092 επιχείρησε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη και να καταφύγει στον πατέρα του, κύριο της Τραπεζούντας. Όταν ανακαλύφθηκε η συνωμοσία του, ο Αλέξιος Α΄ τον φυλάκισε στη Φιλιππούπολη, απ’ όπου απελευθερώθηκε αργότερα. Για τη μετέπειτα σταδιοδρομία του δεν μπορεί με βεβαιότητα να λεχθεί κάτι, διότι δεν υπάρχουν στοιχεία στις πηγές.14 Επιτυχή στρατιωτική σταδιοδρομία είχε και ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος Γαβράς.15 Άρχισε την υπηρεσία του την εποχή του Αλεξίου Α΄, ο οποίος τον διόρισε Φιλαδελφείας. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1119-1143) ήταν δούκας της Χαλδίας. Το αξίωμα αυτό το κατείχε περίπου από το 1119 έως το 1140. Τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια (από το 1126) διοικούσε τη Χαλδία αυτόνομα και ανεξάρτητα από τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον είχε τοποθετήσει στο αξίωμα αυτό.16 Ο Ιωάννης Β΄ κατόρθωσε να νικήσει αυτό τον απείθαρχο ισχυρό άνδρα το 1140, η περαιτέρω δράση του οποίου δε μας είναι γνωστή.
Τα κατορθώματα των Γαβράδων, ιδίως του Θεοδώρου και του Κωνσταντίνου, ενέπνευσαν μια σειρά επικών τραγουδιών στην περιοχή του Πόντου. Η παράδοση αυτή δε μας έχει διασωθεί, καθώς η σωζόμενη σήμερα εκδοχή του Άσματος του Γαβρά είναι συναρμογή στίχων από το Έπος του Διγενή Ακρίτα και τη Χρονική Σύνοψη του Κωνσταντίνου Μανασσή, η δε σύνθεσή του ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ύπαρξη όμως μιας μεσαιωνικής επικής παράδοσης σχετικά με τους Γαβράδες δεν αμφισβητείται από τους μελετητές.17 5. Η οικογένεια των Γαβράδων το 12ο και 13ο αιώνα στην υπηρεσία των Βυζαντινών και των Σελτζούκων Στα μετέπειτα χρόνια η τύχη της οικογένειας των Γαβράδων διαφέρει από αυτή των υπόλοιπων αριστοκρατικών βυζαντινών οικογενειών, καθώς η εισβολή των Σελτζούκων στις ανατολικές επαρχίες δε μείωσε αλλά αντίθετα ενίσχυσε την επιρροή της. Οι Γαβράδες απλώς προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση. Κάποιοι εκπρόσωποί της εντάχθηκαν στην υπηρεσία των νέων ηγεμόνων, ενώ άλλοι παρέμειναν πιστοί στο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ήδη στη διάρκεια του πρώτου μισού του 12ου αιώνα μέλη της οικογένειας των Γαβράδων μνημονεύονται μεταξύ των υπηκόων του Σελτζούκου σουλτάνου. Ορισμένοι από αυτούς γεννήθηκαν ή απέκτησαν παιδεία στο Βυζάντιο, όμως αργότερα κατέφυγαν στους Σελτζούκους. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση ενός Γαβρά που πολέμησε εναντίον των Βυζαντινών στην περιοχή του σουλτανάτου του Ρουμ,18 τον αιχμαλώτισε το 1146 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) και στη συνέχεια τον αποκεφάλισε.19 Στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα μνημονεύονται και ορισμένοι εκπρόσωποι της οικογένειας των Γαβράδων που είχαν υψηλά αξιώματα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του σουλτάνου του Ικονίου Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1155-1192). Μεταξύ αυτών πρέπει να αναφέρουμε τον Γαβρά, ο οποίος, αφού διέφυγε στον Αρσλάν Β΄, έγινε ένας από τους έμπιστους του σουλτάνου. Δύο φορές ανέλαβε το ρόλο του απεσταλμένου του σουλτάνου στο Μανουήλ Α΄, όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις στο Μυριοκέφαλο το 1175/1176.20 Από τα μέλη της οικογένειας των Γαβράδων την υψηλότερη θέση στη σελτζουκική αυλή κατέλαβε ο Ikstiyar Al-Din Hasan Ibn Γαβράς ως βεζίρης του Αρσλάν Β΄.21 Ταυτόχρονα ο Μιχαήλ Γαβράς υπηρετούσε πιστά το συγγενή του Μανουήλ Α΄. Στην αρχή βρέθηκε στα δυτικά τμήματα της αυτοκρατορίας, όπου ως δούκας του Σιρμίου έλαβε μέρος στις μάχες με τους Ούγγρους. Αργότερα ο αυτοκράτορας τον έστειλε στην Ανατολή. Το 1175 ο στρατηγός αυτός παρέδωσε την Αμάσεια στους Σελτζούκους και για το λόγο αυτό φυλακίστηκε.22 Από το 13ο αιώνα είναι γνωστός ο χριστιανός αριστοκράτης Τζοβάνι ντε Γκάβρα (ή Γαβράς), ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του σουλτάνου του Ικονίου Kaykubad Α΄ (1219-1236). Ήταν Σελτζούκος πρεσβευτής στην Ευρώπη στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων το 1234. Κατά την παραμονή του στη Δύση συναντήθηκε με τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227-1241) και με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄ (1212-1250). 6. Οι Γαβράδες στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, στην περιοχή της τέως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν νέα ελληνικά και λατινικά κρατίδια. Όμως, λίγο πριν από την άλωση οι γιοι του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1183-1185), οι οποίοι υιοθέτησαν την προσωνυμία Μεγάλοι Κομνηνοί, ίδρυσαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1261) στις νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης θάλασσας. Επειδή οι Γαβράδες παραδοσιακά είχαν δεσμούς με την περιοχή της Τραπεζούντας, είναι σαφές ότι ορισμένοι δραστηριοποιούνταν και στο κράτος αυτό. Ένας από αυτούς διορίστηκε διοικητής της Σινώπης, την οποία οι Μεγάλοι Κομνηνοί επανέκτησαν από τους Τούρκους περίπου το 1254 (ή το 1258/1259).23 7. Οι Γαβράδες στο ύστερο Βυζάντιο (δεύτερο μισό 13ου-15ος αιώνας) Από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα εμφανίζονται στις πηγές προσωπικότητες με το επώνυμο Γαβράς για τους οποίους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να λεχθεί ότι ανήκουν στα επιφανή στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Έτσι από το 14ο αιώνα είναι γνωστοί κάποιος Μανουήλ Δούκας Κομνηνός Γαβράς, δωρητής μιας μονής στη Μικρά Ασία,24 και οι Δημήτριος και Γεώργιος Γαβράς, πάροικοι της μονής Ξηροποτάμου.25 Ο Ιωάννης Γαβράς Καβαλλάριος ήταν Σερρών στα μέσα του 14ου αιώνα.26 Ο πιο γνωστός μεταξύ των Γαβράδων του ύστερου Βυζαντίου ήταν ο Μιχαήλ Γαβράς. Γεννήθηκε περίπου το 1290 και πέθανε μετά το 1350. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αλληλογραφία με τους συγχρόνους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Ιωάννης Γλυκύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός (1347-1354) και άλλοι.27 |
1. Каждан, А.П., Армяне в составе господствующего класса Византийской империи в XI-XII вв. (Ереван 1975), σελ. 88-89. 2. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 165-166· Πρβλ. Каждан, А.П., Армяне в составе господствующего класса Византийской империи в XI-XII вв. (Ереван 1975), σελ. 89. Υπάρχει πιθανότητα το επώνυμο Γαβράς να προέρχεται από το όνομα Γαβριήλ, βλ. Άμαντος, Κ., Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων (Αθήνα 1955), σελ. 140, σημ. 5. 3. Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, Thurn, I. (επιμ.), CFHB 5 (Berlin – New York 1973), σελ. 322, 325. 4. Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, Thurn, I. (επιμ.), CFHB 5 (Berlin – New York 1973), σελ. 364. Παραμένει ασαφές αν ο Γαβράς αυτός ανήκε στους Βούλγαρους αξιωματούχους ή πρόκειται για γόνο των Βυζαντινών Γαβράδων. Σε περίπτωση που πρόκειται για γόνο των Γαβράδων της Μικράς Ασίας, δεν είναι σαφές γιατί ήθελε την ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους στα Βαλκάνια και ποια ήταν η σχέση του με τη Βουλγαρία του Σαμουήλ, βλ. Каждан, А.П., Армяне в составе господствующего класса Византийской империи в XI-XII вв. (Ереван 1975), σελ. 89. 5. Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, Thurn, I. (επιμ.), CFHB 5 (Berlin – New York 1973), σελ. 412. 6. Σύμφωνα με τον Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 175, ο πρώτος γάμος του Θεοδώρου Γαβρά πραγματοποιήθηκε πριν από το 1067. 7. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 175. 8. Anne Comnène, Alexiade 2, Leib, B. (επιμ.), (Paris 1943), σελ. 151· Schlumberger, G., Sigillographie de l’Empire byzantin (Paris 1884), σελ. 665. 9. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ο Αλέξιος Α΄, γνωρίζοντας το θράσος και τη δράση του Θεοδώρου Γαβρά, αποφάσισε να τον απομακρύνει από την πρωτεύουσα, βλ. Anne Comnène, Alexiade 2, Leib, B. (επιμ.), (Paris 1943), σελ. 151. 10. Αρχικά ο Γρηγόριος Γαβράς ήταν αρραβωνιασμένος με μία από τις κόρες του σεβαστοκράτορα Ισαακίου Κομνηνού, όμως αυτός ο γάμος δεν έγινε διότι ο πατέρας του Γρηγορίου, ο Θεόδωρος, νυμφεύθηκε δεύτερη φορά μια συγγενή της συζύγου του Ισαακίου Κομνηνού, βλ. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 176· Skoulatos, B., Les personnages byzantins de l’Alexiade. Analyse prosopographique et synthèse (Université de Louvain, Recueil de Travaux d’Histoire et de Philologie 6e série, fasc. 20, Louvain 1980), σελ. 107-108. 11. Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών Ι (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 198-199. 12. Για το ζήτημα της ανακήρυξης του Θεοδώρου Γαβρά σε άγιο, βλ. Skoulatos, B., Les personnages byzantins de l’Alexiade. Analyse prosopographique et synthèse (Université de Louvain, Recueil de Travaux d’Histoire et de Philologie 6e série, fasc. 20, Louvain 1980), σελ. 297, σημ. 19. 13. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Α., «Συμβολαί εις την ιστορίαν Τραπεζούντος», Византийский временник 12 (1906), σελ. 136. 14. Ορισμένοι ερευνητές πρότειναν την ταύτιση του Γρηγορίου Γαβρά με το Γρηγόριο Ταρωνίτη, δούκα της Τραπεζούντας το 1103/1104, τον οποίο μνημονεύει η Άννα Κομνηνή, βλ. Anne Comnène, Alexiade 3, Bleib, B. (επιμ.), (Paris 1945), σελ. 75-76. Επίσης βλ. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 176. Όμως, η ταύτιση αυτή δε φαίνεται ορθή, διότι είναι λίγες οι πιθανότητες η Άννα Κομνηνή να έχει μπερδέψει τις δύο αυτές προσωπικότητες, βλ. Каждан, А.П., Армяне в составе господствующего класса Византийской империи в XI-XII вв. (Ереван 1975), σελ. 91· Skoulatos, B., Les personnages byzantins de l’Alexiade. Analyse prosopographique et synthèse (Université de Louvain, Recueil de Travaux d’Histoire et de Philologie 6e série, fasc. 20, Louvain 1980), σελ. 108, σημ. 9. 15. Δεν είναι γνωστό τι συγγένεια είχαν ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος Γαβράς, βλ. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 177. 16. Petit, L., “Théodore Prodromos, Monodie sur Étienne Skylitzès, métropolite de Trébizonde”, IRAIK 8 (1908), σελ. 10. Πρβλ. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 177. 17. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 168-9, σημ. 22· Rosenqvist, J.O., “Byzantine Trebizond: A provincial literary landscape”, στο Volt, I. – Päll, J. (επιμ.), Byzantino-Nordica 2004. Papers presented at the international symposium of Byzantine studies held on 7-11 May 2004 in Tartu, Estonia (Tartu 2005), σελ. 36. Πρβλ. Λαμψίδης, Ο., «Η Χρονική Σύνοψις του Μανασσή και το “άσμα του Γαβρά”», Αρχείον Πόντου 22 (1958), σελ. 199-219· Λαμψίδης, Ο., «Το ακριτικόν έπος και το “άσμα του Γαβρά”», Αρχείον Πόντου 23 (1959), σελ. 33-38. 18. Βλ. Cahen, C., “La première pénétration turque en Asie Mineure”, Byzantion 18 (1948), σελ. 5-67. 19. Ioannis Cinnami Epitome rerum ab Ioanne et Manuele Comnenis gestarum ad fidem codicis Vaticani, Meineke, A. (επιμ.), (Bonn 1836), σελ. 56. 20. Ioannis Cinnami Epitome rerum ab Ioanne et Manuele Comnenis gestarum ad fidem codicis Vaticani, Meineke, A. (επιμ.), (Bonn 1836), σελ. 299· Nicetae Choniatae Historia, van Dieten, J.L. (επιμ.), (Berlin – New York 1975), σελ. 89. Πρβλ. Cahen, C., Pre-ottoman Turkey (London 1968), σελ. 103. 21. Cahen, C., Pre-ottoman Turkey (London 1968), σελ. 210. 22. Ο Μιχαήλ Γαβράς ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Ευδοκίας Κομνηνής, κόρης του σεβαστοκράτορα Ανδρονίκου Κομνηνού, βλ. Bryer, A., “A Byzantine Family: the Gabrades”, University of Birmingham Historical Journal 12 (1970), σελ. 180· Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών ΙI (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 164. 23. Nystazopoulou, M., “La dernière reconquête de Sinope par les Grecs de Trébizonde”, REB XXII (1964), σελ. 241-249· Cahen, C., Pre-ottoman Turkey (London 1968), σελ. 284. 24. Οι παλαιότεροι μελετητές πίστευαν ότι επρόκειτο για μια μονή στο Μυστρά, βλ. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (Historical Studies 22, London 1968), σελ. 120. Ωστόσο, η Άννα Αβραμέα έχει δείξει, μελετώντας εκ νέου την επιγραφική μαρτυρία, ότι η μονή στην οποία πρόσφερε δωρεά ο Μανουήλ Δούκας Κομνηνός Γαβράς (πιθανότατα Γαβράς εξ αγχιστείας) βρισκόταν στη Μικρά Ασία, στην περιοχή της Τρωάδας, και όχι στην Πελοπόννησο. Βλ. Avramea, A., “Manuel Ducas Comnene Gavras de Troade: A propos de CIG IV 2, no. 8763”, στο Ahrweiler, H. (επιμ.), Geographica Byzantina (Byzantina Sorbonensia 3, Paris 1981), σελ. 37-41. 25. Archives de l’Athos III, Actes de Xéropotamou, Bompaire, J. (επιμ.), (Paris 1964), αρ. 18 Β.2-3, σελ. 147. 26. Archives de l’Athos II:2, Actes de Kutlumus, Lemerle, P. (επιμ.), (Paris 1988), αρ. 21.30. Για τους Γαβράδες στο ύστερο Βυζάντιο βλ. Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit 2 (Wien 1977), στήλ. 3319-3373, βλ. λ. 27. Die Briefe des Michael Gabras (ca. 1290-nach 1350) 2, Fatours, G. (επιμ.), (Wien 1973). |