Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γενιτσαροχώρι

Συγγραφή : Πίγκου Ευαγγελία

Για παραπομπή: Πίγκου Ευαγγελία, «Γενιτσαροχώρι»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12016>

Γενιτσαροχώρι (1/9/2009 v.1) Genitsarochori (Küçükköy) - προς ανάθεση 
 

1. Γενικά στοιχεία – Ιστορία

Το χωριό Γενιτσαροχώρι βρισκόταν στα δυτικά παράλια της Αιολίδας, μόλις τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και ένα χιλιόμετρο ανατολικά της λιμνοθάλασσας Çamlık. Πολιτικά ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένο με τις Κυδωνίες, αποτελούσε ουσιαστικά προάστιό τους και ένα από τα δύο μικρότερα λιμάνια τους. Το χωριό ονομαζόταν επίσης (κυρίως από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών) Κιουτσούκ-κιοϊ (Küçükköy).1 Αυτή είναι και η σημερινή του ονομασία.

Υπήρξε πάντοτε αμιγώς ορθόδοξο χωριό, με κατοίκους ελληνόφωνους, που γνώριζαν και την τουρκική γλώσσα λόγω των συναλλαγών τους με τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Σύμφωνα με μία άποψη, το χωριό σχηματίστηκε μετά την Επανάσταση του 1821 από τους πρόσφυγες χριστιανούς των νησιών του Αιγαίου, της Πελοποννήσου και των Κυδωνιών.2 Όμως σε άλλες πηγές εμφανίζεται ως χωριό παλαιότερο από τις Κυδωνίες, των οποίων η ίδρυση εντοπίζεται περίπου μετά τα μέσα του 16ου αιώνα.3 Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε κάποια βασιλικά διατάγματα και ενοικιαστήρια, αλλά και στην προφορική παράδοση, που ήθελε το χωριό αρχαιότερο των Κυδωνιών.

Ο περιηγητής Didot επισκέφθηκε το Γενιτσαροχώρι στις αρχές του 19ου αιώνα και μίλησε με το δάσκαλο του χωριού, παλιό μαθητή της Ακαδημίας των Κυδωνιών.4 Το 1821 με την πυρπόληση των Κυδωνιών ερημώθηκε και το Γενιτσαροχώρι. Το 1905 εμφανίζεται να έχει περίπου 3.000 κατοίκους,5 ενώ σε άλλη πηγή της εποχής παρουσιάζεται με 250-300 οικογένειες και περίπου 1.500-1.700 ορθόδοξους κατοίκους. Από αυτούς Έλληνες υπήκοοι ήταν οι 30.6

Κατά τις μετατοπίσεις πληθυσμού στον κόλπο του Αδραμυττίου μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1914), το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους του. Ο αριθμός των μετατοπισθέντων έφτασε τους 2.990.7 Μάλιστα, πριν από την εκδίωξη υπέστη διπλή επίθεση από ατάκτους του οθωμανικού στρατού, την 27η Μαΐου και την 1η Ιουνίου. Οι επιδρομείς αποκρούστηκαν από τους χωρικούς αλλά μετά τη δεύτερη επίθεση υποχωρώντας πυρπόλησαν τα σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μετανάστευσαν στη Μυτιλήνη, επέστρεψαν στο χωριό τους τον Ιούνιο του 1919. Πρόσφυγες πληροφορητές ανεβάζουν τον πληθυσμό του χωριού λίγο πριν από το 1922 σε 5.000 κατοίκους.8

2. Κοινωνία – Οικονομία

Το Γενιτσαροχώρι υπαγόταν διοικητικά στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ και στο βιλαέτι της Προύσας.9 Εκκλησιαστικά ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Εφέσου μέχρι το 1908, οπότε και υπήχθη στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών, η οποία αποσπάστηκε τότε (22 Απριλίου 1908) από την παραπάνω.

Στο χωριό υπήρχε αστυνομικό τμήμα (καρακόλι). Το Γενιτσαροχώρι ήταν κυρίως γεωργικό και κτηνοτροφικό χωριό. Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν ιδιοκτήτες γης και καλλιεργούσαν κυρίως οπωροκηπευτικά, ελιές και αμπέλια. Τα οπωροκηπευτικά τα πουλούσαν στις Κυδωνίες και τα κοντινά χωριά, ενώ το λάδι και το κρασί τα εξήγαν στο εξωτερικό. Παράλληλα αρκετοί απασχολούνταν στην παραγωγή αλατιού στις αλυκές. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μέχρι και πεντακόσιοι εργάτες απασχολούνταν στις αλυκές τον «καιρό του αλατιού» και η παραγωγή άγγιζε τα 15 εκατομμύρια καντάρια, τα οποία εξάγονταν στη Συρία και την Παλαιστίνη. Άλλη σημαντική πηγή εσόδων για το Γενιτσαροχώρι ήταν η εξόρυξη σαρμουσακόπετρας (ανδεσίτη), σκοτεινόχρωμου ηφαιστειογενούς πετρώματος, από λατομείο της περιοχής.

Η ενοριακή εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον άγιο Αθανάσιο και οι κάτοικοι γιόρταζαν τη μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου με μεγάλο πανηγύρι. Η εκκλησία είχε τρούλο, νάρθηκα και προστώο με κίονες. Έξω από το χωριό υπήρχε ο Άγιος Γεώργιος, στη γιορτή του οποίου διοργανώνονταν ιπποδρομίες.

Σε κτίσματα στο προαύλιο του Αγίου Αθανασίου φιλοξενούνταν τα σχολεία του χωριού: αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Το 1905 υπήρχαν στο χωριό επτατάξιο αρρεναγωγείο με 2 δασκάλους και 120 μαθητές και τετρατάξιο παρθεναγωγείο με 2 δασκάλες και 80 μαθήτριες. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του αρρεναγωγείου ανερχόταν σε 30 τουρκικές λίρες και του παρθεναγωγείου σε 25 τουρκικές λίρες.10 Τα έξοδα για τη συντήρηση αυτών των ιδρυμάτων αυτών καλύπτονταν από το ταμείο της εκκλησίας, από δίδακτρα και άλλες εισφορές. Στον ίδιο χώρο υπήρχαν και κελιά, για να μένουν οι ιερείς και οι δάσκαλοι.

Οι κάτοικοί του το 1922 εγκατέλειψαν το Γενιτσαροχώρι και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.

1. Κιουτσούκ-κιοϊ είναι το «μικρό χωριό» (τουρκ. küçük=μικρός, köy=χωριό). Το Γενιτσαροχώρι απαντά ακόμη και με τις εξής παραλλαγές: Γενιτζαροχώρι, Γενιτσ(ζ)αριώτες, Γενιζαριώτες και Γιανιτσαριώτες. Η ονομασία του χωριού δε φαίνεται να σχετίζεται με την παρουσία γενιτσάρων. Ο Σάκκαρης υποστηρίζει ότι η ονομασία «Γενιτσαροχώρι» προήλθε πιθανότατα από κάποιον από τους πρώτους οικιστές, ο οποίος θα ονομαζόταν Γενίτσαρος ή Γενιτσαριώτης και ίσως υπήρξε μικρός τοπάρχης (ντερεμπέης) της περιοχής αυτής, βλ. Βαλσαμάκης, Π. (επιμ.), Ιστορία των Κυδωνιών2 (Αθήνα 1982), σελ. 254. Τέλος υπάρχει μία μοναδική αναφορά από το Raffaenel, C.D., Αι Κυδωνίαι προ του 1821, μετάφραση Χ.Α. Αναγνώστου (Σμύρνη 1861), σελ. 15, πως το Γενιτσαροχώρι ονομαζόταν από τους μουσουλμάνους και Γκιαούρκιοϊ, δηλ. χωριό απίστων. Σύμφωνα μάλιστα με την παραπάνω πηγή, από αυτό το χωριό «μετά την διασποράν αυτού, λέγεται ότι συνέστησαν τα παρελλησπόντια χωρία, τα λεγόμενα μέχρι τούδε “Γκιαούρ Κιοϊα”.

2. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997)· Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 11 (Γενιτσαροχώρι).

3. Raffaenel, C.D., Αι Κυδωνίαι προ του 1821, μετάφραση Χ.Α. Αναγνώστου (Σμύρνη 1861), σελ. 15, και Βαλσαμάκης, Π. (επιμ.), Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήνα 1982), σελ. 253.

4. Firmin-Didot, A., Notes d’un voyage fait dans le Levant en 1816 et 1817 (Paris 1826), σελ. 402.

5. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Κυδωνιών)», Ξενοφάνης 2 (Αθήναι 1905), σελ. 474-475.

6. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 1900 71, υποφάκ. 71.2 2ος , Πίναξ του εν Τουρκία πληθυσμού.

7. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 1919 Α/ΑΑΚ 7-11, Συνοπτικός πίναξ στατιστικών μετατοπισθέντων μετά το Βαλκανικό πόλεμο και κατά τον παγκόσμιο κατά επαρχίες Εκκλησιαστικές Θράκη και Μ. Ασία: Στατιστική του βία εξαναγκασθέντος να εκπατρισθή μετά τον Βαλκανικόν Πόλεμον Ελληνικού Πληθυσμού της Μ. Ασίας.

8. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 11 (Γενιτσαροχώρι).

9. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 1900 71, υποφάκ. 71.2 2ος, Πίναξ του εν Τουρκία πληθυσμού: «…χωρίον άνευ αρχής (καζάς) υπαγόμενον εις Κυδωνίες, Βαλουκεσέριον μουτεσαριφλικιού έδρα, Προύσης νομός (βιλαέτι)…». Όμως η διοικητική υπαγωγή του οικισμού δεν είναι απόλυτα σαφής καθώς οι σχετικές πληροφορίες αλληλοαντικρούονται. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι Αϊβαλιού, στο μουτεσαριφλίκι Καρασού, στο βιλαέτι Χιουνταβεντικιάρ, ή στο βιλαέτι Αϊδινίου, βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες, και Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 11 (Γενιτσαροχώρι),

10. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Κυδωνιών)», Ξενοφάνης 2 (Αθήναι 1905), σελ. 474-475. Ο Σάκκαρης αναφέρει εξατάξιο αρρεναγωγείο με 3 δασκάλους και 120 μαθητές, βλ. Βαλσαμάκης, Π. (επιμ.), Ιστορία των Κυδωνιών2 (Αθήνα 1982), σελ. 253.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>