Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ντεμίρντεσι

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Ντεμίρντεσι», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12014>

Ντεμίρντεσι (28/7/2009 v.1) Demirtaş - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Οικισμός με αποκλειστικά ελληνορθόδοξους κατοίκους στην κοιλάδα του Nilufer çay, 2 χλμ. κοντά στο δημόσιο δρόμο Προύσας-Κίου, 10 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της Προύσας, 10 χλμ. βορειοδυτικά του Σουσουρλούκ και 22 χλμ. νοτιοανατολικά των Μουδανιών. Οι κάτοικοί του ονόμαζαν τον οικισμό Ντεμιρντέσι, ενώ οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών Ντεμίρ Τάς (demir taş = σιδηρόπετρα). Αυτή η τελευταία ήταν και η επίσημη ονομασία του στα οθωμανικά κρατικά έγγραφα, σε αντίθεση με τα εκκλησιαστικά έγγραφα στα οποία αναφέρεται ως Ντεμιρντέσι ή Δεμιρδέσιον.

Το Ντεμίρντεσι ήταν παλαιότερα τσιφλίκι που το αγόρασαν από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη γύρω στις 30 ελληνορθόδοξες οικογένειες για να εγκατασταθούν εκεί. Είναι πιθανό οι οικογένειες αυτές να έλκουν την καταγωγή τους από την ελλαδική χερσόνησο και πιο συγκεκριμένα από την περιοχή των Αγράφων, κάτι που συνέβαινε και με κατοίκους άλλων χωριών της Βιθυνίας (π.χ. τα Πιστικοχώρια). Ο αρχικός εποικισμός χρονολογείται περί το 1640,1 αργότερα όμως μετανάστευσαν εκεί και οικογένειες Ηπειρωτών μαστόρων2 και ίσως σηροτρόφοι από τη Θράκη.3 Στο χωριό μάλιστα εγκαταστάθηκαν και οικογένειες Αρμενίων.4

Κατά την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή το χωριό αριθμούσε περίπου 650-700 σπίτια.5 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς γνώριζαν και τα τουρκικά, κάτι που ίσχυε ακόμα και για τις γυναίκες, εφόσον οι περισσότερες από αυτές δούλευαν στα μεταξουργεία της Προύσας.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Ντεμίρντεσι, λόγω της εγγύτητάς του στην Προύσα, υπαγόταν απευθείας στο βιλαέτι της Προύσας. Το χωριό διοικούνταν από δύο μουχτάρηδες (muhtar), με τη βοήθεια ενός ή δύο συμβούλων (αζάδες, âza). Το Ντεμίρντεσι ήταν επίσης έδρα αστυνομικού τμήματος (καρακόλι).

Το χωριό υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Προύσας. Ωστόσο κατά την περίοδο που μητροπολίτης Προύσης ήταν ο Κωνστάντιος (1846-1870), λόγω της αντιπαράθεσης των κατοίκων με αυτόν, αρκετοί από τους ορθόδοξους του οικισμού προσχώρησαν στον προτεσταντισμό, καθώς μάλιστα στην περιοχή της Προύσας ήταν ιδιαίτερα έντονη η δραστηριότητα της αμερικανικής προτεσταντικής ιεραποστολής. Το χωριό είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ έξω από τον οικισμό υπήρχαν πολλά αγιάσματα: του αγίου Βασιλείου, των αγίων Θεοδώρων, της αγίας Κυριακής, της Παναγίας, της Παναγίας ή Αγιασματούδι, όπου και γινόταν μεγάλο πανηγύρι την τρίτη μέρα του Πάσχα.

Στο χωριό υπήρχε αρρεναγωγείο και νηπιο-παρθεναγωγείο, τα οποία συστεγάζονταν. Σε αυτά δίδασκαν τρεις δάσκαλοι και δύο δασκάλες. Η ετήσια δαπάνη για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών καταστημάτων έφθανε στις αρχές του 20ού αιώνα (1906) τις 150 οθωμανικές λίρες. Την προσπάθεια αυτή την ενίσχυε ο πλούσιος ομογενής τραπεζίτης Γεώργιος Ζαρίφης με 10 οθωμανικές λίρες ετησίως.

3. Οικιστική δομή

Το χωριό είχε πολλούς μαχαλάδες (Μπαλόγλου, Ουζούν τσαρσί, Χατζή Μιχαήλ Μαχλεσί κ.ά.). Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν πλατιοί και αμαξιτοί, πλακόστρωτοι, ενώ στις γωνιές υπήρχαν φανάρια με λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τη νύχτα. Υπήρχε πυκνή δόμηση, με σπίτια διώροφα ή τριώροφα τα οποία διέθεταν μεγάλα δωμάτια λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με τη σηροτροφία.

4. Στοιχεία οικονομίας

Η κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η σηροτροφία. Επίσης παρήγαν ελιές, σταφύλια και λίγο σιτάρι. Τα κουκούλια οι κάτοικοι τα πουλούσαν στην Προύσα, ενώ τις ελιές τους στην Κίο. Κάθε Σάββατο γινόταν παζάρι στο χωριό, όπου και συγκεντρώνονταν πολλά αγροτικά προϊόντα από τους γεωργούς των γύρω μουσουλμανικών χωριών, ενώ οι βασικές εμπορικές συναλλαγές του οικισμού διεξάγονταν με την Προύσα.

5. Ιστορία

Για τους κατοίκους του Ντεμίρντεσι λεγόταν ότι ήταν σκληροτράχηλοι και πολεμοχαρείς. Για το λόγο αυτόν αρκετά συχνά η οθωμανική κυβέρνηση τους στρατολογούσε για την αντιμετώπιση των στάσεων τοπικών δερβεναγάδων, των υπεύθυνων για τη φύλαξη δερβενιών (περασμάτων), με αντάλλαγμα το δικαίωμα να συντηρούν ένοπλα σώματα, αλλά και των απείθαρχων μπεήδων το 17ο και 18ο αιώνα.H «αγγαρεία» αυτή που επέβαλλε το οθωμανικό κράτος εξασφάλιζε στους κατοίκους του Ντεμίρντεσι, αλλά και των άλλων γειτονικών χριστιανικών χωριών, την ασφάλεια από επεμβάσεις και λεηλασίες των ντόπιων μουσουλμάνωντης ευρύτερης περιοχής.

Μία από τις σημαντικότερες ενέργειες των Ντεμιρντεσιωτών ήταν η εξόντωση του Μποσταντζόγλου και των οπαδών του. Ο Μποσταντζόγλου, ντερέμπεης της Προύσας, κατέλυσε το 1802 τις αρχές της πόλης και κήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα της περιοχής. Οι αρχές της Προύσας απευθύνθηκαν στους Ντεμιρντεσιώτες, οι οποίοι έστησαν ενέδρα στο Ουλού τζαμί (το μεγάλο τζαμί που βρίσκεται στο κέντρο της Προύσας), όπου θα πήγαινε ο Μποσταντζόγλου το μεσημέρι της Παρασκευής για να προσευχηθεί, τον φόνευσαν και κατέσφαξαν τους οπαδούς του, ενώ έστειλαν τα κεφάλια τους στην Κωνσταντινούπολη.

Παραδίδεται ότι οι Ντεμιρντεσιώτες φεύγοντας από τη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922, κατά την μεγάλη υποχώρηση του ελληνικού στρατού, έκαψαν οι ίδιοι το χωριό τους.

6. Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στην Προσοτσάνη Δράμας, στα Καϊλάρια Πτολεμαΐδας, στη Φλώρινα, στο Παγγαίο και στο Μακρυχώρι Καβάλας, στην Αλιστράτη Σερρών, στην Ελευθερούπολη Καβάλας κ.α.

1. Κλεωνύμου, Μ.  Παπαδοπούλου, Χρ., Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής, τύπ. Ι. Α. Βρεττού (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 152. Αυτός είναι και ο λόγος που σύμφωνα με τους παραπάνω  συγγραφείς διατήρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική γλώσσα και τα έθιμα. Βλ. επίσης Αδαμαντιάδης, Βενέδικτος Φ., «Η Εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 97-128. Τις πληροφορίες του ο Αδαμαντιάδης τις αντλεί από τις εργασίες του Σάββα Ιωαννίδη (ο οποίος μάλιστα καταγόταν από το Ντεμίρντεσι) που δημοσιεύθηκαν στη Βυζαντινή Επιθεώρηση του έτους 1907-8 υπό τον τίτλο «Συμβολαί εις την Μεσαιωνικήν Ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους».

2. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 141.

3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 183, 221.

4. Anoyatis-Pelé, D., “Journal d’ un voyage effectué par Lafitte-Clavé de Constantinople à Brousse, Nicée et Nicomédie en 1786”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 7 (1988-89), σελ. 93-95.

5. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 141. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1867) ο πληθυσμός του Ντεμίρντεσι ανερχόταν σε 400 ελληνορθόδοξες οικογένειες, με τάσεις όμως αυξητικές· βλ. Κλεωνύμου, Μ.  Παπαδοπούλου, Χρ., Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής, τύπ. Ι. Α. Βρεττού (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 152. Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για το Ντεμίρντεσι 2.700 ελληνορθόδοξους κατοίκους· «Στατιστικός Πίνακας Επαρχίας Προύσης», Ξενοφάνης. Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» Β:Α (1903), σελ. 88. Για την ίδια περίοδο (1906) η επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου δίνει τον αριθμό των 2.606 ελληνορθόδοξων· βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189. Ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 178, αναφέρεται (για το 1909) σε συνολικό αριθμό 580 οικογενειών. Ο Π. Κοντογιάννης, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 225, αναφέρεται σε 1.300 ελληνορθόδοξους. Αλλού όμως, Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 117, γίνεται αναφορά σε 3.000 κατοίκους. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 3.200 ελληνορθόδοξων κατοίκων· Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 262.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>