1. Ανθρωπογεωγραφία Χωριό σε χαμηλή πλαγιά, σε απόσταση 1000 μ. από τη θάλασσα της Προποντίδας. Βρισκόταν σε απόσταση 25 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της Μπίγα, 16 χλμ. δυτικά-βορειοδυτικά της Καραμπίγα, 38 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της Λαμψάκου και 5 χλμ. βορειοανατολικά του Κεμέρ. Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή για το ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο. Με το ίδιο όνομα αναφερόταν και στα επίσημα εκκλησιαστικά, όπως και στα αντίστοιχα οθωμανικά κρατικά έγγραφα. Αυτό είναι και το σημερινό όνομα του οικισμού (Değirmencik). Η ετυμολογική προέλευση της ονομασίας σχετίζεται με την τουρκική λέξη değirmen=μύλος και değirmencik=μικρός μύλος. Πράγματι, στο χωριό υπήρχαν ανεμόμυλοι για το άλεσμα του σιταριού.
Νοτιοδυτικά του χωριού υπήρχε μία μικρή πεδιάδα, την οποία διεκδικούσαν και οι μουσουλμάνοι γειτονικών χωριών. Τελικά την κατέλαβε κάποιος Μπουρχάν μπέης και τη μετέτρεψε σε βοσκότοπο. Απέναντι από το Ντεϊρμεντζίκι στη θάλασσα υπήρχαν δύο νησάκια: α) το Άλας σε απόσταση 3 χλμ. από την ακτή με δύο λιμανάκια, τα Βιδιά και τα Μνημόρια, και β) το Αυγό, σε απόσταση 2 χλμ. προς βορρά από την ακτή, το οποίο λεγόταν ότι υπήρξε κατοικία κάποιου καλόγερου-ερημίτη.
Το 1914, πριν από τον πρώτο διωγμό που υπέστησαν οι κάτοικοι των δυτικών μικρασιατικών παραλίων, ο πληθυσμός του οικισμού έφτανε περίπου τις 240 οικογένειες, όλες ελληνορθόδοξες.1 Παλαιότερα η θέση του χωριού βρισκόταν κοντά στο μουσουλμανικό χωριό Τοκάτκιρι, σε κατεύθυνση νοτιοανατολική από τη μετέπειτα τοποθεσία του χωριού, και βαθιά προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Οι κάτοικοι κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να μετοικήσουν προς τα παράλια, επειδή το χωριό βρισκόταν πάνω σε δρόμο στον οποίο κινούνταν οθωμανικά στρατεύματα κατευθυνόμενα προς την Μπίγα. Η μετοίκηση αυτή πρέπει να πραγματοποιήθηκε το 18ο αιώνα. Οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν τότε στη νέα θέση ήταν 30. Με τον καιρό ο πληθυσμός του οικισμού αυξήθηκε με το νέο εποικισμό οικογενειών από την απέναντι θρακική ακτή. Οι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική, αρκετοί όμως από αυτούς γνώριζαν την τουρκική (π.χ. αυτοί που είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό). 2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Ντεϊρμεντζίκι ανήκε διοικητικά στο της Μπίγα, το οποίο υπαγόταν στο΄ανεξάρτητο ομώνυμο του της Προύσας.2 Το χωριό διοικούνταν από , ο οποίος συνεπικουρούνταν στο έργο του από 4 συμβούλους (αζάδες), οι οποίοι αναλάμβαναν χρέη εκκλησιαστικής και σχολικής επιτροπής, ενώ ένας από αυτούς ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων. Ο οικισμός υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου και αργότερα στη μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου, με έδρα το Τσανάκκαλε.3 Χρέη εκπροσώπου του μητροπολίτη στο χωριό αναλάμβανε ο ιερέας του διπλανού χωριού Ακσάζ.
Η κύρια εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο και βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Ήταν πέτρινη με καμπαναριό, για το χτίσιμο της οποίας χρησιμοποιήθηκαν αρχαία οικοδομικά μέλη που οι κάτοικοι είχαν βρει στα χωράφια τους. Υπήρχε και μια παλαιότερη εκκλησία, επίσης αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, η οποία βρισκόταν έξω από το χωριό, δίπλα στο νεκροταφείο και λειτουργούσε ως οστεοφυλάκιο, καθώς και πολλά ξωκλήσια: της Αναστάσεως (όπου γινόταν και πανηγύρι), του Αϊ-Γιώργη, του Αϊ-Γιάννη κ.λπ.
Το εξατάξιο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού βρισκόταν μπροστά από την εκκλησία, στην κεντρική πλατεία του χωριού και στεγαζόταν σε ισόγειο πέτρινο κτήριο. 3. Στοιχεία οικιστικής δομής
Στο χωριό υπήρχαν δύο μαχαλάδες (ο Πάνω, ο οποίος βρισκόταν σε ύψωμα, και ο Κάτω). Η δόμηση ήταν πυκνή, με σπίτια χτισμένα από Ηπειρώτες καλφάδες με τη μέθοδο του τσατμά (çatma=είδος ξύλινου σκελετού σε οικοδομή). Συνήθως ήταν διώροφα με 3-4 δωμάτια.
Στον οικισμό λειτουργούσαν 5 μπακάλικα και 4 καφενεία, όχι όμως φούρνοι, καθώς κάθε σπίτι έφτιαχνε το δικό του ψωμί. Στο χωριό επίσης υπήρχαν και 5 ανεμόμυλοι, με ελληνορθόδοξους ιδιοκτήτες. Το καλοκαίρι μάλιστα, όταν λιγόστευαν τα νερά των γύρω ποταμών, οι μουσουλμάνοι των σιτοπαραγωγικών χωριών της περιοχής έρχονταν να αλέσουν στους ανεμόμυλους του χωριού, καθώς οι υδρόμυλοι δε λειτουργούσαν. Οι μυλωνάδες πληρώνονταν σε είδος: στις 100 οκάδες σιτάρι έπαιρναν τις 8. Οι έμποροι του χωριού αγόραζαν τα εμπορεύματά τους από τις αγορές της Καλλίπολης και της Μπίγα. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν κατά βάση με τη γεωργία: σιτηρά, γλυκάνισο (ανασόνια, όπως το έλεγαν) και βρόμη, καθώς και με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Τα προϊόντα τους τα πουλούσαν σε εμπόρους της Μπίγα και της Περίστασης της Θράκης. Είχαν επίσης πολλά αιγοπρόβατα, περίπου 15.000, τα οποία τα διοχέτευαν σε ζωεμπόρους από την Κούταλη, την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη. Δεν ασχολούνταν ωστόσο με την αλιεία, μολονότι βρίσκονταν δίπλα στη θάλασσα. 4. Ιστορικά στοιχεία – Εγκατάσταση Ο πρώτος εκτοπισμός των ελληνορθόδοξων κατοίκων του Ντεϊρμεντζίκ έγινε το 1914 με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα χωριά της Μπίγα ανήκαν στην αγγλική ζώνη επιρροής μετά την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918). Οι Άγγλοι διατήρησαν τον έλεγχο της περιοχής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1922, όταν μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού παρέμεινε στη δικαιοδοσία τους η περιοχή των Δαρδανελίων. Το 1920 οι κάτοικοι του χωριού επέστρεψαν (αρκετοί είχαν καταφύγει στην Ελλάδα). Για να προφυλαχθούν από τις επιθέσεις των πολλοί εξοπλίστηκαν με όπλα που είχαν προμηθευτεί από τη Θράκη, σχημάτισαν πολιτοφυλακή και εντάχθηκαν στο αντάρτικο του αντικεμαλικού Κιρκάσιου Αχμέτ Πασά. Οι ίδιοι μάλιστα είχαν αρχηγό τον Κιρκάσιο Κελίν Μουσταφά.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον οριστικό εκπατρισμό τους, οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στα ίδια χωριά στα οποία είχαν καταφύγει και κατά τον πρώτο διωγμό: στη Νέα Απολλωνία Χαλκιδικής, την Κοζάνη, τη Νεάπολη, την Ομαλή και το Δρέπανο. |
1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. 27. Σύμφωνα με τη στατιστική που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) στο περιοδικό «Ξενοφάνης» («Στατιστικός Πίνακας Επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης. Σύγγραμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολή, τόμ. Γ, τεύχ. Β (1905), σελ. 94-95) το Ντεϊρμεντζίκι κατοικούνταν από 1.000 ελληνορθοδόξους. Η αντίστοιχη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου επίσης για το 1905 [Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως, Ημερολόγιον έτους 1905 (Κωνσταντινούπολη 1904), σελ. 184] παραδίδει τον αριθμό των 900 ελληνορθοδόξων. 2. Το μουτεσαριφλίκι της Μπίγα κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το βιλαέτι της Προύσας και υπαγόταν απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών στην Κωνσταντινούπολη, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην περίπτωση του μουτεσαριφλικιού της Νικομήδειας. 3. Το Ντεϊρμεντζίκι παλαιότερα υπαγόταν στη μητρόπολη Κυζίκου, με έδρα την Αρτάκη. Μετά την ίδρυση όμως της μητροπόλεως Δαρδανελίων και Λαμψάκου το 1913, με απόσπαση εδαφών από τη μητρόπολη Κυζίκου, το Ντεϊρμεντζίκι εντάχθηκε στη νέα μητρόπολη. |