Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Θεάγγελα

Συγγραφή : Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα (13/9/2001)

Για παραπομπή: Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα , «Θεάγγελα», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12257>

Θεάγγελα (2/7/2009 v.1) Theangela (10/4/2009 v.1) 
 

1. Θέση

Τα Θεάγγελα ήταν πόλη της Καρίας, που αποτέλεσε κατά την Ελληνιστική περίοδο μια από τις σημαντικότερες πόλεις της χερσονήσου της Αλικαρνασσού. Ταυτίστηκε από επιγραφές με θέση σε λόφο πάνω από το σύγχρονο χωριό Etrim, περίπου 20 χλμ. Α-ΒΑ της Αλικαρνασσού. Η ετυμολογία του ονόματος της πόλης εξαρτάται από τους ιδρυτές της, δηλαδή αν επρόκειτο για Έλληνες ή Κάρες. Όσοι υποστηρίζουν την ελληνική καταγωγή τους, θεωρούν ότι η ονομασία της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «θεός» και «άγγελος».1

2. Ιστορία

Σχετικά με την ίδρυση της πόλης οι απόψεις ποικίλλουν. Αρχικά θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για αποικία της Τροιζήνας, της δωρικής πόλης της Πελοποννήσου, όπως και η γειτονική της, η Αλικαρνασσός, που ιδρύθηκε τον 11ο αι. π.Χ.2 Αργότερα υποστηρίχτηκε ότι ταυτίζεται με τα Συάγγελα, πόλη που ίδρυσαν οι Λέλεγες στην Καρία, η οποία αναφέρεται στους αθηναϊκούς φορολογικούς καταλόγους και σήμερα ταυτίζεται είτε με τη θέση Alazeytin είτε με τη θέση Kaplan Dağ. Συγκεκριμένα ως προς αυτή την άποψη δύο εκδοχές παρουσιάζονται: Η πρώτη είναι ότι τα Συάγγελα επανιδρύθηκαν το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. από το Μαύσωλο στη θέση Etrim και, στο πλαίσιο πολιτικής εξελληνισμού που εφάρμοσε ο σατράπης της Καρίας, άλλαξαν ονομασία σε Θεάγγελα.3 Κατά τη δεύτερη εκδοχή, οι κάτοικοι της πόλης Συάγγελα καταδιώχτηκαν από τους Πέρσες και αναγκάστηκαν γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. να καταφύγουν και να μεταφέρουν την πόλη τους προς τα ανατολικά, στη γειτονική ορεινή θέση Εtrim. Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, τα Συάγγελα διατηρήθηκαν σε αυτή τη θέση από τον 5ο μέχρι το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., όταν ο Μαύσωλος ανοικοδόμησε και μετονόμασε την πόλη σε Θεάγγελα.4

Στην πιο σύγχρονη έρευνα παρουσιάζεται μια τελείως διαφορετική πρόταση, που βασίζεται σε ευρήματα από τη θέση Etrim5 και υποστηρίζει ότι στα Θεάγγελα υπήρχε εγκατάσταση ήδη από την Ύστερη Πρωτογεωμετρική περίοδο, η οποία συνεχίστηκε και κατά την Αρχαϊκή εποχή. Επομένως τα Θεάγγελα δεν μπορούν να ταυτιστούν με την πόλη Συάγγελα, καθώς από τα χρονολογικά δεδομένα αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για προγενέστερο οικισμό. Επιπλέον δεν πρέπει να ήταν δωρική η μητρόπολή της, αλλά οι ιδρυτές της ήταν μάλλον ντόπιοι Λέλεγες ή Κάρες. Η δε επανίδρυση των Θεαγγέλων από το Μαύσωλο πρέπει να εννοηθεί ως επέκταση και εκ νέου διαμόρφωση της παλαιάς πόλης με τη μεταφορά πληθυσμού από τα Συάγγελα και από μικρότερους γειτονικούς οικισμούς. Ο συνοικισμός αυτός από το Μαύσωλο είχε αποτέλεσμα να μετατραπούν τα Θεάγγελα, παρά την ορεινή τους θέση, σε πόλη μεγάλης σημασίας και να θεωρούνται μία από τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της χερσονήσου της Αλικαρνασσού.6

3. Λόγιες και επιγραφικές πηγές

Η πόλη μνημονεύεται αρχικά από τον Πλίνιο, ο οποίος αναφέρει ότι ανάμεσα στις έξι πόλεις που συνένωσε ο Αλέξανδρος Γ΄ για την ίδρυση της Αλικαρνασσού ήταν και τα Θεάγγελα.7 Αυτή όμως είναι εσφαλμένη πληροφορία, καθώς ο Πλίνιος αποδίδει το συνοικισμό της Αλικαρνασσού στον Αλέξανδρο και όχι στο Μαύσωλο και, επιπλέον, τα Θεάγγελα λανθασμένα συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις πόλεις.8 Ο Στέφανος Βυζάντιος την αναφέρει ξεχωριστά από τα Συάγγελα ως πόλη της Kαρίας, ενώ μας παραδίδει και το εθνικό Θεαγγελεύς.9

Επιγραφές από τη θέση Etrim, που χρονολογούνται στον ύστερο 4ο, τον 3ο και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ., ταυτίζουν τη θέση με τα Θεάγγελα και αποδεικνύουν ότι εκείνη την περίοδο ήταν ανεξάρτητη πόλη. Από επιγραφή που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και, πιο συγκεκριμένα, γύρω στο 315 π.Χ. μαρτυρείται επίθεση στην πόλη για αδιευκρίνιστους λόγους από τον Ευπόλεμο, σατράπη της Καρίας, ο οποίος, αν και δεν μπόρεσε να εκπορθήσει το τείχος, κατόρθωσε να συνθηκολογήσει και να επιτύχει την παράδοση της πόλης και των «οχυρών» της.10 Διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η πόλη απορροφήθηκε από την Αλικαρνασσό γύρω στο 2ο αι. π.Χ., άποψη που αμφισβητήθηκε, ενώ αντίθετα υποστηρίχθηκε ότι τα Θεάγγελα διατήρησαν την ανεξαρτησία τους μέχρι την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο.11

4. Οικονομία

Τα Θεάγγελα φαίνεται ότι δεν έκοψαν νόμισμα. Ωστόσο, πρέπει να ήταν μία ευημερούσα πόλη, αν όντως η περιοχή της κοιλάδας Çiftlik στα νότια και η εκτενής πεδιάδα Karaova στα βόρεια ανήκαν στη επικράτειά της, όπως έχει υποτεθεί. Όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων, επιγραφές της Ελληνιστικής εποχής πιστοποιούν την παραγωγή μελιού, το οποίο όχι μόνο ήταν ιδιαίτερα φημισμένο στην γύρω περιοχή, αλλά εξαγόταν και στην Αίγυπτο.12

5. Ειδώλια και θρησκεία

Μεγάλος αριθμός ειδωλίων (ύψους 13-16 εκ.) βρέθηκε σε αποθέτη στη βόρεια πλαγιά της ανατολικής ακρόπολης. Χρονολογούνται ανάμεσα στο 560 π.Χ. και το 270 π.Χ. Η αποκάλυψη αυτών των σημαντικών ευρημάτων συνέβαλε σημαντικά στη έρευνα της τοπικής παραγωγής της πόλης αλλά και της καρικής κοροπλαστικής γενικότερα.

Από τη μελέτη αυτών των ειδωλίων διαπιστώνουμε ότι η υστερογεωμετρική και αρχαϊκή παραγωγή της Καρίας ήταν επηρεασμένη από τα μεγάλα ανατολικοϊωνικά εργαστήρια, όπως της Σάμου, της Μίλητου και κυρίως της Ρόδου, ενώ η παραγωγή της Πρώιμης Κλασικής περιόδου επηρεάζεται από τα ροδιακά και τα αττικά. Αυτή την εποχή κάνει την εμφάνισή του πρώτη φορά ο τύπος της Υδροφόρου, που θα αποτελέσει αγαπητό θέμα της καρικής κοροπλαστικής. Οι υδροφόροι φέρουν χιτώνα και λοξό ιμάτιο ή πέπλο. Η αττική επίδραση φαίνεται να κυριαρχεί στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. και διαρκεί μέχρι το τέλος του αιώνα. Στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ένας νέος τύπος κάνει την εμφάνισή του, αυτός του Φιαλοφόρου, άλλοτε αγένειου και άλλοτε γενειοφόρου με λοξό ιμάτιο ή μανδύα, ενώ συχνά φέρει πόλο. Τα ειδώλια της Καρίας αυτής της περιόδου, αν και ακολουθούν τα ροδιακά και αττικά πρότυπα, παρουσιάζουν τόση ποικιλομορφία, ώστε δίνουν την εντύπωση ανεξάρτητης ντόπιας καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ως προς το λατρευτικό χαρακτήρα αυτών των ειδωλίων οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Επιγραφές της Ελληνιστικής εποχής αναφέρουν ως κύριο ιερό της πόλης εκείνο της Αθηνάς καθώς και έναν ιερέα της Αφροδίτης (της οποίας ιερό πιθανόν υπήρχε στην πόλη), τα ειδώλια όμως που βρέθηκαν δε φαίνεται να έχουν σχέση με τη λατρεία αυτών των δύο θεοτήτων. Η θεματική και τυπολογική ομοιογένειά τους με τα ειδώλια που έχουν βρεθεί σε άλλες πόλεις της Καρίας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναγνωριστούν ως αναθήματα που σχετίζονται με κάποια χθόνια λατρεία, πιθανόν της Δήμητρας και της Κόρης.13

6. Τοπογραφία και οικοδομήματα

Τα Θεάγγελα βρίσκονταν στα νότια του σύγχρονου χωριού Etrim. Ο οικισμός εκτεινόταν πάνω σε τρεις κορυφές ενός λόφου και καταλάμβανε μια στενόμακρη έκταση μήκους γύρω στα 1.500 μ. με κατεύθυνση Α-Δ και πλάτους 250 μ. Η θέση δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά. Από τμηματικές ανασκαφές αναγνωρίστηκαν όμως τα ερείπια των παρακάτω οικοδομικών κατασκευών.

6.1. Οχυρώσεις

Το τείχος της πόλης είναι ευδιάκριτο σε όλο του το μήκος, ανέρχεται σε ύψος 5 έως 6 μ., έχει πάχος γύρω στα 2,50 μ. και περικλείει όλο τον οικισμό. Οι τοιχοποιία δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί και το ισόδομο και το πολυγωνικό σύστημα. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο είναι ότι σε κάποια σημεία είναι ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά του λελεγικού τρόπου δόμησης. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του τείχους, όπου η πλαγιά του λόφου είναι σχετικά ομαλή, παρεμβάλλονται σε τακτά διαστήματα πύργοι, πράγμα που αποδεικνύει ότι αυτή ήταν και η πιο ευπαθής πλευρά της οχύρωσης. Αντίθετα, στη βόρεια πλευρά οι πύργοι είναι λιγότεροι. Η κύρια πύλη της πόλης βρίσκεται στη ΝΔ γωνία, έχει πλάτος 2,80 μέτρων και πλαισιώνεται από πύργους. Ένας δρόμος ξεκινάει από την πύλη αυτή με κατεύθυνση προς το ανατολικό τμήμα της πόλης. Πιθανόν μικρότερες πύλες υπήρχαν και στη βόρεια πλευρά του τείχους.

Οι τρεις κορυφές του λόφου είναι ξεχωριστά οχυρωμένες. Στη δυτικότερη σχηματιζόταν ένα ισχυρό παραλληλόγραμμο φρούριο ενισχυμένο με πύργους στις γωνίες, γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε και τετραπύργιο. Στο εσωτερικό οι πύργοι αυτοί χωρίζονται από τοίχους σε μικρότερους θαλάμους, ενώ η είσοδος από την πόλη εξασφαλιζόταν από ένα μικρό πέρασμα πλάτους περίπου ενός μέτρου στα ανατολικά της κατασκευής. Στα νότια και δυτικά, ακριβώς κάτω από αυτό το φρούριο, διατηρούνται τα ερείπια ενός καμπύλου τοίχου ακανόνιστης λιθοδομής, που φαίνεται ότι ανήκε σε πρωιμότερη οχυρωματική κατασκευή.

Η κορυφή του μεσαίου υψώματος έφερε επίσης οχυρωμένο περίβολο, αλλά δεν έχουν βρεθεί κτίσματα μέσα σε αυτόν. Η κορυφή του ανατολικού υψώματος είναι μια ξεχωριστά οχυρωμένη ακρόπολη, που περιβάλλεται από δακτυλιόσχημο τείχος και συνδέεται με τον περίβολο της πόλης μέσω ενός λεπτού τοίχου με κατεύθυνση Β-Ν. Πάνω σε αυτή την ακρόπολη βρέθηκαν τα ερείπια ενός παραλληλόγραμμου πύργου, δύο δεξαμενές και ένα μωσαϊκό δάπεδο.

Περίπου στο μέσο του οικισμού, ένα διατείχισμα πάχους 2,25 μ. με κατεύθυνση Β-Ν χώριζε την πόλη σε δύο μέρη. Σχεδόν τα περισσότερα σημαντικά κτίσματα έχουν βρεθεί στο ανατολικό τμήμα της πόλης. Αντίθετα, το δυτικό τμήμα, εκτός από δύο οικοδομικά συγκροτήματα που περιέχει, είναι σχεδόν άδειο, ακόμα και από κατοικίες.

Σχετικά με τη χρονολόγηση του τείχους οι απόψεις διαφοροποιούνται. Παλαιότερα, με βάση το επιχείρημα ότι ο Μαύσωλος ήταν ο ιδρυτής της πόλης και το γεγονός ότι το τείχος είναι εξελιγμένης τεχνικής, η οχυρωματική κατασκευή τοποθετήθηκε χρονικά στην εποχή των Εκατομνιδών.14 Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη άποψη, το τείχος της πόλης πρέπει να χρονολογηθεί πριν από το 315 π.Χ., χρονολογία στην οποία τοποθετείται η προαναφερθείσα επιγραφή που βρέθηκε στη θέση και αφορά συνθήκη ανάμεσα στον Ευπόλεμο και την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι τα «άκρα» που αναφέρει μπορούν να ταυτιστούν με τα παραπάνω οχυρά. Ως επιπλέον επιχείρημα υπέρ της παραπάνω άποψης προβάλλεται και η εξελιγμένη τεχνικά κατασκευή της οχύρωσης, ιδιαίτερα δε η κατασκευή του τετραπυργίου, που προδίδει χρονολογία μεταγενέστερη του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.).15

6.2. Στάδιο

Στο ανατολικό τμήμα της πόλης βρέθηκε ένα κτήριο που μοιάζει με στάδιο. Έχει διαστάσεις 50x10 μ. και περιβάλλεται από τείχος πάχους 1,10 μ., αλλά δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος από τις σειρές των καθισμάτων.

6.3. Τάφοι

Στη δυτική πλαγιά του ανατολικού υψώματος σώζεται ένας θολωτός τάφος ύψους 3 μ. και μήκους 7 μ. Αποτελείται από ένα μικρό προθάλαμο και έναν κυρίως νεκρικό θάλαμο. Η στέγη είναι κατασκευασμένη από μεγάλες οριζόντιες πλάκες που σχηματίζουν ένα είδος θόλου. Στον τάφο αυτό βρέθηκαν οστά καθώς και θραύσματα αγγείων του ύστερου 5ου αι. π.Χ. Αρχικά ο τάφος αυτός αποδόθηκε στο σατράπη της Καρίας Πίκρη (ή Πίγρη), που βρισκόταν ακόμα στην εξουσία το 427/426 π.Χ. Όμως αυτή η υπόθεση προϋποθέτει την ταύτιση της πόλης Συάγγελα με τα Θεάγγελα, η οποία, όπως είδαμε, έχει αμφισβητηθεί.16

Στα ΒΑ του οικισμού βρέθηκε μια ομάδα θαλαμοειδών τάφων χτισμένων από τετραγωνισμένες πέτρες με θολωτή στέγαση, που χρονολογούνται στην Ελληνιστική περίοδο.

6.4. Οικία

Κοντά στο μεσαίο ύψωμα βρέθηκε οικία, η οποία έχει χαρακτηριστεί λελεγική, χωρίς όμως να προταθεί κάποια χρονολόγηση. Αποτελείται από τρία δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους.

6.5. Δημόσια κτήρια

Τα δημόσια κτήρια της πόλης εντοπίζονται στο ανατολικό τμήμα της και συγκεκριμένα ανάμεσα στην ανατολική ακρόπολη και το εγκάρσιο τείχος. Ελάχιστα αρχιτεκτονικά λείψανα έχουν βρεθεί διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία σε αυτό το τμήμα του οικισμού, τα οποία δεν μπορούν να ταυτιστούν. Η θέση του ιερού της Αθηνάς, η ύπαρξη του οποίου μαρτυρείται επιγραφικά, πιθανολογείται στην περιοχή αυτή, όπου και βρέθηκαν αγάλματα αρχαϊκών κορών, που αποδίδονται στο ιερό.17

1. PECS, σελ. 869, βλ. λ. “Syangela” (G.E. Bean)· Ζgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen (Heidelberg 1984), σελ. 587-588.

2. RE V.1, στήλ. 1.374, βλ. λ. “Theagela” (W. Ruge)· Işık, F., Die Koroplastik von Theagela in Karien und ihre Beziehungen zu Ostionien zwischen 560 und 270 v. Chr. (IstMitt Beiheft 21, Tübingen 1980), σελ. 18-19.

3. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 112-115, 145-147· Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Carian Coast”, BSA 52 (1957), σελ. 89-96· Bean, G.E., Turkey beyond the Maeander (London 1971), σελ. 128-134.

4. Radt, W., Siedlungen und Bauten auf der Halbinsel von Halikarnassos unter besonderer Berücksichtigung der archaischen Epoch (IstMitt Beiheft 3, Tübingen 1970), σελ. 223-224.

5. Συγκεκριμένα, σε θραύσμα ενός σκύφου της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής εποχής, σε ειδώλια Υστερογεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου, σε τμήματα του λελεγικού τείχους, καθώς και σε αρχαϊκά και κλασικά αγγεία και έργα πλαστικής.

6. Işık, F., “Frühe Funde aus Theagela und die Gründung der Stadt”, IstMitt 40 (1990), σελ. 17-36. Οι άλλες δυο σημαντικότερες πόλεις ήταν η Μύνδος και η Αλικαρνασσός.

7. Πλίν., ΦΙ 5.107.

8. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 910-911· Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 114.

9. Στέφ. Βυζ., Εθνικά, βλ. λ. «Θεάγγελα».

10. Robert, L., Collection Froehner I (Paris 1936), σελ. 69-86· Bean, G.E., Turkey beyond the Maeander (1971), σελ. 133· Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 146, σημ. 243.

11. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 910-911· Jones, Α.Η.Μ., The Cities of the Eastern Roman Provinces (Oxford 1971), σελ. 32, 50· Bean, G.E., Turkey beyond the Maeander (London 1971), σελ. 133· Yarkin, U., “The Coinage of Syangela in Caria”, Num. Chron. (1975), σελ. 12-18. Πάντως στη θέση Etrim δε βρέθηκε κανένα ίχνος ρωμαϊκής κεραμικής. Χωρίς να είναι αναλυτική η δημοσίευση των ευρημάτων, γίνεται λόγος για όστρακα που χρονολογούνται τον 4ο αι. π.Χ., κυρίως όμως ανήκουν στην Ελληνιστική περίοδο, βλ. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 114-115· PECS, σελ. 869, βλ. λ. “Syangela” (G.E. Bean).

12. Σύμφωνα με τους μελετητές που υποστηρίζουν την ταύτιση των Θεαγγέλων με τα Συάγγελα, στη νέα πόλη (Θεάγγελα) συνεχίστηκαν οι νομισματικές κοπές με το όνομα της παλαιάς πόλης (Συάγγελα). Βλ. Yarkin, U., “The Coinage of Syangela in Caria”, Num. Chron. (1975), σελ. 12-18· Franke, P.R., “Syangela – Theangela”, Chiron 14 (1984), σελ. 197-200· Bean, G.E., Turkey beyond the Maeander (London 1971), σελ. 133· Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 7, σημ. 34, σελ. 357.

13. Βλ. Işık, F., Die Koroplastik von Theagela in Karien und ihre Beziehungen zu Ostionien zwischen 560 und 270 v. Chr. (IstMitt Beiheft 21, Tübingen 1980). Για το ιερό της Αθηνάς βλ. Robert, L., Collection Froehner I (Paris 1936), σελ. 92· Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 114, 146. Για την επιγραφή που αναφέρει το ιερό της Αφροδίτης βλ. Wilhelm, A., “Inschriften aus Halikarnassos und Theangela”, Ojh 11 (1908), σελ. 62-63.

14. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 112-115, 145-147· Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Carian Coast”, BSA 52 (1957), σελ. 89-96. Παρουσιάζεται επίσης η πιθανότητα, εκτός από το Μαύσωλο, να ήταν και ο Ευπόλεμος υπεύθυνος για την κατασκευή της οχύρωσης στα Θεάγγελα, βλ. Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 306-308.

15. Karlsson, L., “Thoughts about Fortifications in Caria from Maussolos to Demetrios Poliorketes”, REA 96 (1994), σελ. 147-148, 153.

16. Στο εσωτερικό του βρέθηκε κεραμική που χρονολογείται γύρω στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Πρόκειται για μία πελίκη, έναν καλυκωτό κρατήρα και έναν παναθηναϊκό αμφορέα. Πάνω στον τάφο βρέθηκαν λίθινα σφαιρικά βλήματα, γι’ αυτό το λόγο πιθανολογείται ότι σε μεταγενέστερη περίοδο η στέγη του χρησίμευσε για την αποθήκευση πολεμοφοδίων.

17. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Halikarnassos Peninsula”, BSA 50 (1955), σελ. 112-115, 145-147· Bean, G.E. – Cook J.M., “The Carian Coast,” BSA 52 (1957), σελ. 89-96· PECS, σελ. 869, βλ. λ. “Syangela” (G.E. Bean)· Önen, Ü., Caria Southern Section of the Western Turkey (χ.τ.ε. 1980), σελ. 88-92· Yarkin, U., “The Coinage of Syangela in Caria”, Num. Chron. (1975), σελ. 12-18· Hotz, W., Die Mittelmeerküsten Anatoliens (Darmstadt 1989), σελ. 180-181.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>