Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γερμανός Αγκύρας

Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (6/6/2002)

Για παραπομπή: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Γερμανός Αγκύρας», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4001>

Γερμανός Αγκύρας (28/3/2008 v.1) Germanos of Ankara - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Βίος και έργο

Οι σχετικές με το Γερμανό, τον επονομαζόμενο «ρασοξέστη», πληροφορίες προέρχονται από το Νικόλαο Κομνηνό-Παπαδόπουλο και το Νικόλαο Βούλγαρι, οι οποίοι σε παραπομπές του έργου τους κάνουν λόγο για αυτόν. Στις παραπομπές τους βασίζονται ο Σάθας και ο Ζαβίρας προκειμένου να συμπεριλάβουν το Γερμανό στους βιογραφικούς καταλόγους τους των Ελλήνων λογίων επί τουρκοκρατίας.1 Ο Γερμανός ήταν Κερκυραίος ο οποίος είχε λάβει μέρος της εκπαίδευσής του στη Δυτική Ευρώπη έχοντας, «έρωτι μαθήσεως» κατά το Σάθα, επισκεφτεί πολλά μέρη αυτής. Η δραστηριότητά του ως πνευματικού άνδρα και συγγραφέα εντοπίζεται στον τομέα της θεολογίας, και ειδικότερα της αντιρρητικής, στον οποίο πρέπει να διακρίθηκε ιδιαίτερα. Μοναδικό γνωστό του έργο είναι τα Υπομνήματα εις την Ιεράν Λειτουργίαν προς Υπεράσπισιν των Τελετών και Εθίμων της Ανατολικής Εκκλησίας, του οποίου τον πλήρη τίτλο παραθέτει ο Νικόλαος Παπαδόπουλος-Κομνηνός, ενώ αναφορά στα ερμηνευτικά σχόλιά του επί της θείας λειτουργίας κάνει και ο Νικόλαος Βούλγαρις.2

Σκοτεινό σημείο αποτελεί το χρονικό πλαίσιο του βίου του Γερμανού, κατά συνέπεια και της περιόδου της αρχιερατείας του ως μητροπολίτη Αγκύρας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι πρόκειται για πρόσωπο που έζησε σε μεταγενέστερο της άλωσης χρόνο, ενώ τα έτη 1681 και 1696, στα οποία εκδόθηκαν τα έργα των Βούλγαρι και Παπαδόπουλου που τον μνημονεύουν, θεωρούνται terminus ante quem όσον αφορά το χρόνο της αρχιερατείας του αλλά και της συγγραφής των έργων του. Κατά συνέπεια, η παρουσία του πρέπει να τοποθετεί στο 16ο ή το 17ο αιώνα. Θετικότερη μαρτυρία επ’ αυτού δεν υπάρχει αφού ο Μωϋσείδης που θεωρεί ότι ο Γερμανός ήταν προγενέστερος του Σαββατίου (1596) ως μητροπολίτης Αγκύρας δεν τεκμηριώνει την άποψή του, ενώ ο Fedalto στον ελλιπή ούτως ή άλλως κατάλογό του τον τοποθετεί μεταξύ Σαββατίου και Λαυρεντίου (1636-1655), επίσης χωρίς τεκμηρίωση.3 Είναι ίσως λογικότερο να τον τοποθετήσουμε στο 17ο αιώνα διότι η αναφορά του Βούλγαρι σε αυτόν δείχνει να τον αντιμετωπίζει σαν πρόσωπο αρκετά γνωστό όχι μόνο στο συγγραφέα αλλά και στον αναγνώστη. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση η θητεία του στο μητροπολιτικό θρόνο της Άγκυρας θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο διάστημα μεταξύ της αρχιερατείας του Λαυρεντίου (1636-1655) και του Γερασίμου Β΄ (1668).

2. Αποτίμηση

Αποτιμώντας τη δράση και το έργο του Γερμανού, από τα λίγα στοιχεία που είναι γνωστά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η απόφασή του, αν και προερχόταν από βενετοκρατούμενο χώρο και είχε εμπειρία από την παραμονή στη Δυτική Ευρώπη, να μετακινηθεί προς τον τουρκοκρατούμενο χώρο για εγκατάσταση και δράση, σε αντίθεση με το σύνηθες της πρώτης περιόδου της τουρκοκρατίας που ήθελε τους έχοντες πνευματικά ενδιαφέροντα Έλληνες, ιδίως τους προερχόμενους από τα λατινοκρατούμενα μέρη, γενικά να ακολουθούν την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή η απόφασή του μπορεί ενδεχομένως να εξηγηθεί από τον ιδιαίτερο ζήλο του για την ορθοδοξία, κάτι που διαφαίνεται και από το έργο του, το οποίο από τα λίγα που είναι γνωστά φαίνεται να επικεντρώνεται στο δογματικό ερμηνευτικό τομέα. Με βάση αυτό το σκεπτικό είναι πιθανό ο Γερμανός αντί μιας εγκατάστασης στην Ιταλία ή παραμονής στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα να προτίμησε να μεταβεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, στον κατ’ εξοχήν χώρο κυριαρχίας αυτής.4 Σε αυτή την περίπτωση αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία ο παράγοντας του προσωπικού φρονήματος και του εκκλησιαστικού ζήλου, εφόσον ένας διακεκριμένος λόγιος προερχόμενος από το χριστιανικό περιβάλλον της Κέρκυρας και με δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία δέχεται να υπηρετήσει σε μια απομακρυσμένη, ολιγάριθμη και πνευματικά αδύναμη ορθόδοξη κοινότητα στο μέσο μιας μουσουλμανικής πλειονότητας. Αυτό βέβαια δεν είναι δεδομένο, καθώς δεν είναι σαφές αν ο Γερμανός ως μητροπολίτης Αγκύρας βρισκόταν πραγματικά εκεί και ασκούσε τα καθήκοντά του επιτόπου.

3. Το πρόβλημα της παρουσίας του Γερμανού στην Άγκυρα

Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αποτίμηση της ζωής και της δράσης του Γερμανού, αποτελεί πρόβλημα το αν όντως βρισκόταν στην Άγκυρα και ασκούσε στην πράξη τα καθήκοντα του μητροπολίτη αυτής. Πρόκειται μάλιστα για πρόβλημα που εμποδίζει την τελική αποτίμηση της δράσης του, διότι διαφορετικά πρέπει να αξιολογηθεί αν ο διακεκριμένος αυτός λόγιος με τις αναγεννησιακές παραστάσεις είχε όντως μεταβεί στην οπωσδήποτε «προβληματική» μητρόπολη Αγκύρας ή αν έφερε μόνο τον τίτλο του αρχιερέα αυτής αλλά ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη ή ακόμα και στην Κέρκυρα. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή αν είχε όντως μεταβεί στην Άγκυρα, τότε πράγματι έχουμε να κάνουμε με ξεχωριστή περίπτωση εκκλησιαστικού και ποιμαντικού ζήλου. Το πρόβλημα αυτό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη θετικών στοιχείων για το χρονικό πλαίσιο ζωής και δράσης του. Αν αυτή τοποθετηθεί στο 17ο αιώνα και για την ακρίβεια μεταξύ των ετών 1655-1668, τότε είναι πιθανότερο ο Γερμανός να βρισκόταν όντως στην Άγκυρα, καθώς από την περίοδο αρχιερατείας του μητροπολίτη Παρθενίου (αρχές 17ου αιώνα) και εξής μπορούμε να θεωρούμε ότι οι μητροπολίτες Αγκύρας ασκούσαν επιτόπου τα καθήκοντά τους εφόσον δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία για το αντίθετο.5 Για την προγενέστερη περίοδο (15ος και 16ος αιώνας) όμως η κατάσταση είναι ασαφής.

Η εκκλησιαστική επαρχία Αγκύρας δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται καθ’ όλη αυτή την περίοδο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις μαρτυρείται είτε ότι το μητροπολιτικό της αξίωμα δινόταν σε ιεράρχη άλλης επαρχίας, είτε ότι η ίδια η επαρχία παραχωρούνταν εξαρχικώς κατά τον ίδιο τρόπο, είτε ότι ο φέρων το αξίωμα του μητροπολίτη της δε βρισκόταν επιτόπου.6 Από την άλλη, για τη μετά την άλωση περίοδο η μνεία της μητροπόλεως Αγκύρας στα πατριαρχικά βεράτια του 1483 και 1525 είναι ισχυρή ένδειξη της επιτόπιας ύπαρξης μητροπολίτη,7 ενώ η Καισάρεια η οποία εξακολουθούσε να αποτελεί ενεργό εκκλησιαστική επαρχία χωρίς όμως επιτόπια παρουσία μητροπολίτη δεν αναφέρεται. Γενικά, το πρόβλημα της επιτόπιας παρουσίας και ενεργού άσκησης καθηκόντων από τους μητροπολίτες Αγκύρας προ του 17ου αιώνα δεν είναι εύκολα επιλύσιμο και σε περίπτωση έλλειψης θετικών μαρτυριών για την εκεί παρουσία τους αυτή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Ως προς τον ορθόδοξο πληθυσμό της επαρχίας Αγκύρας, η παρουσία του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργό ύπαρξη αυτής, η αριθμητική και οικονομική δυναμική του είναι περιορισμένη. Το 1488/89 αναφέρονται στο σύνολο του σαντζακιού της Αγκύρας 822 νοικοκυριά υπόχρεα κεφαλικού φόρου (πρέπει στο σύνολό τους να είναι χριστιανικά, ίσως και μερικά εβραϊκά), και άλλα 198 στο σαντζάκι του Germiyan, μέρος του οποίου (Κιουτάχεια και Εσκί-Σεχίρ) μπορεί ήδη από τότε να εντασσόταν στην εκκλησιαστική επαρχία Αγκύρας.8 Ειδικά για την πόλη της Άγκυρας μεταξύ των ετών 1520-1535 καταγράφονται 277 νοικοκυριά. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι οι αριθμοί αυτοί, που ούτως ή άλλως αντιπροσωπεύουν μια μικρή μειονότητα σε σχέση με το μουσουλμανικό πληθυσμό, δεν πρέπει να αποδίδονται συνολικά στους ορθοδόξους, καθώς περιλαμβάνουν και πολλούς Αρμένιους, που δεν αποκλείεται μάλιστα να αποτελούσαν την πλειονότητα μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Λόγο για την ύπαρξη ορθόδοξης, αρμενικής, αλλά και εβραϊκής πλέον, κοινότητας στην πόλη της Άγκυρας κάνει και ο περιηγητής Dernschwam (1553) χωρίς να παραθέτει αριθμούς.9 Η ύπαρξη της έστω και ολιγάριθμης αυτής ορθόδοξης κοινότητας, στην πόλη της Άγκυρας και στην ευρύτερη επαρχία, δικαιολογεί τη λειτουργία μητρόπολης (άλλωστε μητρόπολη υπήρχε κατά το 16ο αιώνα και στη Λαοδίκεια με πολύ μικρότερο ποίμνιο), αλλά επρόκειτο για μητρόπολη περιορισμένων πόρων και οικονομικών δυνατοτήτων καθώς επίσης και χαμηλής πνευματικής δυναμικής, αφού ο ορθόδοξος πληθυσμός συνίστατο από απομονωμένες και αδύναμες, οικονομικά και κοινωνικά, κοινότητες.

1. Σάθας, Κ., Νεοελληνική Φιλολογία: βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453-1821) (Αθήναι 1868), σελ. 412· Ζαβίρας, Γ., Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον (Αθήναι 1872), σελ. 128.

2. Παπαδόπουλος-Κομνηνός, Ν., Proenotationes Mystagogicae ex juro canonico (Πάδοβα 1696), σελ. 399· Βούλγαρις, Ν., Κατήχησις Ιερά, ήτοι της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας Εξήγησις (Βενετία 1681), σελ. 190 («… καθώς ερμηνεύει του ρητού την έννοιαν ο πανιερώτατος μητροπολίτης Αγκύρας Γερμανός ο ρασοξέστης ο και συμπολίτης ημών»).

3. Μωϋσείδης, Μ., «Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ανθυπατικής Γαλατίας: μονογραφία περί Αγκύρας», Ξενοφάνης 2 (1904-1905), σελ. 373· Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis: series episcoporum christianarum orientalium. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Padova 1988), σελ. 56.

4. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένας ορθόδοξος κληρικός δεν μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του είτε στην Κέρκυρα είτε εντός μιας ελληνικής κοινότητας της Ιταλίας και της Δυτικής Ευρώπης γενικότερα.

5. Ο Παρθένιος βρισκόταν επιτόπου και με επιστολές του προς το Πατριαρχείο περιέγραφε με μελανά χρώματα την κατάσταση της μητροπόλεως, ιδίως από πλευράς οικονομικών τα οποία μάλιστα είχαν επιδεινωθεί λόγω της αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει οι εξεγέρσεις των celali («…υπό των καιρού ανωμαλιών…» . Βλ. Αλεξανδρίδης, Ηλ., «Η πάλαι και νυν κατάστασις της Μητροπόλεως Αγκύρας», Εκκλησιαστική Αλήθεια 22 (1902), σελ. 207.

6. Επί παραδείγματι, στις Notitiae 19 και 20 που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση που επικρατούσε κατά το β΄ μισό του 14ου αιώνα το αξίωμα του μητροπολίτη Αγκύρας έχει αποδοθεί στον Θεσσαλονίκης. Μεταξύ 1395 και 1406 η Άγκυρα είχε ίδιον μητροπολίτη, το Μακάριο, ο οποίος είχε συνοδέψει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' στο ταξίδι του στην Ευρώπη, γεγονός που αυτό καθεαυτό αποδεικνύει τη μη επιτόπια παρουσία του. Από το 1406 η επαρχία Αγκύρας εκχωρείται εξαρχικώς στον Γάγγρας. Ο μνημονευόμενος γύρω στο 1450 μητροπολίτης Κωνσταντίνος είχε παραστεί σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη ότι ήταν εγκατεστημένος εκεί (βλ. Αλεξανδρίδης, Ηλ., «Η Πάλαι και Νυν Κατάστασις της Μητροπόλεως Αγκύρας», Εκκλ. Αληθ. 22 (1902), σελ. 206-207, 234). Μετά την άλωση, σε δύο συνόδους που τελούνται στην Κωνσταντινούπολη (1471/72 και 1483/84) τον Αγκύρας αντιπροσωπεύει ο Θεσσαλονίκης (μήπως αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως κατοχή του αξιώματός του από τον Θεσσαλονίκης;), ενώ το 1475 ο Αγκύρας χειροτονεί τον Πατριάρχη Ραφαήλ Α'. Βλ. Ζαχαριάδου, Ελ., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για τη Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 133: στις περιπτώσεις αυτές η Ζαχαριάδου δε θέτει το πρόβλημα της επιτόπιας παρουσίας του μητροπολίτη στην Άγκυρα.

7. Ζαχαριάδου, Ελ., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για τη Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 115, 118.

8. Barkan, Ö.L., ‘‘894 (1488/89) yılı cizyesinin tahsilatına ait muhasebe bilançoları’’, Belgeler 1 (1964), σελ. 108.

9. Dernschwam, H., Tagebuch einer Reise nach Konstantinopel und Kleinasien (1553/55) (München-Leipzig 1923), σελ. 186.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>