|
|
|
|
|
|
1. Βιογραφικά στοιχεία και σπουδές
Ο Γεώργιος γεννήθηκε στη Λάπηθο της Κυρήνειας, στη φραγκοκρατούμενη Κύπρο, περί το 1241. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και είχε υψηλή κοινωνική θέση.1 Παρακολούθησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση () στη γενέτειρά του με ελληνόφωνους δασκάλους και αργότερα πήγε στη Λευκωσία, για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του. Ολοκλήρωσε την εγκύκλιο εκπαίδευσή του () σε λατινικό σχολείο, με λατινόφωνους διδασκάλους. Ωστόσο, δεν έμεινε ευχαριστημένος από την εκπαίδευσή του. Επέκρινε το σχολείο υποστηρίζοντας ότι δεν διδάχθηκε επαρκώς τη γραμματική, ενώ όσον αφορά τη φιλοσοφία θεωρούσε ότι είχε παρακολουθήσει μόνο μια εισαγωγή στην αριστοτελική λογική, και απέδιδε τις ελλείψεις του στην ανεπάρκεια των διδασκάλων του και στην ξένη γλώσσα στην οποία γίνονταν τα μαθήματα. Αφού αναζήτησε μάταια κάποιο διδάσκαλο για να συνεχίσει τις σπουδές του στα ελληνικά στο νησί του, ζήτησε από τους γονείς του να τον στείλουν στη Νίκαια της Βιθυνίας, πνευματικό κέντρο της εποχής, όπου πίστευε ότι θα μπορούσε να τύχει υψηλής εκπαίδευσης, θεωρώντας ότι εκεί επιβίωνε το πνεύμα της αρχαίας Αθήνας.2 Μετά την άρνησή τους, ο Γεώργιος έφυγε κρυφά, και μέσω Άκρας (Πτολεμαΐδας) της Παλαιστίνης ταξίδεψε στην Άναια κι έπειτα στην Έφεσο, όπου προσπάθησε να συναντήσει τον Νικηφόρο Βλεμμύδη για να γίνει δεκτός στη σχολή ανώτερης εκπαίδευσης που έδρευε στη μονή του Όντος Θεού.3 Τον απέτρεψαν όμως οι ντόπιοι, τονίζοντας τη μικρή ηλικία και την ένδειά του, οπότε μετά από ένα εξάμηνης διάρκειας δύσκολο ταξίδι έφτασε στη Νίκαια, όπου παρακολούθησε μαθήματα κυρίως γραμματικής και ρητορικής. Ωστόσο, και οι εκεί διδάσκαλοί του δεν τον ικανοποίησαν. Ο επόμενος σταθμός του Γεωργίου Κυπρίου στην αναζήτηση επαρκούς εκπαίδευσης ήταν η Κωνσταντινούπολη. Εκεί εγκαταστάθηκε αμέσως μετά την επανακατάκτησή της από τους Βυζαντινούς (1261) και προσπάθησε να γίνει δεκτός από τον Γεώργιο Ακροπολίτη, ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στη σχολή που διηύθυνε ο Ακροπολίτης, η οποία λειτουργούσε υπό την εποπτεία του αυτοκράτορα, ο Γεώργιος εισήχθη τελικά περί το 1266/67. Από τον Ακροπολίτη διδάχθηκε ρητορική και μαθηματικές επιστήμες: τη βάση της ρητορικής αποτελούσε η αριστοτελική φιλοσοφία, ενώ στην αριθμητική ακολουθούνταν το έργο του Νικόμαχου Γερασηνού και στη γεωμετρία το έργο του Ευκλείδη.4 Με τον Ακροπολίτη σπούδασε περίπου επτά χρόνια, μέχρι το 1273/74.5 Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο Γεώργιος Κύπριος επιδόθηκε στη διδασκαλία, περί το 1273/74, εγκαθιστάμενος πιθανόν στη μονή Ακαταλήπτου Χριστού6 και αντικαθιστώντας το διδάσκαλό του στη θέση που κατείχε. Ταυτόχρονα, κατείχε τα αξιώματα του και του ενώ ανέλαβε και επίσημος σύμβουλος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.7 Το 1283 χρίστηκε πατριάρχης από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, έπειτα όμως από μια ταραγμένη περίοδο πατριαρχίας παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο το 1289. Μετά την παραίτησή του κατέφυγε στο μονύδριο της Αριστηνής, ιδιοκτησίας της Θεοδώρας Ραούλαινας, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1290, ενασχολούμενος αποκλειστικά με τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα.
2. Διδακτική σταδιοδρομία Η διδακτική σταδιοδρομία του Γεωργίου Κυπρίου αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής. Ως διδάσκαλος συγκέντρωσε το θαυμασμό των αυτοκρατορικών κύκλων ενώ οι περισσότεροι μαθητές του κατέλαβαν υψηλά αξιώματα. Δίδασκε γραμματική, ρητορική, γεωμετρία και αριθμητική, ενώ ως ανώτερο στάδιο της διδασκαλίας του έθετε την αριστοτελική φιλοσοφία.8 Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Χούμνο, για τη διδασκαλία της ρητορικής χρησιμοποιούσε έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Θουκυδίδη.9 Τα περισσότερα δε από τα διασωθέντα έργα του γράφηκαν για να καλύψουν τις διδακτικές του ανάγκες. Ο Κύπριος, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν δεχόταν τους πάντες, αλλά επέλεγε αυτούς που θα γίνονταν μαθητές του ανάλογα με αυτά που έκρινε ότι υπόσχονταν στον τομέα της προσπάθειας και της διάθεσης για μελέτη.10 Ανάμεσα σε αυτούς, εκτός από τον Νικηφόρο Χούμνο, σημαντικό λόγιο, ήταν και ο Θεόδωρος Μουζάλων-, ο Ιωάννης ΙΓ΄ Γλυκύς-μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1316-1320), ο Μανουήλ Νεοκαισαρείτης, , ο Καλοείδας, προστατευόμενος του μητροπολίτη Εφέσου Ισαάκ, ο Μελίτας και ο μοναχός Μάρκος.11 Πιθανόν μαθητές του να υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης και ο Μάξιμος Πλανούδης. Με πολλούς από τους μαθητές του ανέπτυξε φιλικές σχέσεις ενώ διατηρούσε μαζί τους και αλληλογραφία, όταν το επέβαλλαν οι αποστάσεις. Η διδακτική ενασχόληση του Γεωργίου Κυπρίου διήρκεσε δέκα χρόνια, μέχρι την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
3. Εκκλησιαστική σταδιοδρομία Στο διάστημα μέχρι το θάνατο του Μιχαήλ Η΄ (1282), ενώ εξακολουθούσε τη διδακτική του ενασχόληση, ο Κύπριος δέχτηκε το σφράγισμα από τον πατριάρχη Ιωσήφ και χρίστηκε των ανακτόρων. Στο ίδιο διάστημα είχε ταχθεί υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, ενστερνιζόμενος τις πολιτικές απόψεις του Μιχαήλ Η΄ και τις αποφάσεις της Β΄ Συνόδου της Λιόν (1274). Με την άνοδο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου στο βυζαντινό θρόνο (1282) και τη μεταβολή της αυτοκρατορικής πολιτικής όσον αφορά την εκκλησία, ο αυτοκράτορας επέλεξε τον Κύπριο ως νέο πατριάρχη. Η επιλογή ήταν εσκεμμένη ώστε να αμβλυνθούν οι διενέξεις στους κόλπους της εκκλησίας: ο Κύπριος είχε δεχθεί το χρίσμα από τον Ιωσήφ, οπότε ήταν αποδεκτός από τους ιωσηφίτες, ο αυτοκράτορας μάλιστα διαβεβαίωσε το αντίπαλο στρατόπεδο, τους , ότι θα αιρόταν η καταδίκη από τον Ιωσήφ. Ο Κύπριος χειροτονήθηκε πατριάρχης, με το όνομα Γρηγόριος Β΄, την Κυριακή των Βαΐων του 1283 στην Αγία Σοφία.12 Τις αμέσως επόμενες13 ημέρες συγκλήθηκε εκκλησιαστική σύνοδος στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, για την καθαίρεση και τιμωρία όσων ιεραρχών είχαν εκδηλωθεί υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών ή είχαν χειροτονηθεί από τον πρώην πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκο (1275-1282). Η Σύνοδος εξέδωσε έναν , με ευθύνη του Γρηγορίου, με βάση τον οποίο οι ενωτικοί ιερείς καταδικάζονταν σε καθαίρεση.14 Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των αρσενιατών, στις 8 Απριλίου 1284 συγκλήθηκε εκκλησιαστική σύνοδος στο Αδραμύττιο.15 Ωστόσο, αντί η σύνοδος να οδηγήσει σε άμβλυνση των διαφορών, όξυνε ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις. Ο Κύπριος δέχθηκε τις κατηγορίες τόσο των αρσενιατών όσο και των ενωτικών, υπό τον Βέκκο. Τα επόμενα χρόνια οι διαμάχες συνεχίστηκαν έντονες, ο δε πατριάρχης δεν κατάφερε να οδηγήσει σε εκτόνωση των διενέξεων και παύση των ταραχών, οπότε αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο το 1289. Ωστόσο, κατά το διάστημα της πατριαρχίας του εξακολούθησε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των εκκλησιαστικών αξιωματούχων.
4. Έργο Ο Γεώργιος Κύπριος θεωρείται ο εισηγητής του ανθρωπιστικού ιδεώδους που ακολούθησαν οι λόγιοι οι οποίοι εντάσσονται στην Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Με τη στάση του και τις προσπάθειές του άσκησε ιδιαίτερη επίδραση τόσο στους συγχρόνους όσο και στους μεταγενεστέρους του λογίους, αν και, όπως ο ίδιος αναφέρει με απολογητικό ύφος στην αυτοβιογραφία του, δεν επιδόθηκε με ιδιαίτερη ζέση στη συγγραφή.16 Το γεγονός αυτό το αποδίδει σε διάφορες αιτίες: στην έλλειψη χρόνου και χρημάτων, στο φόβο για τη ζωή του λόγω της ενεργού εμπλοκής του στις εκκλησιαστικές διενέξεις, στις ασθένειες που τον ταλαιπωρούσαν. Παρ’ όλ’ αυτά, έχουν διασωθεί τόσο δικά του έργα, πολλά από αυτά γραμμένα για την κάλυψη των διδακτικών αναγκών, όσο και αντιγραφές έργων που έγιναν υπό την επίβλεψή του. 4.1. Διδακτικά έργα Για τις ανάγκες της διδασκαλίας της ρητορικής, ο Κύπριος συνέγραψε 17 μύθους, 3 διηγήματα και μία ηθοποιία, ένα Ἐγκώμιον εἰς τὴν θάλασσαν και μία χρεία. Στα έργα αυτά φαίνεται ότι είχε ως πρότυπο τα του Αφθόνιου. Επίσης έγραψε τρεις ρητορείες, που συνιστούσαν την επόμενη βαθμίδα της διδασκαλίας της ρητορικής, και διδάσκονταν μετά τα προγυμνάσματα. Σε αυτό το είδος έργων εντάσσεται και μια συλλογή παροιμιών που εκπόνησε. 4.2. Βίοι αγίων Ο Κύπριος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους βίους αγίων, όπως και ο διδάσκαλός του Γεώργιος Ακροπολίτης. Έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας πέντε βίοι, του αγίου Γεωργίου, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, του αγίου Ευθυμίου των Μαδύτων, της αγίας Μαρίνας της Αντιόχειας και του αγίου Λαζάρου του Γαλησιώτη. Επίσης έγραψε έναν κανόνα για τον άγιο Χριστόφορο, όπως φαίνεται από μια επιστολή του.17 4.3. Επιστολές Οι επιστολές του Κυπρίου, γραμμένες σε αττική γλώσσα, συνιστούν μια πλούσια πηγή πληροφοριών για τον ίδιο και τα δρώμενα της εποχής του. Ειδικά όσα συμβαίνουν επί πατριαρχίας του αναφέρονται με λεπτομέρειες σε ορισμένες από αυτές. Οι αποδέκτες των επιστολών καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα προσωπικοτήτων της διοίκησης, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των γραμμάτων της εποχής. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Παλαιολόγος, αδελφός του Ανδρόνικου, ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μουζάλων, οι μητροπολίτες Εφέσου Ισαάκ και Ιωάννης Χειλάς, ο μέγας αρχιδιάκονος Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης, οι λόγιοι Γεώργιος Παχυμέρης, Μανουήλ Νεοκαισαρείτης, Ιωάννης Πεδιάσιμος, Μανουήλ Ολόβωλος και Νικηφόρος Χούμνος κ.ά. Τις επιστολές, 197 συνολικά, συγκέντρωσε και κατέταξε χρονολογικά ο ίδιος ο Γεώργιος Κύπριος. Αργότερα, οι επιστολές χρησιμοποιήθηκαν από τον Ανδρέα Λοπαδιώτη για τη σύνταξη του Βιενναίου Λεξικού,18 ενώ ο Μακάριος Χρυσοκέφαλος ενέταξε ορισμένες από αυτές στη Ροδωνιά, μια ανθολογία με αποσπάσματα έργων αρχαίων και Βυζαντινών συγγραφέων, που συνέταξε το διάστημα 1326-1336.19 4.4. Αυτοβιογραφία Η αυτοβιογραφία του Γεωργίου Κύπριου, με τίτλο Γρηγορίου τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαριωτάτου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου περὶ τοῦ καθ’ ἑαυτὸν βίου ὡς ἀπ’ ἄλλου προσώπου,20 πιθανόν επηρεασμένη από την αντίστοιχη του Νικηφόρου Βλεμμύδη, αναφέρεται στα νεανικά του χρόνια. Συνιστά μια εναργή παρουσίαση της κατάστασης που επικρατούσε τόσο στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας όσο και στην Κωνσταντινούπολη ειδικά όσον αφορά την εκπαίδευση και γενικότερα τον τομέα των γραμμάτων. Αποτελεί δε πλούσια πηγή ιστορικών πληροφοριών αλλά και έναν τρόπο προσέγγισης της προσωπικότητας του Κυπρίου, μέσω των προβληματισμών που αναφέρει. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι η αυτοβιογραφία είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο, που πιθανόν να εκφράζει μια προσπάθεια του συγγραφέα της, κρατώντας μια στοιχειώδη απόσταση από το κείμενο, να είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικότερος στην περιγραφή του.
5. Επιδράσεις Ο Κύπριος άσκησε ιδιαίτερη επιρροή τόσο στους συγχρόνους όσο και στους μεταγενεστέρους του. Ο Θεόδωρος Μουζάλων τον αναφέρει ως το σημαντικότερο λόγιο της εποχής του, ενώ ο Νικηφόρος Χούμνος τον συγκρίνει με τον ομώνυμό του πατέρα της εκκλησίας Γρηγόριο Ναζιανζηνό.21 O Παχυμέρης επίσης, χωρίς να ανήκει στον πνευματικό του κύκλο, τονίζει την πνευματική σκευή του.22 Το όνομα και τα έργα του μνημονεύονταν για πολύ καιρό μετά το θάνατό του. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, μαθητής του Ιωάννη Γλυκέως, θεωρεί ότι ο Κύπριος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγέννηση του αττικού ύφους,23 ενώ ο Γεννάδιος Σχολάριος, που έζησε στον μεθεπόμενο αιώνα, αναφέρεται σε αυτόν χαρακτηρίζοντάς τον σημαντικό θεολόγο, φιλόσοφο, μαθηματικό αλλά και ρήτορα.24 Τα έργα του Γεωργίου γνώρισαν ιδιαίτερη διάδοση για μεγάλο διάστημα μετά το θάνατό του, αν και σήμερα δεν γνωρίζουμε το συνολικό έργο του.25 Σημαντική ήταν η επίδραση που άσκησε ο Κύπριος και ως φιλόλογος. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κλασικά κείμενα, για τη μελέτη των οποίων ανέπτυξε μια ιδιάζουσα φιλολογική τεχνική, ενώ ώθησε και άλλους να αντιγράφουν και να συλλέγουν βιβλία, όπως π.χ. τη Θεοδώρα Ραούλαινα, που υπήρξε πνευματικό τέκνο του. Έτσι συνετέλεσε στη δημιουργία μιας φιλολογικής και γενικά πνευματικής παράδοσης που διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Τις δικές του κατευθύνσεις όσον αφορά την προσέγγιση και την έκδοση των κειμένων ακολούθησαν οι γνωστοί μετέπειτα βυζαντινοί φιλόλογοι Μάξιμος Πλανούδης και Μανουήλ Μοσχόπουλος στην Κωνσταντινούπολη, Μάγιστρος και Δημήτριος Τρικλίνιος στη Θεσσαλονίκη. |
| | |
1. Όπως διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία του, “Autobiographie de Grégoire de Chypre”, στο Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937). Ωστόσο, αργότερα, σε μια επιστολή του στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ο ίδιος αναφέρεται στη φτώχεια των συγγενών του, βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), αρ. 136. Πιθανόν αυτό να σημαίνει ότι οι συγγενείς του έχασαν τις περιουσίες τους επί Φραγκοκρατίας. 2. Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «[…] τὰς ἐν Νικαίᾳ διατριβὰς ὅπου καὶ λόγος ἐκράτει γενομένω τινί αὐτάς ἐξεῖναι δοκεῖν, τὰ γ’ ες σοφῶν ἀνδρῶν ἀφθονίαν, τὰς παλαιὰς Ἀθήνας ὁρᾶν». Βλ. “Autobiographie de Grégoire de Chypre”, στο Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937), σελ. 179, 26-28. Η Νίκαια εξάλλου την ίδια εποχή ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης αυτοκρατορίας και έτσι εξηγείται η εξέλιξή της σε πνευματικό κέντρο. 3. Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937), σελ. 181, 12-24. Ο Κύπριος εξηγεί τον πόθο του να σπουδάσει με τον Βλεμμύδη χαρακτηρίζοντάς τον «σοφώτατον». 4. Βλ. Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937), σελ. 185, 12-17. 5. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Ακροπολίτης εγκαταλείπει τα διδακτικά του καθήκοντα για να μεταβεί στη Λιόν, ως μέλος της βυζαντινής αντιπροσωπείας, ώστε να συμμετάσχει στη Σύνοδο για την ένωση των Εκκλησιών. 6. Βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), αριθ. 20. 7. Βλ. Γεωργίου Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, Bekker, I. (επιμ.), Georgii Pachymeris. De Michaelo Paleologo (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1835), σελ. 392, 14-16. 8. Όπως φαίνεται από την επιστολή που έστειλε στον μαθητή και φίλο του Ιωάννη Πεδιάσιμο, στην Οχρίδα. βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), αρ. 35. 9. Βλ. Boissonade, J.F., Anecdota Graeca 3 (Paris 1831), σελ. 370. 10. Βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), αρ. 108. 11. Ο Μάρκος έδωσε κάποια γραπτά του προς διόρθωση στον πρώην δάσκαλό του. Κατά μια εκδοχή τα γραπτά αυτά ήταν η αιτία να αποπεμφθεί ο Γεώργιος από τον πατριαρχικό θρόνο. Βλ. Γεωργίου Παχυμέρη, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος, Bekker, I. (επιμ.), Georgii Pachymeris, De Andronico Paleologo (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1835), σελ. 117,4-118,5. 12. Για να αντιμετωπιστούν πιθανά προβλήματα αμφισβήτησης της νομιμότητας της χειροτονίας από τους αρσενιάτες, οι τελετές έγιναν σε ναό που είχε να λειτουργήσει από παλαιά, οπότε δεν είχε «μολυνθεί» από τους οπαδούς του πατριάρχη Ιωσήφ, σε αυτές δε χοροστάτησε ο επίσκοπος Κοζύλης της Ηπείρου, που δεν είχε εμπλακεί στις διαμάχες μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Για τη χειροτονία του Γρηγορίου βλ. Γεωργίου Παχυμέρη, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος, Bekker, I. (επιμ.), Georgii Pachymeris, De Andronico Paleologo (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1835), σελ. 44-45, και Γουναρίδης, Π., Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310). Ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων (Αθήνα 1999), σελ. 130-137. 13. Για τη σύνοδο αυτή βλ. Dölger, F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565-1453, 4: Regesten von 1282-1341 (Μόναχο – Βερολίνο 1960), αρ. 2091. 14. Laurent, V., Les actes des patriarches, Fasc. IV, Les Regestes de 1208 à 1309 (Paris 1971), αρ. 1463. 15. Γεωργίου Παχυμέρη, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος, Bekker, I. (επιμ.), Georgii Pachymeris, De Andronico Paleologo (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1835), σελ. 60. 16. Βλ. Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937), σελ. 187, 14-189, 24. 17. Βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), αρ. 196. 18. Lexicon Vindobonense, Recensuit et adnotatione critica instruxti, Nauck Α. (St. Petersburg 1867), σελ. XI-XII. 19. Κώδικας Marc. gr. 452 (collocatione 796). Για τις επιστολές του Γρηγορίου βλ. Ευστρατιάδης, Σ., Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπιστολαὶ καὶ μῦθοι (Αλεξάνδρεια 1910), σελ. 3-211. 20. Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles – Rome 1937), σελ. 176-191. 21. Boissonade, J.F., Anecdota Graeca 3 (Paris 1831), σελ. 367. 22. Γεωργίου Παχυμέρη, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος, Bekker, I. (επιμ.), Georgii Pachymeris, De Andronico Paleologo (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1835), σελ. 42, 15-16. 23. Νικηφόρου Γρηγορᾶ, Ρωμαϊκῆς Ἱστορίας Λόγοι, Shopen, L. (επιμ.), Nicephori Gregorae, Byzantina Historia Ι (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinea, Bonn 1829), σελ. 163, 9-15. 24. Demetrakopoulos, A.K., Ορθόδοξος Ελλάς (Λειψία 1872), σελ. 74. 25. Π.χ. ο Γεώργιος Λακαπηνός, στις αρχές του 14ου αιώνα, αναφέρεται σε τέσσερα παραδείγματα από τα γραπτά του Κυπρίου, τα οποία δεν βρίσκονται ανάμεσα στα διασωθέντα έως σήμερα έργα του. Βλ. Lindstam, S., Georgii Lacapeni et Andronici Zaridae epistulae XXXII cum epimerismis Lacapeni (Gothoburgi 1924), σελ. 19,16. 20, 18. 27, 13. 121, 4. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|