1. Θέση
Τα Δίδυμα/Βραγχίδαι βρίσκονται στα δυτικά παράλια της σύγχρονης Τουρκίας, στη θέση της νεότερης πόλης Didim – ενός ταχύτατα αναπτυσσόμενου τουριστικού θερέτρου στη χερσόνησο της Μιλήτου. Το ιερό και μαντείο του Απόλλωνα εντοπίζεται σε ένα ασβεστολιθικό πλάτωμα στο νότιο μέρος της χερσονήσου. Αρχικά συνδεόταν με τη βορείως κείμενη μητρόπολή του Μίλητο διαμέσου ενός μη λιθόστρωτου δρόμου μήκους περίπου 24 χλμ., που διέσχιζε τους λόφους και την κοιλάδα. Νοτίως των Διδύμων εκτείνονταν στους αρχαίους χρόνους τα σύνορα Ιωνίας - Καρίας. Σήμερα η πρόσβαση στα Δίδυμα είναι εύκολη χάρη στο καλό οδικό δίκτυο της περιοχής και ο επισκέπτης μπορεί να φτάσει εκεί έχοντας ως αφετηρία είτε το Izmir (130 χλμ. προς βορράν) είτε το Aydin (80 χλμ. προς ανατολάς). 2. Ονομασία Η ονομασία Δίδυμα (τα Δίδυμα ή οι Δίδυμοι) πρέπει να είναι όρος καρικής προέλευσης αναφερόμενος σε μια θέση ή έναν οικισμό1 και ανάγεται σε εποχή προγενέστερη του ιωνικού αποικισμού που διήρκεσε περίπου ως το 1000 π.Χ.2 Σύμφωνα με μια δευτερεύουσα ερμηνεία, που έχει προταθεί ήδη από την Αρχαιότητα, η λέξη «δίδυμος» αντιστοιχεί στην ομώνυμη ελληνική λέξη, σημαίνει δηλαδή «αυτόν που γεννήθηκε ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, με τον ίδιο τοκετό». Εκτός από το τοπωνύμιο Δίδυμα, που απαντά αποκλειστικά στις επιγραφικές μαρτυρίες, μια λίγο μεταγενέστερη ονομασία παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος φαίνεται να τη χρησιμοποιεί κυρίως ως τοπικό προσδιορισμό: Βραγχίδαι.3 Η ερμηνεία της λέξης «Βραγχίδαι» ως τοπωνυμίου διαψεύδει μια παλαιότερη άποψη του Tuchelt,4 σύμφωνα με την οποία «Βραγχίδαι» ήταν η ονομασία ενός κοινωνικού στρώματος ευγενών, απαρτιζομένου από ιερείς και αριστοκράτες. Με την πάροδο του χρόνου η ελληνική λέξη «ιερόν» ενσωματώθηκε σε πιο πρόσφατες ονομασίες του οικισμού: Hieronda, Jeronda και Yoran. Από την εγκαθίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας ως το 1996 το χωριό καλούνταν Yenihisar. Το έτος αυτό μετονομάστηκε Didim προς τιμήν της αρχαίας πόλης. 3. Σημασία και χρονολόγηση Τα Δίδυμα, τα οποία αποτελούσαν πιθανότατα το μεγαλύτερο εκτός των τειχών ιερό στη Μικρά Ασία, οφείλουν τη διεθνή ακτινοβολία τους όχι μόνο στο ναό του Απόλλωνα, ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομήματα της Αρχαιότητας, αλλά και σε άλλους, πολυάριθμους ναούς και κοσμικά οικοδομήματα. Μολονότι οι αρχαίοι συγγραφείς μνημονεύουν μόνο το ναό του Απόλλωνα, επιγραφικές μαρτυρίες και έργα τέχνης της Ελληνιστικής περιόδου και των Αυτοκρατορικών χρόνων υποδεικνύουν την ύπαρξη και άλλων λατρειών, μεταξύ των οποίων της Άρτεμης, του Δία, της Λητώς, της Εκάτης, της Αφροδίτης και της Τύχης.5 Έμφαση πρέπει να δοθεί και στη σημασία του μαντείου στα Δίδυμα, δεκάδες χρησμοί του οποίου σώζονται χαραγμένοι με κάθε ακρίβεια σε λίθινες επιγραφές.6 Τόσο αυτές όσο και τα πολυάριθμα και ποικίλα έργα τέχνης και μικροτεχνίας που βρέθηκαν αποτυπώνουν το χρονικό πλαίσιο της δραστηριότητας στα Δίδυμα, μιας δραστηριότητας που συνεχίστηκε αδιάλειπτη από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. ως το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. Επομένως οι έρευνες στα Δίδυμα προσφέρουν στο μελετητή μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη ενός οικισμού από τις απαρχές του ως αυτόνομου πυρήνα μιας αγροτικής λατρείας ως την ανάδειξή του σε ευμέγεθες και διεθνούς εμβέλειας ιερό. Σε μεταγενέστερους χρόνους ο μικρός οικισμός εντός του ιερού έγινε επισκοπική έδρα, η οποία έδωσε αργότερα τη θέση της σε ένα μεσαιωνικό κάστρο. 4. Αρχαίες πηγές Εκτενείς αναφορές στο ιερό του Απόλλωνα και την ιστορία του κάνουν ο Ηρόδοτος, ο Στράβωνας και ο Παυσανίας.7 Παράλληλα, πλήθος συντομότερων σχολίων στα έργα άλλων συγγραφέων δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα Δίδυμα.8 5. Ιστορία
5.1. Προϊστορική περίοδος Μολονότι δεν είναι βέβαιο αν η φυσική πηγή που ενσωματώθηκε στο κέντρο του ύστερου ναού του Απόλλωνα χρησιμοποιούνταν πράγματι για λατρευτικές τελετές πριν από τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., έχει πιστοποιηθεί η κατοίκηση στη νότια Μιλησία και την περιοχή του Didim από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο και εξής. Κεραμικά όστρακα αυτής της περιόδου έχουν βρεθεί στο νησί Tavşan ΒΔ του Didim, ακριβώς απέναντι από την ακτή.9 Αντικείμενα από οψιδιανό χρονολογούμενα περίπου στο 5000 π.Χ. έχουν βρεθεί σε δύο θέσεις και σε ακτίνα 4 χλμ., βόρεια και νότια από το ναό του Απόλλωνα.10 Ακόμη, σε απόσταση 2 χλμ. νοτίως του ναού ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια οικοδομικών έργων το 1994 χάλκινα όπλα (μεταξύ των οποίων ξίφη και πελέκεις που εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της Εφέσου στο Selçuk) και κεραμική. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν την ύπαρξη εκεί ενός ή περισσότερων τάφων που χρονολογούνται στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Εντός της περιοχής του ναού αυτού καθαυτόν, το μοναδικό εύρημα που ανάγεται με βεβαιότητα πριν από το 1000 π.Χ. είναι ένα μικρό κεραμικό όστρακο που βρέθηκε το 1964 και ανήκει σε μυκηναϊκή κύλικα.11 5.2. Αρχαϊκή περίοδος Τον ύστερο 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. τα Δίδυμα έφτασαν αναμφίβολα στο απώγειο του κύρους και της επιρροής τους στις πολιτικές εξελίξεις του αιγαιακού χώρου. Την περίοδο εκείνη ο Αιγύπτιος φαραώ Νεχώ και ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος έστειλαν από τα μακρινά βασίλειά τους αφιερώματα στο θεό Απόλλωνα.12 Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε το πρώτο από τα περίπου πέντε στρώματα της Ιεράς Οδού, η οποία διασχίζοντας την ύπαιθρο συνέδεε τα Δίδυμα με τη Μίλητο.13 Λίγο προτού φτάσει στα Δίδυμα η οδός διέσχιζε μια μικρή κοιλάδα, όπου βρισκόταν μια δεύτερη πηγή στα δυτικά του δρόμου. Από τους Αρχαϊκούς χρόνους και ύστερα, δεξαμενές λαξευμένες στο κροκαλοπαγές πέτρωμα διοχέτευαν το νερό που προοριζόταν για τις θυσίες σε μια άγνωστη θεότητα.14 5.3. Κλασική και Ελληνιστική περίοδος Το 494 π.Χ., όταν η Μίλητος καταστράφηκε από τους Πέρσες επί της ηγεμονίας του βασιλιά Δαρείου Α΄, λεηλατήθηκαν και τα Δίδυμα, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος.15 Αντίθετα, οι πρώτες μνείες του Στράβωνα και του Παυσανία σε καταστροφές που υπέστησαν τα Δίδυμα από τους Πέρσες αναφέρονται στο έτος 479 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Ξέρξης Α΄ έβαλε φωτιά στο ιερό.16 Μολονότι μέχρι πρότινος οι μελετητές υιοθετούσαν τις μαρτυρίες του Στράβωνα και του Παυσανία,17 πρόσφατες έρευνες τείνουν να υποστηρίξουν την πρωιμότερη χρονολογία καταστροφής.18 Οι τελετουργικές πομπές από τη Μίλητο στα Δίδυμα, οι οποίες είχαν διακοπεί κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τους Πέρσες, άρχισαν εκ νέου το 479 π.Χ.19 Παρόλα αυτά η κατασκευή του ναού του Απόλλωνα ανεστάλη. Λίγα είναι τα αρχιτεκτονικά μέλη που χρονολογούνται στην Κλασική περίοδο.20 Νέα οικοδομική δραστηριότητα άρχισε περίπου το 330 π.Χ., όταν η πόλη της Μιλήτου εγκαινίασε τις εργασίες για την κατασκευή ενός νέου ναού του Απόλλωνα, σχεδιασμένου σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα από εκείνη του αρχαϊκού ναού. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ο Σελευκίδης βασιλιάς Σέλευκος Α΄ δεν πρόσφερε μόνο οικονομική υποστήριξη για την κατασκευή του ναού, αλλά επέστρεψε το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα Φιλησίου (έργο του γλύπτη Κάναχου), το οποίο είχε παλαιότερα μεταφερθεί στην Ανατολή από τους Πέρσες.21 Η μητρόπολη των Διδύμων Μίλητος άρχισε να διορίζει έναν επώνυμο ιερέα κάθε χρόνο, τον προφήτη. Το 277/276 π.Χ. το ιερό δέχτηκε επιδρομή των Γαλατών, οι οποίοι το λεηλάτησαν αποσπώντας προφανώς τους περισσότερους από τους θησαυρούς του.22 Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. η Μίλητος –ακολουθώντας ένα έθιμο των ιερών του ελληνικού κόσμου– καθιέρωσε την οργάνωση στα Δίδυμα πανελλήνιων αθλητικών και μουσικών αγώνων. Την άνοιξη του 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε με διάταγμα τη μεγέθυνση της περιοχής του ιερού που είχε καθεστώς ασυλίας.23 5.4. Ρωμαϊκοί Aυτοκρατορικοί χρόνοι Παρά το γεγονός ότι κατά την Αυτοκρατορική περίοδο οι λατρείες και το μαντείο των Διδύμων προσέλκυαν μικρότερη προσοχή απ’ ό,τι στο παρελθόν και είχαν μόνο τοπική εμβέλεια, ο σεβασμός των Ρωμαίων για το ιερό παρέμεινε αμείωτος. Η μαρτυρία του Κάσσιου Δίωνα, σύμφωνα με την οποία ο Καλιγούλας μετέτρεψε προς τιμήν του μια αφιέρωση στο ναό προς τιμήν του Απόλλωνα, τοποθετείται σε υποθετική σφαίρα.24 Ο Τραϊανός συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους αυτοκράτορες χορηγούς του ιερού, πιθανότατα επειδή κάποτε το μαντείο είχε προβλέψει την ανάρρησή του στο ανώτατο αξίωμα.25 Το 101/102 μ.Χ. το ευρισκόμενο εντός του ιερού τμήμα της Ιεράς Οδού στρώθηκε με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες.26 Όπως είχε συμβεί παλαιότερα επί Τραϊανού και Αδριανού, έτσι και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός τιμήθηκε με το αξίωμα του προφήτη.27 Η ειδωλολατρία συνεχίστηκε στο ναό του Απόλλωνα για λίγα χρόνια ακόμη, επί της ηγεμονίας του Ιουλιανού (361-363). Με διάταγμα του Θεοδοσίου το 391 μ.Χ. τερματίστηκε οριστικά κάθε είδους μη χριστιανική λατρεία.28 5.5. Βυζαντινή περίοδος και μεταγενέστεροι χρόνοι Τον 5ο αι. μ.Χ. στο του ναού του Απόλλωνα χτίστηκε μια βασιλική. Στα υπόλοιπα, γνωστά29 βυζαντινά κτίσματα συγκαταλέγονται κατοικίες για επισκόπους (5ος-6ος και 10ος-12ος αι. μ.Χ.).30 Στην περίοδο των «σκοτεινών χρόνων», στο ανατολικό μέρος του ναού οικοδομήθηκε ένα οχυρό.31 Τον πρώιμο 14ο αι. μ.Χ. η περιοχή περιήλθε στην κυριαρχία των Σελτζούκων Τούρκων, τους οποίους διαδέχτηκαν οι Οθωμανοί Τούρκοι.32 Στα τέλη του 18ου αιώνα οι νέοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στη Μιλησία, κυρίως Έλληνες στην καταγωγή, άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους εντός της περιοχής του ναού και στα περίχωρα χρησιμοποιώντας τα αρχιτεκτονικά μέλη του ως οικοδομικό υλικό. 6. Οικονομία 6.1. Η άμεση περιοχή του ιερού Τα οικονομικά του ιερού του Απόλλωνα, το οποίο αποκόμισε πολλά ωφέλη από τη Μίλητο και τα δώρα των πιστών, τα διαχειριζόταν μια επιτροπή, οι λεγόμενοι ταμίαι.33Δεδομένου ότι τα Δίδυμα ήταν ένα ιερό εκτός των τειχών της πόλης, θα υπήρχαν πιθανότατα εστιατόρια και τοπικές αγορές για τους επισκέπτες που κατέφθαναν από μακριά. Γνωρίζουμε πάντως ότι υπήρχαν τεχνίτες οι οποίοι κατασκεύαζαν αναθήματα.34 6.2. Ο οικισμός και τα περίχωρα Τουλάχιστον από την Ελληνιστική εποχή και εξής τα Δίδυμα αποτελούνταν και από έναν οικισμό, εκτός από το ιερό αυτό καθαυτό.35 Η νότια Μιλησία είναι μια σχετικά άγονη περιοχή με περιορισμένες εκτάσεις μαργαϊκού ασβεστολιθικού εδάφους, όπου ευδοκιμούν μόνο ελαιόδεντρα. Η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή χρονολογείται από την Αρχαϊκή εποχή, φαίνεται όμως ότι η παραγωγή ελαιόλαδου έγινε αντικείμενο συστηματικής οικονομικής εκμετάλλευσης μόνο κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο.36 Ένα μεγάλο μέρος της επιφάνειας του εδάφους αποτελείται από βραχώδη ασβεστολιθικά εξάρματα, τα οποία χρησίμευσαν ως λατομείο για τα θεμέλια του τρίτου ναού του Απόλλωνα.37 7. Ιερείς και άλλοι κάτοικοι Οι κάτοικοι των Διδύμων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: θρησκευτικοί άρχοντες που ήταν υπεύθυνοι για την τέλεση των λατρειών και τη λειτουργία του μαντείου (οἱ περὶ τὸ μαντεῖον πάντες: προφήτης, ὑδροφόρος, συν-ταμίας, ὑποχρήστης, γραμματεῖς, παραφύλαξ και νεωκόροι), άλλοι που κατοικούσαν εντός του ιερού (οἱ τὸ ἱερὸν κατοικοῦντες) και εκείνοι που διέμεναν στα περίχωρα (οἱ πρόσχωροι).38 Ο ανώτατος ιερέας ήταν ο προφήτης, που ήταν αρμόδιος για τις θυσίες και τους χρησμούς του μαντείου. Υπήρχε μια θηλυκή μάντις (ἡ προφῆτις), η οποία καθόταν στο εσωτερικό του άδυτου του ναού, εντός του ναΐσκου που βρισκόταν δίπλα στην πηγή. Η υδροφόρος ήταν μια γυναίκα από τη Μίλητο, ιέρεια της θεάς Άρτεμης. Οι ταμίαι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά του ιερού, ο υποχρήστης βοηθούσε πιθανότατα τον προφήτη και οι γραμματείς εκτελούσαν χρέη γραφέων: κατέγραφαν τους χρησμούς και τους παρουσίαζαν αργότερα στο κοινό.39 8. Λατρεία 8.1. Θεότητες Ποικίλα ευρήματα αντανακλούν τις λατρευτικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στο ιερό· σε αυτά συγκαταλέγονται επιγραφές, αλλά και γλυπτά, πήλινα ειδώλια, βωμοί, βάσεις και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Πιο σημαντικές είναι οι επιγραφές που αναφέρουν ιερά. Εκτός από τη λατρεία του Απόλλωνα,40 είχε καθιερωθεί επίσης η λατρεία της αδελφής του Άρτεμης κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Αναφέρεται ακόμη η λατρεία ενός κατά τα άλλα άγνωστου ήρωα, του Αριστοδήμου, καθώς επίσης και λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Δία, της Αφροδίτης, της Αγγέλου, καθώς και προς τιμήν της Εκάτης (Φωσφόριον).41 Βωμοί – μικροί σε μέγεθος συγκριτικά με εκείνους του Απόλλωνα – ήταν αφιερωμένοι στην Άρτεμη, τη Λητώ, το Δία, τον Ποσειδώνα, τον Ασκληπιό, τον Ερμή, τη Δήμητρα, την Κόρη, την Τύχη και τους Κουρήτες.42 Μεταξύ των θεών που γνωρίζουμε ότι λατρεύονταν στα Δίδυμα (είτε με τη μορφή επίσημης λατρείας είτε ιδιωτικώς) είναι ακόμη η Κυβέλη, ο Διόνυσος, ο Παν, οι νύμφες και οι μούσες, ο Σάραπις, η Ίσις, ο Όσιρις, ο Τελεσφορίων, η Λευκοθέα και ο Ηρακλής,43 καθώς και άλλοι ήρωες.44 Αναμφίβολα οι σημαντικότεροι θεοί και θεές των Διδύμων ήταν εκείνοι που απεικονίζονται στα ανάγλυφα κιονόκρανα της ανατολικής πλευράς του ναού του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά παριστάνονται η Άρτεμη και η Λητώ (σήμερα στα Δίδυμα) και στη νότια ο Απόλλωνας και ο Δίας (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης). 8.2. Πομπή Η λεγόμενη «επιγραφή των Μολπών»45 που χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για την ετήσια τελετουργική πομπή από τη Μίλητο προς τα Δίδυμα. Το κείμενο της επιγραφής θεωρείται μεταγραφή ενός ιερού νόμου αναγόμενου χρονικά στο 479 π.Χ.46 Τα ανώτατα αξιώματα και το κοινό των Μολπών είχαν πιθανότατα θεσμοθετηθεί από την πόλη Μίλητο ήδη από το α΄ ήμισυ του 7ου αι. π.Χ. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι γίνονταν έξι στάσεις για προσευχές και ύμνους κατά τη διάρκεια της ολοήμερης πομπής από το Δελφίνιον της Μιλήτου προς το ναό στα Δίδυμα. Ένα μεγάλο τμήμα της Ιεράς Οδού και ορισμένοι από αυτούς τους σταθμούς (το αρχαϊκό τέμενος με τις σφίγγες και το ιερό των Νυμφών) είναι ορατά ως σήμερα.47 8.3. Εορτή (Διδύμεια) Η πρωιμότερη μνεία αθλητικών και μουσικών διαγωνισμών προς τιμήν του Απόλλωνα ανάγεται στο έτος 299/298 π.Χ. Στην επιγραφή αυτή ένας ευεργέτης τιμάται με την απονομή .48 Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την τέλεση αγώνων σε προγενέστερη εποχή. Τα Πανελλήνια (ή «Μεγάλα») Διδύμεια θεσμοθετήθηκαν μεταξύ 210 και 200 π.Χ. και έκτοτε διοργανώνονταν κάθε τέσσερα έτη. Οι αθλητικές διοργανώσεις περιλάμβαναν αγώνες για αγόρια (πυγμαχία, πάλη, στάδιο, δίαυλο, παγκράτιο, πένταθλο), εφήβους (πυγμαχία) και άνδρες (πυγμαχία και πάλη), όπως επίσης και αγώνα δρόμου μεγάλης αποστάσεως και, πιθανόν, λαμπαδηδρομία.49 Δραματικοί αγώνες, αγώνες λυρικού άσματος, χορικού άσματος και άλλων μουσικών τεχνών συμπλήρωναν τους εορτασμούς.50 Από το 177 μ.Χ. και εξής η γιορτή ήταν γνωστή με την ονομασία Διδύμεια Κομμόδεια.51 9. Μνημεία 9.1. Ο ναός του Απόλλωνα Τα κατάλοιπα του πρώτου κτηρίου που οικοδομήθηκε πάνω από την ιερή πηγή (μία από τις ελάχιστες πηγές στη νότια Μιλησία), του λεγόμενου σηκού I, χρονολογούνται περίπου στο 700 π.Χ.52 Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. άρχισε η ανοικοδόμηση ενός μνημειώδους ναού. Το 530 π.Χ. περίπου έγιναν αλλαγές στο σχέδιο του κτηρίου και το οικοδόμημα μετατράπηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους μαρμάρινους ναούς της εποχής του.53 Μέσα στην ανοιχτή αυλή, ή το άδυτο, η ιερή πηγή στεγάστηκε με έναν ναΐσκο που ήταν γνωστός ως Μαντείο και αποτελούσε την έδρα του μαντείου.54 Δεν είναι βέβαιο αν οι Πέρσες κατέστρεψαν το ναό το 494 π.Χ. ή όχι, υπήρξε πάντως ένα σαφές κενό στην οικοδομική δραστηριότητα για τον επόμενο ενάμιση αιώνα. Η κατασκευή ενός τρίτου ναού στα Δίδυμα δεν άρχισε πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Αυτή τη φορά προοριζόταν όχι μόνο να γίνει ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα κτήρια της εποχής του, αλλά να καταστεί γνωστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο.55 Η πορεία της κατασκευής τεκμηριώνεται καλά σε μια σειρά οικοδομικών επιγραφών, που αναφέρουν όχι μόνο συγκεκριμένες λεπτομέρειες για το κόστος, τους εργάτες και τα υλικά,56 αλλά και τα τεκτονικά σημεία που ήταν χαραγμένα στους τοίχους.57 Στους τοίχους του άδυτου είναι ορατά σχεδιαγράμματα σε έκταση 200 τ.μ. και σε κλίμακα 1:1, τα οποία πρέπει να χρησίμευαν ως οικοδομικά σχέδια.58 Το ύψους 25 μέτρων άδυτο και ο ανατολικός πρόδομος, γνωστός με την ονομασία δωδεκάστυλος, είχαν ολοκληρωθεί ως το 170 π.Χ., όμως έπειτα από αυτό το έτος η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να διακόπηκε για μερικές δεκαετίες. Μολονότι ορισμένοι κίονες στην κατασκευάστηκαν σε πρώιμη εποχή και συγκεκριμένα στην Ελληνιστική περίοδο, άλλοι χρονολογούνται στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους.59 Η οροφή και η στέγη πάνω από τους κίονες δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Οι τελευταίες αλλαγές στο αρχικό σχέδιο του ναού χρονολογούνται περίπου στο 200 μ.Χ. Σε μια μετατροπή (λίγο πριν από το 260 μ.Χ.) το μετακιόνιο διάστημα στην ανατολική πλευρά έκλεισε, διαμορφώνοντας έναν συμπαγή πέτρινο τοίχο. Στους Χριστιανικούς χρόνους μια βασιλική χτίστηκε μέσα στο άδυτο, ενώ τον 7ο αι. μ.Χ. ο ογκώδης πρόδομος μετατράπηκε σε οχυρό. Το 1493 ένας σεισμός κατέστρεψε τόσο τους τοίχους όσο και τις κιονοστοιχίες.60 Οι εργασίες αναστήλωσης άρχισαν το 1906 με την ανοικοδόμηση των τοίχων του άδυτου σε ύψος 5 μ. Από το 1992 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει καταρτίσει ένα πρόγραμμα για την ασφαλή και άρτια τεχνικά αποκατάσταση του ναού. Σήμερα λιθοξόοι εργάζονται για τη στερέωση των κιόνων και των τοίχων. 9.2. Άλλα οικοδομήματα Πολλά και ποικίλα κτήρια, μεγάλα και μικρά, κατασκευάστηκαν για τις διοικητικές λειτουργίες, την αποθήκευση, τη λατρεία, ή απλώς για τον εξωραϊσμό του ιερού. Ορισμένα από αυτά είχαν κατασκευαστεί ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. και παρέμειναν σε χρήση ως τον 4ο αι. μ.Χ.61 9.3. Μνημεία στην Ιερά Οδό Στα δυτικά της Ιεράς Οδού όπως προσεγγίζει κανείς τα Δίδυμα υπάρχει ένα βραχώδες έξαρμα από κροκαλοπαγές πέτρωμα. Στο σημείο αυτό λαξεύτηκαν γύρω στο 700 π.Χ. δεξαμενές νερού διαμέσου των οποίων κρήνες τροφοδοτούνταν από μια φυσική πηγή. Η κεραμική που βρέθηκε μέσα και γύρω από τις δεξαμενές αυτές υποδεικνύει με βεβαιότητα ότι η περιοχή χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικές τελετές. Σύμφωνα με μια αβάσιμη υπόθεση υπήρχε εκεί ένα ιερό της Άρτεμης,62 αλλά λόγω της απουσίας ασφαλών τεκμηρίων θα πρέπει να περιοριστούμε στην ερμηνεία ότι η περιοχή ήταν τόπος λατρείας μιας άγνωστης, προς το παρόν, θεότητας. Στα Ελληνιστικά χρόνια ανοίχθηκαν εκεί πηγάδια και οικοδομήθηκαν κτήρια: το λεγόμενο «Τέμενος Α», ένα ναόσχημο οικοδόμημα κατασκευασμένο με μνημειώδεις δόμους, και τα οικοδομήματα που είναι γνωστά με τις ονομασίες “Hanggebäude” και “Nordgebäude”. Στην πρόσοψη αυτών των κτηρίων και κατά μήκος της Ιεράς Οδού υπήρχε ένα μικρό προστώον ή στοά. Αργότερα, το 2ο αιώνα μ.Χ. οικοδομήθηκε ένα ασυνήθιστο οικοδομικό συγκρότημα σε σχήμα γάμμα, το οποίο περιλάμβανε 17 δωμάτια. Μολονότι ορισμένα δωμάτια είχαν ως και τέσσερις πόρτες ή παράθυρα, κανένα δεν ήταν πλακοστρωμένο: για δάπεδο είχαν τη φυσική κροκαλοπαγή επιφάνεια του βράχου.63 Κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. χρονολογείται και η κατασκευή λουτρών λίγο πιο δυτικά.64 10. Ιστορικό των ερευνών στα Δίδυμα Οι πρώτοι που μέτρησαν και σχεδίασαν τα ερείπια του ναού ήταν μέλη της Εταιρείας των Dilettanti. Οι ανασκαφές άρχισαν το 1857-1858 με επικεφαλής τον Charles-Thomas Newton και έφεραν στο φως μαρμάρινα αγάλματα, γνωστά με την ονομασία «Βραγχίδαι», στα βόρεια του ναού.65 Γάλλοι αρχαιολόγοι συνέχισαν τις ανασκαφές σε δύο φάσεις, το 1873 οι Olivier Rayet και Albert Thomas, και το 1895-1896 οι Bernard Haussollier και Emmanuel Pontremoli. Αν και καθάρισαν εκτεταμένες περιοχές, δεν κατάφεραν να αποκαλύψουν ολόκληρο το ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στον τεράστιο ναό συνεχίστηκαν από τον Theodor Wiegand με τη χρηματοδότηση των «Πρωσικών Μουσείων» του Βερολίνου, τη συμμετοχή μιας στρατιάς εργατών και τη χρήση μηχανημάτων. Εργαζόμενοι από το 1905 ως το 1913, αλλά και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την περίοδο 1924-1926, ο Wiegand και ο επικεφαλής αρχιτέκτονας Hubert Knackfuss είχαν την τιμή να ολοκληρώσουν τη μεγάλη αποστολή. Ωστόσο, η τρίτομη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ερευνών τους δεν εκδόθηκε πριν από το 1941. Οι νεότερες έρευνες στα Δίδυμα τις οποίες ανέλαβε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο άρχισαν το 1962 και συνεχίζονται ως σήμερα.66 10.1. Νεότερες έρευνες Έπειτα από εργασία μερικών χρόνων με αντικείμενο τη μελέτη των αποθηκευμένων ευρημάτων, άρχισαν νέες έρευνες για την αρχαία τοπογραφία των Διδύμων. Δεδομένου ότι οι παλαιότερες ανασκαφές είχαν επικεντρωθεί σε μια περιορισμένη περιοχή, οι γνώσεις μας για τον αρχαίο οικισμό ή τα ιερά που βρίσκονταν έξω από το ναό του Απόλλωνα και το συγκρότημα στο τέλος της Ιεράς Οδού ήταν περιορισμένες. Έτσι η νέα έρευνα άρχισε με την εξερεύνηση εκτεταμένων περιοχών στα ΒΔ των Διδύμων με τη βοήθεια της γεωφυσικής. Οι ανασκαφές αυτές καθεαυτές άρχισαν με μικρά σκάμματα προορισμένα να αποκαλύψουν οικοδομήματα ορατά στο γεωφυσικό χάρτη. Έτσι ήρθαν στο φως η παλαίστρα και η στοά βορείως των λουτρών, όπως επίσης και ένα άλλο κτήριο (διαστάσεων περίπου 30 × 15 μ.) της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου στο βόρειο άκρο του χάρτη. Το κτήριο αυτό, η χρήση του οποίου δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί, κατασκευάστηκε με ογκώδεις ασβεστολιθικούς δόμους. Στα ανατολικά της Ιεράς Οδού, στο λόφο που καλείται Ταξιάρχης, στρώματα καμένης γης αποκάλυψαν χάλκινες πλάκες, κεραμική με καλής ποιότητας γραπτή διακόσμηση από διάφορες περιοχές της Μεσογείου, κομψοτεχνήματα από ελεφαντοστό και πήλινα ειδώλια, όλα από τον ύστερο 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. Οι καλλιτεχνικές αυτές δημιουργίες ήταν αναμφίβολα αναθήματα σε κάποιον θεό ή, πιθανότατα, σε μια θεά. Δυστυχώς, με εξαίρεση 50 θραύσματα κεράμων και σίμης με γάνωμα, δε βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.67 |
1. RE 5 (1905), στ. 437, βλ. λ. “Didyma” 1 (Bürchner)· Zgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen (Heidelberg 1984), σελ. 162, § 264-2· Müller, D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots: Kleinasien und angrenzende Gebiete mit Südostthrakien und Zypern (Tübingen 1997), σελ. 440. 2. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 6· Müller, D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots: Kleinasien und angrenzende Gebiete mit Südostthrakien und Zypern (Tübingen 1997), σελ. 441. 3. Ηρ. 1.46.2, 1.92.2, 2.159.3· Ehrhardt, N., “Didyma und Milet in archaischer Zeit”, Chiron 28 (1998), σελ. 15, σημ. 17 (16.19). 4. Tuchelt, K., “Die Perserzerstörung – archäologisch betrachtet”, AA (1988), σελ. 433· Tuchelt, K. et al., Didyma III 1: Ein Kultbezirk an der Heiligen Straße von Milet nach Didyma (Mainz 1996), σελ. 238 κ.ε.· NPauly 3 (1997), στ. 544, βλ. λ. “Didyma” (K. Tuchelt). 5. Tuchelt, K., Vorarbeiten zu einer Topographie von Didyma: Eine Untersuchung der inschriftlichen und archäologischen Zeugnisse (IstMitt Beih. 9, Tübingen 1973), σελ. 84-88. 6. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley– Los Angeles – London 1988), σελ. 77-105· Günther, W., “Rez. Fontenrose”, Gnomon 63 (1991), σελ. 607· Rosenberger, V., Griechische Orakel. Eine Kulturgeschichte (Darmstadt 2001), σελ. 9, 22, 58. Οι λίθινες επιγραφές έχουν επίσης συγκεντρωθεί στο βασικό έργο του Harder, R. (επιμ.), Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958). Νεότερες πηγές (από το 1962 κ.ε.): Günther, W., “Eine neue didymäische Bauinschrift”, IstMitt 19/20 (1969/1970), σελ. 237-247· Günther, W., “Inschriften”, IstMitt 21 (1971), σελ. 97-108· Günther, W., “Inschriftenfunde”, IstMitt 23/24 (1973/1974), σελ. 168· Günther, W., “Siegerinschrift eines Pankrationkämpfers in Didyma”, IstMitt 27/28 (1977/1978), σελ. 297-300· Günther, W., “Inschriftenfunde 1978 und 1979”, IstMitt 30 (1980), σελ. 164-176· Günther, W., “Inschriften von Didyma”, IstMitt 35 (1985), σελ. 181-193· Günther, W., “Didyma Reperta: Zu zwei wiedergefundenen Inschriften”, IstMitt 46 (1996), σελ. 245-250. 7. Ηρ. 1.46.2, 1.92.2, 1.157.3, 1.158, 1.159-160.1, 2.159.3, 5.36.2, 6.19.2-3· Στράβ. 9.3.9.421, 11.11.4.518, 14.1.5.634, 17.1.43.814· Παυσ. 1.16.3, 7.2.6, 7.5.4, 8.46.3. 8. Κλήμ., Αλ. Προτρ. 3.45· Κούρτιος 7.5.28-35· Καλλ., απόσπ. 194.28, 229· Καλλισθένης FGrH 124 F 14· Λουκ., Αστρολ. 23· Πλίν., ΦΙ 34.75· Στεφ. Βυζ. βλ. λ. «Δίδυμα»· Σούδα βλ. λ. «Βραγχίδαι»· Σουετ., Καλ. 21· Τάκ., Χρον. 3.63· Ούλπ. (reg.)· Τίτ. 22.6· Βιτρ. 7. 16. 9. Akdeniz, E., “Güneybatı Anadolu sahillerinde prehistorik bir yerleşim: Tavşan adası”, Arkeolji Dergisi 5 (1997), σελ. 1-13. 10. Gebel, H.G., “Notiz zur Obsidianindustrie von Altınkum Plajı bei Didyma”, IstMitt 34 (1984), σελ. 5-28. 11. Schattner, Th.G.,“Didyma, ein minoisch-mykenischer Fundplatz?”, AA (1992), σελ. 369-372. 12. Ηρ. 2.159, 1.92, 5.36. 13. Tuchelt, K. et al., “Didyma. Bericht über die Arbeiten der Jahre 1980-1983”, IstMitt 34 (1984), σελ. 214-225· Tuchelt, K., Branchidai – Didyma: Geschichte und Ausgrabung eines antiken Heiligtums (Zaberns Bildbände zur Archäologie 3, Mainz 1992), σελ. 38 κ.ε. 14. Tuchelt, K., Branchidai – Didyma: Geschichte und Ausgrabung eines antiken Heiligtums (Zaberns Bildbände zur Archäologie 3, Mainz 1992), σελ. 25 κ.ε., εικ. 42. 15. Ηρ. 6.19. 16. Στράβ. 14.1.5· Παυσ. 8.46.3. 17. Tuchelt, K., “Die Perserzerstörung von Didyma – archäologisch betrachtet”, AA (1988), σελ. 427· EAA Suppl. III (1995), στ. 661, βλ. λ. “Mileto” (P. Schneider). 18. Parke, H.W., “The Massacre of the Branchidai”, JHS 105 (1985), σελ. 59-68· Ehrhardt, N., “Didyma und Milet in archaischer Zeit”, Chiron 28 (1998), σελ. 13 κ.ε. 19. Günther, W., Das Orakel von Didyma in hellenistischer Zeit: Eine Interpretation von Stein-Urkunden (IstMitt Beih. 4, Tübingen 1971), σελ. 20 κ.ε. 20. Hahland, W., “Didyma im 5. Jh. v.Chr.”, JdI 79 (1964), σελ. 142-240. 21. Günther, W., Das Orakel von Didyma in hellenistischer Zeit: Eine Interpretation von Stein-Urkunden (IstMitt Beih. 4, Tübingen 1971), σελ. 39-43· Tuchelt, K., “Einige Überlegungen zum Kanachos-Apollon von Didyma”, JdI 101 (1986), σελ. 75-86. 22. Harder, R. (επιμ.), Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 426, 428. 23. Harder, R. (επιμ.), Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 391 A II. 24. Δίων Κάσσιος 59.28.1· Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 21 κ.ε. 25. Ehrhardt, N., – Weiß, P., “Trajan, Didyma und Milet. Neue Fragmente von Kaiserbriefen und ihr Kontext”, Chiron 25 (1995), σελ. 344. 26. Για τη νέα χρονολόγηση βλ. Ehrhardt, N., – Weiß, P., “Trajan, Didyma und Milet. Neue Fragmente von Kaiserbriefen und ihr Kontext”, Chiron 25 (1995), σελ. 334. 27. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley– Los Angeles – London 1988), σελ. 51. 28. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley– Los Angeles – London 1988), σελ. 24 κ.ε. 29. Peschlow, U., “Byzantinische Plastik in Didyma”, IstMitt 25 (1975), σελ. 211-257· Peschlow, U., “Nachtrag zur byzantinischen Plastik in Didyma”, IstMitt 26 (1976), σελ. 143-147. 30. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 25 κ.ε. 31. Brandes, G., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Amsterdam 1989), σελ. 91 κ.ε. 32. Lohmann, H., “Survey in der Chora von Milet: Vorbericht über die Kampagnen der Jahre 1996 und 1997”, AA (1999), σελ. 465. 33. Αρχεία θησαυροφυλακείου: Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), σελ. 249-279. 34. Πρώιμος 3ος αι. π.Χ.: Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 482. 35. Günther, W., Das Orakel von Didyma in hellenistischer Zeit. Eine Interpretation von Stein-Urkunden (IstMitt Beih. 4, Tübingen 1971), σελ. 115 κ.ε.· Tuchelt, K., “Didyma. Bericht über die Arbeiten 1969/70”, IstMitt 21 (1971), σελ. 45-87· Tuchelt, K., “Didyma. Bericht über die Arbeiten 1972/73”, IstMitt 23/24 (1973/1974), σελ. 139-161· Lohmann, H., “Survey in der Chora von Milet: Vorbericht über die Kampagnen der Jahre 1996 und 1997”, AA (1999), σελ. 464. 36. Lohmann, H., “Survey in der Chora von Milet: Vorbericht über die Kampagnen der Jahre 1996 und 1997”, AA (1999), σελ. 454 κ.ε., 465. 37. Borg, G.– Borg, B.E., “Die unsichtbaren Steinbrüche: Zur Bausteinprovenienz des Apollon-Heiligtums von Didyma”, AW 29/6 (1998), σελ. 509-518. 38. Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 392-401 για τον 1ο αι. π.Χ. 39. Günther, W., Das Orakel von Didyma in hellenistischer Zeit: Eine Interpretation von Stein-Urkunden (IstMitt Beih. 4, Tübingen 1971), σελ. 115-119· Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 45-62. 40. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 63-76. 41. Tuchelt, K., Vorarbeiten zu einer Topographie von Didyma: Eine Untersuchung der inschriftlichen und archäologischen Zeugnisse (IstMitt Beih. 9, Tübingen 1973), σελ. 32-42· Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 149 κ.ε., 159. 42. Tuchelt, K., Vorarbeiten zu einer Topographie von Didyma: Eine Untersuchung der inschriftlichen und archäologischen Zeugnisse (IstMitt Beih. 9, Tübingen 1973), σελ. 44-49· Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 123-149, 151, 155, 156, 158. 43. Tuchelt, K., Vorarbeiten zu einer Topographie von Didyma: Eine Untersuchung der inschriftlichen und archäologischen Zeugnisse (IstMitt Beih. 9, Tübingen 1973), σελ. 84-88· Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 154-158, 160. 44. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 164-168. 45. Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 133. Οι Μολποί ήταν θρησκευτική ένωση, ο πρόεδρος της οποίας ήταν ο επώνυμος άρχοντας της Μιλήτου. 46. Herda, A., “Von Milet nach Didyma: Eine griechische Prozessionsstraße in archaischer Zeit”, Bubenheimer, F. et al. (επιμ.), Kult und Funktion griechischer Heiligtümer in archaischer und klassischer Zeit (1. Archäologisches Studentenkolloquium Heidelberg 1995, Heidelberg 1996), σελ. 133-152· Ehrhardt, N., “Didyma und Milet in archaischer Zeit”, Chiron 28 (1998), σελ. 18. 47. Bumke, H., – Herda, A., – Röver, E., – Schattner, Th.G., “Bericht über die Ausgrabungen 1994 an der Heiligen Straße von Milet nach Didyma: Das Heiligtum der Nymphen?”, AA (2000), σελ. 57-97· Tuchelt, K. et al., Didyma III 1: Ein Kultbezirk an der Heiligen Straße von Milet nach Didyma (Mainz 1996)· Schneider, P., “Zur Topographie der Heiligen Straße von Milet nach Didyma”, AA (1987), σελ. 101-129. 48. Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 479. 49. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 71, αρ. 14· Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 161-198. 50. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 71 κ.ε., αρ. 15· Günther, W.,“Rez. Fontenrose”, Gnomon 63 (1991), σελ. 606. 51. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 606. Έτσι μετονομάστηκαν τα Διδύμεια από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κόμμοδο το 177 μ.Χ. 52. Drerup, H., – Hiller, F., “Bericht über die Ausgrabungen in Didyma 1962”, AA (1964), σελ. 334, 357, 363· Schneider, P., “Zum alten Sekos in Didyma”, IstMitt 46 (1996), σελ. 147-152. 53. Gruben,G., “Das archaische Didymaion”, JdI 78 (1963), σελ. 78-177· Niemeier, W.-D., “Die Zierde Ioniens”, AA( 1999), σελ. 397. 54. Gerkan, A. v., “Der Naiskos im Tempel von Didyma”, JdI 57 (1942), σελ. 183-198· Tuchelt, K., “Fragen zum Naiskos von Didyma”, AA (1986), σελ. 33-50· Pfrommer, M.,“Überlegungen zur Baugeschichte des Naiskos im Apollontempel zu Didyma”, IstMitt 37 (1987), σελ. 145-185. 55. Voigtländer, W., Der jüngste Apollontempel von Didyma (IstMitt Beih. 14, Tübingen 1975). 56. Rehm, A., Die großen Bauberichte von Didyma (Abhandlungen der Bayrischen Akademie der Wissenschaften München 22, München 1944)· Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 20-47. 57. Harder, R., Didyma. Zweiter Teil: Die Inschriften (Berlin 1958), αρ. 48-50 a. 58. Haselberger, L., “Werkzeichungen am Jüngeren Didymaion”, IstMitt 30 (1980), σελ. 191-215· Haselberger, L., “Bericht über die Arbeit am Jüngeren Apollontempel von Didyma”, IstMitt 33 (1983), σελ. 90-123· Haselberger, L., “Aspekte der Bauzeichnungen von Didyma”, RA (1991), σελ. 99-113. 59. Pülz, St., Untersuchungen zur kaiserzeitlichen Bauornamentik von Didyma (IstMitt Beih. 35, Tübingen 1989). 60. Wiegand, Th. (επιμ.), Didyma. Erster Teil: Die Baubeschreibung (Berlin 1941)· Gerkan, A. v., “Rez. Knackfuß”, Gnomon 19 (1943), σελ. 242-252. 61. Tuchelt, K., Vorarbeiten zu einer Topographie von Didyma: Eine Untersuchung der inschriftlichen und archäologischen Zeugnisse (IstMitt Beih. 9, Tübingen 1973), σελ. 99 κ.ε., 116. 62. Tuchelt, K. et al., “Didyma: Bericht über die Arbeiten der Jahre 1980-1983”, IstMitt 34 (1984) σελ. 225-234. 63. Tuchelt, K., “Didyma: Bericht über die Arbeiten der Jahre 1975-1979”, IstMitt 30 (1980), σελ. 102-121· Tuchelt, K., Branchidai – Didyma: Geschichte und Ausgrabung eines antiken Heiligtums (Zaberns Bildbände zur Archäologie 3, Mainz 1992), σελ. 34 κ.ε. 64. Tuchelt, K., “Didyma: Bericht über die Arbeiten der Jahre 1975-1979”, IstMitt 30 (1980), σελ. 177-189. 65. Για τα αγάλματα βλ. Tuchelt, K., Die archaischen Skulpturen von Didyma (Istanbuler Forschungen 27, Berlin 1970), σελ. 27-35 και 215-217. 66. Fontenrose, J., Didyma: Apollo’s Oracle, Cult, and Companions (Berkeley – Los Angeles – London 1988), σελ. 26 κ.ε.· Tuchelt, K., Branchidai – Didyma: Geschichte und Ausgrabung eines antiken Heiligtums (Zaberns Bildbände zur Archäologie 3, Mainz 1992), σελ. 2-8. 67. Filges, A., – Bumke, H., – Röver, E., – Stümpel, H., “Bericht über die Arbeiten 2000”, AA 2002/1, 79-118. |