1. Ιστορικό πλαίσιο
Η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στη Μικρά Ασία, χρονολογούμενη από τον 6ο π.Χ. αιώνα, ενισχύθηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο, καθώς ο Αντίοχος Γ΄ μετέφερε και εγκατέστησε σε πόλεις της Μικράς Ασίας σημαντικό αριθμό Ιουδαίων. Σημαντική άνθηση των εβραϊκών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας παρατηρείται κατά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο (1ος - 3ος μ.Χ. αιώνας), όταν πολλοί Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή για να ασχοληθούν με το εμπόριο και τις τέχνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, Εβραίοι βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε περισσότερες από 60 πόλεις και πολίσματα της Μικράς Ασίας, κυρίως στο δυτικό της τμήμα, ενώ δεν αποκλείεται να ζούσαν και σε άλλες πόλεις για τις οποίες δεν έχουν σωθεί μαρτυρίες. Στο εσωτερικό των εβραϊκών αυτών παροικιών έδρασαν οι πρώτοι κήρυκες του Χριστιανισμού, με πρώτο τον απόστολο Παύλο, αν και σύντομα η επιρροή της νέας θρησκείας έγινε εμφανέστερη στους τοπικούς ελληνικούς και ελληνόφωνους πληθυσμούς. Η επικράτηση του Χριστιανισμού τον 4ο αιώνα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφερε τους Εβραίους της Μικράς Ασίας αντιμέτωπους για πρώτη φορά με μια κεντρική εξουσία η οποία, λόγω της διαφορετικής θρησκείας, διέκειτο αρνητικά απέναντι σε αυτούς.
2. Η Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος
2.1. Γενική εικόνα
Οι μαρτυρίες τις οποίες διαθέτουμε για τις εβραϊκές κοινότητες της Μικράς Ασίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αιώνας) δείχνουν μια αδιάλειπτη συνέχεια από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (3ος-4ος αιώνας). Οι Εβραίοι είναι εγκατεστημένοι, ως επί το πλείστον, στις πόλεις του δυτικού και κεντρικού τμήματος της Μικράς Ασίας ως έμποροι και τεχνίτες. Έχουν αφομοιώσει μεγάλο μέρος του ελληνικού πολιτισμού, καθώς είναι ελληνόφωνοι, και ορισμένοι, κυρίως οι γυναίκες, φέρουν ελληνικά ονόματα. Παράλληλα, η ιουδαϊκή θρησκεία ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή ασκεί γοητεία σε κάποιους εθνικούς κατοίκους, όπως φαίνεται από τα Ευαγγέλια και τις επιγραφές από την Αφροδισιάδα.1 Όπως και αλλού στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έτσι και στη Μικρά Ασία οι Εβραίοι κατοικούν σε ξεχωριστή συνοικία της πόλης2 και έχουν ως επικεφαλής , οι οποίοι εκπροσωπούν την κοινότητα και έχουν δικαστικές αρμοδιότητες. Οι κοινότητες συντηρούνται με εισφορές από τα μέλη τους, ενώ παράλληλα συνεισφέρουν στην οικονομική ενίσχυση των ομοθρήσκων τους στην Παλαιστίνη, όπου υπήρχε και η ανώτατη θρησκευτική αρχή των Ιουδαίων της αυτοκρατορίας.3 Κατά τα άλλα, αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών και Ιουδαίων στη Μικρά Ασία κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δε θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν φιλικές, εντούτοις δε μαρτυρείται κανένας διωγμός εναντίον τους έως την εποχή του Ιουστινιανού Α΄. Οι περισσότερες και σημαντικότερες πληροφορίες για τις εβραϊκές κοινότητες της Μικράς Ασίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο προέρχονται κυρίως από επιγραφικές μαρτυρίες. Από αυτές, αλλά και από φιλολογικές και αρχαιολογικές πηγές, μπορούμε να ανασυνθέσουμε τη ζωή των Εβραίων σε ορισμένες πόλεις της Πρωτοβυζαντινής Μικράς Ασίας.
2.2. Οι Εβραίοι στις πόλεις της Πρωτοβυζαντινής Μικράς Ασίας
Στις Σάρδεις, όπου η παρουσία των Εβραίων χρονολογείται από τον 6ο π.Χ. αιώνα, έχουν σωθεί περί τις 150 επιγραφές, ρωμαϊκές και πρωτοβυζαντινές, με πληροφορίες για τους Εβραίους που κατοικούσαν στην πόλη. Παράλληλα, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τα ερείπια της συναγωγής, χρονολογούμενης στον 3ο αιώνα. Από σωζόμενη επιγραφή του 4ου αιώνα γνωρίζουμε ότι η εβραϊκή κοινότητα των Σάρδεων διέθετε και σχολείο, προσαρτημένο στη συναγωγή, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας ιερέας και «σοφοδιδάσκαλος». Η συναγωγή των Σάρδεων καταστράφηκε το 616, όταν η πόλη αλώθηκε από τους Πέρσες. Για τη μετέπειτα τύχη της τοπικής εβραϊκής παροικίας δε διαθέτουμε πληροφορίες. Στην εβραϊκή κοινότητα της Σίδης αναφέρονται τοπικές επιγραφές που χρονολογούνται πιθανότατα τον 5ο αιώνα. Επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας ήταν ο «άρχων» (πίσω από τον βυζαντινό τίτλο κρύβεται πιθανότατα ο ραββίνος), ενώ η ύπαρξη μισθοδοτούμενου από την κοινότητα δείχνει το εύρος των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Η συναγωγή της Σίδης έφερε ομοιότητες με εκείνη των Σάρδεων, όπως και με τις παλαιοχριστιανικές της εποχής. Υπεύθυνος για τη συντήρηση του κτηρίου ήταν ένας αξιωματούχος της κοινότητας ο οποίος στις επιγραφές ονομάζεται . Από τις επιγραφές του 5ου αιώνα γνωρίζουμε ότι ένας κουράτωρ ονόματι Ισαάκ συμπλήρωσε τον μαρμάρινο διάκοσμο της συναγωγής, από τον άμβωνα έως την αψίδα, και ανακαίνισε δύο επτάφωτες λυχνίες και δύο κιονόκρανα. Ένας άλλος κουράτωρ, ο Λέοντιος, γιος του Ιακώβ, ο οποίος είχε διατελέσει ζυγοστάτης, κατασκεύασε ένα αίθριο με φιάλη στην είσοδο της συναγωγής. Μία άλλη εβραϊκή παροικία με μακρόχρονη παράδοση είναι της Εφέσου. Η συναγωγή της πόλης δε σώζεται, αναφέρεται όμως σε χριστιανική επιγραφή της Πρωτοβυζαντινής περιόδου. Παράλληλα, στην Έφεσο έχουν βρεθεί και λυχνάρια με ιουδαϊκά σύμβολα, χρονολογούμενα στον 4ο-6ο αιώνα.
2.3. Οι διωγμοί επί Ιουστινιανού Α΄ Ορισμένα από τα λυχνάρια της Εφέσου έχουν ανακαλυφθεί σε χώρους που συνδέονται κυρίως με τη χριστιανική λατρεία και αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για να δείξει ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο ήταν ειρηνική. Παρά ταύτα, οι σχέσεις των Εβραίων της Μικράς Ασίας με το βυζαντινό κράτος δεν ήταν πάντα αρμονικές. Στο πλαίσιο της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστινιανού (ο οποίος είχε λάβει μέτρα εναντίον των Εβραίων και στην Παλαιστίνη), ο Ιωάννης Εφέσου εξαπέλυσε το 542 διωγμό εναντίον κυρίως των εθνικών, αλλά και των Εβραίων στη Μικρά Ασία, συγκεκριμένα στις επαρχίες Ασία, Καρία, Φρυγία και Λυδία. Αν και το μένος του ιεράρχη είχε στραφεί κυρίως εναντίον των εθνικών, εντούτοις ο ίδιος υπερηφανευόταν ότι είχε μετατρέψει τουλάχιστον επτά συναγωγές της περιοχής σε χριστιανικούς ναούς. Δε γνωρίζουμε αν οι ενέργειές του αυτές συνοδεύονταν από τον αναγκαστικό προσηλυτισμό των Ιουδαίων, αλλά το βέβαιο είναι ότι δε διέκοψαν την ιστορική συνέχεια των εβραϊκών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας.
3. Η Μέση Βυζαντινή περίοδος 3.1. Από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα
Η αποσπασματική φύση των πηγών δεν επιτρέπει το σχηματισμό πλήρους εικόνας για την έκταση της παρουσίας των Εβραίων στη Μικρά Ασία κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, αν και πρέπει να θεωρείται βέβαιη η επιβίωση ενός μεγάλου αριθμού ιουδαϊκών κοινοτήτων. Ήδη από το 608-610 διαθέτουμε πληροφορίες για διωγμούς εναντίον των Ιουδαίων στη Μέση Ανατολή, οι οποίοι φαίνεται ότι επεκτάθηκαν και στη Μικρά Ασία, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή παρουσία Εβραίων στην περιοχή κατά τον 7ο αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος των ιουδαϊκών κοινοτήτων, όπως και την προηγούμενη περίοδο, βρισκόταν στις πόλεις του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας. Εξαίρεση αποτελεί μία μαρτυρία χρονολογούμενη περί το 680, σύμφωνα με την οποία την εποχή εκείνη υπήρχαν Εβραίοι εγκατεστημένοι στην Καππαδοκία, ορισμένοι από τους οποίους είχαν μεταστραφεί στο χριστιανισμό, ενώ άλλοι είχαν μεταβεί στη Δαμασκό της Συρίας. Δε γνωρίζουμε αν η παρουσία τους στη Δαμασκό ήταν για εμπορικούς σκοπούς ή αν είχαν καταφύγει εκεί για να αποφύγουν κάποιο διωγμό, ο οποίος φαίνεται ότι αποτέλεσε την τελευταία έκφανση των μέτρων του 608-610. Η συγκέντρωση των εβραϊκών παροικιών στο δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας είναι εμφανής και στους επόμενους αιώνες, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση της Νεοκαισάρειας (8ος αιώνας) και της Σωζόπετρας (9ος αιώνας). Μεγάλη πυκνότητα ιουδαϊκών κοινοτήτων παρατηρείται στη Φρυγία και τις γειτονικές περιοχές. Από τις πηγές ξεχωρίζει η εβραϊκή κοινότητα του Αμορίου, η οποία είχε στενές επαφές, όχι πάντοτε ειρηνικές, με τους ελληνόφωνους χριστιανούς της πόλης. Λίγο πριν από την άλωση του Αμορίου, οι πηγές περιγράφουν βίαιες συγκρούσεις οι οποίες έλαβαν χώρα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, ενώ αναφέρεται και μία αίρεση επηρεασμένη από ιουδαϊκά διδάγματα και έθιμα, μέλος της οποίας εφέρετο ο μετέπειτα αυτοκράτωρ Μιχαήλ Β', φιλικά διακείμενος προς τους Εβραίους της περιοχής. Σημαντική ήταν και η εβραϊκή κοινότητα των Συνάδων, η οποία μάλιστα μαρτυρείται ότι διέθετε δικό της σχολείο.4 Την ίδια περίοδο γνωρίζουμε την ύπαρξη εβραϊκής παροικίας και στη Νίκαια, η οποία επιδιδόταν σε εμπορικές δραστηριότητες.
3.2. Διωγμοί επί Βασιλείου Α΄ και Ρωμανού Α΄
Όπως είδαμε, κατά καιρούς μαρτυρούνται περιπτώσεις οικειοθελούς μεταστροφής Ιουδαίων στο χριστιανισμό, αλλά οι βίαιοι προσηλυτισμοί ήταν σπάνιο φαινόμενο. Παρά ταύτα, η στάση του επίσημου κράτους απέναντι στους Εβραίους δεν ήταν πάντοτε η ενδεδειγμένη. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο διωγμός που ξεκίνησε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Α΄ περί το 874, στο πλαίσιο της πολιτικής του εναντίον των αλλοθρήσκων και αιρετικών κατοίκων της αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διωγμός αυτός και ο αναγκαστικός προσηλυτισμός όλων των Εβραίων κατακρίθηκαν έντονα από τον τότε μητροπολίτη Νικαίας Γρηγόριο Ασβεστά. Δε διαθέτουμε στοιχεία για τη Μικρά Ασία, αλλά, αν κρίνουμε από τα όσα γνωρίζουμε για τους Εβραίους της Βυζαντινής Ιταλίας, η μεταστροφή στο χριστιανισμό ήταν επιφανειακή και οι «προσήλυτοι» επέστρεψαν ταχύτατα στην πατρώα θρησκεία όταν ο Λέων Στ΄ (886-912) κατήργησε το διάταγμα του πατέρα του. Δυσκολίες αντιμετώπισαν οι εβραϊκές κοινότητες της Μικράς Ασίας και κατά τον εναντίον τους διωγμό επί Ρωμανού Α΄ περί το 943. Πολλοί Εβραίοι αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία και να καταφύγουν στη χώρα των Χαζάρων. Ο διωγμός έπαυσε με την άνοδο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (944-959) στο θρόνο.
3.3. Νέες εγκαταστάσεις Εβραίων (10ος-11ος αιώνας)
Μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία των εβραϊκών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας σημειώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Έως τότε, σχεδόν όλοι οι Εβραίοι της Μικράς Ασίας ήταν πιθανότατα απόγονοι όσων είχαν εγκατασταθεί εκεί κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Τώρα, μετά την ανακατάληψη της Κιλικίας και της Β. Συρίας από τους Βυζαντινούς, πολλοί Εβραίοι μετανάστευσαν για οικονομικούς λόγους στη Μικρά Ασία από τη Συρία. Αργότερα, στις αρχές του 11ου αιώνα, νέο κύμα μεταναστών έφθασε στα βυζαντινά εδάφη, αποτελούμενο από Εβραίους οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το διωγμό που είχε εξαπολύσει εναντίον τους ο αλ-Χάκαμ (al-Hakam), ηγέτης των Φατιμιδών που είχαν καταλάβει την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία. Πέρα από την ενίσχυση του εβραϊκού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, η μετανάστευση είχε και ένα άλλο αποτέλεσμα: για πρώτη φορά οι Ιουδαίοι που ζούσαν στη βυζαντινή επικράτεια χωρίσθηκαν σε δύο δόγματα, καθώς στις παλαιότερες κοινότητες επικρατούσε ο , ενώ ένα μέρος των νέων εποίκων ήταν , πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν μονίμως στη Μικρά Ασία, ενώ άλλοι προσωρινά, καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη ή άλλες βυζαντινές επαρχίες. Οι Βυζαντινοί δε φαίνεται να διέκριναν ανάμεσα στα δύο ιουδαϊκά δόγματα, εντούτοις επέτρεπαν σε Ραββανίτες και Καραΐτες να κατοικούν σε ξεχωριστές συνοικίες στις πόλεις. Οι πληροφορίες για τις εγκαταστάσεις Εβραίων στη Μικρά Ασία τον 11ο και 12ο αιώνα προέρχονται κυρίως από ανατολικές πηγές.5 Η εικόνα που σχηματίζεται από τις μαρτυρίες αυτές δε διαφέρει από προγενέστερες εποχές. Οι νέοι έποικοι δεν άργησαν να αφομοιωθούν πολιτισμικά από τον κοινωνικό περίγυρο της Βυζαντινής Μικράς Ασίας. Σε ένα έγγραφο του 1022 αναφέρονται Εβραίοι (πιθανώς μετανάστες τρίτης γενιάς) εγκατεστημένοι στα Μάσταυρα της Λυκίας· ορισμένοι φέρουν ελληνικά ονόματα. Η αναφορά σε ιδιόκτητες οικίες επιβεβαιώνει το γεγονός ότι στο Βυζάντιο, σε αντίθεση με άλλα μεσαιωνικά κράτη, δεν απαγορευόταν στους Εβραίους η κατοχή ακίνητης περιουσίας. Από άλλα έγγραφα πληροφορούμαστε για τις εβραϊκές παροικίες στις παραθαλάσσιες πόλεις, στις οποίες η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου αρχίζει να γίνεται έντονη. Στις αρχές του 11ου αιώνα εμφανίζεται εκ νέου στις πηγές η ιουδαϊκή κοινότητα της Εφέσου, η οποία προφανώς είχε άριστες σχέσεις με τους χριστιανούς της περιοχής, καθώς πολλά από τα μέλη της επισκέπτονταν τον όσιο Λάζαρο στο όρος Γαλήσιον. Τέσσερις Ραββανίτες και τρεις Καραΐτες έμποροι από την Αττάλεια αιχμαλωτίσθηκαν από Άραβες πειρατές το 1028, ενώ το ίδιο συνέβη και με πέντε νεαρούς Εβραίους από τη Στρόβιλο περί το 1034.
3.4. Ο 12ος αιώνας
Μεμονωμένες εγκαταστάσεις Εβραίων από τη Συρία και την Αίγυπτο στην περιοχή μαρτυρούνται και στις επόμενες δεκαετίες, αλλά η αναστάτωση την οποία προκάλεσε στη Μικρά Ασία η ήττα στο Μαντζικέρτ (1071) και η εγκατάσταση Σελτζούκων στην περιοχή οδήγησε πολλές φορές στην αντιστροφή του ρεύματος, με αποτέλεσμα πολλοί Ιουδαίοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στη Μικρά Ασία και να καταφύγουν σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας ή στην Αίγυπτο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση ενός Εβραίου λογίου από το Κάιρο, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1060 μετανάστευσε στη Βυζαντινή Μικρά Ασία μέσω Παλαιστίνης και εγκατέλειψε την περιοχή μετά το 1071, καταλήγοντας τελικά στη Θεσσαλονίκη. Σε εβραϊκά έγγραφα από την Αίγυπτο, χρονολογούμενα στο δεύτερο ήμισυ του 11ου και το πρώτο του 12ου αιώνα, εμφανίζονται πολλοί Εβραίοι πρόσφυγες από βυζαντινά εδάφη, κυρίως τεχνίτες. Ορισμένοι από αυτούς αναφέρεται σαφώς ότι είχαν έλθει από τη Μικρά Ασία, ενώ πιθανώς από εκεί προέρχονταν και άλλοι για τους οποίους δεν αναφέρεται ρητά ο τόπος καταγωγής. Το 12ο αιώνα παρατηρείται μια σταθεροποίηση στα παράλια της Μικράς Ασίας, η οποία οφείλεται και στην ανάπτυξη του εμπορίου με την Αίγυπτο και τα σταυροφορικά κράτη της Ανατολής. Την περίοδο αυτή οι εβραϊκές κοινότητες των παράλιων πόλεων της Μικράς Ασίας ακμάζουν. Γνωρίζουμε την περίπτωση ενός Εβραίου γιατρού από την Αίγυπτο ο οποίος είχε εγκατασταθεί περί το 1125 στη Σελεύκεια, όπου προϋπήρχε ήδη εβραϊκή κοινότητα. Εκεί έκτισε σπίτι και ασχολήθηκε με την ιατρική και, παράλληλα, με το εμπόριο. Σε επιστολή του γραμμένη τον Ιούλιο του 1137, ο γιατρός μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τις επαγγελματικές προοπτικές στη Μικρά Ασία και καλούσε τους συγγενείς του να μεταναστεύσουν και αυτοί σε αυτήν ή στην Κωνσταντινούπολη. Οι εβραϊκές παροικίες της Αττάλειας (στην οποία μαρτυρείται και προσηλυτισμός Ιουδαίων την περίοδο αυτή) και της Στροβίλου μνημονεύονται και σε βυζαντινές πηγές του 12ου αιώνα (έτη 1148 και 1153 αντιστοίχως), ενώ περί το 1150 η ιουδαϊκή κοινότητα των Χωνών της Φρυγίας είχε μπει στο στόχαστρο του τοπικού μητροπολίτη. Τη δεκαετία του 1180 αναφέρονται Εβραίοι (πιθανώς Καραΐτες) στην Τραπεζούντα· λαμβάνοντας υπόψη την έντονη εμπορική δραστηριότητα στην πόλη, φαίνεται απίθανο να μην προϋπήρχε εβραϊκή παροικία στην περιοχή.
4. Η Υστεροβυζαντινή περίοδος
4.1. Ο 13ος αιώνας
Όπως και στην προηγούμενη περίοδο, έτσι και για την ύστερη εποχή οι μαρτυρίες για την παρουσία Εβραίων σε βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας είναι αποσπασματικές, αναγκάζοντας τους μελετητές να καταφεύγουν σε στοιχεία από προγενέστερες ή μεταγενέστερες περιόδους. Στη Νίκαια βρέθηκαν τρεις εβραϊκές επιτύμβιες στήλες οι οποίες πιθανολογείται ότι χρονολογούνται στα τέλη του 12ου ή τον 13ο αιώνα. Στη Γάγγρα της Παφλαγονίας, σε μια περιοχή η οποία προσωρινά είχε περιέλθει στο κράτος της Νίκαιας, μαρτυρείται το 1207 η ύπαρξη μεικτής εβραϊκής κοινότητας, από Ραββανίτες και Καραΐτες· η παροικία πιθανότατα προϋπήρχε του 13ου αιώνα. Η θεωρία ότι η βυρσοδεψία βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια των Εβραίων έχει οδηγήσει ορισμένους ερευνητές στην υπόθεση ότι παροικία Εβραίων πρέπει να υπήρχε τον 13ο αιώνα και στη Φιλαδέλφεια, μεγάλο κέντρο κατεργασίας δερμάτων. Για τον ίδιο λόγο έχει υποτεθεί η παρουσία Εβραίων στην Τραπεζούντα τον 13ο αιώνα, όπου άλλωστε γνωρίζουμε ότι υπήρχαν Εβραίοι και στα τέλη του 12ου αιώνα. Μετά το 1204, οι Εβραίοι που κατοικούσαν στις πόλεις του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας βρέθηκαν υπό την εξουσία των Λασκαριδών της Νίκαιας. Δε γνωρίζουμε ποια ήταν η αντιμετώπισή τους από την κεντρική εξουσία έως τα μέσα του 13ου αιώνα, αλλά το 1254 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των Εβραίων που ζούσαν στην επικράτειά του, αναγκάζοντάς τους να βαπτισθούν. Δεν αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν τον ετοιμοθάνατο αυτοκράτορα στην πράξη αυτή, αλλά η πολιτική του συνεχίσθηκε έως το 1259, όταν ο σφετεριστής του θρόνου Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακάλεσε το διάταγμα και εγγυήθηκε στους ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας την ασφάλειά τους.
4.2. Οι τελευταίες εβραϊκές κοινότητες της Βυζαντινής Μικράς Ασίας
Για τον 14ο αιώνα, τον τελευταίο της βυζαντινής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τις εβραϊκές κοινότητες της περιοχής χρονολογούμενες στη Βυζαντινή περίοδο, αλλά οι μελετητές υποθέτουν ότι όσες αναφέρονται σε πρώιμες οθωμανικές πηγές προϋπήρχαν της τουρκικής κατάκτησης. Από οθωμανικές και αραβικές πηγές γνωρίζουμε ότι τον 14ο-15ο αιώνα υπήρχαν Εβραίοι εγκατεστημένοι στη Νικομήδεια, τη Σμύρνη, την Αττάλεια, το Αϊδίνιο, τη Λαοδίκεια, την Προύσα, τη Σινώπη και τα Παλάτια (κοντά στη Μίλητο). Ειδικά στη Νικομήδεια αναφέρεται το 1339 η ύπαρξη εβραϊκής παροικίας, αποτελούμενης από Ραββανίτες και Καραΐτες. Καθώς η μαρτυρία τοποθετείται χρονικά δύο μόλις έτη μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, οι ερευνητές πιθανολογούν την παρουσία Εβραίων ήδη από την προηγούμενη περίοδο.6 Σε αντίθεση με προγενέστερες περιόδους, κατά τις οποίες οι Εβραίοι εγκαθίσταντο κυρίως στις πόλεις που βρίσκονταν πάνω στο εμπορικό οδικό δίκτυο του εσωτερικού της δυτικής Μικράς Ασίας, τον 14ο αιώνα οι περισσότερες εβραϊκές κοινότητες έχουν μετακινηθεί στα παράλια, καθώς εκεί συγκεντρωνόταν πλέον η εμπορική δραστηριότητα της περιοχής. |
1. Reynolds, J. - Tannenbaum, R., Jews and Godfearers at Aphrodisias (Cambridge Philological Society Supplement 12, Cambridge 1987). 2. Η πρακτική αυτή παρατηρείται διαχρονικά στις ιουδαϊκές κοινότητες της Μικράς Ασίας: τον 14ο αιώνα ο Άραβας περιηγητής Ιμπν Μπατούτα (Ibn Battuta) αναφέρει την ύπαρξη ξεχωριστής εβραϊκής συνοικίας στην πόλη της Αττάλειας. 3. Το 429 ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Β΄, μετά την κατάργηση της ανώτατης θρησκευτικής αρχής των Ιουδαίων, διέταξε την καταβολή πλέον της αντίστοιχης οικονομικής ενίσχυσης στο κράτος. Μέρος των εισφορών των εβραϊκών κοινοτήτων κατέληγε ούτως ή άλλως στο αυτοκρατορικό ταμείο, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει στο αν υπήρχε ειδικός φόρος τον οποίον υποχρεώνονταν να καταβάλλουν οι Εβραίοι κάτοικοι της αυτοκρατορίας. Οι Starr, J., The Jews in the Byzantine Empire 641-1204 (Athens 1939), και Bowman, S. B., The Jews of Byzantium 1204-1453 (Alabama 1985) δεν θεωρούν πιθανό να υπήρχε ένας τέτοιος φόρος, σε αντίθεση με τον Sharf, A., Jews and other Minorities in Byzantium (Jerusalem 1995), 106-107. 4. Από τους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας των Συνάδων προερχόταν ο άγιος του 9ου αιώνα Κωνσταντίνος ο Νέος, ο οποίος μεταστράφηκε στο χριστιανισμό. Από το βίο του αντλούμε τις πληροφορίες για τις ιουδαϊκές κοινότητες των Συνάδων και της Νίκαιας τον 9ο αιώνα. 5. Jacoby, D., “What do we Learn about Byzantine Asia Minor from the Documents of the Cairo Genizah?”, στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος - 12ος αι.) (Διεθνή Συμπόσια 6, Αθήνα 1998), 83-95. 6. Από τη Νικομήδεια καταγόταν και ο Ααρών, γιος του Ηλία (Aaron ben Elijah), ο οποίος έδρασε κατά το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνα και υπήρξε κορυφαίος Καραΐτης λόγιος, φιλόσοφος και σχολιαστής βιβλικών κειμένων. |