Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ελληνιστική Ανάγλυφη Κεραμική στη Μ. Ασία

Συγγραφή : Λέκα Ευρυδίκη (16/9/2002)

Για παραπομπή: Λέκα Ευρυδίκη, «Ελληνιστική Ανάγλυφη Κεραμική στη Μ. Ασία», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4218>

Ελληνιστική Ανάγλυφη Κεραμική στη Μ. Ασία (27/5/2008 v.1) Hellenistic Relief Pottery in Asia Minor (10/10/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Η μαζική παραγωγή ανάγλυφης κεραμικής με χρήση μήτρας αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνιστικής περιόδου, όταν η αγγειογραφία είχε πια παρακμάσει και τα μεταλλικά αγγεία αποτελούσαν το πρότυπο. Εκτός από τους ανάγλυφους σκύφους, που είχαν μεγάλη διάδοση σε όλη τη Μεσόγειο, στη Μικρά Ασία εμφανίζονται επιπλέον δύο ιδιαίτερα είδη ανάγλυφης κεραμικής, με κύρια κέντρα παραγωγής το Πέργαμον, την Έφεσο, την Ταρσό και τη Σμύρνη. Πρόκειται για την κεραμική με επίθετο ανάγλυφο και για την εφυαλωμένη ανάγλυφη κεραμική.

2. Ανάγλυφοι σκύφοι

Οι λεγόμενοι «μεγαρικοί» ή ανάγλυφοι –όπως είναι σωστότερο να λέγονται– σκύφοι αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό είδος αγγείου στην Ελληνιστική περίοδο. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν ημιτόμους. Πρόκειται για μελαμβαφή ημισφαιρικά κύπελλα με ή χωρίς χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση και με ανάγλυφη διακόσμηση, η οποία καλύπτει όλη την εξωτερική επιφάνεια του αγγείου εκτός από το χείλος και περιλαμβάνει από αφηρημένα και φυτικά κοσμήματα μέχρι ζώα και ανθρώπινες μορφές, που συνήθως διατάσσονται συμμετρικά. Αυτά τα επιτραπέζια αγγεία πόσης καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν μαζικά με τη βοήθεια μήτρας, στην οποία είχαν προηγουμένως αποτυπωθεί με σφραγίδα τα διακοσμητικά μοτίβα, στην πλειονότητά τους εμπνευσμένα από πρότυπα μεταλλικών αγγείων σε χρυσό ή ασήμι.

Παλαιότερα πιστευόταν ότι μοναδικό κέντρο παραγωγής αυτών των αγγείων ήταν τα Μέγαρα, γι’ αυτό και ονομάζονταν μεγαρικοί σκύφοι. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι υπήρχαν πολλά κέντρα κατασκευής ανάγλυφων σκύφων, το καθένα με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η παραγωγή τους αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα αθηναϊκή καινοτομία των χρόνων λίγο μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (περίπου 240-220 π.Χ.), αλλά η νέα τεχνική υιοθετήθηκε πολύ γρήγορα και από άλλες πόλεις: στο τελευταίο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. από την Κόρινθο και το Άργος και λίγο αργότερα από άλλα πελοποννησιακά κέντρα (π.χ. Σπάρτη) και από τη Βοιωτία, ενώ στη Δήλο εμφανίζεται στο διάστημα 166-69 π.Χ.

Μετά την κυρίως Ελλάδα, η δυτική Μικρά Ασία, με κύριους εκπροσώπους το Πέργαμον, την Έφεσο και τη Μίλητο, είναι η πρώτη περιοχή όπου παράγονται επιτόπου αγγεία αυτής της κατηγορίας. Μάλιστα η κατασκευή τους διαδίδεται σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα γνωστά μικρασιατικά κέντρα της Ελληνιστικής περιόδου, όπως δείχνουν οι μεγάλες ποσότητες ανάγλυφων σκύφων και μητρών που έχουν βρεθεί σε όλες τις ανασκαφές.

Η αρχή της παραγωγής ανάγλυφων σκύφων στο μικρασιατικό χώρο χρολογείται περίπου στις αρχές του 2ου αι. π.Χ., αν και η παραγωγή του Περγάμου και ίσως και της Ταρσού θα πρέπει να ξεκίνησε λίγο νωρίτερα (στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.). Αργότερα, από τον 1ο αι. π.Χ. και μετά, η κεραμική αυτή αντικαταστάθηκε σταδιακά από την ανατολική ερυθροβαφή κεραμική (eastern sigillata). Από την αρχή τα μικρασιατικά εργαστήρια ανάγλυφων σκύφων ακολούθησαν το δικό τους δρόμο.1 Έτσι στη Μικρά Ασία δεν απαντούν, για παράδειγμα, οι λεγόμενοι «ομηρικοί» σκύφοι, που διακοσμούνται με μυθολογικά θέματα από τα Ομηρικά έπη, ούτε το ποικίλο ρεπερτόριο εικονιστικών σκηνών των αττικών αγγείων. Ίσως αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η περγαμηνή κεραμική με επίθετο ανάγλυφο.

Οι μικρασιατικοί ανάγλυφοι σκύφοι είναι γενικά διαφορετικού σχήματος και μικρότεροι σε μέγεθος από τους αττικούς, οι οποίοι έχουν βαθύ σώμα και χείλος που στρέφεται προς τα έξω. Το σώμα των μικρασιατικών σκύφων είναι πιο ρηχό και το χείλος τους στρέφεται προς τα μέσα, ενώ διακοσμούνται με αρκετά μεγάλη ποικιλία εικονιστικών, φυτικών ή άλλων μοτίβων. Χάρη σε πρόσφατες μελέτες έχει αναδειχθεί η σημασία των εργαστηρίων της Εφέσου, της Μιλήτου, του Περγάμου, της Πριήνης, της Μύρινας, της Κύμης και σε μικρότερο βαθμό της Ταρσού και της Κνίδου.2 Μάλιστα στην Ιωνία έχουν ταυτιστεί και πολλά άλλα μικρότερα αλλά εξίσου σημαντικά εργαστήρια. Επίσης η περιοχή του Πόντου δεν έχει ερευνηθεί ακόμα συστηματικά, αλλά είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν και εκεί εργαστήρια παραγωγής ανάγλυφης κεραμικής, όπως για παράδειγμα στη Σινώπη.

Η παραγωγή της Μικράς Ασίας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά τόσο στον πηλό και την τεχνική, όσο και στα σχήματα και στη διακόσμηση, αλλά κάθε εργαστήριο ξεχωρίζει με ορισμένα ιδιαίτερα διακοσμητικά μοτίβα ή άλλα στοιχεία. Για παράδειγμα, οι ανάγλυφοι σκύφοι των ιωνικών εργαστηρίων είναι ρηχότεροι και πλατύτεροι και μάλιστα τα μεγέθη φθίνουν ακόμα περισσότερο με τον καιρό. Ωστόσο, δεν είναι ακόμα δυνατό να διαχωρίσουμε τα υπόλοιπα μικρασιατικά εργαστήρια με βάση το σχήμα των αγγείων και μόνο, όπως για παράδειγμα έναν περγαμηνό από ένα μιλησιακό σκύφο.

Το γεγονός ότι τα διακοσμητικά μοτίβα της ελληνιστικής ανάγλυφης κεραμικής είναι έως ένα βαθμό ομοιόμορφα και προέρχονται από κοινή πηγή δυσχεραίνει τη διάκριση των εργαστηρίων. Ωστόσο, η εξατομικευμένη εκτέλεση των λεπτομερειών ενός, κατά τ’ άλλα, ευρέως διαδεδομένου μοτίβου μπορεί να αποτελέσει στοιχείο ταύτισης κάποιου εργαστηρίου. Ιδεατές περιπτώσεις αποτελούν τα υπογεγραμμένα αγγεία, με βάση τα οποία μπορεί κανείς να εντάξει ανυπόγραφα κομμάτια σε ομάδες και εργαστήρια. Δυστυχώς όμως, εκτός από τα ευρήματα της Δήλου, τέτοια αγγεία είναι πολύ σπάνια και σε κάποια μέρη –για παράδειγμα στη Μίλητο– δεν υπάρχουν καθόλου. Τέλος, ένα κριτήριο ταύτισης εργαστηρίου είναι και ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται οι σφραγίδες που φέρουν τα διακοσμητικά μοτίβα. Με βάση τις μέχρι τώρα γνώσεις μας, δεν μπορούν ακόμα να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα σχετικά με την οργάνωση της παραγωγής ανάγλυφων σκύφων στη Μικρά Ασία. Πολλά ζητήματα μένουν ακόμα ανοιχτά, όπως για παράδειγμα η σημασία των εργαστηρίων της Κνίδου ή των Σάρδεων, όπως και αυτών της ΒΔ Μικράς Ασίας, με κέντρο πιθανότατα την Κύμη.

Παλαιότερα πιστευόταν ότι κέντρο παραγωγής αυτής της κεραμικής ήταν η Δήλος.3 Σήμερα όμως ξέρουμε ότι τα εργαστήρια βρίσκονταν κυρίως στη δυτική Μικρά Ασία και ότι η λεγόμενη «δηλιακή κεραμική» στην ουσία παραγόταν σε μικρασιατικά εργαστήρια και μεταφερόταν στο νησί, από όπου εξαγόταν εκ νέου. Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός μικρασιατικών ανάγλυφων σκύφων που βρέθηκε στη Δήλο δε μας προσφέρει μόνο πλούσιο υλικό σύγκρισης, αλλά μας βοηθά και στην ταύτιση των εργαστηρίων με βάση τόσο τα υπογεγραμμένα κομμάτια όσο και τα διακοσμητικά μοτίβα. Από τη σύγκριση με κομμάτια και, κυρίως, μήτρες που βρέθηκαν στην ίδια την Έφεσο προκύπτει ότι ένα από τα βασικά κέντρα παραγωγής των «ιωνικών σκύφων» της Δήλου ήταν η Έφεσος. Άλλα εργαστήρια που αντιπροσωπεύονται στη Δήλο είναι αυτά της Μιλήτου, των Διδύμων, των Λαβράνδων, της Κνίδου, της Ιασού, της Σμύρνης, της Τέω, του Νοτίου, της Πριήνης, της Μύρινας και του Περγάμου. Τα ίδια εργαστήρια παρήγαν ακόμα λυχνάρια και ανάγλυφα αγγεία μεσαίου και μεγάλου μεγέθους (οινοχόες, λαγύνους, φίλτρα, αμφορείς, κρατήρες, ρυτά κ.ά.).

Από εμπορική άποψη οι ανάγλυφοι σκύφοι αποτέλεσαν το πιο επιτυχημένο ελληνικό είδος αγγείου με ανάγλυφη διακόσμηση, το οποίο εξαπλώθηκε χρονικά και τοπικά στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνιστικού κόσμου. Το 2ο αι. π.Χ. μάλιστα ήταν το κατεξοχήν αγγείο πόσης σε όλο το μεσογειακό χώρο. Η παραγωγή ανάγλυφων σκύφων στη Μικρά Ασία ευνοήθηκε σημαντικά από την οικονομική παρακμή της Αθήνας και την απουσία της από τις αγορές της Μεσογείου στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Έτσι οι μικρασιατικοί ανάγλυφοι σκύφοι άρχισαν να εξάγονται παντού στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα και μάλιστα γρήγορα υπερσκέλισαν το εμπόριο των αττικών ανάγλυφων σκύφων.

Όσον αφορά το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, οι εμπορικές σχέσεις κατευθύνονταν περισσότερο νότια και νοτιοανατολικά. Μεγάλης κλίμακας εμπόριο υπήρχε μόνο για τους ανάγλυφους σκύφους των εργαστηρίων της Ιωνίας-Εφέσου, όπου τον κύριο λόγο είχαν Ρωμαίοι έμποροι και αγοραστές μέσω του ελεύθερου λιμανιού της Δήλου. Η Μίλητος εξήγε κυρίως ανατολικά και διατηρούσε στενές επαφές με τα κέντρα της Ταρσού, της Αντιόχειας και της Σαμάρειας. Η επιρροή του Περγάμου επικεντρωνόταν στα γειτονικά του εργαστήρια και σε αυτά ανατολικότερα. Γενικά, η σημασία της περγαμηνής παραγωγής εντοπίζεται περισσότερο σε ομοιότητες ή επιρροές σε άλλες περιοχές παρά σε εξαγωγές. Άλλα κέντρα διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη δυτική Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα (Κριμαία, Ολβία), όπου κυρίαρχη είναι η παρουσία ανάγλυφων σκύφων από τη νότια και κεντρική Ιωνία.

2.1. Έφεσος

Οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων έδειξαν ότι η Έφεσος ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής ανάγλυφων σκύφων στη Μικρά Ασία.4 Το υλικό που βρέθηκε αντιστοιχεί απόλυτα, όσον αφορά το σχήμα, τον πηλό και τα διακοσμητικά μοτίβα, με τους ανάγλυφους σκύφους «ιωνικών εργαστηρίων» που βρέθηκαν στη Δήλο και χρονολογούνται στο διάστημα 166-69 π.Χ. Ο πηλός μπορεί να είναι, με σειρά συχνότητας, ερυθροκίτρινος, ερυθρός, σκοτεινός φαιός, φαιός, ερυθροκάστανος, κιτρινέρυθρος, ανοιχτός καστανός και καστανός. Η βαφή μπορεί να είναι στιλπνή ή αμαυρή και το χρώμα της ποικίλλει, με σειρά συχνότητας, από ερυθρό σε σκοτεινό φαιό, πολύ σκοτεινό φαιό, ερυθρό ωχρό, ερυθρό σκούρο, ερυθροκάστανο, καστανό σκούρο και μαύρο.

Το σχήμα των ανάγλυφων σκύφων της Εφέσου-Ιωνίας είναι αρκετά χαρακτηριστικό. Πρόκειται κυρίως για ημισφαιρικούς σκύφους με ελαφρά έσω νεύον ή ευθύ χείλος και με μετάλλιο στη βάση τους, το οποίο συχνά περιβάλλεται από έναν ή περισσότερους πλαστικούς δακτυλίους που δίνουν στο αγγείο μεγαλύτερη σταθερότητα. Η διάμετρος του χείλους είναι γενικά 11-12 εκ., αλλά υπάρχουν και αποκλίσεις (από 8,2 εκ. το μικρότερο έως 14,3 εκ. το μεγαλύτερο). Το βάθος των αγγείων είναι γενικά 6-7 εκ. αλλά υπάρχουν και βαθύτερα αγγεία (έως 10,4 εκ. το βαθύτερο) καθώς και ρηχότερα (έως 4,8 εκ. το ρηχότερο). Τα διακοσμητικά μοτίβα περιλαμβάνουν φυτικά (κυρίως άνθη με μακρύ μίσχο, κληματόβεργες, ρόδακες, φύλλα λωτού ή άκανθας) και εικονιστικά θέματα, όπου κυριαρχούν τα μυθολογικά θέματα ή πρόσωπα (Έρωτες, Νίκες, διονυσιακές σκηνές), επάλληλα φυλλαράκια ή γλωσσίδια, μεγάλα φύλλα, «μακεδονικές ασπίδες» και δικτυωτό κόσμημα.

Δύο εργαστήρια Εφέσιων κεραμέων ξεχωρίζουν: αυτό του Απολλώνιου και αυτό του «Κεραμέα με το Μονόγραμμα», το οποίο πρέπει να ήταν ένα από τα σημαντικότερα εργαστήρια παραγωγής ανάγλυφων σκύφων στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Η παραγωγή αυτού του εργαστηρίου χαρακτηρίζεται από τυποποίηση των φυτικών μοτίβων και εκλεκτισμό στο ρεπερτόριο των κοσμημάτων. Το εργαστήριο του Μενεμάχου είναι το καλύτερο ποιοτικά. Μεγάλο μέρος της παραγωγής αυτού του εργαστηρίου βρέθηκε στη Δήλο. Άλλα μικρότερα εργαστήρια είναι αυτό των «Ωραίων Μεδουσών», το εργαστήριο του «Κωμικού με το Μπαστούνι», ένα πολύ πρωτότυπο εργαστήριο, όπου εμφανίζονται συχνά οι τετράγωνοι ρόδακες που απαντούν και στη Μίλητο, το εργαστήριο του «Μικρού Σπειροειδούς Ρόδακα», των «Φαιών Αγγείων», του Αθήναιου, από το οποίο γνωρίζουμε και πολλά υπογεγραμμένα λυχνάρια του λεγόμενου «τύπου της Εφέσου». Επίσης, το εργαστήριο (ή τα εργαστήρια) του Φίλωνος, του Ρα-, του Μύ(ρωνος;) και των μιμητών τους, από το οποίο –μαζί με το εργαστήριο του Μενεμάχου– προέρχονται τα περισσότερα υπογεγραμμένα κομμάτια, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν αυτά με ανάγλυφα επάλληλα φυλλαράκια ή γλωσσίδια.

Η παραγωγή ανάγλυφων σκύφων στην Έφεσο αυξήθηκε ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 2ου αι. π.Χ. Φαίνεται ότι η Έφεσος ανέλαβε στην παραγωγή κεραμικής το ρόλο του Περγάμου και του νότιου ιωνοκαρικού χώρου, όταν μετά τη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. οι συσχετισμοί δυνάμεων άλλαξαν: Η παλαιότερη εμπορική δύναμη της Ρόδου με την περιοχή κυριαρχίας στην Καρία μειώθηκε σημαντικά, και η Δήλος ως ελεύθερο λιμάνι, η Αθήνα και η Ρώμη πήραν τη θέση της. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να επέδρασαν ώστε η παραγωγή των Εφέσιων κεραμέων να πάρει δυναμικά σημαντικό κομμάτι της αγοράς.

2.2. Μίλητος και Δίδυμα

Η παραγωγή της Μιλήτου ξεκινά δειλά στον πρώιμο 2ο αι. π.Χ., όμως το μεγαλύτερο μέρος της εντοπίζεται στον ύστερο 2ο αι. π.Χ., ενώ συνεχίζει και στον 1ο αι. π.Χ.5 Χωρίζεται σε εννέα επιμέρους ομάδες με βάση τη διακόσμηση, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η «Ομάδα του Μικρού Έρωτα», η «Ομάδα του Καλαμιού», η «Ομάδα της Ελικοειδούς Άκανθας» και η «Ομάδα του Ενδεκάφυλλου Ρόδακα». Φαίνεται ότι υπήρχαν στη Μίλητο εργαστήρια τόσο υψηλού όσο και πολύ χαμηλού επιπέδου. Η ανάγλυφη διακόσμηση σε ορισμένα από αυτά έχει ιδιαίτερη προσωπική τεχνοτροπία, που βρίσκει μόνο λίγα και αόριστα παράλληλα σε άλλα εργαστήρια. Δίπλα σε αυτά τα αυθεντικά μιλησιακά έργα σημαντικό ρόλο παίζει η συριακή παραγωγή και ιδιαίτερα αυτή της Αντιόχειας. Η επιρροή της τελευταίας στους Μιλήσιους κεραμείς πρέπει με το χρόνο να έγινε ιδιαίτερα ισχυρή. Το ίδιο ισχύει και για την επιρροή που η Μίλητος δέχτηκε από το Πέργαμον. Είναι πιθανό αυτή η επιρροή να έγινε φανερή κυρίως στην παραγωγή του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ., όταν οι σχέσεις των δύο αυτών βασιλείων ήταν ιδιαίτερα στενές: τόσο ο Ευμένης Β' Σωτήρ (197-160/159 π.Χ.) όσο και ο Αντίοχος Δ' Επιφανής (175-164 π.Χ.) εμφανίζονται ως ευεργέτες της Μιλήτου.

Είναι γενικά αρκετά δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα σε ντόπια κομμάτια, που μοιάζουν με συριακά ή περγαμηνά, και σε εισαγωγές από αυτά τα δύο κέντρα. Αντίθετα, αυτό είναι σχετικά εύκολο όσον αφορά τα ιωνικά-εφεσιακά κομμάτια, τα οποία έχουν πολύ χαρακτηριστική εμφάνιση και διακρίνονται ξεκάθαρα από τις μιλησιακές παραλλαγές τους. Εκτός από το Πέργαμον και την Αντιόχεια της Συρίας, η Μίλητος εισήγαγε ανάγλυφους σκύφους και από την Αθήνα, ενώ μεγάλο μέρος των ανάγλυφων σκύφων που βρέθηκαν στην πόλη προέρχονται από τα εργαστήρια της Εφέσου-Ιωνίας. Η Μίλητος διατηρούσε επίσης εμπορικές σχέσεις και με τη Μαύρη θάλασσα. Τα ευρήματα από το ιερό των Διδύμων κατά περίεργο τρόπο δεν εμφανίζουν κάποιο κοινό στοιχείο με την παραγωγή της Μιλήτου αλλά ούτε και εσωτερική ομοιογένεια.

2.3. Πριήνη

Η σειρά της Πριήνης είναι απόλυτα ομοιογενής τόσο στην τεχνική όσο και στο μοναδικό σχήμα σκύφου που χρησιμοποιείται.6 Η διακόσμηση διατάσσεται σε επάλληλες ζώνες που χωρίζονται από πλαστικούς δακτυλίους και το ύψος τους αυξάνει από πάνω προς τα κάτω. Τα θέματα των διακοσμητικών μοτίβων είναι κοινά με αυτά άλλων περιοχών, όπως της Εφέσου. Οι ανώτερες ζώνες κοσμούνται με ωά, ρόδακες και αστερίσκους, πέρλες και μικρά νομίσματα, ανθέμια, συστάδες από φύλλα, σπείρες, ερωτιδείς πάνω σε άρματα, δράκοντες και δελφίνια. Το κατώτερο τμήμα του αγγείου διακοσμείται με φύλλα άκανθας, φύλλα με στρογγυλεμένους λοβούς, ιωνικά κυμάτια, φοινικόφυλλα. Μερικά αγγεία καλύπτονται εξ ολοκλήρου από σταγονίδια, επάλληλα ημικύκλια και στιγμές ή φολιδωτό κόσμημα. Τα μόνα μοτίβα που δε συναντώνται αλλού είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος ανθεμίου και οι θαλάσσιοι γρύπες.

2.4. Μύρινα

Οι ανάγλυφοι σκύφοι της Μύρινας αποτελούν επίσης εντελώς ομοιογενή ομάδα.7 Από τεχνικής άποψης παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μικρασιατικούς ανάγλυφους σκύφους: η ομοιόμορφη βαφή της επιφάνειας έχει αντικατασταθεί από ένα λευκό κιμωλιώδες επίχρισμα, πάνω στο οποίο ξεχωρίζουν, με επίθετο χρώμα, καστανόχρωμες ταινίες. Ο πηλός είναι ροδόχρωμος, λεπτός και μαλακός. Υπάρχουν σκύφοι διάφορων σχημάτων. Όσον αφορά τα διακοσμητικά μοτίβα, αν και αντλούν από το κοινό ρεπερτόριο της κεραμικής αυτού του είδους, εμφανίζουν στα αγγεία της Μύρινας διαφορετική μορφή και διάταξη: δαντελωτά φύλλα σε γιρλάντες, ρόδακες διάσπαρτοι ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα, λουτροφόροι, βουκράνια με κορδέλες, μικρές σπείρες κάτω από φοινικόφυλλα, διονυσιακοί κρατήρες, αραβουργήματα και πλοχμοί, δελφίνια και πουλιά στην ανώτερη ζώνη και μάσκες στη βάση. Η παραγωγή αυτή συνδέεται άμεσα με τη διάσημη κοροπλαστική παραγωγή της περιοχής και χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ.

2.5. Κύμη

Οι ανάγλυφοι σκύφοι αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία ελληνιστικών αγγείων από την Κύμη και συνιστούν μια ιδιαίτερη ομάδα ανάμεσα στα μικρασιατικά εργαστήρια.8 Πρόκειται για μια σημαντική και αρκετά υψηλού επιπέδου παραγωγή που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο βόρειο-ιωνικό χώρο. Παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με την παραγωγή της Μύρινας (πουλιά και δελφίνια στην άνω διακοσμητική ζώνη, μάσκες στη βάση, διάσπαρτοι ρόδακες ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα, λουτροφόροι, βουκράνια) αλλά δε συνιστά ομοιογενή ομάδα με την τελευταία, όπως είχε υποστηριχτεί παλαιότερα. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά τα στοιχεία τα βρίσκουμε και σε άλλα εργαστήρια, ενώ το ελαφρώς έξω νεύον χείλος είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων μικρασιατικών κέντρων παραγωγής ανάγλυφων σκύφων εκτός από αυτό της Εφέσου. Υπάρχουν επίσης πολλά κοινά στοιχεία με την παραγωγή του Περγάμου, και λιγότερα με αυτή της Εφέσου ή άλλων μικρασιατικών εργαστηρίων, όπως της Μιλήτου.

Χαρακτηριστική της παραγωγής της Κύμης είναι η αγάπη για τα πουλιά και για ορισμένα φυτικά μοτίβα. Αν και η παραγωγή αυτή δεν έχει ακόμα μελετηθεί συστηματικά, φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 2ου αι. π.Χ. οι κεραμείς της Κύμης ανέπτυξαν τη δική τους ιδιαίτερη τεχνοτροπία στη διακόσμηση ανάγλυφων σκύφων, που παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με άλλα γειτονικά μικρασιατικά εργαστήρια αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό της δρόμο. Κοινά στοιχεία με άλλα κέντρα εκτός Μικράς Ασίας (Συρία, Εύξεινος Πόντος, Αττική κ.α.) είναι σπάνια και πολλά από αυτά μπορεί να μεταφέρθηκαν μέσω άλλων πιο σημαντικών μικρασιατικών κέντρων παραγωγής.

Η Κύμη δεν πρωταγωνιστεί στην παραγωγή ανάγλυφων σκύφων στη Μικρά Ασία, ενώ η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα φαίνεται ότι άρχισε εδώ αργότερα από ό,τι στο Πέργαμον. Στα χρόνια περί το 200 π.Χ. υπάρχουν ακόμα λίγοι ανάγλυφοι σκύφοι στην Κύμη, κυρίως εισαγωγές και όχι ντόπια κομμάτια. Αυτό αλλάζει στο δεύτερο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ., εποχή όπου η ποιότητα της παραγωγής είναι πολύ υψηλή. Με βάση στιλιστικές ομοιότητες με την παραγωγή του Περγάμου, ορισμένα εργαστήρια χρονολογούνται στον ύστερο 2ο αι. π.Χ. Το τέλος της παραγωγής είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά φαίνεται ότι δε διήρκεσε πολύ.

Η έρευνα διακρίνει 14 ντόπια εργαστήρια παραγωγής ανάγλυφων σκύφων. Ο πηλός είναι συνήθως ροδόχρωμος έως ερυθροκάστανος, μαλακός και λεπτός και περιέχει μικρή ποσότητα μίκκας. Η βαφή παρουσιάζει αρκετές διαφορές από εργαστήριο σε εργαστήριο και ποικίλλει από μαύρο σε καστανό, ερυθρό και φαιό διαφορετικής στιλπνότητας. Το γενικό σχήμα των αγγείων είναι πιο κοντά στους σκύφους του Περγάμου από ό,τι της Εφέσου με το χαρακτηριστικό έσω νεύον χείλος που είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Κύμη. Η μέση διάμετρος των αγγείων της Κύμης φτάνει τα 13-14 εκ. Οι σκύφοι με βάση είναι συνήθεις αλλά κυριαρχούν αυτοί χωρίς βάση.

Διακρίνονται τέσσερις κατηγορίες ανάγλυφων σκύφων: αυτοί με οριζόντιες διακοσμητικές ζώνες, όπου ξεχωρίζουν το εργαστήριο του Πανίσκου, το «Εργαστήριο Schafer», το «Εργαστήριο των Ερώτων», το «Εργαστήριο των Μικρών Αετών» και η «Ομάδα των Βουκρανίων», οι σκύφοι με φύλλα και μακριά πέταλα, όπου ξεχωρίζει το «Εργαστήριο των Μακριών Πετάλων και των Ανθέων», οι σκύφοι με «μακεδονικές ασπίδες» και οι σκύφοι του «Εργαστηρίου των Πουλιών και του Φολιδωτού Κοσμήματος». Στην πρώτη ομάδα η σύνθεση των μάλλον μεγάλων σφραγίδων που φέρουν τα διακοσμητικά θέματα είναι απλή και ξεκάθαρη και οι ίδιες οι σφραγίδες είναι λίγο ως πολύ κλασικιστικές. Το εργαστήριο του Πανίσκου ιδιαίτερα είναι αυστηρά κλασικιστικό στην τεχνοτροπία. Η ποιότητα κατασκευής είναι συνήθως πολύ καλή και αυτή ήταν η καλύτερη περίοδος της παραγωγής της Κύμης. Το πιο χαρακτηριστικό ύστερο εργαστήριο της συγκεκριμένης ομάδας είναι αυτό των «Μικρών Αετών». Η τεχνοτροπία του είναι μικρογραφική, χρησιμοποιεί πολλά αυθαίρετα συνθετικά μοτίβα, ενώ τα φυτικά μοτίβα του είναι μάλλον γεωμετρικά. Το «Εργαστήριο των Μακριών Πετάλων και των Ανθέων» είναι καλύτερο, χρησιμοποιεί πολύ εκλεπτυσμένα μπαρόκ φύλλα ακάνθου, τα οποία ωστόσο έρχονται σε αντίθεση με άλλα τμήματα της διακόσμησης που είναι γεωμετρικά.

Επίσης σημαντικό εργαστήριο είναι αυτό των «Πουλιών και του Φολιδωτού Κοσμήματος». Τα κύρια φυτικά κοσμήματα για όλες τις ομάδες είναι τα φύλλα ακάνθου, τα φοινικόφυλλα, τα μακριά πέταλα, τα ακανθοειδή ανθέμια, τα άνθη διάφορων ειδών και τα απλά επάλληλα ανθέμια. Οι ρόδακες αποτελούν την πιο συνήθη διακόσμηση της βάσης. Στη μεσαία διακοσμητική ζώνη χρησιμοποιούνται ρόδακες, αμπελόφυλλα, ανθέμια, φύλλα και φολιδωτό κόσμημα, δενδρύλλια και σπείρες. Από τα εικονιστικά μοτίβα τα πιο συνήθη είναι τα πουλιά (κυρίως οι αετοί). Από τα άλλα ζώα συνηθίζονται τα δελφίνια. Οι ανθρώπινες μορφές είναι σπάνιες (Ερμής, Σάτυροι, χορεύτριες, Έρωτες). Υπάρχουν επίσης και διάφοροι τύποι αγγείων ως διακοσμητικά θέματα, καθώς και κίονες, στήλες, λύρες, πλοία, βουκράνια, κορδέλες και υφάσματα. Οι εικονιστικές σκηνές είναι άγνωστες.

2.6. Πέργαμον

Οι ανάγλυφοι σκύφοι του Περγάμου διαφέρουν σημαντικά από την παραγωγή άλλων περιοχών, εντός και εκτός Μικράς Ασίας.9 Τα διακοσμητικά θέματα διατάσσονται και εδώ, όπως συνήθως, σε επάλληλες ζώνες με διαχωριστικό ανάμεσά τους και υπάρχουν κοσμήματα κοινά με άλλες περιοχές (ωά, ρόδακες, πλοχμοί και σπείρες στις ανώτερες ζώνες, φοινικόφυλλα, κισσός, φύλλα ελιάς, δελφίνια, μάσκες, γιρλάντες και Ερωτιδείς στις ενδιάμεσες ζώνες, φύλλα άκανθας και λωτού, πλατιά φύλλα, ανθέμια και ιωνικά κυμάτια στην κατώτερη ζώνη, ρόδακες και μάσκες στη βάση κ.ά.). Αλλά παρουσιάζονται και μοτίβα άγνωστα από άλλες περιοχές ή γνωστά μοτίβα με διαφορετική μορφή: αιχμές δοράτων, ανθέμια, ρόδακες, μουσικά όργανα, μάσκες, κρατήρες ιδιαίτερου τύπου, νεκροκεφαλές, βωμοί, κάπροι, λιοντάρια, ιππόκαμποι, κένταυροι που παίζουν αυλό, χορεύτριες. Η διάταξη της διακόσμησης είναι επίσης διαφορετική, με την κατώτερη ζώνη του αγγείου να διακοσμείται με εικονιστικά αντί για φυτικά θέματα, όπως συνηθίζεται αλλού.

Γενικά η κεραμική αυτή είναι κατώτερης ποιότητας: τα πρόσωπα δεν είναι παρά ψηλόλιγνες και αδέξιες σιλουέτες παιδικής ζωγραφικής, τα φυτικά μοτίβα είναι αδύναμα, αποστεωμένα, μακριά από το φυσικό τους πρότυπο, υπερφορτωμένα με γραμμές και στιγμές. Ήδη από το 200 π.Χ. περίπου παρατηρείται στο Πέργαμον σημαντική μείωση της μελαμβαφούς ανάγλυφης κεραμικής, προς όφελος της ερυθροβαφούς, η οποία έως το τέλος του τρίτου τετάρτου του 2ου αι. π.Χ. θα αυξάνεται συνεχώς και θα υπερέχει.

2.7. Ταρσός

Οι ανάγλυφοι σκύφοι αποτελούν μικρό μόνο ποσοστό της ελληνιστικής κεραμικής που βρέθηκε στην Ταρσό.10 Είναι πιο κοντά στους τύπους της Αντιόχειας και της Σαμάρειας από ό,τι σε αυτούς της Αθήνας, αν και η σύγκριση με το υλικό από τις θέσεις της Συρίας και της Παλαιστίνης προδίδει πολλές τοπικές ιδιομορφίες και προτιμήσεις. Δεν έχουμε αποδείξεις για ντόπια παραγωγή –δεν έχουν, δηλαδή, βρεθεί μήτρες– και είναι πιθανό η Ταρσός να εισήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των ανάγλυφων σκύφων της από τις γειτονικές περιοχές, ενώ λίγα κομμάτια εισήχθησαν αναμφισβήτητα από την Αθήνα. Ο πηλός των θραυσμάτων από την Ταρσό είναι πολύ λεπτός και περιέχει λίγη μίκκα. Το χρώμα του ποικίλλει από μουντό κίτρινο σε ερυθροκίτρινο και πορτοκαλέρυθρο. Μερικές φορές μπορεί να είναι και φαιό. Η βαφή, αμαυρή ή με κάποια στιλπνότητα, ποικίλλει από μαύρο (σπάνια καλής ποιότητας) σε ερυθροκάστανο και ερυθρό. Το σχήμα των αγγείων είναι περίπου ημισφαιρικό και το χείλος κατά βάση έξω νεύον. Η διακόσμηση συνίσταται συνήθως σε ένα ρόδακα στη βάση, σε μια κύρια διακοσμητική ζώνη στο σώμα του αγγείου και σε μια στενή ζώνη ωών ή μπουμπουκιών κάτω από το ακόσμητο χείλος. Το κατώτερο τμήμα της διακόσμησης στο σώμα αποτελείται από μια συστάδα φύλλων ποικίλου ύψους. Μερικές φορές παρεμβάλλονται ανάμεσα νυχιές, που μπορεί να σχηματίζουν και μια ξεχωριστή ζωφόρο από πάνω, ενώ ένα φυτικό μοτίβο μπορεί να αντικαταστήσει την εικονιστική ζώνη. Υπάρχουν βέβαια και ελαφρές παραλλαγές αυτού του διακοσμητικού σχήματος.

2.8. Λάβρανδα

Οι ανάγλυφοι σκύφοι που κατασκευάζονταν στα Λάβρανδα, αντιπροσωπευτικά δείγματα των οποίων έχουν βρεθεί και στη Δήλο, διακοσμούνται συνήθως με έναν κάλυκα φύλλων που ξεκινούν ακτινωτά από έναν κεντρικό ρόδακα στη βάση, ενώ κάτω από το χείλος μία ή περισσότερες οριζόντιες ζώνες διακοσμητικών μοτίβων χωρίζονται από ανάγλυφες γραμμές. Κάποιες φορές ένα γοργόνειο παίρνει τη θέση του κεντρικού ρόδακα στη βάση ή η βάση είναι ακόσμητη. Τα αγγεία αυτά χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 2ου και στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ.11

3. Κεραμική με επίθετο ανάγλυφο

Ο όρος «κεραμική με επίθετο ανάγλυφο» επινοήθηκε από τη σύγχρονη έρευνα για να χαρακτηρίσει μια ιδιαίτερη παραγωγή αγγείων με πλαστικό διάκοσμο που αναπτύχθηκε στο Πέργαμον το διάστημα 150-50 π.Χ. περίπου. Η κεραμική αυτή δεν είχε βέβαια τη διάδοση των ανάγλυφων σκύφων αλλά η πρωτοτυπία της είναι σημαντική και μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε σε ένα βαθμό μεταλλικά αγγεία εξαιρετικής ομορφιάς, ενώ εμφανίζει στενές σχέσεις και με την αρρητινή κεραμική. Σε αντίθεση με τους ανάγλυφους σκύφους που κατασκευάζονταν με μήτρα, τα αγγεία της κατηγορίας αυτής φτιάχνονταν στον τροχό και διακοσμούνταν με επίθετες ανάγλυφες παραστάσεις. Τα διακοσμητικά μοτίβα ήταν στην ουσία πλακέτες πηλού κατασκευασμένες με μήτρα που επικολλούνταν με υγρό πηλό στο τοίχωμα του αγγείου. Τέτοιες πλακέτες τοποθετούνταν είτε στο εσωτερικό κυλίκων είτε στο εξωτερικό άλλων αγγείων σε μια συνεχόμενη ζώνη. Το περίγραμμα της διακοσμητικής πλακέτας άλλοτε διατηρείται και άλλοτε κόβεται ακολουθώντας το περίγραμμα της παράστασης. Μία πλακέτα μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες από μία διακοσμητικές μορφές, αλλά μερικές φορές γίνεται χρήση και περισσοτέρων της μιας διακοσμητικών ανάγλυφων πλακετών. Η τεχνικής της μήτρας επέτρεπε την αέναη αναπαραγωγή των κοσμημάτων αλλά και διάφορους συνδυασμούς τους. Μάλιστα, το ίδιο μοτίβο μπορούσε να αναπαραχθεί και σε διαφορετικά μεγέθη. Τα δευτερεύοντα κοσμήματα χαράσσονταν συνήθως στον πηλό ή στο επίχρισμα. Εκτός από το Πέργαμον, η ιδιαίτερη αυτή κατηγορία κεραμικής εμφανίζεται και στην Έφεσο.

3.1. Πέργαμον

Η παραγωγή κεραμικής με επίθετο ανάγλυφο ξεκινά στο Πέργαμον στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή στο διάστημα από το 125 έως το 75 π.Χ., συνεχίζεται στη δεκαετία του 60 π.Χ. για να σταματήσει στην αρχή της εποχής του Αυγούστου. Η κεραμική αυτή εξάγεται σε περιορισμένο βαθμό στη Δήλο την περίοδο 110-69 π.Χ., στις περιοχές Candarli, Yortan Kelembe, Λαοδίκεια, Ολβία, Κερτς, Πριήνη, Σίφνο, Ορχομενό Αρκαδίας, Παλατιανό Μακεδονίας και Μιρμέκι. Το περισσότερο υλικό προέρχεται από τη Δήλο και το Πέργαμον. Αν και η παραγωγή αυτή αντιπροσωπεύει πολύ μικρό ποσοστό της ελληνιστικής κεραμικής που βρέθηκε στο Πέργαμον (μόνο περίπου το 1,33%), η σπανιότητα των σχημάτων των αγγείων και οι διάφορες αποχρώσεις στη διακόσμηση την κάνουν να ξεχωρίζει.12

Η πλειονότητα των αγγείων αυτών χαρακτηρίζεται από ένα ροδόχρωμο μαλακό πηλό και μια ερυθρή-κοραλλένια ή καστανή, λεία και στιλπνή βαφή, σε αντίθεση με το λευκό-κρεμ και σκληρό πηλό με την ερυθρή-μενεξεδιά βαφή της λεγόμενης «περγαμηνής κεραμικής». Η επικόλληση των διακοσμητικών μοτίβων είναι αρκετά επιμελής και στερεή. Για τις ανθρώπινες και ζωικές μορφές χρησιμοποιείται αποκλειστικά η τεχνική του επίθετου αναγλύφου, ενώ οι ζωφόροι και οι γιρλάντες κισσού μπορούν να συνοδεύονται και από εγχάραξη. Το πιο συχνό σχήμα είναι ο σκύφος με ή χωρίς λαβές, σε διάφορες παραλλαγές, με ευθύ, έξω νεύον ή διαπλατυσμένο χείλος.

Οι ψηλές και πλατιές αναλογίες αυτών των σκύφων ακολουθούν ομοιογενή εξέλιξη, που διακρίνεται σε τρεις βασικούς τύπους, από τους οποίους οι δύο πρώτοι ακολουθούν αντίστοιχα το πρότυπο του βοιωτικού και του αττικού σκύφου, ενώ ο τρίτος αποτελεί ντόπια εφεύρεση χαρακτηριστική αυτής της κατηγορίας κεραμικής. Το ύψος των σκύφων αυτών ποικίλλει από 7,5 ως 15 εκ. Αργότερα υιοθετούνται και άλλα μεγαλύτερα σχήματα κοινά στην ελληνιστική κεραμική: αμφορείς, λάγυνοι, υδρίες, οινοχόες, κανάτες με ανάγλυφες προτομές στις λαβές, μεγάλες πυξίδες χωρίς πώμα, ρυτά, φίλτρα, ασκοί, κρατήρες με κάθετο εισέχον ή κοίλο έξω νεύον χείλος, λεκάνες, κύλικες με γωνιώδες προφίλ, κάλυκες, κύπελλα με επίπεδη βάση, μικρά ανοιχτά αγγεία με κυρτό πυθμένα που στηρίζονται σε τρία επίθετα ανάγλυφα κοχύλια, λυχνάρια και υποστηρίγματα.

3.2. Διακόσμηση

Η ανάγλυφη διακόσμηση διακρίνεται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:

α) Φυτικός διάκοσμος. Πρόκειται για απλά φυτικά κοσμήματα, τα οποία αποτελούνται από τρία ή πέντε φυλλόσχημα στοιχεία που ενώνονται σε ένα στιλιζαρισμένο φυτικό μοτίβο και στη συνέχεια συνδυάζονται ως μεμονωμένες σφραγίδες. Αυτά μπορεί να είναι συστάδες από φύλλα κισσού, αμπελιού, φοίνικα, μυρτιάς ή βελανιδιάς. Από αυτά προκύπτει μια μετωπική διακόσμηση αποτελούμενη από μεμονωμένα όμοια διακοσμητικά στοιχεία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, η οποία μπορεί να μοιάζει με στεφάνι κρεμασμένο ανάμεσα στις λαβές του αγγείου ή με γιρλάντα τυλιγμένη γύρω από το αγγείο και από αυτήν κρέμεται ένα κεντρικό διακοσμητικό στοιχείο. Κυριαρχεί ο κισσός, σπάνια σε συνδυασμό με άλλα φυτά ή ανθρώπινες μορφές, που σχηματίζει ζωφόρους ή γιρλάντες από μπουκέτα εναλλασσόμενων φύλλων και κορύμβων κισσού, μοτίβο τυπικά περγαμηνό, αφού εμφανίζεται τόσο σε λυχνάρια όσο και στη γλυπτική.

β) Συνθέσεις που συνδυάζουν μορφές και φυτικά μοτίβα. Πρόκειται κυρίως για μία παιδική φτερωτή μορφή Έρωτα που συγκρατεί μία γιρλάντα.

γ) Μοτίβα-σύμβολα που είτε διατάσσονται πολυάριθμα σε κανονικές αποστάσεις γύρω από το αγγείο είτε, ως μεμονωμένες προτομές, τονίζουν ορισμένα λειτουργικά σημαντικά σημεία του αγγείου, όπως τη γένεση των λαβών. Πρόκειται κυρίως για μάσκες Σιληνών, προτομές ζώων, φαλλούς ή άλλα εμβλήματα. Τέτοια διακόσμηση εμφανίζεται παραδοσιακά σε όλα τα αγγεία με λαβές καθώς και σε λυχνάρια, αλλά ποτέ σε σκύφους. Αποτελεί τη μακροβιότερη μορφή ανάγλυφης διακόσμησης και είναι αρκετά ανομοιογενής γιατί δέχεται πολλές επιδράσεις από περιοχές εκτός Περγάμου, όπως η Αττική, αλλά και από άλλα είδη τέχνης, όπως η τορευτική. Στις άλλες τρεις κατηγορίες ανάγλυφης διακόσμησης τα δάνεια από την τορευτική τέχνη είναι μεμονωμένα, σε αντίθεση με την εδραιωμένη άποψη ότι η κεραμική αυτή όπως και οι ανάγλυφοι σκύφοι αντέγραφαν μεταλλικά αγγεία.

δ) Εικονιστικά θέματα. Πρόκειται για παραστάσεις αποτελούμενες από μία, δύο ή περισσότερες διαφορετικές μορφές, οι οποίες παριστάνονται σε διάφορες δραστηριότητες ή στάσεις και σε ένα συγκεκριμένο ή εντελώς φανταστικό περιβάλλον. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν τα ερωτικά συμπλέγματα, που είναι και τα μόνα εικονιστικά θέματα που συνδυάζονται μόνο μεταξύ τους και αντιπροσωπεύουν τον πρωταρχικό ρόλο του ερωτικού στοιχείου στο συμπόσιο. Επίσης απαντούν βακχικοί θίασοι (Μαινάδες και Βάκχες, Σάτυροι και Σιληνοί) και σκηνές από τη ζωή του Διονύσου (Διόνυσος μεθυσμένος, Αριάδνη αποκοιμισμένη), Έρωτες, γκροτέσκες μορφές, κωμικοί ηθοποιοί και μουσικοί, ιθυφαλλικός Πρίαπος, γυμνοί Ερμαφρόδιτοι, Κένταυροι, μάχες, Μούσες και γυναικείες μορφές σε διάφορες στάσεις, γυναικείες και ανδρικές θεότητες (Άρτεμις, Αθηνά, Αφροδίτη, Ήρα, Απόλλων, Άρης, Ποσειδών, Παν), ήρωες και ηρωίδες (Γανυμήδης, Βορέας και Ωρείθυια, Νιοβίδες, τυραννοκτόνοι), σκηνές λατρείας, πολεμιστές, θαλάσσιοι θίασοι.

Το ρεπερτόριο των εικονιστικών μοτίβων συντίθεται τόσο από δάνεια από την παλαιότερη κλασική τέχνη όσο και από πολλά μοναδικά για την εποχή εικονογραφικά θέματα που αποτέλεσαν πρότυπα για τη μεταγενέστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εικονογραφία, τα νεοαττικά ανάγλυφα και την αρχαϊστική και κλασικιστική γλυπτική, ενώ αντανακλά και τις πνευματικές ανησυχίες της εποχής. Τα ανάγλυφα κοσμήματα έχουν δική τους μνημειώδη ποιότητα, η οποία δε βρίσκει ισάξιο στην κεραμική ή στην κοροπλαστική της περιόδου και επιτρέπει συγκρίσεις μόνο με τη μεγάλη πλαστική, κύριος εκπρόσωπος της οποίας στην Ελληνιστική εποχή ήταν η Σχολή του Περγάμου. Κυριαρχούν τα διονυσιακά θέματα, τα οποία πρέπει να είχαν κάποια συμβολική σημασία για τους χρήστες των αγγείων. Οι εικονιστικές σκηνές ανήκουν γενικά σε μεγαλύτερους θεματικούς κύκλους. Παριστάνονται θεοί, λατρευτικές τελετές, μυθικοί θίασοι και ήρωες, θνητοί, ερωτικές σκηνές, ιστορικά γεγονότα, ηθοποιοί, βουκολικά τοπία. Το κλειδί για την ερμηνεία αυτών των σκηνών είναι η διονυσιακή εικονογραφία.

3.3. Χρονολόγηση και χρήση

Διακρίνονται τρεις κύριες φάσεις στην παραγωγή αυτής της κεραμικής: α) η γέννηση και η ακμή της παραγωγής (170-130 π.Χ. περίπου), άμεσα συνδεδεμένη με το γλυπτό διάκοσμο του μεγάλου Βωμού του Περγάμου και με ολοένα αυξανόμενη ποικιλία διακοσμητικών θεμάτων και συνδυασμών τους πάνω σε σκύφους, β) η φάση εκλαΐκευσης της παραγωγής (περίπου 130-20 π.Χ.) με την τυποποίηση της διακόσμησης και την εξάπλωσή της και σε άλλα σχήματα αγγείων και γ) η τροποποίηση της παραγωγής από την εποχή του Αυγούστου και εξής, με την εμφάνιση και άλλων κεραμικών τύπων με συμβολική κυρίως χρήση των συντετμημένων πλέον ανάγλυφων κοσμημάτων.

Η αρχή της παραγωγής συμπίπτει με το τέλος της βασιλείας του Ευμένη Β' και την αρχή αυτής του Αττάλου Β'. Και οι δύο αυτοί βασιλείς προήγαγαν ιδιαίτερα τη λατρεία του Διονύσου στο Πέργαμον. Ο Άτταλος Β' συμμετείχε μάλιστα στη λατρεία του Διονύσου ως ζωντανός ήρωας δίπλα στο θεοποιημένο ως Διόνυσο Ευμένη. Το αφιερωμένο στη λατρεία του Αττάλου κτήριο, το Αττάλειον, βρισκόταν απέναντι από το ναό του Διονύσου. Προς τιμήν του βασιλιά γίνονταν λιτανείες, πομπές, μυστηριακά δρώμενα και συμπόσια, που οργανώνονταν από έναν επί τούτου ιδρυμένο σύλλογο, τους Ατταλιστές, που αριθμούσε 100-150 μέλη και είχε επίσης την ευθύνη της λατρείας του Διονύσου Καθηγεμόνος. Μαζί με άλλα σκεύη τελετουργικής και πρακτικής χρήσης αναφέρονται επίσης χαρακτηριστικά και σκύφοι, που χρησιμοποιούνταν στις σπονδές και στα συμπόσια. Υπήρχαν στο Πέργαμον πολλά σπίτια όπου συγκεντρώνονταν τα μέλη του συλλόγου. Μάλιστα, σε ένα από αυτά βρέθηκε δεξαμενή γεμάτη με τέτοια κεραμική.

Με το τέλος της δυναστείας των Ατταλιδών, η παραγωγή αυτής της κεραμικής έπαψε να είναι προνόμιο των αυλικών κύκλων και εξαπλώθηκε στο ευρύτερο κοινό. Είναι η εποχή που τα βασιλικά εργαστήρια κλείνουν. Στο δεύτερο τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. μεγάλης κλίμακας λαϊκές γιορτές, που περιλάμβαναν την αναβίωση της λατρείας του βασιλιά, γίνονταν πια στο θέατρο της πόλης. Η κεραμική αυτή φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από το θρησκευτικό σύλλογο των Ατταλιστών για λατρευτικούς σκοπούς προς τιμήν του βασιλικού οίκου των Ατταλιδών και των Περγαμηνών θεών. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσαν και τα εικονογραφικά θέματα που ήταν ειδικά διαλεγμένα από το ρεπερτόριο της ελληνιστικής τέχνης στο μεσογειακό χώρο. Πρόκειται στην ουσία για αγγεία που χρησιμοποιούνταν στις τελετουργικές σπονδές και στα συμπόσια προς τιμήν του εν ζωή ή νεκρού βασιλιά. Η ιερή λατρεία του τελευταίου γινόταν με τη μορφή των μυστηριακών λατρειών, που κατατάσσονται στην επίσημη λατρεία του Διονύσου. Έχουμε σχετικές πληροφορίες και από τις γραπτές πηγές. Επομένως, ο τονισμός της μετά θάνατον ζωής στην εικονογραφία έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ανεξάρτητα από τη χρήση αυτών των αγγείων, η οποία σίγουρα επηρέαζε και την επιλογή των διακοσμητικών θεμάτων, η εικονογραφία είχε και ηθική σημασία σε πολλά επίπεδα, τα οποία δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν όλα με ακρίβεια. Τα ανάγλυφα κοσμήματα δίνουν παραδείγματα ζωής, αγάπης, σωτηρίας, και όλα αυτά προκειμένου να εικονογραφήσουν την ευδοξία του βασιλικού οίκου. Αντανακλούν έργα τέχνης τα οποία στο πρωτότυπο ή σε αντίγραφα βρίσκονταν στο Πέργαμον και θυμίζουν μυθολογικά γεγονότα τα οποία συνδέονται με την ιστορία της πόλης. Όλα όμως τίθενται τελικά στην υπηρεσία των θεών που παίρνουν μέρος σε αυτές τις σκηνές. Και οι πολίτες ντυμένοι με το κοστούμι των Μαινάδων και των Σατύρων συμμετέχουν σε αυτούς τους θιάσους, τις τελετουργικές και λατρευτικές διαδικασίες.

Μέχρι τους Αυτοκρατορικούς χρόνους οι διάφοροι θρησκευτικοί σύλλογοι της πόλης πραγματοποιούσαν γιορτές οίνου που είχαν την ιδιαιτερότητα, εκτός από τη μεταμφίεση, ότι συμμετείχαν σε αυτές πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι μαζί για πολλές ημέρες. Τα ανάγλυφα διακοσμητικά θέματα αποτελούν αντανακλάσεις τέτοιων εορτών, αλλά και τα ίδια τα αγγεία που έφεραν τις συγκεκριμένες παραστάσεις φτιάχνονταν ακριβώς για να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών από τους θρησκευτικούς συλλόγους.

3.4. Έφεσος

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κατηγορία κεραμικής με επίθετο ανάγλυφο αποτελούν οι κύλικες με ανάγλυφο εσωτερικό μετάλλιο, για τις οποίες μπορούμε να πούμε, με βάση τον πηλό, ότι κατασκευάζονταν στην Έφεσο.13 Τα ανάγλυφα διακοσμητικά κεφάλια Σατύρων ή Μαινάδων ή οι μορφές Ερώτων ανήκουν στο διονυσιακό κύκλο και αποτελούν ένδειξη ότι οι κύλικες αυτές χρησιμοποιούνταν σε γιορτές προς τιμήν του Διονύσου. Παρόμοια διακοσμητικά μοτίβα συναντάμε στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο σε πολυάριθμα αντικείμενα. Εκτός από τις κύλικες με ανάγλυφη διακόσμηση στο εσωτερικό, υπήρχαν και οινοχόες ή situlae των οποίων οι κάθετες λαβές διακοσμούνταν με επίθετες ανάγλυφες μορφές.

Η παραγωγή αγγείων με ανάγλυφη διακόσμηση, κυρίως κυλίκων, στην Έφεσο μαρτυρείται και από την εύρεση μητρών για την κατασκευή των ανάγλυφων διακοσμητικών μοτίβων, όπως π.χ. κεφαλιών ζώων για τη διακόσμηση λαβών ή γυναικείων προτομών σε πώματα πυξίδων. Μια κατηγορία αγγείων με ανάγλυφη διακόσμηση στο εξωτερικό αποτελεί εισαγωγή από το Πέργαμον, αλλά δεν αποκλείεται να αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης και στην Έφεσο. Υπήρχαν επίσης αγγεία με προχοή σε σχήμα λεοντοκεφαλής καθώς και μελανές στιλπνές κύλικες με πόδια σε σχήμα κοχυλιών, μια κατηγορία αγγείων που επίσης κατασκευάζονταν στην Έφεσο, όπως μπορεί να κρίνει κανείς όχι μόνο από τον πηλό αλλά και από τη μορφή των κοχυλιών.

4. Ανάγλυφη εφυαλωμένη κεραμική

Η ανάγλυφη εφυαλωμένη (με χρήση μολύβδου) κεραμική άρχισε να κατασκευάζεται από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. σε τουλάχιστον δύο μικρασιατικά εργαστήρια, τα οποία βρίσκονταν στην Ταρσό και πιθανότατα στη Σμύρνη.14 Λίγο αργότερα, στα τέλη του 1ου αι. π.Χ., η παραγωγή συνεχίστηκε από ένα τρίτο εργαστήριο, που πρέπει να βρισκόταν στη ΝΔ Μικρά Ασία. Πιθανόν υπήρχαν και άλλα εργαστήρια, τα οποία όμως δεν έχουν ταυτιστεί ακόμα. Τα πρώτα παραδείγματα ανάγλυφης εφυαλωμένης κεραμικής μιμούνται πιστά ασημένια αγγεία (σκύφους, κανθάρους, κανάτες). Αργότερα καθιερώνονται οι ιδιαιτερότητες της κεραμικής παραγωγής και παρατηρούνται πολλές ομοιότητες με κατηγορίες της ύστερης ελληνιστικής μικρασιατικής κεραμικής, όπως με την περγαμηνή κεραμική με επίθετο ανάγλυφο και με διάφορα σύνολα ανάγλυφων σκύφων.

Η διακόσμηση περιλαμβάνει φυτικά, εικονιστικά και αφηρημένα μοτίβα. Μάλιστα, τα εικονιστικά θέματα ακολουθούν τα πρότυπα αντικειμένων της Ύστερης Ελληνιστικής-Πρώιμης Αυτοκρατορικής εποχής, τόσο από πηλό όσο και από μέταλλο, γυαλί ή ημιπολύτιμους λίθους. Όσον αφορά τα αφηρημένα μοτίβα, παρατηρείται κυρίως προσκόλληση στους ελληνιστικούς ανάγλυφους σκύφους, ενώ τα φυτικά θέματα ακολουθούν μάλλον τα πρότυπα των μεταλλικών αγγείων.

Το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής αυτής της κεραμικής ήταν η Ταρσός. Η παραγωγή συνεχίστηκε εκεί μέχρι τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., αλλά η κυρία φάση της είναι αυτή του πρώτου μισού του αιώνα. Τα πρωιμότερα δείγματα, που χρονολογούνται ακόμα στον 1ο αι. π.Χ., είναι υψηλής ποιότητας και δίνουν την εντύπωση μεμονωμένων δημιουργιών. Η διακόσμηση είναι επίθετη, αρκετά σύνθετη και πολλές φορές πολύχρωμη, πριν από την εφυάλωση. Οι εικονιστικές παραστάσεις έχουν συνοχή και απλώνονται ομοιόμορφα σε όλη την εξωτερική επιφάνεια του αγγείου. Αργότερα η διακόσμηση γίνεται με μήτρα και πολλές φορές διακόπτεται από το δακτύλιο της βάσης, το χείλος και τις λαβές. Επίσης οι εικονιστικές παραστάσεις χάνουν τη συνοχή τους.

Τα πρωιμότερα παραδείγματα πωλούνται κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο, τα υστερότερα εξάγονται τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Μεσόγειο και μέχρι τον Ατλαντικό, τις Άλπεις και τον κάτω Ρήνο. Στο πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. η μαζική παραγωγή της Ταρσού βρίσκει μιμητές στη βόρεια Ιταλία. Όπως στην Ταρσό, έτσι και στη Σμύρνη τα υψηλής ποιότητας πρώιμα προϊόντα διαδέχτηκαν άλλα, λιγότερο επιμελημένα. Τα πρωιμότερα παραδείγματα εμφανίζουν στενές σχέσεις με τα σχήματα και τη διακόσμηση της περγαμηνής κεραμικής με επίθετο ανάγλυφο. Τα ανάγλυφα τμήματα των μεταγενέστερων παραδειγμάτων κατασκευάζονται με μήτρες πάνω στις οποίες τοποθετούνται επιπλέον επίθετα ανάγλυφα διαφορετικού χρώματος.

Η Σμύρνη εξάγει τα προϊόντα της σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής, δηλ. από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. μέχρι την εποχή του Τιβέριου και του Κλαύδιου, στην κυρίως Ελλάδα, μεμονωμένα στην ανατολική Μεσόγειο και κυρίως στη Μαύρη θάλασσα, ως μοναδικό εργαστήριο εφυαλωμένης ανάγλυφης κεραμικής. Το τρίτο κέντρο παραγωγής, γνωστό ως «εργαστήριο της Δυτικής Μικράς Ασίας», δεν έχει ακόμα εντοπιστεί αλλά θα πρέπει να συνδεόταν στενά με αυτό της Σμύρνης. Η παραγωγή του ξεκινά στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. Τα αγγεία αυτού του εργαστηρίου είναι χειρότερης ποιότητας από αυτά των άλλων εργαστηρίων και είναι όλα διακοσμημένα με μήτρα. Κυρίως διακοσμούνται με φολιδωτό κόσμημα ή φύλλα λωτού και άκανθας κατά το πρότυπο των ανάγλυφων σκύφων ή με κλαδιά διάφορων φυτών. Τα εικονιστικά θέματα είναι πολύ σπάνια. Τα αγγεία αυτά δεν πρέπει να εξάγονταν εκτός Μικράς Ασίας.

1. Για τους μικρασιατικούς ανάγλυφους σκύφους βλ. γενικά Anlagan, T., Sadberk Hanim Museum. Moldmade Bowls and Related Wares (Istanbul 2000).

2. Με βάση τις μήτρες που έχουν βρεθεί στην περιοχή, πιθανόν υπήρχε ένα κέντρο παραγωγής στην Καρία, αλλά τα ευρήματα από την Κνίδο δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα.

3. Για τους ανάγλυφους σκύφους από τη Δήλο βλ. Laumonier, A., La ceramique Hellenistique a Relief, 1, Ateliers “Ioniens” (EAD 31, Paris 1977).

4. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Εφέσου βλ. Mitsopoulou-Leon, V., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. 1. Teil: Keramik hellenistischer und romischer Zeit, Forschungen in Ephesos 9.2.2 (Wien 1991), σελ. 67-74, πίν. 76-88 και Gunay Tuluk, G., “Hellenistische Reliefbecher im Museum von Ephesos”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Studien zur hellenistischen Keramik in Ephesos (JOAI Erganzungsheft 2, Wien 2001), σελ. 51-69, πίν. 28-45.

5. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Μιλήτου βλ. Kossatz, A.-U., Die Megarischen Becher (Milet 5.1, Berlin – New York 1990).

6. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Πριήνης βλ. Courby, F., Les vases grecs a reliefs (Paris 1922), σελ. 400-402.

7. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Μύρινας βλ. Courby, F., Les vases grecs a reliefs (Paris 1922), σελ. 402-404.

8. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Κύμης βλ. Bouzek, J., Jansova, L., “Megarian Bowls”, στο Bouzek, J. (επιμ.), Anatolian Collection of Charles University (Kyme 1, Prague 1974), σελ. 13-76, πίν. 1-16.

9. Για τους ανάγλυφους σκύφους του Περγάμου βλ. Courby, F., Les vases grecs a reliefs (Paris 1922), σελ. 404-408.

10. Για τους ανάγλυφους σκύφους της Ταρσού βλ. Jones, F.F., “The Pottery”, στο Goldman, H. (επιμ.), Excavations at Gozlu Kule, Tarsus 1: The Hellenistic and Roman Periods (Princeton 1950), σελ. 163-165.

11. Για τους ανάγλυφους σκύφους από τα Λάβρανδα βλ. Hellstrom, P., Labraunda, Swedish Excavations and Researches 2.1: Pottery of Classical and Later Date, Terracotta Lamp and Glass (Lund 1965), σελ. 19-23, αρ. 96-162, πίν. 9-11, 34.

12. Για την περγαμηνή κεραμική με επίθετο ανάγλυφο βλ. Courby, F., “Vases a reliefs appliques du Musee de Delos”, BCH 37 (1913), σελ. 418-442· Courby, F., Les vases grecs a reliefs (Paris 1922), σελ. 451-485· Schafer, J., Hellenistische Keramik aus Pergamon (Berlin 1968)· Brunneau, Ph., “Ceramique Pergamenienne a relief de Delos”, BCH 115 (1991), σελ. 597-666· Hubner, G., Die Applikenkeramik von Pergamon. Eine Bildsprache im Dienst des Herrscherkultes (Pergamenische Forschungen 7, Berlin – New York 1993).

13. Για την κεραμική με επίθετο ανάγλυφο από την Έφεσο βλ. Mitsopoulou-Leon, V., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. 1. Teil: Keramik hellenistischer und romischer Zeit  (Forschungen in Ephesos 9.2.2, Wien 1991), σελ. 55-66, πίν. 64-75.

14. Για την ανάγλυφη εφυαλωμένη κεραμική της Μικράς Ασίας βλ. Hochuli-Gysel, A., Kleinasiatische glasierte Reliefkeramik (50 v. Chr. Bis 50 n. Chr) und ihre oberitalischen Nachahmungen (Acta Bernensia 7, Bern 1977).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>