1. Ανθρωπογεωγραφία
Κωμόπολη στην παρυφή πεδιάδας και μέσα στην κοιλάδα ανώνυμου δεξιού παραποτάμου του Vakacık dere, αριστερού παραποτάμου του Kocabaş çay (δηλαδή του Γρανικού ποταμού). Το μικρό ποταμάκι περνούσε μέσα από την πόλη. Για την ακρίβεια η Μπίγα βρισκόταν ανάμεσα σε λόφο που ονομαζόταν Μπαλίκ καγιά (από το balık που σημαίνει ψάρι και το kaya που σημαίνει βράχος και λεγόταν έτσι επειδή είχε βρεθεί εκεί ένα απολίθωμα ψαριού) και τον Γρανικό ποταμό. Η Μπίγα βρισκόταν 73 χλμ. Β-ΒΑ του Αδραμυττίου, 73 χλμ. Α-ΒΑ του Τσανάκκαλε, 84 χλμ. ΒΔ του Μπαλούκεσερ και 155 χλμ. Δ-ΒΔ της Προύσας. Από τη θάλασσα της Προποντίδας απείχε περί τα 20 χλμ. Η ονομασία του οικισμού ως Μπίγα αναφερόταν στα επίσημα οθωμανικά κρατικά έγγραφα. Η ονομασία όμως που ήταν διαδεδομένη στο λαό ήταν Μπογά σεχίρ. Μπογά σεχίρ θα πει στα τουρκικά «Πόλη των ταύρων» (από το boğa που σημαίνει ταύρος και το şehir που σημαίνει πόλη). Πράγματι, κάθε χρόνο στις 25 Μαΐου γινόταν στην Μπίγα μεγάλη ζωοπανήγυρη, κατά την οποία έφερναν από τα γύρω τουρκικά τσιφλίκια μεγάλα ζώα, βόδια και ταύρους, τα οποία πουλούσαν σε κρεoπώλες που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη.
Στα βιβλία της μητρόπολης ήταν καταχωρισμένη ως Βίγα Δαρδανελίων. Το Μπίγα, όπως και το Βίγα, που αποτελεί εκλέπτυνση του Μπίγα, προέρχεται από την αρχαία ονομασία του οικισμού Πηγαί.1
Σε αντίθεση με τις περιοχές της Προύσας και του Μικαλίτς, στην περιοχή της Μπίγα δεν αναφέρονται για το 16ο αιώνα χωριά με χριστιανικό πληθυσμό.2 Η εγκατάσταση χριστιανών στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Μπίγα πρέπει να έγινε μετά το 18ο αιώνα. Αναφέρεται ότι ένα μέρος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μπίγα ήταν κάποτε «βοσκοί και μαραγκοί των Τούρκων».3 Ο πληθυσμός της Μπίγα κατά το 1914 είχε περίπου την εξής κατανομή: 2.500 ελληνορθόδοξοι, 5.000 μουσουλμάνοι, 750 Αρμένιοι και 25 Εβραίοι.4 Στο μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός από τους ντόπιους Τούρκους, πρέπει να προστεθούν και Κιρκάσιοι, όπως και Τούρκοι της Βουλγαρίας που είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν, κατά πάσα πιθανότητα λόγω των Βαλκανικών πολέμων. Οι Τούρκοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία ονομάζονταν Πομάκοι από τους κατοίκους της Mπίγα (δεν διευκρινίζεται πάντως εάν πρόκειται για βουλγαρόφωνους εξισλαμισμένους ή για τουρκόφωνους). Επίσης στο μουσουλμανικό πληθυσμό υπήρχαν και οικογένειες ελληνικής καταγωγής, οι οποίες φαίνεται ότι είχαν αλλαξοπιστήσει για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους (επρόκειτο συνήθως για πλούσιες οικογένειες), όμως διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη της καταγωγής τους.
Οι περισσότεροι ελληνορθόδοξοι της Μπίγα θεωρούνταν ντόπιοι. Υπήρχαν όμως και έποικοι από τη Μακεδονία (Φλώρινα), τη Θεσσαλία (κάποιοι από αυτούς προέρχονταν από τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής, όπως π.χ. ο καπετάν Μανώλης), τη Θράκη (Γανόχωρα) και την Ήπειρο. Υπήρχαν επίσης και Έλληνες υπήκοοι από τη Σύρο, οι οποίοι έκαναν εμπόριο ξυλείας. Ο Γρανικός ποταμός κατέβαζε από το βουνό Καζ Νταγ ως το λιμάνι της Καραμπίγα (επίνειο της Μπίγα· κοντά στην Καραμπίγα μάλιστα βρίσκονταν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πρίαπος) κορμούς δέντρων, κατάλληλα διαλεγμένους, τους οποίους φόρτωναν οι Συριανοί έμποροι σε πλοία και τους μετέφεραν στο νησί τους για να χρησιμοποιηθούν για ναυπηγικούς σκοπούς. Οι ντόπιοι ελληνορθόδοξοι ήταν τουρκόφωνοι, ενώ αντίθετα οι έποικοι ήταν ελληνόφωνοι. Οι τελευταίοι πάντως δεν ξεπερνούσαν το 5% του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Στο σχολείο βέβαια οι νεότερες γενιές διδάχθηκαν τα ελληνικά, ωστόσο συνέχιζαν να μιλούν τα τουρκικά στο σπίτι τους. Η θεία λειτουργία γινόταν στην εκκλησία στα αρχαία ελληνικά και για αυτό το λόγο ο ιερέας αναγκαζόταν να εξηγεί συχνά το Ευαγγέλιο στα τουρκικά.
Ο πρώτος διωγμός των ελληνορθόδοξων κατοίκων της Μπίγα έγινε το 1914 με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μπίγα, όπως και η Καραμπίγα, ανήκαν στην αγγλική ζώνη επιρροής μετά την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918). Οι Άγγλοι διατήρησαν τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922, οπότε μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού περιορίστηκαν στον έλεγχο της περιοχής των Δαρδανελίων. Μετά την Έξοδο οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, στην Κομοτηνή, στη Νέα Λάμψακο Ευβοίας, στη Φλώρινα και στην Αθήνα.
2. Διοικητική και εκκλησιαστική υπαγωγή – θρησκεία – εκπαίδευση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Μπίγα αποτελούσε διοικητική έδρα (kaymakamlık), το οποίο υπαγόταν στo (mutasarrıflık) ή σαντζάκι του Τσανάκκαλε (ή της Μπίγα, όπως επίσης ήταν γνωστό).5 Στο καϊμακαμλίκι της Μπίγα υπάγονταν τα (müdürlük) της Καραμπίγα, του Παζάρκιοϊ, του Ντεμέτοκα. Η Μπίγα ήταν δήμος. Ο δήμαρχος ήταν πάντοτε μουσουλμάνος. Ωστόσο στο δημοτικό συμβούλιο υπήρχαν δύο εκπρόσωποι των ελληνορθοδόξων της πόλης. Ελληνορθόδοξοι, όπως και Αρμένιοι, εκπρόσωποι υπήρχαν επίσης στο Συμβούλιο του . Επίσης υπήρχε (muhtar) που εκπροσωπούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όπως και μουχτάρηδες υπεύθυνοι για το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ μουχτάρη είχαν επίσης και οι Αρμένιοι. Ο ελληνορθόδοξος μουχτάρης συνεπικουρούνταν στο έργο του από 5 συμβούλους. Λειτουργούσαν επίσης εκκλησιαστική και σχολική επιτροπή – και οι δύο τετραμελείς.
Η Μπίγα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου με έδρα το Τσανάκκαλε (Δαρδανέλια).6 Στην Μπίγα υπήρχε αρχιερατικός επίτροπος (εκπρόσωπος του δεσπότη), συνήθως κάποιος από τους κληρικούς της κωμόπολης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση αδειών γάμου, βαπτίσεων κ.λπ. Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο (ενώ υπήρχε παλαιότερα και άλλη εκκλησία, αφιερωμένη στη Θεοτόκο, η οποία όμως καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1900). Η εκκλησία αυτή ήταν ξύλινη και οι τουρκόφωνοι κάτοικοι της Μπίγα την αποκαλούσαν Άι Τανάς. Την παραμονή της εορτής του Αγίου η εκκλησιαστική επιτροπή επισκεπτόταν τα σπίτια των ελληνορθοδόξων και συγκέντρωνε σιτάρι (από τους γεωργούς) και σφαχτάρια (από τους κτηνοτρόφους). Ανήμερα της γιορτής έστηναν καζάνια στην αυλή της εκκλησίας και μαγείρευαν πιλάφι. Το 1922 οι εκκλησίες καταστάφηκαν από πυρκαγιά. Έξω από το χωριό και σε μικρή απόσταση από αυτό υπήρχαν δύο ξωκλήσια: της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Άννας. Και στα δύο αυτά ξωκλήσια υπήρχαν .
Στην Μπίγα υπήρχε τόσο νηπιαγωγείο όσο και δημοτικό εξατάξιο σχολείο, στο οποίο συστεγάζονταν ένα αρρεναγωγείο με δύο δασκάλους και ένα παρθεναγωγείο με μία παρθεναγωγό και μία βοηθό. Οι μαθητές της δημοτικής σχολής το 1905 ανέρχονταν σε 110 ενώ οι μαθήτριες του παρθεναγωγείου σε 50. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων ανερχόταν για το ίδιο έτος σε 5.500 γρόσια, τα οποία καταβάλλονταν από το εκκλησιαστικό ταμείο και από την ενοικίαση εκκλησιαστικών κτημάτων. Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού οι μαθητές διδάσκονταν τουρκικά (γραφή και ανάγνωση) και γαλλικά.
3. Στοιχεία οικιστικής δομής
Η Μπίγα ήταν συγκοινωνιακός κόμβος και για αυτό διέθετε καλό οδικό δίκτυο. Συνδεόταν με αμαξιτό δρόμο με την Καραμπίγα. Αμάξια και καραβάνια πηγαινοέρχονταν στο συγκεκριμένο δρόμο που είχε μεγάλη εμπορική κίνηση. Όλο το εξωτερικό και το εσωτερικό εμπόριο της Μπίγα διεξαγόταν από το δρόμο αυτό. Η Μπίγα είχε οδική σύνδεση με την Πάνορμο, το Τσανάκκαλε, το Γκιονέν, τα μεταλλεία της Μπάλια κ.λπ. Ο Γρανικός ποταμός περνούσε 100 μέτρα ανατολικά της πόλης. Πήγαζε από το Καρά Νταγ και χυνόταν στην Προποντίδα. Περνούσε πρώτα έξω από τον τουρκικό και τον αρμενικό μαχαλά και ύστερα κατευθυνόταν προς τον ελληνικό μαχαλά. Κάθε Μάιο πλημμύριζε επειδή έλιωναν τα χιόνια στο Καζά νταγ. Τα νερά του ποταμού πλημμύριζαν την πεδιάδα και η ιλύς (λάσπη) λειτουργούσε σαν λίπασμα στα χωράφια με τα δημητριακά και τους κήπους με τις μηλιές. Το ποτάμι είχε πολλούς κυπρίνους.
Κατά το 1900, όπως και δύο χρόνια αργότερα, το 1902, τμήματα της Μπίγα καταστράφηκαν από πυρκαγιές. Τα σπίτια ήταν ξύλινα και εύκολα έπαιρναν φωτιά. Οι δρόμοι παλαιότερα ήταν στενοί, αλλά μετά τις διαδοχικές πυρκαγιές και την επανακατασκευή των σπιτιών έγιναν φαρδύτεροι. Ήταν στρωμένοι με καλντερίμι. Δεν είχαν δεντροστοιχίες κατά μήκος, τα βράδια όμως φωτίζονταν από λάμπες πετρελαίου. Μετά τις πυρκαγιές άρχισαν να χτίζονται και πέτρινα σπίτια.
Στην Μπίγα επίσης υπήρχαν δύο χάνια που ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνων. Στα χάνια αυτά έμεναν οι ταξιδιώτες που πήγαιναν προς το λιμάνι της Καραμπίγα. Ήταν συνήθως αμαξάδες και αγωγιάτες που μετέφεραν εμπορεύματα. Υπήρχαν ακόμα δύο λουτρά επίσης τουρκικής ιδιοκτησίας, στα οποία όμως σύχναζαν και οι ελληνορθόδοξοι και οι Αρμένιοι της κωμόπολης.
4. Στοιχεία οικονομίας
Οι κάτοικοι της Μπίγα ως επί το πλείστον ασχολούνταν με τη σηροτροφία. Όλα τα σπίτια ήταν μεγάλα και ευρύχωρα, ακριβώς για να μπορεί να γίνεται η εκτροφή μεταξοσκωλήκων, ενώ στις αυλές των σπιτιών υπήρχαν μουριές απαραίτητες για την εκτροφή τους. Οι εργασίες έφθαναν στο αποκορύφωμά τους κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο. Αμέσως μετά γινόταν πλειοδοτική δημοπρασία κατά την οποία οι έμποροι αγόραζαν τα κουκούλια και τα μεταπωλούσαν στην Προύσα, όπου υπήρχαν πολλά εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού.
Οι ελληνορθόδοξοι της Μπίγα ήταν επαγγελματίες. Είχαν μπακάλικα, κρεοπωλεία, φούρνους κ.λπ. Σε αυτούς αντιστοιχούσε μεγάλο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων της περιφέρειας της Μπίγα. Συγκέντρωναν τα σιτηρά από τα τουρκικά χωριά της περιφέρειας και τα φόρτωναν σε πλοία στο λιμάνι της Καραμπίγα με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και την απέναντι θρακική ακτή. Έστελναν επίσης ξερά κουκιά στη Μυτιλήνη και στη Χίο. Οι Αρμένιοι ήταν κατά βάση τεχνίτες (σιδεράδες, γανωτήδες, μαραγκοί κ.λπ.). Οι μουσουλμάνοι ασχολούνταν κατά βάση με τη γεωργία (κυρίως τη σιτοπαραγωγή), ενώ αρκετοί από αυτούς ήταν εισοδηματίες (κάτοχοι ιδιοκτησιών, σπιτιών ή μαγαζιών, που τα ενοικίαζαν). Τέλος οι λιγοστοί Εβραίοι ήταν μικρέμποροι. Μια φορά την εβδομάδα στην Μπίγα γινόταν μεγάλο παζάρι, στο οποίο συγκεντρώνονταν αγροτικά προϊόντα από τα γύρω τουρκικά χωριά. Οι έμποροι της Μπίγα προμηθεύονταν τα εμπορεύματά τους από την Κωνσταντινούπολη. Τα εμπορεύματα έρχονταν με πλοία και τα αποβίβαζαν στο λιμάνι της Καραμπίγα. Επίσης οι ελληνορθόδοξοι του οικισμού είχαν συναλλαγές με τα ελληνικά χωριά της Θράκης Μυριόφυτο και Περίσταση: έφερναν από εκεί διάφορα είδη αγγειοπλαστικής και τα πουλούσαν στα τουρκικά χωριά της περιφέρειας της Μπίγα. Έκαναν ανταλλαγή σε είδος: γέμιζαν το τσανάκι, είδος πήλινου αγγείου, με σιτάρι και ως πληρωμή έπαιρναν το περιεχόμενό του (τα χωριά αυτά της Θράκης δεν ήταν σιτοπαραγωγά). Επίσης τον Μάιο γινόταν στην Μπίγα ζωοπανήγυρη, η οποία διαρκούσε 15 μέρες και συγκέντρωνε κόσμο από την Αρτάκη και την Πάνορμο αλλά και από τη Θράκη (χασάπηδες). |
1. Βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 209, όπου αναφέρεται ότι η Βίγα είναι η αρχαία πόλη Πηγή ή Πηγαί την οποία μνημονεύει και η Άννα η Κομνηνή. Πιθανότατα πρόκειται για αποικία Μεγαρέων. Βλ. επίσης Ν.Κ.Σ., «Βίγα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Ζ (Αθήνα 1929), σελ. 233. 2. Barkan, Ö.L., “Osmanlı Imparatorluğun’da toprak isçiliğinin organizasyonu sekilleri; A: Istanbul Haslar Kazasindaki ortakçi kullar; Β: Bursa civarindaki kulluklar”, Istanbul Universitesi Iktisat Facultesi mecmuasi 1 (1939-1940), σελ. 198-245. 3. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. 21. Βλ. επίσης Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 217. 4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. 21. Σύμφωνα με τη στατιστική που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) στο περιοδικό Ξενοφάνης (Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της Επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3/1 (1905), σελ. 94-95) η Μπίγα κατοικούνταν από 2.500 ελληνορθόδοξους ενώ δεν αναφέρονται μουσουλμάνοι. Η αντίστοιχη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου επίσης για το 1905 (Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως Ημερολόγιον έτους 1905 [Κωνσταντινούπολη 1904], σελ. 184) δεν αναφέρει συγκεκριμένο αριθμό κατοίκων. Ο Π. Κοντογιάννης αναφέρει για την Μπίγα τον αριθμό των 2.000 ελληνορθοδόξων σε συνολικό πληθυσμό 10.000 κατοίκων, με ελάχιστους Αρμένιους και Εβραίους. Βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ.,209. Βλ. επίσης Ν.Κ.Σ., «Βίγα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Ζ (Αθήνα 1929), σελ. 233, όπου αναφέρεται συνολικός πληθυσμός 5.000 κατοίκων. 5. Το Μουτεσαριφλίκι του Τσανάκκαλε ήταν ανεξάρτητο, δεν υπαγόταν δηλαδή σε κάποια διοικητική περιφέρεια (βιλαέτι) αλλά απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών της Κωνσταντινούπολης. Παλαιότερα πάντως υπαγόταν στο βιλαέτι της Προύσας. 6. Η Μπίγα παλαιότερα υπαγόταν στη μητρόπολη Κυζίκου, με έδρα την Αρτάκη. Μετά την ίδρυση όμως της μητροπόλεως Δαρδανελίων και Λαμψάκου το 1913, με απόσπαση εδαφών από τη μητρόπολη Κυζίκου, η Μπίγα υπήχθηκε στη νέα μητρόπολη. |