Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νίκαια (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας

Συγγραφή : Τσιβίκης Νικόλαος (23/3/2007)

Για παραπομπή: Τσιβίκης Νικόλαος, «Νίκαια (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5516>

Νίκαια (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας (15/2/2006 v.1) Nicaea, Church of Hagia Sophia  (15/2/2007 v.1) 
 

1. Ταύτιση του Aya Sofya Camii με τον βυζαντινό ναό τής Αγίας Σοφίας

Η βασιλική που βρίσκεται στο κέντρο της Νίκαιας (του σημερινού Ιζνίκ), στο σημείο που τέμνονταν οι αρχαίες λεωφόροι της, ονομάζεται σήμερα Aya Sofya Camii και η ταύτισή του με το βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας είναι ευρέως αποδεκτή.1

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας στη Νίκαια στέγασε το 787 τις εργασίες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, που κλήθηκε να αποφασίσει για το ζήτημα της Εικονομαχίας και να δώσει ένα τέλος (προσωρινό, όπως αποδείχτηκε) στη διαμάχη που ταλάνιζε τη βυζαντινή κοινωνία για μισόν περίπου αιώνα. Η Αγία Σοφία επιλέχτηκε, κατά τις πηγές, επειδή ήταν η μητρόπολη αλλά και ο μεγαλύτερος ναός της πόλης. Η θέση λοιπόν της σωζόμενης μέχρι σήμερα βασιλικής στο κέντρο ακριβώς τής πόλης, καθώς και το γεγονός ότι φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη από όλες τις γνωστές εκκλησίες τής Νίκαιας, κι ότι αυτό ίσχυε ήδη τον 14ο αιώνα, ενισχύουν την ταύτιση τού Aya Sofya Camii με τον μητροπολιτικό ναό τής πόλης.

Ωστόσο μελετητές όπως ο Foss, υποστηρίζουν ότι η ταύτιση αυτή παραμένει προβληματική. Το κτήριο, μια μεσαίων διαστάσεων βασιλική, μοιάζει μικρό για μια σύνοδο τόσο πολυάνθρωπη όσο παραδίδεται στις πηγές (υποτίθεται ότι στη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, στο ευρύχωρο εσωτερικό του ναού συγκεντρώθηκαν μπροστά στον άμβωνα περισσότεροι από τριακόσιους επισκόπους και μεγάλο πλήθος μοναχών, οι οποίοι παρακολούθησαν τις επτά συνεδρίες). Αλλά και η ένδειξη που μας προσφέρει το τουρκικό όνομα δεν είναι ασφαλής, καθώς το όνομα Aya Sofya δόθηκε μόλις στον 20ο αιώνα, ενώ μέχρι και τον 19ο η εκκλησία ήταν γνωστή ως "Τέμενος του Ορχάν", φαίνεται δε ότι σε ακόμα πρωιμότερους χρόνους ονομαζόταν "Το Μεγάλο Τέμενος" (Ulu Camii). Δεν είναι λοιπόν βέβαιο ότι, μέσα σε τόσες εναλλαγές ονομάτων, διατηρήθηκε η μνήμη της αρχικής αφιέρωσης τού χριστιανικού ναού. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τον Foss, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αναφορές στο ναό μετά από το 1065 ίσως αποτελεί ένδειξη ότι ο ναός καταστράφηκε από τον σεισμό του έτους αυτού κι ότι δεν επισκευάστηκε ποτέ, εκδοχή που θα δικαιολογούσε και το ότι κατά την περίοδο των Λασκαριδών ο πατριάρχης είχε την έδρα του σε άλλο ναό.2

2. Οι οικοδομικές φάσεις του κτηρίου

Οι διάφορες οικοδομικές φάσεις του κτηρίου που δεσπόζει στο κέντρο της πόλης της Νίκαιας είναι αποτυπωμένες στις αλλεπάλληλες επισκευές που διακρίνονται στους εναπομείναντες τοίχους. Πρόκειται για μια τρίκλιτη επιμήκη βασιλική με σημερινές διαστάσεις 30x22 μ. περίπου· στις διαστάσεις όμως της αρχικής (πιθανότατα παλαιοχριστιανικής) βασιλικής πρέπει να συνυπολογίσουμε και το νάρθηκα, με τον οποίο το μήκος του ναού θα έφτανε στα 37 μ. περίπου. Έχει κεντρικό κλίτος με μια μεγάλη αψίδα και πλευρικά κλίτη που καταλήγουν μετά τη μεσοβυζαντινή μετασκευή σε μικρά διαμερίσματα που στεγάζονται με τρούλο χωρίς ανατολικές αψίδες. Ο νάρθηκας που υπήρχε αρχικά στη δυτική πλευρά είχε βάθος περίπου 6,50 μ. και άνοιγε απευθείας στην οδό, καθώς, εξαιτίας της θέσης του ναού επάνω στη διασταύρωση, δεν υπήρχε αίθριο στη δυτική πλευρά του νάρθηκα (εικ.2).

Η σημερινή εμφάνιση του κτηρίου είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών φάσεων επιδιορθώσεων και ανακατασκευών που έχουν ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους.3 Όλοι πάντως συμφωνούν ότι το αρχικό κτήριο κτίστηκε στο χαμηλότερο επίπεδο κοντά στη θεμελίωση με κανονικούς μαρμάρινους δόμους (οι οποίοι φαίνονται ακόμη καλά σε διάφορα σημεία του κτηρίου) και στα ψηλότερα σημεία με πλίνθους. Αυτή η πρώτη φάση αποδίδεται στον 5ο ή 6ο αιώνα. Είναι πιθανό να πρόκειται για τον ίδιο ναό που αναφέρεται σε σχέση με τον σεισμό του 740, που λέγεται ότι μόνο μία εκκλησία σε όλη την πόλη άφησε όρθια. H εκκλησία αυτή δεν κατονομάζεται αλλά, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν επιβίωσε κανένας άλλος πρωτοβυζαντινός ναός στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Η παλαιοχριστιανική εκκλησία χωριζόταν σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες με μαρμάρινους κίονες, που θα προέρχονταν από το πλούσιο υλικό που παρείχαν τα αρχαιότερα ρωμαϊκά κτίρια της πόλης. Το κεντρικό φαρδύ κλίτος κατέληγε στο ανατολικό του άκρο σε μια μεγάλη ημικυκλική και εξωτερικά τρίπλευρη αψίδα με σύνθρονο που σηκωνόταν σε μεγάλο ύψος (εικ.3), αντίθετα τα δύο πλευρικά φαίνεται ότι κατέληγαν σε τοίχους και όχι σε μικρότερες αψίδες (εικ.2, κάτοψη αριστερά). Από την πρώτη φάση αυτή μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμη τα ανοίγματα των κατώτερων παραθύρων στους δύο πλευρικούς τοίχους, βόρειο και νότιο, τα οποία ήδη από τη μέση βυζαντινή εποχή έχουν φραχθεί και εν μέρει καταχωθεί. Τέλος, ένα παρεκκλήσι που γνωρίζουμε ανασκαφικά στη νότια πλευρά του ναού, και σε επαφή με το νότιο τοίχο, πρέπει να το χρονολογήσουμε και αυτό στην πρώτη οικοδομική περίοδο του ναού. Ο Peschlow υποστηρίζει ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική χτίστηκε στη θέση κάποιου αρχαίου ιερού. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι στους τοίχους της ενσωματώνει μεγάλη ποσότητα αρχαιότερου υλικού, καλά κατεργασμένους μεγάλους λιθόπλινθους και επιπλέον από το ότι καταλαμβάνει περίοπτη θέση στον αστικό ιστό, μια θέση που κέρδισε σίγουρα εις βάρος κάποιου άλλου προγενέστερου σημαντικού κτηρίου.4

Στη συνέχεια, και σε διάφορες στιγμές κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή, η εκκλησία υπέστη εκτεταμένες επεμβάσεις και επιδιορθώσεις. Το βασικό σχήμα του τρίκλιτου ναού διατηρήθηκε, τα πλευρικά κλίτη όμως χωρίστηκαν με ισχυρούς επιμηκυσμένους πλινθόκτιστους πεσσούς αντί της προϋπάρχουσας ελαφριάς κιονοστοιχίας (εικ.2, κάτοψη δεξιά). Αυτή η μετατροπή εξυπηρετούσε τις ανάγκες της νέας στέγασης του ναού με κεντρικό τρούλο, πλευρικές καμάρες και χαμηλούς τρούλους στα γωνιαία διαμερίσματα, μια μετασκευή που ακολουθούσε την κυρίαρχη αρχιτεκτονική τάση της εποχής (εικ.1). Νέο δάπεδο στρώθηκε ένα μέτρο περίπου ψηλότερα από το προηγούμενο, η αψίδα επανασχεδιάστηκε για να είναι πολυγωνική στην εξωτερική πλευρά, και το σύνθρονο θάφτηκε εν μέρει, όπως και οι πλευρικοί τοίχοι. Στεγάστηκαν με τρούλο οι χώροι στο ανατολικό άκρο των πλάγιων κλιτών διαμορφώνοντας έτσι δύο ημιανεξάρτητα παρεκκλήσια, όπως θα δούμε και παρακάτω. Σε όλο το μήκος τους υπήρξε εκτεταμένη επιδιόρθωση των τοίχων, με τη χρήση κυρίως οπτοπλίνθων, και ακολουθήθηκαν τεχνικές δόμησης που θυμίζουν έντονα κωνσταντινουπολίτικες τοιχοδομίες (εικ.4, εικ.5). Ακόμα και το εξωτερικό σταυρόσχημο παρεκκλήσι μετασκευάστηκε με την τοποθέτηση νέου δαπέδου από μάρμαρα σε δεύτερη χρήση, με εξαιρετική διακόσμηση από opus sectile.

Οι εκτεταμένες αυτές επεμβάσεις στο ναό πρέπει να χρονολογηθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους στον 11ο αιώνα, εποχή που ο ναός έλαβε και τη βασική μεσαιωνική μορφή του. Την υπόθεση αυτή επιβεβαίωσε και ο Schneider, ο οποίος μελέτησε το κτήριο και μπόρεσε να κάνει μερικές δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές. Συμπέρανε ότι οι πεσσοί και τα τρουλαία διαμερίσματα ήταν σύγχρονα και αντιπροσωπεύουν μια και μόνη οικοδομική φάση, αυτήν του 11ου αιώνα, και ότι μόνο επιμέρους μικροδιορθώσεις χρονολογούνται αργότερα.5

Ο Foss αντίθετα προτείνει για τη χρονολόγηση των φάσεων του ναού την παραβολή των τοιχοδομιών που παρατηρούνται στο κτήριο με τις διαφορετικές τοιχοδομίες που συναντούμε στα τείχη της πόλης. Αυτή η σύγκριση επαληθεύει σύμφωνα με τον Foss παλαιότερες θεωρίες του Brunov, ο οποίος είχε διακρίνει πολλές διαφορετικές φάσεις μετασκευών στο ναό.6 Κατά τον Foss, το διακριτικό σημάδι κάθε φάσης στην τοιχοδομία είναι το κονίαμα. Έτσι, στην πλινθοδομή των ισχυρών κεντρικών πεσσών και των τοίχων που διαχωρίζουν τα κλίτη βλέπει μεγάλη ομοιότητα με τους πύργους που έχτισε στη Νίκαια ο Μιχαήλ Γ΄ στα 858, όχι μόνον ως προς την χρήση τούβλων σε πυκνές και ελαφρά ακανόνιστες σειρές, αλλά και ως προς το συνδετικό κονίαμα, που είναι και στις δύο περιπτώσεις του ίδιου χρώματος, με ίδια αναλογία σπασμένου κεραμιδιού και μαύρων βότσαλων. Με βάση λοιπόν την τοιχοδομία, ο Foss χρονολογεί τη βασική μεσοβυζαντινή επισκευή του ναού στα μέσα του 9ου αιώνα. Τα τρουλαία διαμερίσματα εκατέρωθεν του ιερού και η επέμβαση που έδωσε στην αψίδα την τελική μορφή της πρέπει να χρονολογηθούν στον 13ο αιώνα, πάντα με βάση την τοιχοποιία, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες με το τμήμα των τειχών που χτίστηκε επί Βατάτζη.7

3. Τα παρεκκλήσια στην ανατολική πλευρά

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού είναι τα δύο παρεκκλήσια που εντοπίζονται στην ανατολική πλευρά εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού. Πρόκειται για μετασκευή του 11ου ή του 13ου αιώνα, οπότε οι απολήξεις των δύο πλευρικών κλιτών φράσσονται στο ανατολικό τους άκρο και στεγάζονται με δικό τους τρούλο, ο οποίος άλλωστε σώζεται ακόμη (εικ.6). Η διάρθρωση των παρεκκλησίων κατ’ αυτό τον τρόπο, πάντως δεν είναι άγνωστη στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Αν δεχτούμε τη χρονολόγηση της μετασκευής στον 11ο αιώνα, τότε το μνημείο μπορεί να ενταχθεί σε μια ομάδα μεσοβυζαντινών ναών με άλλα βασικά παραδείγματα τον Άγ. Αχίλλειο στη Μικρή Πρέσπα και τη Μητρόπολη των Σερρών. Ο τύπος αυτής της διάρθρωσης ονομάστηκε συνεπτυγμένος, ακριβώς γιατί τα παρεκκλήσια εγγράφονται στη βασική κάτοψη του ναού.8 Λίγα γνωρίζουμε για τη χρήση τους, η παρουσία όμως μια σαρκοφάγου σε ένα από αυτά είναι ίσως δηλωτική του ότι πρόκειται για ταφικά παρεκκλήσια, τουλάχιστον στην τελευταία χρήση τους (εικ.7). Προς την κατεύθυνση μιας ερμηνείας σχετικά με τη λειτουργία τους θα μπορούσαν ίσως να μας βοηθήσουν και οι ελάχιστες τοιχογραφίες που σώζονται στο σημείο αυτό του ναού.9

4. Το δάπεδο με τα μαρμαροθετήματα

Ο ναός της Αγίας Σοφίας πρέπει να είχε πολύ πλούσια διακόσμηση, από την οποία όμως σήμερα σώζονται πολύ λίγα στοιχεία. Οι τοίχοι έφεραν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που σε μεγάλο βαθμό πλέον είναι κατεστραμμένες. Το πιο εντυπωσιακό όμως από τα διακοσμητικά στοιχεία του βυζαντινού ναού που διατηρούνται ακόμη είναι τα μαρμαροθετήματα των δαπέδων. Πρώτος ο Schneider το 1936 εντόπισε ένα τμήμα δαπέδου με μαρμαροθετήματα στην αψίδα του ιερού. Αυτό ήταν περίπου 1,40 μ. ψηλότερα από το αρχικό δάπεδο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και έτσι ο Schneider το απέδωσε στη φάση του 1065. Πρόκειται για ένα απλό γεωμετρικό σχέδιο με επαναλαμβανόμενα τετράγωνα που αναπτύσσονται γύρω από ρομβοειδή τμήματα10 (εικ.3).

Στα 1955, κατά τη διάρκεια ευρύτερων εργασιών της τουρκικής αρχαιολογικής υπηρεσίας στα μνημεία της Νίκαιας, αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο, τμήμα του δαπέδου. Αυτό βρίσκεται στο κεντρικό κλίτος προς τα δυτικά κοντά στο νάρθηκα. Είναι ένα τετράγωνο διάχωρο 3,60 μ. x 3,60 μ. και σώζεται σχεδόν ακέραιο. Είναι φτιαγμένο με την τεχνική του opus sectile και κατά τον τούρκο ερευνητή Eyice χρονολογείται και αυτό στη φάση του 1065.11 Το δάπεδο μας προσφέρει ένα καλό παράδειγμα των μορφών των επιδαπέδιων μωσαϊκών της μεσοβυζαντινής εποχής. Μία ευρεία ζώνη με τετράγωνα και ορθογώνια παραλληλόγραμμα σχήματα πλαισιώνουν το κυρίως μοτίβο. Το κεντρικό μεγάλο τετράγωνο χωρίζεται σε δύο ομόκεντρους κύκλους που διαγράφονται από συμπλεκόμενες ταινίες λευκού μαρμάρου. Ο κεντρικός κύκλος περιγράφει μια κυκλική μαρμάρινη πλάκα από πράσινο μάρμαρο. Ανάμεσα στους δύο μεγάλους κύκλους παρεμβάλλονται οκτώ μικρότεροι που ακολουθούν το μοτίβο του συρικού τροχού. Στα ενδιάμεσα παρεμβάλλονται μωσαϊκά μοτίβα που ποικίλλουν πολύ στη μορφή και είναι φτιαγμένα από πολύ μικρά κομμάτια μαρμάρου. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία κρινάνθεμων (fleur-de-lis), τα οποία περιβάλλουν τον κεντρικό κύκλο. Νεότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι το κρινάνθεμο μπορεί να είχε αποτελέσει το διακριτικό σύμβολο της δυναστείας των Λασκαριδών το 13ο αιώνα, καθώς εντοπίζεται και στα νομίσματα των τοπικών νομισματοκοπείων της εξόριστης αυτοκρατορίας.12 Ο συσχετισμός του δαπέδου με τη δυναστεία των Λασκαριδών θα οδηγούσε και σε μια νέα χρονολόγηση που θα ανέβαζε την κατασκευή των μαρμαροθετημάτων στην επισκευή του 13ου αιώνα, όταν δηλαδή φτιάχτηκαν, σύμφωνα με τον Foss, και τα ανατολικά τρουλαία διαμερίσματα.

Σήμερα τα δάπεδα αυτά δεν μπορούν να τα δουν οι επισκέπτες, καθώς έχουν καλυφθεί για την προστασία τους από φθορές.

5. Η μοίρα του μνημείου μετά την οθωμανική κατάκτηση

Τον 14ο αιώνα, μετά την κατάληψη τής Νίκαιας από τους Οθωμανούς, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί. Το όνομα που έφερε μέχρι τον 19ο αιώνα, "Τέμενος τού Ορχάν", φαίνεται ότι μνημόνευε το όνομα του σουλτάνου που μετέτρεψε τη μεγαλύτερη εκκλησία της Νίκαιας το 1331 σε τζαμί και το μονόγραμμά του, η σουλτανική τούγκρα, ήταν ορατή επάνω από την είσοδο. Το μνημείο κάηκε και υπέστη εκτεταμένες καταστροφές κατά τις εθνοτικές ταραχές και το ξέσπασμα της βίας που συνόδεψε την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1918-1922.

Η σύγχρονη ονομασία του, Aya Sofya Camii, φαίνεται ότι δόθηκε πριν να επιβεβαιωθεί και επιστημονικά η ταύτιση του ερειπωμένου τζαμιού με τον βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας. Ενδεχομένως να απηχεί γνώση της τοπικής ιστορίας, ίσως όμως, όπως και σε άλλες περιοχές, το όνομα της Αγίας Σοφίας να δόθηκε στο κεντρικό τζαμί που προερχόταν από μετατροπή εκκλησίας, κατ' αναλογία με την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.13 Σήμερα ο ναός έχει πλέον μετατραπεί σε μουσείο.

1. Foss, C. – Tulchin J., Nicaea : A Byzantine Capital and Its Praises (Brookline 1990), σελ. 101-104· Restle, M., Istanbul-Bursa-Edirne- Iznik: Baudenkmäler und Museen (Stuttgart 1976), σελ. 528-530.

2. Foss, C. – Tulchin J., Nicaea : A Byzantine Capital and Its Praises (Brookline 1990), σελ. 102.

3. Για την οικοδομική ιστορία του κτηρίου έχουμε πλέον μια συνολική εικόνα στο Möllers, S., Die Hagia Sophia in Iznik/Nikaia (Alfter 1994).

4. Peschlow, Urs, “The churches of Nicaea/Iznik”, στο Akbaygil, I. –  İnalcik, H. – Aslanapa, O. (επιμ.), Iznik: Throughout History (Istanbul 2003), σελ. 202.

5. Schneider, A.M. – Karnapp W., “Die Stadtmauer von Iznik (Nicaea)”, Istanbuler Forschungen 9 (Berlin 1938).

6. Brunov, N., “L' église de Saint-Sophie de Nicée”, Echos d’ Orient 24(1925), σελ.  471-481.

7. Foss, C. – Tulchin, J., Nicaea : A Byzantine Capital and Its Praises (Brookline 1990), σελ. 103-4.

8. Ćurčić, Sl., “Architectural Significance of Subsidiary Chapels in Middle Byzantine Churches”, The Journal of the Society of Architectural Historians 36: 2 (Μάιος, 1977), σελ. 101.

9. Babić, G., Les Chapelles annexes des églises Byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques (Paris 1969), σελ. 142.

10. Schneider, A.M., “Die römischen und byzantinischen Denkmäler von Iznik-Nikaia”, Istanbuler Forschungen 16 (Berlin 1943), σελ. 10-17, πίν. 9, 10, 12.

11. Eyice, S., “Two Mosaic Pavements from Bithynia”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 373-374.

12. Πινάτση, Χρ., «Παρατηρήσεις στο δάπεδο του ναού της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια», 25ο Συμπόσιο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας: Περιλήψεις – Εισηγήσεις – Ανακοινώσεις (Αθήνα 2005), σελ. 113-114.

13. Όπως στην Αδριανούπολη (Edirne) και τη Βιζύη (Vize) της Θράκης: Eyice, S., “The other ΄Ayasofyas΄”, Ayasofya Müzesi Yılığı 11 (1990), σελ. 1-37.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>