Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νομισματοκοπείο Αυτοκρατορίας της Νίκαιας

Συγγραφή : Παπαδοπούλου Παγώνα (1/7/2008)

Για παραπομπή: Παπαδοπούλου Παγώνα, «Νομισματοκοπείο Αυτοκρατορίας της Νίκαιας», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5583>

Νομισματοκοπείο Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (15/2/2011 v.1) Mint of the Empire of Nicaea (15/2/2006 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Το νομισματοκοπείο της Νίκαιας ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα. Mε έδρα αρχικά τη Νίκαια και αργότερα τη Μαγνησία, αποτέλεσε το επίσημο νομισματοκοπείο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.1 Σε αντίθεση με τα νομισματοκοπεία των υπόλοιπων κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), της Νίκαιας εξέδωσε την πλήρη σειρά των υποδιαιρέσεων που κυκλοφορούσαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 12ο αιώνα, συνεχίζοντας το νομισματικό σύστημα που είχε εισαγάγει το 1092 ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός.2 Τα προϊόντα του διακρίνονται για την ευρεία κυκλοφορία τους, ακόμα και εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και μαρτυρούν την οικονομική ευμάρεια και υπεροχή του κράτους αυτού σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διάδοχα κράτη. Το νομισματοκοπείο έπαψε τις εκδόσεις του μετά την ανάκτηση της Βασιλεύουσας από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261).3

2. Έναρξη λειτουργίας – Τοποθεσία

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το νομισματοκοπείο της Νίκαιας, ωστόσο είναι βέβαιο ότι αυτό συνέβη επί Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως (1205-1222), το όνομα του οποίου φέρουν οι πρώτες γνωστές κοπές. Με βάση τα νομισματικά δεδομένα μπορούμε να τοποθετήσουμε την έναρξη των κοπών στην περίοδο 1205-1208, μεταξύ δηλαδή της ανακήρυξης του Θεοδώρου σε αυτοκράτορα και της επίσημης στέψης του.4

Όσον αφορά την έδρα του νομισματοκοπείου, ως μοναδική υποψήφια θεωρούνταν επί μακρόν η Νίκαια, η πρωτεύουσα του κράτους. Υπάρχουν ωστόσο ισχυρές ενδείξεις ότι, μολονότι τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν όντως εκεί, σύντομα το νομισματοκοπείο μεταφέρθηκε στη Μαγνησία. Η προστατευμένη γεωγραφική θέση της μακριά από τους Σελτζούκους και τους Λατίνους, το γεγονός ότι εκεί βρισκόταν το αυτοκρατορικό ταμείο –τουλάχιστον επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη(1222-1254) και πιθανόν επί Θεοδώρου Β΄ (1254-1258)–, καθώς και η εγγύτητά της στο Νυμφαίον, όπου βρισκόταν η χειμερινή αυτοκρατορική κατοικία, την καθιστούν ως την πιο πιθανή έδρα του αυτοκρατορικού νομισματοκοπείου.5 Η μεταφορά αυτή πρέπει να συνέβη αρκετά νωρίς στη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄, πιθανότατα το 1212, έτος έναρξης της νέας ινδικτιώνας.6

3. Παραγωγή

Όπως αναφέρθηκε ήδη, το νομισματοκοπείο της Νίκαιας υπήρξε το μοναδικό της περιόδου 1204-1261 που εξέδωσε όλες τις υποδιαιρέσεις του 12ου αιώνα: το χρυσό υπέρπυρο, το από ήλεκτρο ή αργυρό τρικέφαλο, το χάλκινο στάμενο και το χάλκινο τεταρτηρό.7 Συνεχίζοντας την κομνήνεια νομισματική παράδοση, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας ενίσχυε το γόητρό της μεταξύ των άλλων διάδοχων κρατών, ενώ προβαλλόταν ως ο μόνος ικανός διεκδικητής του χαμένου βυζαντινού θρόνου.

4. Οργάνωση του νομισματοκοπείου

Τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την οργάνωση της παραγωγής στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας είναι ελάχιστα. Ωστόσο με βάση τα νομισματικά δεδομένα, καθώς και κάποιες σποραδικές αναφορές στις γραπτές πηγές, μπορούμε να συμπεράνουμε τα παρακάτω.

4.1. Ετήσιες κοπές

Τουλάχιστον κατά την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του, αν όχι καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου Α΄, το νομισματοκοπείο της Νίκαιας εξακολούθησε την οργάνωση της παραγωγής του με βάση το δεκαπενταετή κύκλο της ινδικτιώνας, ακολουθώντας το πρότυπο των αυτοκρατορικών νομισματοκοπείων του 12ου αιώνα.8 Φαίνεται ωστόσο ότι το 1227 υιοθέτησε για κάποιες υποδιαιρέσεις το σύστημα των ετήσιων κοπών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ενιαύσια αλλαγή είτε του εικονογραφικού τύπου (όπως π.χ. στην περίπτωση των σταμένων), είτε των σίγγλων –στην περίπτωση των υπερπύρων–, καθώς και από το μικρό μέγεθος παραγωγής κάθε τύπου.9 Το ίδιο μοντέλο οργάνωσης παρατηρείται την ίδια περίπου περίοδο και στα νομισματοκοπεία της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.10

4.2. «Αυτοκρατορικό» και «δημόσιο» νομισματοκοπείο

Επίσης με βάση το πρότυπο του νομισματοκοπείου Κωνσταντινουπόλεως της περιόδου πριν από το 1204, το νομισματοκοπείο της Νίκαιας, τουλάχιστον όσον αφορά την παραγωγή χρυσών νομισμάτων, φαίνεται να αποτελούνταν από δύο ξεχωριστά τμήματα: τo «αυτοκρατορικό» νομισματοκοπείο, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την κοπή νομισμάτων από μέταλλο προερχόμενο από τα επίσημα κρατικά έσοδα, όπως η φορολογία, και το «δημόσιο» νομισματοκοπείο, στο οποίο οι πολίτες προσέρχονταν προσκομίζοντας μέταλλο σε ράβδους, το οποίο αντάλλασσαν με κομμένα νομίσματα.11 Η διαπίστωση αυτή βασίζεται κυρίως, σε παραλληλισμό με το 12ο αιώνα, στην ύπαρξη υπερπύρων με και χωρίς σίγγλα –προϊόντα των δύο διαφορετικών τμημάτων του νομισματοκοπείου– και στην απαγόρευση εξαγωγής πολύτιμων μετάλλων σε ράβδους που επέβαλε στους Γενουάτες ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, η οποία αποσκοπούσε στο να διατηρήσει το («δημόσιο») νομισματοκοπείο τα έσοδα του από την προμήθεια (seigneuriage) για τη μετατροπή των ράβδων σε νομίσματα.12

4.3. Σίγγλα

Τέλος, με την οργάνωση του νομισματοκοπείου και τον έλεγχο της παραγωγής φαίνεται να σχετίζεται η ευρεία χρήση των σίγγλων – στιγμές, συνδυασμοί στιγμών, αστερίσκοι, γράμματα της αλφαβήτου κ.ά. [εικ. 1, 2]. Μολονότι είχαν χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από τους Αγγέλους, κατά πάσα πιθανότητα προκειμένου να δηλώσουν διαφορές στην καθαρότητα του μετάλλου,13 και δεν ήταν άγνωστα στα υπόλοιπα νομισματοκοπεία της περιόδου 1204-1261, χρησιμοποιήθηκαν κατεξοχήν από το νομισματοκοπείο της Νίκαιας κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στα υπέρπυρα.14 Αν και τουλάχιστον σε μία περίπτωση, αυτή των υπερπύρων του Θεοδώρου Β΄, τα σίγγλα που αντιστοιχούν στα τέσσερα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου αντιπροσωπεύουν τα τέσσερα χρόνια της βασιλείας του [εικ. 2],15 στις περισσότερες περιπτώσεις η ερμηνεία τους είναι πιο περίπλοκη και εξακολουθεί να αποτελεί θέμα διαφωνίας μεταξύ των διάφορων μελετητών.

5. Κοπές

5.1. Υπέρπυρα

Παρά τις κάποιες απόπειρες απόδοσης υπερπύρων στο Θεόδωρο Α΄,16 είναι πλέον βέβαιο ότι η έκδοση χρυσών νομισμάτων στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας ξεκίνησε μόλις επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, πιθανότατα το 1227, έτος έναρξης της νέας ινδικτιώνας μετά την κατάκτηση των περιοχών της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας από τους Λατίνους.17 Τα υπέρπυρα του αυτοκράτορα αυτού παρήχθησαν σε μεγάλες ποσότητες, ιδιαίτερα μετά το λιμό που έπληξε τους Σελτζούκους στη δεκαετία του 1240: σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, όλος ο πλούτος τους πέρασε στα χέρια του αυτοκράτορα της Νίκαιας με αντάλλαγμα σιτηρά και άλλα τρόφιμα.18 Η κυκλοφορία των υπερπύρων του Ιωάννη Βατάτζη δεν περιοριζόταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας· τα βρίσκουμε σε σημαντικές ποσότητες στη Μαύρη θάλασσα και στα βόρεια Βαλκάνια –ιδιαίτερα στις παραδουνάβιες περιοχές– ακόμα και σε θησαυρούς που ανάγονται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα.19 Η ευρεία διάδοσή τους σχετίζεται αναμφισβήτητα με τη χρήση τους ως νομίσματος διεθνών εμπορικών συναλλαγών.

Πέρα από τον οικονομικό τους ρόλο, τα υπέρπυρα εξυπηρετούσαν και την αυτοκρατορική προπαγάνδα: ως πρότυπό τους επιλέχτηκε το υπέρπυρο του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143), το οποίο αντιγράφηκε ακριβώς, χωρίς να αλλαχθεί ούτε ο τίτλος του Πορφυρογεννήτου, στον οποίο ο Ιωάννης Βατάτζης δεν είχε κανένα δικαίωμα [εικ. 1].20

Η επιλογή αυτή προκάλεσε επί χρόνια σύγχυση στους νομισματολόγους, οι οποίοι δυσκολεύονταν να διακρίνουν τα υπέρπυρα του 12ου από αυτά του 13ου αιώνα.21 Παρά την ύπαρξη τεχνοτροπικών διαφορών, ο ασφαλέστερος τρόπος διαχωρισμού τους παραμένει η μεταλλική τους σύνθεση: τα υπέρπυρα του Ιωάννη Κομνηνού είναι 20 καρατίων, ενώ του Ιωάννη Βατάτζη μόλις 17-18 καρατίων.22 Πέρα ωστόσο από τη διάκριση μεταξύ των υπερπύρων του Κομνηνού και του Βατάτζη, προβληματικός παρέμενε και ο διαχωρισμός των υπερπύρων της Νίκαιας από τις απομιμήσεις τους, προϊόντα του λατινικού νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης, γνωστών από τις πηγές ως perperi latini.23 Μολονότι έχει σημειωθεί πρόοδος στον τομέα αυτό, γενικότερα το πρόβλημα των απομιμήσεων των υπερπύρων του Ιωάννη Κομνηνού παραμένει ακόμη μακριά από την οριστική λύση του.24

Η έκδοση χρυσών νομισμάτων συνεχίστηκε και επί βασιλείας Θεοδώρου Β΄, αλλά σε μικρότερη κλίμακα [εικ. 2].25 Τα τελευταία υπέρπυρα της Μαγνησίας χρονολογούνται στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1259-1261).26

5.2. Τρικέφαλα

Τα πρώτα τρικέφαλα κόπηκαν επί Θεοδώρου Α΄ –πρώτα στη Νίκαια και αργότερα στη Μαγνησία– και αποτελούσαν τη μοναδική υποδιαίρεση από πολύτιμο μέταλλο [εικ. 3]. Αρχικά από ήλεκτρο (4 καρατίων), στο τέλος της βασιλείας του κατέληξαν να αποτελούνται από καθαρό άργυρο. Η μεταλλική αυτή σύνθεση υιοθετήθηκε και από τους διαδόχους του.27

Η έναρξη έκδοσης χρυσών νομισμάτων επί Ιωάννη Βατάτζη φαίνεται πως επηρέασε και την παραγωγή των τρικεφάλων. Τουλάχιστον 18 διαφορετικοί τύποι αποδίδονται στη βασιλεία αυτή, πολλοί ωστόσο αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο δείγμα.28 Για το λόγο αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ετήσιες κοπές που παράγονταν σε μικρές ποσότητες.29 Όπως και στα υπέρπυρα του ίδιου αυτοκράτορα, η παραγωγή των τρικεφάλων ελεγχόταν με τη χρήση σίγγλων. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα τρικέφαλα του Θεοδώρου Β΄, όπου η χρήση των πρώτων γραμμάτων της αλφαβήτου ως σίγγλων μάς επιτρέπει να αποκαταστήσουμε την ακολουθία των εκδόσεων.30 Επί βασιλείας Μιχαήλ Η΄ συνεχίστηκε η κοπή τρικεφάλων, ο προσδιορισμός ωστόσο των τελευταίων αυτών εκδόσεων παραμένει προβληματικός.31

5.3. Στάμενα

Τα στάμενα μαζί με τα τρικέφαλα αποτέλεσαν τις μοναδικές νομισματικές υποδιαιρέσεις των οποίων η έκδοση άρχισε άμεσα μετά την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας από το Θεόδωρο Α΄. Η πρώτη κοπή του αυτοκράτορα αυτού μάλιστα παρήχθη σε πολύ μεγάλες ποσότητες, κυκλοφόρησε ευρύτατα και εκτός των ορίων του κράτους του και αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης από τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης [εικ. 5].32

Οι υπόλοιπες εκδόσεις, τόσο του Θεοδώρου Α΄ όσο και των διαδόχων του, παρήχθησαν σε μικρές ποσότητες. Ο Ιωάννης Βατάτζης εισήγαγε τις ετήσιες κοπές και τη χρήση σίγγλων στα στάμενα, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι η πρακτική αυτή συνεχίστηκε από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες.33 Και η έκδοση σταμένων έπαψε μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261.

5.4. Τεταρτηρά

Η παραγωγή τεταρτηρών από το νομισματοκοπείο της Νίκαιας ξεκίνησε επί Ιωάννου Γ΄ Βατάτζη [εικ. 6] και, μολονότι συνεχίστηκε και επί των διαδόχων του, παρέμεινε πάντοτε σε πολύ μικρή κλίμακα. Δεδομένης της μη κυκλοφορίας της υποδιαίρεσης αυτής στα μικρασιατικά εδάφη, φαίνεται ότι οι κοπές αυτές είχαν ένα χαρακτήρα περισσότερο συμβολικό και λιγότερο οικονομικό ή πρακτικό.34 Αν και δεν αποκλείεται η έκδοσή τους να σχετίζεται με την κατάκτηση από τον Ιωάννη Βατάτζη ευρωπαϊκών εδαφών, όπου η κυκλοφορία της μικρής αυτής υποδιαίρεσης ήταν καθιερωμένη ήδη από το 12ο αιώνα, το πιθανότερο είναι ότι σκόπευε στην ενίσχυση της αυτοκρατορικής προπαγάνδας: εκδίδοντας όλη τη σειρά των υποδιαιρέσεων του 12ου αιώνα, η αυτοκρατορία της Νίκαιας παρουσιαζόταν ως ο μόνος συνεχιστής της βυζαντινής παράδοσης και κατά συνέπεια ως ο αξιότερος διεκδικητής του βυζαντινού θρόνου.35

6. Εικονογραφία

Συγκρινόμενο με το σύγχρονό του νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, το νομισματοκοπείο της Νίκαιας εμφανίζεται συντηρητικό ως προς την επιλογή εικονογραφικών τύπων.36 Σε γενικές γραμμές συνεχίζεται η κομνήνεια εικονογραφική παράδοση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις γίνεται αντικείμενο ακριβής απομίμησης.37 Πέρα από το Χριστό και τη Θεοτόκο, οι οποίοι κατέχουν ούτως ή άλλως εξέχουσα θέση στην εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων, πολύ συχνή είναι και η απεικόνιση στρατιωτικών αγίων (Θεόδωρος: εικ. 3, 5, Δημήτριος, Γεώργιος). Επρόκειτο για μια τάση που είχε εμφανιστεί ήδη το 12ο αιώνα, αλλά πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις το 13ο.38

Ως μοναδική αξιοσημείωτη καινοτομία του νομισματοκοπείου της Νίκαιας μπορούμε να αναφέρουμε την απεικόνιση του αγίου Τρύφωνα. Ο μάρτυρας της Φρυγίας, άγνωστος έως τότε στο νομισματικό εικονογραφικό ρεπερτόριο, πρωτοεμφανίζεται στα νομίσματα του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, προφανώς χάρη στην ιδιότητά του ως πολιούχου της Νίκαιας. Θα εξακολουθήσει να απεικονίζεται στα νομίσματα και των επόμενων αυτοκρατόρων, συχνά σε συνδυασμό με τον κρινανθό, ένα νέο μοτίβο στη νομισματοκοπία του 13ου αιώνα [εικ. 4]. Ο συνδυασμός των δύο θεμάτων στα νομίσματα της Νίκαιας δεν ήταν τυχαίος: σύμφωνα με τον πανηγυρικό που έγραψε προς τιμήν του αγίου ο Θεόδωρος Β΄, κάθε χρόνο την ημέρα εορτασμού του (1η Φεβρουαρίου), ένας κρινανθός άνθιζε στο χώρο όπου φυλάσσονταν τα λείψανά του.39

1. Παρά την αλλαγή της έδρας του από τη Νίκαια στη Μαγνησία, για λόγους συντομίας θα αποκαλούμε το νομισματοκοπείο «νομισματοκοπείο της Νίκαιας», όπως είναι άλλωστε γνωστό στη βιβλιογραφία.

2. Για τη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και το νέο σύστημα που εισήγαγε βλ. Hendy, M.F., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (Dumbarton Oaks Studies 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 14-25, 39-49· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 41-51.

3. Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 58.

4. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 133, 453-454.

5. Hendy, M.F., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (Dumbarton Oaks Studies 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 231-232· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 133-134· Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 57-58.

6. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 134, 453. Για την οργάνωση του νομισματοκοπείου και της παραγωγής του με βάση το δεκαπενταετή κύκλο της ινδικτιώνας βλ. παρακάτω.

7. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 52-53. Ωστόσο δεν εκδίδονταν όλες οι υποδιαιρέσεις καθ’ όλη την περίοδο 1204-1261. Επί Θεοδώρου Α΄, για παράδειγμα, το νομισματοκοπείο περιορίστηκε σε κοπές τρικεφάλων και σταμένων. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 453.

8. Όπως έχουν δείξει οι μελέτες του Μ. Hendy, η νομισματική παραγωγή του 12ου αιώνα ακολουθούσε το δεκαπενταετή κύκλο της ινδικτιώνας. Το σύστημα αυτό καθόριζε τις αλλαγές των εικονογραφικών τύπων, καθώς και άλλα οργανωτικά θέματα του νομισματοκοπείου. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σποράδην (12ος αιώνας), σελ. 453-454 (Νίκαια).

9. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 474.

10. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 134.

11. Η ύπαρξη των δύο αυτών διαφορετικών νομισματοκοπείων μαρτυράται για τον 4ο-7ο αιώνα (moneta auri και moneta publica ή fiscalis αντίστοιχα). Η θεωρία για τη συνέχιση της πρακτικής αυτής σε υστερότερες περιόδους ανήκει στο Μ. Hendy. Hendy, M.F., “The administration of mints and treasuries, fourth to seventh centuries, with an appendix on the production of silver plate”, στο Hendy, M.F., The Economy, Fiscal Administration and Coinage of Byzantium (Variorum Collected Studies 305, Northampton 1989), αρ. VI, σελ. 6-8· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 22-25, 108-111· Morrisson, C., “Moneta, Kharagè, Zecca: les ateliers byzantins et le palais imperial”, στο La Guardia, R. (επιμ.), I Luoghi della moneta. Le sedi delle zecche dall’antichità all’età moderna. Atti del convegno internazionale, 22-23 ottobre 1999, Milano (Milanο 2001), σελ. 51-54.

12. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 119-120· Hendy, M.F., Studies in the Byzantine Monetary Economy, c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 257-260. Ο όρος περιλαμβάνεται στη συνθήκη του Νυμφαίου, που υπογράφτηκε μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ και των Γενουατών το 1261, πριν από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ζέπος, Ι. – Ζέπος, Π., Νεαραί και χρυσόβουλα των μετά τον Ιουστινιανόν βυζαντινών αυτοκρατόρων (Jus graecoromanum I, Αθήνα 1930), σελ. 494.

13. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 368.

14. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 111-119.

15. Hendy, M.F., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (Dumbarton Oaks Studies 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 260· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 516.

16. Πέρα από τις παλιότερες αποδόσεις [π.χ. Hendy, M.F., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (Dumbarton Oaks Studies 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 227-228, 235-236], οι οποίες έχουν πια πλήρως απορριφθεί [Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 453], ο Ι. Jordanov σχετικά πρόσφατα απέδωσε στο Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι ένα μοναδικό υπέρπυρο που φυλάσσεται στο Μουσείο του Grabovo στη Βουλγαρία και απεικονίζει το Χριστό Εμμανουήλ στον εμπροσθότυπο και τον αυτοκράτορα με τον άγιο Θεόδωρο στον οπισθότυπο. Jordanov, I., “Mise au jour d’un monnayage hyperpère byzantin de la première moitié du XIIIe siècle”, Études balkaniques 4 (1989), σελ. 107-109. Ωστόσο τόσο η αυθεντικότητα του νομίσματος όσο και η απόδοση του παραμένουν επισφαλείς.

17. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 474.

18. Nicephori Gregorae, Historiae Byzantinae I, Bekker, I. – Schopen, L. (επιμ.) (Bonn 1829-1855), σελ. 43. Βλ. και Ahrweiler, H., “L’histoire et la géographie de Smyrne entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement au XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965), σελ. 8.

19. Morrisson, C.  – Papadopoulou, P., “L’éclatement du monnayage dans le monde byzantin après 1204: apparence ou réalité?”, στο Villela-Petit, I. (επιμ.), 1204, La quatrième croisade. De Blois à Constantinople et éclats d’empires. Catalogue d’exposition (Musée Château de Blois et Paris, Bibliothèque nationale de France, Musée du cabinet des Médailles, octobre 2005-janvier 2006), Revue Française d’héraldique et de sigillographie 73-75 (2003-2005), σελ. 138-139. Πλήρης κατάλογος των θησαυρών που περιέχουν υπέρπυρα του Ιωάννη Γ´ Βατάτζη περιλαμβάνεται στο Lianta, E., “John II Comnenus (1118-43) or John III Vatatzes (1222-54)? (Distinguishing the Hyperpyra of John II from Those of John III)”, The Numismatic Chronicle 166 (2006), σελ. 272-274.

20. Ακόμα και η μορφή της γενειάδας του αυτοκράτορα, η οποία σε όλες τις κοπές του Ιωάννη Γ´ Βατάτζη έχει διχαλωτή μορφή, διατηρεί το στρογγυλό σχήμα κατά το πρότυπο του υπερπύρου του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Η επιλογή των νομισμάτων του Ιωάννη Κομνηνού ως προτύπων δεν ήταν ασφαλώς τυχαία. Πέρα από την προφανή συνωνυμία και τη σύνδεση με την κομνήνεια δυναστεία, δημιουργούσε έναν παραλληλισμό μεταξύ του αυτοκράτορα της Νίκαιας και του Ιωάννη Κομνηνού, γνωστού και ως Καλοϊωάννη λόγω της συνετής διακυβέρνησής του. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 467.

21. Metcalf, D.M., “John Vatatzes and John Comnenus. Questions of Style and Detail in Byzantine Numismatics”, Greek, Roman and Byzantine Studies 3 (1960), σελ. 203-214. Φυσικά η σύγχυση δεν αφορά τα υπέρπυρα που φέρουν σίγγλα, αφού μπορούν να αποδοθούν με ασφάλεια στο 13ο αιώνα.

22. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 476.

23. Τα νομίσματα αυτά αναφέρονται για πρώτη φορά από το φλωρεντίνο έμπορο Francesco Balducci Pegolotti, ο οποίος τα περιγράφει ως απομιμήσεις των υπερπύρων του Ιωάννη Γ´ Βατάτζη, 16,5 καρατίων, που φέρουν συγκεκριμένα σίγγλα. Pegolotti, F.B., La Pratica della mercatura, Evans, A. (επιμ.) (Cambridge Mass. 1936), σελ. 287-289. Διάφορες θεωρίες είχαν εκφραστεί σχετικά με τα υπέρπυρα αυτά, πρόσφατα ωστόσο ο  Ε. Oberländer-Târnoveanu φαίνεται να βρήκε τη λύση του προβλήματος προσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα perperi latini από τα αυθεντικά υπέρπυρα του Ιωάννη Βατάτζη. Oberländer-Târnoveanu, E., “Les hyperpères de type de Jean III Vatatzès – classification, chronologie et évolution du titre (à la lumière du trésor d’Uzun Baïr, dép. De Tulcea)”, στο Iacob, M.  – Oberländer-Târnoveanu, E. – Topoleanu, F. (επιμ.), Istro-Pontica. Museul Tulcean la a 50-a aniversare 1950-2000. Omagiu lui Simion Gavrilă la 45 de ani de activitate 1955-2000 (Tulcea 2000), σελ. 499-561 [όπου και οι παλιότερες θεωρίες στις οποίες πρέπει να προστεθεί το Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 476-477]. Πρβλ. ωστόσο τις αντιρρήσεις που εκφράζει η Ε. Λιάντα. Lianta, E.,John II Comnenus (1118-43) or John III Vatatzes (1222-54)? (Distinguishing the hyperpyra of John II from those of John III)”, The Numismatic Chronicle 166 (2006), σελ. 280-281.

24. Βλ. πιο πρόσφατα τα άρθρα της Lianta, E.,John II Comnenus (1118-43) or John III Vatatzes (1222-54)? (Distinguishing the hyperpyra of John II from those of John III)”, The Numismatic Chronicle 166 (2006), και του Jordanov, I., “The perpyra of Tsar Kaloyan (1198-1207)?”, Archaeologia Bulgarica X (2006) σελ. 53-99, που προτείνουν νέες αποδόσεις για υπέρπυρα που ως τώρα αποδίδονταν στον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και το νομισματοκοπείο της Νίκαιας.

25. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 515-516. Δεν υπάρχουν νομίσματα στο όνομα του διαδόχου του Θεοδώρου Β΄, του ανήλικου Ιωάννη Δ΄ (1258-1259)· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 530.

26. Ένας μόνο τύπος υπερπύρου, γνωστός από ένα μοναδικό νόμισμα που φυλάσσεται στο Βουκουρέστι, μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια στο Μιχαήλ Η΄ και το νομισματοκοπείο της Νίκαιας. Iliescu, O., “Le dernier hyperpère de l’empire byzantin de Nicée”, Byzantinoslavica 26 (1965), σελ. 94-99· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 530. Ο P. Grierson ωστόσο θεωρεί ότι μέρος της δεύτερης κοπής του Μιχαήλ Η΄ πρέπει επίσης να αποδοθεί στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας. Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 106.

27. Morrisson, C.  – Barrandon, J.N.  – Ivanišević, V., “Late Byzantine Silver and Billon Coinage: A Study of its Composition”, στο Oddy, W.A.  – Cowell, M.R. (επιμ.), Metallurgy in Numismatics 4 (1998), σελ. 52, 57· Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 453, 478, 545.

28. Στους 17 τύπους που περιλαμβάνονται στο Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999) προστέθηκε πρόσφατα ένας ακόμη, γνωστός από ένα νόμισμα προερχόμενο από τη βόρεια Ελλάδα. Γεωργιάδης, Ν.Θ., «Ένα νέο από ήλεκτρο τραχύ του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη», Νομισματικά Χρονικά 21 (2002), σελ. 105-106.

29. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 474-475, 478.

30. Όπως και στα υπέρπυρα, τα γράμματα αυτά αντιστοιχούν στα τέσσερα χρόνια βασιλείας του Θεοδώρου Β΄. Κατά περίεργο τρόπο όμως, το γράμμα Β απουσιάζει από τα τρικέφαλα του δεύτερου έτους [εικ. 4], μολονότι υπάρχουν τέσσερις τύποι. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 516.

31. Διαφορετικοί τύποι αποδίδονται στη Μαγνησία από τους S. Bendall [Bendall, S., “The silver coinage of Michael VIII, A.D. 1258-1282“, Numismatic Circular 90 (1982), σελ. 121], M. Hendy [Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 531] και P. Grierson [Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 112].

32. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 454-455.

33. Γνωρίζουμε 27 κοπές του Ιωάννη Γ΄ οι οποίες αντιστοιχούν ακριβώς στην περίοδο μεταξύ του 1227, έτους έναρξης των ετήσιων κοπών, και του τέλους της βασιλείας του (1254). Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 474-475, 480. Υπάρχουν ωστόσο μόνο τρεις κοπές –χωρίς σίγγλα– για τα τέσσερα χρόνια βασιλείας του Θεοδώρου Β΄, ενώ στην τρίχρονη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ αποδίδονται με επιφύλαξη δύο τύποι. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 516-517, 531 [πρβλ. και Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 124].

34. Έχει παρατηρηθεί ότι οι μικρές υποδιαιρέσεις του 12ου αιώνα δεν κυκλοφορούσαν ανεξαιρέτως σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας: τα τεταρτηρά απουσιάζουν πλήρως από το νομισματικό υλικό της Μικράς Ασίας, όπου κυκλοφορούσαν αποκλειστικά τα στάμενα. Το αντίστροφο παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο, που χαρακτηριζόταν από την αποκλειστική κυκλοφορία τεταρτηρών, ενώ στα κεντρικά Βαλκάνια παρατηρείται μεικτή κυκλοφορία σταμένων και τεταρτηρών. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 219-220· Hendy, M.F., Studies in the Βyzantine Μonetary Εconomy c. 300-1450 (Cambridge Mass. 1985), σελ. 435-439· Οικονομίδου, Α. – Τουράτσογλου, Ι. – Τσούρτη-Κούλη, Η. – Γαλάνη-Κρίκου, Μ., «Ο θησαυρός “Κομοτηνής”/1979(;): Συμβολή στην κυκλοφορία των τεταρτηρών του ΙΒ´ αι. μ.Χ.», στο Bakirtzis, C. (επιμ.), First International Symposium for Thracian Studies «Byzantine Thrace». Image and Character, Komotini (May 28th -31st 1987) (Amsterdam 1989), Byzantinische Forschungen 14 (1989), σελ. 369-371.

35. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 475, 481, 580.

36. Για τα εικονογραφικά θέματα του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης βλ. Morrisson, C., “The Emperor, the Saint and the City. Coinage and Money in Thessalonike from the Thirteenth to the Fifteenth Century”, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003), σελ. 177-186.

37. Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση των υπερπύρων του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και οι λόγοι που κρύβονται πίσω από αυτή την επιλογή. Για άλλα παραδείγματα βλ. Hendy, M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4 (Washington D.C. 1999), σελ. 479.

38. Morrisson, C. – Papadopoulou, P., “L’éclatement du monnayage dans le monde byzantin après 1204: apparence ou réalité?”, στο Villela-Petit, I. (επιμ.), 1204, La quatrième croisade. De Blois à Constantinople et éclats d’empires. Catalogue d’exposition (Musée Château de Blois et Paris, Bibliothèque nationale de France, Musée du cabinet des Médailles, octobre 2005-janvier 2006), Revue Française d’héraldique et de sigillographie 73-75 (2003-2005), σελ. 139.

39. Laurent, V., “L’emblème du lis dans la numismatique byzantine: son origine. À propos d’une monnaie inédite de Michel VIII Paléologue”, στο Ingholt, H. (επιμ.), Centennial Volume of the American Numismatic Society (New York 1958), σελ. 417-427· Grierson, P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5 (Washington D.C. 1999), σελ. 81· Morrisson, C.  – Papadopoulou, P., “L’éclatement du monnayage dans le monde byzantin après 1204: apparence ou réalité?”, στο Villela-Petit, I. (επιμ.), 1204, La quatrième croisade. De Blois à Constantinople et éclats d’empires. Catalogue d’exposition (Musée Château de Blois et Paris, Bibliothèque nationale de France, Musée du cabinet des Médailles, octobre 2005-janvier 2006), Revue Française d’héraldique et de sigillographie 73-75 (2003-2005), σελ. 139.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>