Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τραπεζούντος Μητρόπολις

Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (28/11/2002)

Για παραπομπή: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Τραπεζούντος Μητρόπολις», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6488>

Τραπεζούντος Μητρόπολις (24/9/2008 v.1) Diocese of Trebizond  - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Εισαγωγή

Η ιστορία της μητρόπολης Τραπεζούντας κατά την Οθωμανική περίοδο διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από αυτή των άλλων μικρασιατικών μητροπόλεων λόγω ειδικών συνθηκών που σχετίζονται με το χρόνο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε υπό ισλαμική εξουσία. Καθώς η μητρόπολη αυτή ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον πυρήνα της επικράτειας της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, η οποία κατάφερε να επιβιώσει έως το 1461, ο χώρος αυτός παρέμεινε εκτός ισλαμικής εξουσίας έως τότε. Χαρακτηρίζεται δηλ. από μια ιδιαίτερη ιστορική εξέλιξη κατά τους ύστερους μεσαιωνικούς αιώνες σε σχέση με την υπόλοιπη Μικρά Ασία, ακόμα και σε σχέση με τις λοιπές περιοχές του Πόντου, αφού δε γνώρισε τη σελτζουκική κυριαρχία, την ένταξη σε διάφορα αλληλοσυγκρουόμενα εμιράτα, την πρώιμη φάση του εξισλαμισμού και τη συνεπαγόμενη φθορά του χριστιανικού πληθυσμού. Η υπαγωγή της περιοχής στην ισλαμική εξουσία έγινε στιγμιαία και σε μεταγενέστερη χρονική φάση, μόλις με την οθωμανική κατάκτηση του 1461, χωρίς να έχει προηγηθεί η, χρονικής διάρκειας από έναν έως και τρεις αιώνες, ισλαμική εξουσία που χαρακτηρίζει τις υπόλοιπες μικρασιατικές περιοχές έως την ένταξή τους στο οθωμανικό κράτος.

Η παραμονή του συγκεκριμένου χώρου υπό χριστιανική κυριαρχία έως την οθωμανική κατάκτηση (1461), καθώς και η δημογραφική ισχύς του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου της περιοχής, καθόρισαν συνθήκες ενσωμάτωσης στο οθωμανικό σύστημα, οι οποίες προσομοιάζουν με αυτές που επικράτησαν στις ευρωπαϊκές επαρχίες του κράτους παρά στην υπόλοιπη Μικρά Ασία. Η κυρίαρχη –κατά την επαύριο της κατάκτησης και για αρκετό χρονικό διάστημα στη συνέχεια– αριθμητική παρουσία του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου εξασφάλιζε την κανονική λειτουργία της μητρόπολης Τραπεζούντας και τη δυνατότητα πλήρωσης της θέσης του μητροπολίτη, της παραμονής του στο χώρο αρμοδιότητάς του και της κανονικής άσκησης των καθηκόντων του. Με την εξαίρεση μιας δεκαετούς περιόδου απουσίας μητροπολίτη –αποτέλεσμα της αναστάτωσης που επέφερε η οθωμανική κατάληψη της Τραπεζούντας–, η σειρά των μητροπολιτών ήταν έκτοτε συνεχής· επρόκειτο για αρχιερείς που ασκούσαν τα καθήκοντά τους επιτόπου, σε αντίθεση με το φαινόμενο των κενών μητροπολιτικών εδρών που χαρακτηρίζει άλλες μικρασιατικές περιοχές κατά την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο.

Η ακολουθούμενη εδώ περιοδολόγηση της ιστορίας της μητρόπολης Τραπεζούντας κατά την Οθωμανική περίοδο διαφέρει εν μέρει από αυτήν που προτείνει ο Οδυσσέας Λαμψίδης για τη γενικότερη ιστορία των Ελλήνων του Πόντου (α. 1461-μέσα 17ου αι., β. μέσα 17ου αι.-συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), γ. συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή-1922).1 Επίσης στο παρόν δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων με το Λαμψίδη ως προς τα βασικότερα χαρακτηριστικά κάθε περιόδου. Οπωσδήποτε το χρονικό ορόσημο που διακρίνει την πρώιμη φάση της ιστορίας της μητρόπολης Τραπεζούντας από την επόμενη τοποθετείται στα μέσα του 17ου αιώνα – αν και βασικό σημείο τομής θεωρείται εδώ όχι η παρακμή της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης και η άνοδος των ημιαυτόνομων τοπαρχών, των ντερεμπέηδων (επακόλουθα της οποίας θεωρήθηκαν η αυξημένη πίεση κατά του χριστιανικού πληθυσμού και το έντονο κύμα εξισλαμισμού), αλλά η ακμή της μεταλλουργίας στην Αργυρούπολη (Gümüşhane). Η συγκεκριμένη δραστηριότητα εξασφάλισε μια διέξοδο ασφάλειας και ευημερίας στο χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής, καθώς και πόρους για τους εκκλησιαστικούς φορείς, αναδεικνύοντας όμως παράλληλα ένα νέο παράγοντα καθορισμού της ισχύος και της επιρροής των εκκλησιαστικών φορέων της περιοχής. Η επόμενη τομή, που σηματοδοτεί μια νέα περίοδο ανάπτυξης του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής και αυξημένου ρόλου των εκκλησιαστικών αρχών, θεωρείται εδώ ότι μπορεί να τοποθετηθεί στην εποχή του Τανζιμάτ, όταν, ειδικά στον Πόντο, λήγει οριστικά η εξουσία των ντερεμπέηδων και, παράλληλα, οι αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποκτούν σαφή και θεσμοθετημένο ρόλο στην επαρχιακή διοίκηση, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί βρίσκονται, ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, σε φάση συνεχούς οικονομικής και δημογραφικής ακμής.

2. Η περίοδος 1461-μέσα 17ου αιώνα

Γενικό και βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ο Λαμψίδης θεωρεί τη, λιγότερο ή περισσότερο, ανεκτική και ευμενή στάση των οθωμανικών αρχών απέναντι στο χριστιανικό πληθυσμό και τους θρησκευτικούς φορείς της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας.2 Η άποψη αυτή είναι δεκτική συζήτησης και κριτικής ως προς τις πραγματικές διαστάσεις και τα όρια αυτής της «ευμένειας», καθώς και των παραμέτρων που καθόρισαν τις τύχες του χριστιανικού πληθυσμού και των ορθόδοξων θρησκευτικών θεσμών κάτω από την οθωμανική εξουσία. Χωρίς να προσδιορίσουμε εξαρχής με αξιολογικά κριτήρια τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής, μπορούμε να τα εντοπίσουμε στη διατήρηση της αριθμητικής υπεροχής του ορθόδοξου στοιχείου στην ύπαιθρο και στη, λίγο πολύ, ομαλή λειτουργία των εκκλησιαστικών θεσμών (αναφερόμαστε κυρίως στη μητρόπολη Τραπεζούντας).

2.1. Η περίοδος μετά την κατάκτηση

Πράγματι, η μητρόπολη Τραπεζούντας λειτουργεί κατά την περίοδο αυτή (όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου), η σειρά διαδοχής στο αξίωμα του μητροπολίτη είναι συνεχής και οι μητροπολίτες μεταβαίνουν κανονικά στο χώρο άσκησης των καθηκόντων τους. Άρα, το χαρακτηριστικό για άλλες μικρασιατικές περιοχές φαινόμενο των ανενεργών μητροπόλεων και των κενών μητροπολιτικών εδρών δεν παρατηρείται στην επαρχία Τραπεζούντας.

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίοδος από το χρόνο της κατάκτησης (1461) έως περίπου το 1470, οπότε ως απόρροια της συγκυριακής αναστάτωσης και της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολημεγάλου μέρους της ελίτ της τραπεζουντιακής κοινωνίας, περιλαμβανομένων των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, η θέση του μητροπολίτη παραμένει κενή. Η πλήρωση της θέσης του μητροπολίτη γύρω στο 1472, που εγκαινιάζει έκτοτε μια συνεχή σειρά μητροπολιτών, πιθανότατα σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση στην περιοχή και την ασταθή ακόμη οθωμανική κυριαρχία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής παρουσίαζε διάθεση αντίστασης απέναντι στο νέο κυρίαρχο, που προφανώς υποκινούνταν από τον κύριο τότε αντίπαλο των Οθωμανών στην Ανατολή, τον ηγεμόνα της φυλετικής ομοσπονδίας των Akkoyunlu Uzun Hasan, ο οποίος ήταν σύμμαχος και συγγενής, μέσω δυναστικού συνοικεσίου, των Μεγαλοκομνηνών. Έτσι η πλήρωση της θέσης του μητροπολίτη Τραπεζούντας στη συγκεκριμένη συγκυρία, που ακολούθησε την άνοδο του Συμεών Α' Τραπεζουντίου για δεύτερη φορά στον πατριαρχικό θρόνο, αποτέλεσε πιθανότατα μέτρο προς αποκατάσταση της ηρεμίας και προς διευκόλυνση της σταθεροποίησης της οθωμανικής εξουσίας σε αυτό το χώρο. Ο πρώτος μητροπολίτης που επιλέχθηκε, ο Παγκράτιος, μάλλον δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις σουλτανικές επιδιώξεις με αποτέλεσμα την ταχύτατη αντικατάστασή του από τον πρώην Αθηνών Δωρόθεο μέσα στο 1472.3

2.2. Δημογραφικά στοιχεία και λειτουργία της μητρόπολης

Έτσι κι αλλιώς, η θέση του μητροπολίτη Τραπεζούντας δε θα παρέμενε κενή επί μακρόν, αφού η αριθμητική ισχύς του ορθόδοξου πληθυσμού της περιοχής ήταν τέτοια που επέβαλλε την παρουσία μητροπολίτη και κάλυπτε επαρκώς τα οικονομικά βάρη μιας ενεργούς μητρόπολης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ένα σύνολο 13.266 χριστιανικών νοικοκυριών στο σαντζάκι της Τραπεζούντας κατά το 1488/1489 (από τα οποία τα περισσότερα ήταν ορθόδοξα και μικρό ποσοστό μόνο αρμενικά), ενώ ένας επιπλέον αριθμός 13.865 νοικοκυριών καταγράφεται στην περιοχή του Rize (Laziştan), που υπαγόταν σε άλλη ενεργή μητρόπολη, τη Ριζαίου.4 Επίσης, για το σύνολο της τραπεζουντιακής ενδοχώρας (περιοχές Σούρμενων, Οφ/Όφεως, Γέμορας, Ματσούκας, Τρικωμίας, Τόνιας) δεδομένα φορολογικών καταστίχων χρονολογούμενα στο 1530 δίνουν ένα σύνολο 16.717 ορθόδοξων χριστιανικών νοικοκυριών έναντι 1.304 μουσουλμανικών.5 Ο λόγος που το ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο παραμένει ισχυρό και πλειοψηφικό επί μακρόν δεν οφείλεται σε ευμενή διάθεση εκ μέρους των οθωμανικών αρχών, αλλά στην έλλειψη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για μεταβολή της πληθυσμιακής κατάστασης της περιοχής, εφόσον αυτός ο χριστιανικός πληθυσμός παρέμενε νομιμόφρων· επίσης, οφείλεται στην πάγια μη ενθαρρυντική πολιτική της οθωμανικής εξουσίας ως προς τον εξισλαμισμό (πλην ειδικών περιπτώσεων), αφού εκτεταμένος εξισλαμισμός σήμαινε απώλεια κρατικών εσόδων από το χαράτσι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και άσχετα από τη μάλλον αδιάφορη στάση των οθωμανικών αρχών, η διαδικασία του εξισλαμισμού βρισκόταν σε εξέλιξη ήδη από τα πρώτα χρόνια της ένταξης της περιοχής στο οθωμανικό κράτος και καθ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, μεταβάλλοντας με αργά αλλά σταθερά βήματα τον αριθμητικό συσχετισμό μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.6

Έτσι, στη μεν ύπαιθρο η στάση των αρχών απέναντι στη διαδικασία του εξισλαμισμού ήταν μάλλον αδιάφορη παρά ενθαρρυντική και η επιδίωξη της ομαλής ένταξης και λειτουργίας του χριστιανικού πληθυσμού στο οθωμανικό σύστημα εκφράστηκε μέσω θετικής στάσης και της απονομής προνομίων στα πιο διακεκριμένα μοναστήρια (Αγίου Ιωάννη Προδρόμου Βαζελώνος, Παναγίας Σουμελά και Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα), που τοπικά είχαν υψηλό κύρος. Στην πόλη της Τραπεζούντας, όμως, η στάση των οθωμανικών αρχών απέναντι στα χριστιανικά εκκλησιαστικά ιδρύματα ήταν ευθύς εξαρχής μάλλον αρνητική και εκφράστηκε με εκτεταμένη δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας και μετατροπή σημαντικών ναών σε μουσουλμανικά τεμένη (όπως συνέβη με το μητροπολιτικό ναό της Παναγίας Χρυσοκεφάλου -Cami-i atik– αμέσως μετά την άλωση, με αποτέλεσμα τη μεταφορά της έδρας της ορθόδοξης μητρόπολης στο ναό του Αγίου Φιλίππου, ή με το ναό του Αγίου Ευγενίου –Cami-i cedid / Yeni Cuma Cami– μεταξύ 1486 και 1515 και τη μονή της Αγίας Σοφίας μεταξύ 1573 και 1609). Έτσι εξυπηρετήθηκε μια συνειδητή πολιτική για μεταβολή του χαρακτήρα της πόλης σε μουσουλμανική, που αρχικά εκφράστηκε με τη μεταφορά μουσουλμανικού πληθυσμού από άλλα μέρη και στη συνέχεια ενισχύθηκε μέσω του εξισλαμισμού. Αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο του μειωμένου αριθμού ιερέων, που υπήρξε με τη σειρά του συνέπεια της μείωσης των εκκλησιαστικών εισοδημάτων λόγω των δημεύσεων.7

Παρά τις δυσκολίες, όμως, η μητρόπολη Τραπεζούντας φαίνεται πως μπορούσε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες λειτουργίας της, βασισμένη κυρίως στον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό της υπαίθρου, που μέχρι το 17ο αιώνα παρέμενε πλειοψηφικός. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οργάνωσης των εκκλησιαστικών αρχών σε αυτή την περιοχή είναι ότι υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να λειτουργούν επισκοπές υπαγόμενες στη μητρόπολη Τραπεζούντας. Αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο για το χώρο της Μικράς Ασίας κατά την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο, αφού, πλην της Τραπεζούντας, μόνο η μητρόπολη Νικομηδείας μαρτυρείται να είχε μία υφιστάμενη επισκοπή, την Απολλωνιάδας, κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Από τις υφιστάμενες επισκοπές της μητρόπολης Τραπεζούντας, που κατά καιρούς ενεργοποιούνταν, αυτές που πιθανότατα λειτουργούσαν σε σταθερή βάση ήταν του Κάνεως (η μετέπειτα αρχιεπισκοπή και μητρόπολη Χαλδίας) και του Όφεως, οι οποίες καταγράφονται σε επισκοπική λίστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μάλλον του 16ου αιώνα, και στον επονομαζόμενο «νομοκανόνα» του Ιακώβου εξ Ιωαννίνων (1645).8 Είναι πολύ πιθανό ότι κατά καιρούς χειροτονήθηκαν και τοποθετήθηκαν επίσκοποι και σε άλλα μέρη εντός του ευρύτερου χώρου αρμοδιότητας του μητροπολίτη Τραπεζούντας, όπως μας πληροφορεί έγγραφο του έτους 1633 από το ιεροδικαστικό αρχείο της Τραπεζούντας που αφορά την τοποθέτηση επισκόπου στο Bayburt.9 Η περιστασιακή ή σε μονιμότερη βάση χειροτόνηση επισκόπων για την εκκλησιαστική διοίκηση περιοχών της τραπεζούντιας ενδοχώρας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την παρουσία επαρκούς αριθμητικά χριστιανικού πληθυσμού στα μέρη αυτά· οι χριστιανοί αυτοί διά της εκκλησιαστικής φορολογίας θα μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα και την αμοιβή του επισκόπου, και κυρίως το πεσκέσι που έπρεπε απαραίτητα να καταβληθεί στις οθωμανικές αρχές για έγκριση του διορισμού του, πέραν της εισφοράς προς το μητροπολίτη.

2.3. Οι πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα

Χαρακτηριστική φάση αυτής της πρώτης περιόδου της ιστορίας της εκκλησιαστικής επαρχίας Τραπεζούντας υπό την οθωμανική κυριαρχία αποτελούν οι πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, όταν η διαχείριση των εκεί εκκλησιαστικών πραγμάτων ξεφεύγει από τα στενά οθωμανικά πλαίσια και εντάσσεται στις διεργασίες της διεθνούς πολιτικής. Την εποχή αυτή οι ιησουίτες και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία γενικότερα επιδιώκουν να διεισδύσουν με ιεραποστολικές αποστολές στον Καύκασο και την Περσία και να προσεταιριστούν τους εκεί χριστιανικούς πληθυσμούς, σε επανάληψη παλαιότερων ανάλογων δραστηριοτήτων που είχαν συντελεστεί με όργανα τους δομινικανούς και φραγκισκανούς κατά το 13ο και 14ο αιώνα (οι «περσικές αποστολές»).10 Όπως και κατά το παλαιότερο εγχείρημα, ο ρόλος της Τραπεζούντας ως δυτικής απόληξης των οδών του Καυκάσου, της Περσίας και της κεντρικής Ασίας είναι καθοριστικός και γι’ αυτό το λόγο επιδιώκεται η εκεί παρουσία φιλικών παραγόντων, με κυριότερο το μητροπολίτη, που θα διευκόλυναν τις αποστολές αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιησουίτες, με την υποστήριξη των Γάλλων πρέσβεων, επιτυγχάνουν την τοποθέτηση μητροπολιτών Τραπεζούντας φιλικών προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, του Ιγνατίου Μενδόνη (1610-1620) και του Κυρίλλου του «Σπουδαίου» (1628-1638). Χαρακτηριστική απόδειξη της σχέσης των μητροπολιτών αυτών με τις ρωμαιοκαθολικές αποστολές του Καυκάσου είναι η μετέπειτα ένταξη του ίδιου του Κυρίλλου σε μία από αυτές, αμέσως μετά την καθαίρεσή του από το μητροπολιτικό αξίωμα της Τραπεζούντας. Η προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για εξασφάλιση βάσεων στην περιοχή του Πόντου συνεχίστηκε αργότερα από το τάγμα των καπουτσίνων, που εξασφάλισε σχετική άδεια από τον Πατριάρχη· ο τελευταίος ζήτησε το 1653 από τους μητροπολίτες Τραπεζούντας Λαυρέντιο, Αμασείας και Νεοκαισαρείας να δεχτούν τους παραπάνω μοναχούς και να τους παρέχουν διευκολύνσεις. Στην περίπτωση αυτή η προσπάθεια οργάνωσης εστίας των καπουτσίνων δεν τελεσφόρησε, αν και δεν είναι γνωστή η στάση και ο ρόλος των συγκεκριμένων μητροπολιτών στην υπόθεση αυτή.11

3. Περίοδος από τα μέσα του 17ου έως τις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα

3.1. Εξισλαμισμός

Τα μέσα του 17ου αιώνα αποτελούν κορυφαίο χρονικό ορόσημο της ιστορίας των ορθόδοξων χριστιανών του Πόντου (για την ακρίβεια της ευρύτερης περιοχής Τραπεζούντας), καθώς σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μεταβολών και τομών αναφορικά με τη γενικότερη παρουσία του τμήματος αυτού των κατοίκων της περιοχής, την αριθμητική συσχέτισή του με το μουσουλμανικό στοιχείο, τους κοινωνικούς και οικονομικούς προσανατολισμούς του. Οι μεταβολές αυτές υπήρξαν καθοριστικής σημασίας για το μετέπειτα προσανατολισμό των εκκλησιαστικών αρχών της περιοχής, την εκ μέρους τους χάραξη πολιτικής και την ένταξή τους σε νέα συστήματα εξαρτήσεων, αφού οι αρχές αυτές αποτελούσαν τον ανώτατο φορέα κοινοτικής διοίκησης και αντιπροσώπευσης του χριστιανικού πληθυσμού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, κατά την περίοδο αυτή, η ιστορική εξέλιξη των εκκλησιαστικών αρχών της περιοχής καθορίζεται σαφώς «από τα κάτω», από δυναμικές που αναπτύσσονται αυτόνομα στη βάση του χριστιανικού πληθυσμού και στις οποίες οι ανώτεροι φορείς αντιπροσώπευσης, οι εκκλησιαστικές αρχές, δεν μπορούσαν παρά να προσαρμοστούν.

Προχωρώντας στην αναλυτικότερη παρουσίαση και εξέταση των μεταβολών που ολοκληρώθηκαν αυτή την εποχή, παρατηρούμε ότι στο δημογραφικό πεδίο η αριθμητική συσχέτιση μεταξύ του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου είχε πλέον αλλάξει εις βάρος του πρώτου. Με κύριες αιτίες τη φυγή και τον εξισλαμισμό η παλαιότερη κατάσταση της πλειοψηφικής παρουσίας του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου είχε ανατραπεί πλήρως και σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας η χριστιανική παρουσία ήταν πλέον ασήμαντη και περιθωριακή (π.χ. Σούρμενα, Οφ, Τρικωμία, Τόνια). Η πρόσληψη του εξισλαμισμού στη λαϊκή μνήμη της περιοχής έχει αποδώσει στο γεγονός αυτό το χαρακτήρα του στιγμιαίου, δηλ. μία ξαφνική εξέλιξη συνδεόμενη με ειδικές καταστάσεις. Τέτοιο παράδειγμα είναι ο θρύλος για τον επίσκοπο Όφεως Αλέξανδρο, που προσχώρησε στο Ισλάμ ακολουθούμενος από όλο το ποίμνιό του («προ διακοσίων ετών», κατά τους Πόντιους ιστοριοδίφες του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα) λόγω διενέξεών του με το μητροπολίτη Τραπεζούντας.12 Η αντίληψη για το στιγμιαίο και οπωσδήποτε συγκυριακό χαρακτήρα του εξισλαμισμού είναι παρούσα και στην τοπική ιστοριοδιφία του 19ου αιώνα, αλλά και στα χαρακτηριστικότερα έργα της σύγχρονης ιστοριογραφίας για τον Ελληνισμό του Πόντου. Το συγκυριακό στοιχείο της ερμηνείας του γεγονότος δίνεται από τη συσχέτιση του εξισλαμισμού με το φαινόμενο της παρακμής της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας και της ανόδου των τοπικών ηγεμονίσκων (ντερεμπέηδων) που συντελείται κατά την ίδια εποχή και θεωρήθηκε ότι συνοδεύτηκε από σκληρή στάση και καταπιέσεις εις βάρος των χριστιανών.13 Η άποψη αυτή, όμως, που συσχετίζει την πρακτική του εξισλαμισμού με την εξαναγκαστική συμπεριφορά των ντερεμπέηδων, είναι μια υπόθεση που δεν έχει καμία ιστορική τεκμηρίωση. Γεγονός είναι ότι στην ίδια την πόλη της Τραπεζούντας συνέβησαν μετά το 1660 ορισμένα περιστατικά που δείχνουν τη σκληρή στάση του εκεί τοπάρχη απέναντι στους χριστιανούς και στις εκκλησιαστικές αρχές. Είναι γνωστή η κατάληψη και μετατροπή σε ισλαμικό τέμενος του έως τότε μητροπολιτικού ναού του Αγίου Φιλίππου το 1665 (με αποτέλεσμα τη μεταφορά της έδρας του μητροπολίτη στη μονή του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που έως τότε αποτελούσε μετόχι της μονής Βατοπεδίου), καθώς και περιστατικά εμφάνισης νεομαρτύρων.14

Τα περιστατικά αυτά, όμως, που ήταν τοπικά και συγκυριακά, δεν μπορούν να συνδεθούν με το γεγονός του εξισλαμισμού της υπαίθρου και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσουν τη χρονολόγησή του. Όπως δείχνουν τα όσα στοιχεία έχουν γίνει γνωστά από τα δεδομένα των φορολογικών καταστίχων, η διαδικασία του εξισλαμισμού είχε ξεκινήσει από την επαύριο της οθωμανικής κατάκτησης και συνεχιζόταν αργά αλλά σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Η σταδιακή αυτή εξέλιξη του εξισλαμισμού, που έως τα μέσα του 17ου αιώνα είχε πια μεταβάλει τη δημογραφική εικόνα της περιοχής, δεν ήταν αποτέλεσμα καταναγκασμού αλλά απόρροια σειράς αιτιών, με πιθανότερο το συνδυασμό της επιθυμίας αποφυγής του χαρατσιού (cizye) αλλά και της εκκλησιαστικής φορολογίας και λόγω της ποιμαντικής ανεπάρκειας των τοπικών ιερέων, καθώς και ίσως λόγω του μικρού αριθμού αυτών. Σε σχέση με το δεύτερο αίτιο που πιθανώς είχε συντελέσει στον εξισλαμισμό, είναι χαρακτηριστικό ότι η περιοχή της Ματσούκας ήταν η μόνη όπου ο εξισλαμισμός δε σημείωσε σημαντική πρόοδο, λόγω του γεγονότος της παρουσίας εκεί των τριών προνομιούχων και υψηλού κύρους σταυροπηγιακών μονών: Παναγίας Σουμελά, Προδρόμου Βαζελώνος και Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα (η τελευταία ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακή το 1691).15

3.2. Μετανάστευση και μεταλλεία

Πέραν του εξισλαμισμού, ο άλλος σημαντικός παράγοντας που καθόρισε τη δραματική εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου στις περισσότερες περιοχές της επαρχίας Τραπεζούντας ήταν η φυγή. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται το στοιχείο που υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα ιστορία του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της επαρχίας Τραπεζούντας και την εξέλιξη των εκκλησιαστικών θεσμών της περιοχής: Αυτό δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη της μεταλλουργίας στην περιοχή της Αργυρούπολης. Η εξόρυξη και επεξεργασία μετάλλων, που δεν ήταν άγνωστη στον Πόντο κατά τη Βυζαντινή περίοδο, περνά σε νέα φάση με την ανακάλυψη κοιτασμάτων αργύρου και άλλων μετάλλων αρχικά γύρω από την κωμόπολη του Καν’ (Κάνεως), στην περιοχή του παλιού βυζαντινού βάνδου του Μεσοχαλδίου. Η έναρξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή του Καν’ μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και εξαρχής προσέλκυσε εκεί χριστιανικό πληθυσμό. Παράλληλα, εξασφάλισε την οικονομική δυνατότητα για την οργάνωση σε μόνιμη βάση τοπικής επισκοπής υπαγόμενης στη μητρόπολη Τραπεζούντας, ενώ ήταν και βασική πηγή εσόδων για την τελευταία.

Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα οι μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιφέρεια του Καν’ (που άρχισε τότε να γίνεται γνωστό με τη νέα τουρκική ονομασία του Gümüşhane) είχαν πλέον φτάσει στο στάδιο της ακμής τους. Η περίοδος αυτή διήρκεσε έναν αιώνα και σηματοδοτείται από την άμεση σουλτανική εμπλοκή στην οργάνωση και διαχείριση των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και την απόδοση προνομίων στους εργαζόμενους σε αυτόν τον τομέα, περιλαμβανομένων των προμηθευτών κάρβουνου, με χαρακτηριστικότερο προνόμιο την απαλλαγή από το χαράτσι για τους χριστιανούς. Με την εξέλιξη αυτή, η εμπλοκή στις μεταλλευτικές δραστηριότητες λειτούργησε για τους χριστιανούς της ευρύτερης περιοχής ως εναλλακτική δυνατότητα απαλλαγής από το χαράτσι με παράλληλη διατήρηση της χριστιανικής πίστης. Έτσι, μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών της επαρχίας Τραπεζούντας που δεν είχαν εξισλαμιστεί συγκεντρώθηκαν γύρω από το Gümüşhane και είτε ασχολούνταν με τις μεταλλευτικές δραστηριότητες είτε συγκρότησαν οικισμούς καρβουνιάρηδων για την τροφοδοσία των μεταλλευτικών φούρνων (με την εξαίρεση των χωρικών της Ματσούκας που βρίσκονταν κάτω από την επιρροή των μονών της περιοχής).16

Για όσο διάστημα η περιοχή της Αργυρούπολης παρέμενε υπό τον έλεγχο της μητρόπολης Τραπεζούντας, το γεγονός της συγκέντρωσης των περισσότερων χριστιανών της περιοχής εκεί και της αυτόματης υπαγωγής τους στην τοπική επισκοπή δε δημιουργούσε πρόβλημα για τη μητρόπολη. Αντίθετα, η ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων εξελίχθηκε σε πηγή αξιόλογων εσόδων για την τελευταία. Ενδεικτική είναι η σωζόμενη πληροφορία για το ύψος του ποσού της ετήσιας εισφοράς της μητρόπολης Τραπεζούντας (μαζί με την επισκοπή Χαλδίας) προς το Πατριαρχείο του έτους 1647, που ορίστηκε τότε στο σημαντικό ποσό των 80 φλωρίων, αντί του ακόμα υψηλότερου ποσού των 100 φλωρίων που ίσχυε προηγουμένως.17 Όμως, η διεξαγωγή των δραστηριοτήτων αυτών από προνομιούχους επαγγελματίες σε ένα πλαίσιο ελεύθερης επιχειρηματικής δράσης,18 βάσει του οθωμανικού συστήματος εκμίσθωσης των σχετικών δικαιωμάτων (mukata’a), συντέλεσε στη δημιουργία μιας ισχυρής τοπικής ελίτ των αρχιμεταλλουργών της Αργυρούπολης· αυτοί εξελίχθηκαν, από τα μέσα του 17ου αιώνα, σε υπολογίσιμη ομάδα πίεσης με απευθείας επιρροή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην οθωμανική κυβέρνηση, αφού η οικονομική τους επιφάνεια τούς παρείχε την άνεση της διάθεσης υψηλών χρηματικών ποσών για εισφορές, δωρεές και δωροδοκίες.19

Το επόμενο προφανές βήμα της ισχυρής αυτής ομάδας των αρχιμεταλλουργών ήταν να προωθήσουν την ανύψωση της εκκλησιαστικής τους αρχής, της επισκοπής Χαλδίας –όπως ήταν πια γνωστή η άλλοτε επισκοπή Κάνεως–, σε αυτόνομη αρχιεπισκοπή. Η εξέλιξη αυτή ήταν καταστροφική για τη μητρόπολη Τραπεζούντας: έχανε πλέον και τις καθιερωμένες εκκλησιαστικές εισφορές της περιφέρειας Gümüşhane –που κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσαν τότε την κυριότερη πηγή εσόδων της– αλλά και την άνεση διατύπωσης αιτημάτων για δωρεές προς τους αρχιμεταλλουργούς που είχαν έως τότε οι μητροπολίτες λόγω της πνευματικής πρωτοκαθεδρίας τους. Επιπλέον, η αποδέσμευση της περιφέρειας του Gümüşhane σήμαινε δραματική μείωση του ποιμνίου της μητρόπολης Τραπεζούντας, αφού αυτό περιοριζόταν πλέον στους κατοίκους της πόλης, σε όσα χωριά της Ματσούκας βρίσκονταν εκτός των εξαρχιών των σταυροπηγιακών μονών της περιοχής, σε ελάχιστους χριστιανούς που είχαν απομείνει σε άλλες περιοχές της επαρχίας και σε λίγα χωριά με ορθόδοξο πληθυσμό στις απομακρυσμένες περιοχές του Bayburt. Στην περίπτωση των τελευταίων, η δυνατότητα άσκησης ελέγχου από τη μητρόπολη Τραπεζούντας ήταν πια πολύ περιορισμένη, αφού η αυτονομημένη μητρόπολη Χαλδίας αποτελούσε γεωγραφικό εμπόδιο· έτσι δεν μπορούσαν να αποτραπούν οι επεμβάσεις του μητροπολίτη Καμάχου και Θεοδοσιουπόλεως προς οικειοποίηση των χωριών αυτών, όπως γνωρίζουμε από σχετικό περιστατικό του 1670.20

3.3. Η αυτονόμηση της Χαλδίας

Οι δυσμενείς για τη μητρόπολη Τραπεζούντας επιπτώσεις από την αυτονόμηση της μητρόπολης Χαλδίας έγιναν φανερές από την πρώτη στιγμή. Η αυτονόμηση αυτή, που συντελέστηκε μεταξύ του 1647 και 1654, επέφερε αμέσως σοβαρά οικονομικά προβλήματα στη μητρόπολη Τραπεζούντας, με αποτέλεσμα τη λήψη πατριαρχικής απόφασης τον Ιανουάριο του 1660 για την εκ νέου υπαγωγή της επαρχίας Χαλδίας στο μητροπολίτη Τραπεζούντας παράλληλα με την ανάληψη καθηκόντων από το νέο μητροπολίτη Φιλόθεο (1659-1665). Η απόφαση αυτή, που είναι αμφίβολο αν τηρήθηκε, υπήρξε οπωσδήποτε βραχύβια, και μέχρι το 1665 η επαρχία Χαλδίας είχε αποδεσμευτεί ξανά από τη μητρόπολη Τραπεζούντας, ενώ τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της τελευταίας δεν επιλύθηκαν, με αποτέλεσμα την παραίτηση του μητροπολίτη Φιλοθέου το 1665 λόγω βαρέων χρεών.21 Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η κατάληψη από τους μουσουλμάνους του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Φιλίππου, που συνέβη το ίδιο έτος, να σχετίζεται με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της μητρόπολης και να οφείλεται σε αδυναμία του μητροπολίτη να ανταποκριθεί στα χρέη του προς τοπικούς μουσουλμάνους παράγοντες ή να καταβάλει καθιερωμένα χρηματικά «δώρα».

Η αντίδραση των μητροπολιτών Τραπεζούντας απέναντι στην αυτονόμηση της επαρχίας Χαλδίας ήταν από την αρχή έντονη· επιδίωκαν να επαναφέρουν την επαρχία αυτή υπό τον έλεγχό τους, κάτι που το πέτυχε ο μητροπολίτης Παΐσιος (1706-1722) το 1717 (αν και σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε ένωση των επαρχιών ή επίσημη υπαγωγή της Χαλδίας στην Τραπεζούντα, παρά μόνο άσκηση της αρχιερατείας σε αμφότερες τις επαρχίες από το ίδιο πρόσωπο). Μια άλλη πλευρά της πολιτικής των μητροπολιτών Τραπεζούντας απέναντι στο πρόβλημα της απόσχισης της επαρχίας Χαλδίας είναι η προσπάθειά τους για διατήρηση διαύλου επικοινωνίας με τους αρχιμεταλλουργούς του Gümüşhane (Αργυρούπολης), ώστε να εξασφαλίζουν δωρεές από αυτούς, όπως δείχνει σειρά γνωστών περιπτώσεων από επισκέψεις των μητροπολιτών Τραπεζούντας στο συγκεκριμένο μέρος κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα.22

3.4. Αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Τραπεζούντα και Χαλδία

Άλλο βασικό στοιχείο των σχέσεων μεταξύ των αρχιερέων Τραπεζούντας και Χαλδίας υπήρξε η αντιπαράθεσή τους για τα όρια αρμοδιότητάς τους στο χώρο της περιοχής Κερασούντας, που διήρκεσε μέχρι τον 20ό αιώνα. Η περιοχή της Κερασούντας, που μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα αποτελούσε ιδιαίτερη εκκλησιαστική επαρχία και έδρα μητρόπολης, είχε υποστεί ανάλογη αριθμητική εξασθένηση του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της για τους ίδιους λόγους με την επαρχία Τραπεζούντας που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλ. λόγω του εξισλαμισμού και της φυγής προς το Gümüşhane, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί πλέον την έδρα μητροπολίτη και να υποβιβαστεί σε πατριαρχική εξαρχία.

Η εκχώρηση της εξαρχίας Κερασούντας στο μητροπολίτη Τραπεζούντας έγινε το 1698, προφανώς σαν αντιστάθμισμα της συρρίκνωσης του ποιμνίου του και της απώλειας εσόδων που είχε επιφέρει η αυτονόμηση της επαρχίας Χαλδίας. Στην πρώην εξαρχία Κερασούντας ορθόδοξος χριστιανικός πληθυσμός υπήρχε στην ίδια την πόλη της Κερασούντας, στις κωμοπόλεις Τρίπολη και Κόραλα και σε μερικά χωριά μεταλλωρύχων.23 Η παρουσία των τελευταίων υπήρξε η πηγή των διενέξεων μεταξύ των μητροπολιτών Τραπεζούντας και Χαλδίας σχετικά με την εκκλησιαστική υπαγωγή τους, αφού προέρχονταν από την Αργυρούπολη και είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί στα μέρη αυτά (η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην περιφέρεια της Αργυρούπολης είχε επακόλουθο τη στενότητα εργασίας με αποτέλεσμα, ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής, πολλοί κάτοικοι της περιοχής να μετακινούνται προς άλλα κοντινότερα ή μακρινότερα μέρη πρόσφορα για τη διεξαγωγή μεταλλευτικών εργασιών). Η επιδίωξη των αρχιερέων Χαλδίας να επεκτείνουν την αρμοδιότητά τους στα χωριά των μεταλλωρύχων της περιφέρειας Κερασούντας αποτελεί την πρώτη εκδήλωση της μετέπειτα πάγιας, και τελικά επιτυχημένης, πολιτικής τους να υπάγονται σε αυτούς όλες οι μεταλλευτικές κοινότητες σε μεγάλη έκταση του μικρασιατικού χώρου και πολύ πέραν των ορίων της κυρίως επαρχίας Χαλδίας.

Η διένεξη μεταξύ των αρχιερέων Τραπεζούντας και Χαλδίας για τα χωριά της περιφέρειας Κερασούντας ξεκίνησε με την ενέργεια του πρώτου να πουλήσει τα αρχιερατικά δικαιώματα σε μερικά από αυτά τα χωριά στον δεύτερο. Αυτή η ενέργεια, το 1708, κρίθηκε από το Πατριαρχείο παράνομη και αντικανονική. Η συνέχεια ήταν οι περαιτέρω διεκδικήσεις των αρχιερέων Χαλδίας και διάφορες επεμβάσεις στα υπόλοιπα χωριά, τις οποίες το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορούσε ουσιαστικά να αποτρέψει λόγω της επιρροής των αρχιμεταλλουργών. Το 1744 ο αρχιερέας Χαλδίας πέτυχε να αφαιρέσει ολόκληρη την εξαρχία Κερασούντας από το μητροπολίτη Τραπεζούντας. Τελικά, με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε το 1767, η Κερασούντα, η Τρίπολη και τα Κόραλα αποδόθηκαν στο μητροπολίτη Τραπεζούντας, ενώ τα χωριά παρέμειναν υπό την αρμοδιότητα του Χαλδίας.24

3.5. Οι σχέσεις με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες

Η περίοδος από τα μέσα του 17ου αιώνα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 18ου ήταν δύσκολη για τη μητρόπολη Τραπεζούντας, και χαρακτηρίζεται από δραματική αριθμητική συρρίκνωση του ποιμνίου της και μείωση των εσόδων της. Όμως, η μητρόπολη Τραπεζούντας μπόρεσε να ξεπεράσει αυτή την κρίση εκμεταλλευόμενη κάθε ευνοϊκό στοιχείο που προέκυπτε από τις περιστάσεις και βρίσκοντας άλλα σημεία στήριξης. Έχουμε ήδη δει ότι, παρά τη σοβαρή διένεξή τους με τους αρχιερείς Χαλδίας, οι μητροπολίτες Τραπεζούντας διατήρησαν δίαυλο επικοινωνίας με τους αρχιμεταλλουργούς της Αργυρούπολης, ώστε να εξασφαλίζουν κάποιες δωρεές.

Σημαντικό επίσης ρόλο στη στήριξη της μητρόπολης έπαιξαν οι επαφές της Τραπεζούντας με την απέναντι ακτή του Ευξείνου. Οι από νωρίς υφιστάμενες εμπορικές επαφές των χριστιανών της Τραπεζούντας με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες οδήγησαν στην ανάπτυξη ευρύτερων διαύλων επικοινωνίας, στο πλαίσιο των οποίων οι μητροπολίτες Τραπεζούντας εξασφάλισαν οικονομική και άλλη στήριξη από τις εκεί ελίτ, πριν και μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης των ηγεμονιών από τους Φαναριώτες. Σημαντική ένδειξη για αυτό το υπόβαθρο των σχέσεων μεταξύ της Τραπεζούντας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών παρέχεται από το παράδειγμα του Σεβαστού Κυμινήτη: Ο διακεκριμένος αυτός Πόντιος λόγιος, αφού σταδιοδρόμησε στο Βουκουρέστι, επέστρεψε στην Τραπεζούντα για να ιδρύσει το 1682 την πρώτη ελληνική σχολή της πόλης, το περίφημο Φροντιστήριο, το οποίο κλήθηκε να διευθύνει το 1717 ένας ακόμα διακεκριμένος λόγιος από την Ακαδημία του Βουκουρεστίου, ο Γεώργιος Υπομενάς.25

Επιπλέον, σημαντική για τη μητρόπολη Τραπεζούντας υπήρξε η εύνοια και στήριξη των φαναριώτικων οικογενειών Μουρούζη και Υψηλάντη, που κατάγονταν από την περιοχή της Τραπεζούντας. Στη συνέχεια, η συνεχής κατά το 18ο αιώνα βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των χριστιανών της Τραπεζούντας λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου παρέχει όλο και περισσότερες δυνατότητες προβολής και άσκησης έργου από τη μητρόπολη, ενώ η παρακμή των μεταλλείων του Gümüşhane στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα επιφέρει την έκλειψη των αρχιμεταλλουργών και την πτώση του κύρους και της επιρροής του αρχιερέα Χαλδίας, που ήταν έως τότε το αντίπαλον δέος του Τραπεζούντας στον ευρύτερο χώρο του Πόντου.

3.6. Οι ντερεμπέηδες

Το κυριότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο χριστιανικός πληθυσμός του Πόντου κατά την τελευταία αυτή φάση της προ του Τανζιμάτ περιόδου ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ των ντερεμπέηδων (τελευταία σκιρτήματα της αυτονομίας τους λίγο πριν από την επανόρθωση της συγκεντρωτικής οθωμανικής εξουσίας), οι οποίες επέφεραν απώλειες και καταστροφές για τους αμάχους που βρίσκονταν στο μέσο των αντιμαχόμενων φατριών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν η καταστροφή των Κοράλων το 1811 (αργότερα θα επανοικιστούν σε άλλη τοποθεσία) και η τυραννική για τους χριστιανούς κυριαρχία των λεγόμενων Αγιουπλήδων στη Ματσούκα, η οποία έληξε έπειτα από επιτυχείς παραστάσεις του μητροπολίτη Τραπεζούντας και των μονών της περιοχής στην οθωμανική αυλή κατά την περίοδο 1831-1836.26

4. Από τις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα έως την Έξοδο (1923)

Τα όρια των περιόδων είναι οπωσδήποτε ρευστά και δεν μπορούν να καθοριστούν με απόλυτο τρόπο (εκτός, φυσικά, από το τέλος της παρουσίας των Ελλήνων του Πόντου στη γενέτειρα γη τους, που επέρχεται το 1923). Έτσι και στην τελευταία περίοδο της ιστορίας των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας, ως χρονικό όριο της έναρξής της νοείται ένα διάστημα διάρκειας αρκετών ετών, κατά το οποίο διαμορφώνονται οι όροι της περαιτέρω κοινωνικής ύπαρξης του ελληνικού στοιχείου και της λειτουργίας των θεσμών του. Στο οικονομικό επίπεδο, η άνθηση που χαρακτηρίζει το ελληνικό στοιχείο των πόλεων λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου έχει ξεκινήσει από το 18ο αιώνα και εντείνεται με το άνοιγμα της οδού Τραπεζούντας-Ταυρίδας στο ευρωπαϊκό εμπόριο, που συντελείται κατά τα μέσα του 19ου αιώνα.27

Στο πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, οι νέοι παράγοντες καθορισμού της ισχύος, του ρόλου και της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών του ελληνικού στοιχείου, με κυριότερο τις εκκλησιαστικές αρχές, ανάγονται στη διαδικασία των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και της προσπάθειας καθιέρωσης μιας εκσυγχρονισμένης διοίκησης. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως Τανζιμάτ και τα στενά χρονικά πλαίσιά της μπορούν να τοποθετηθούν στην περίοδο από το 1839 (επαγγελία των προθέσεων της οθωμανικής εξουσίας για εκμοντερνισμό) έως το 1876 (έτος ανακήρυξης του πρώτου οθωμανικού συντάγματος). Ορόσημο μέγιστης σημασίας για τον περαιτέρω ρόλο των εκκλησιαστικών αρχών αποτελεί η μεταρρύθμιση της επαρχιακής διοίκησης του 1864, με την οποία οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι αποκτούν το δικαίωμα της συμμετοχής στις διάφορες βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης ως επίσημοι αντιπρόσωποι του χριστιανικού πληθυσμού.28 Σε αυτό το πλαίσιο, το σημαντικότερο ρόλο έπαιζαν οι μητροπολίτες, λόγω της συμμετοχής τους στα συμβούλια διοίκησης των βιλαετιών και του δικαιώματος παράστασής τους στους διοικητές αυτών, που αποτελούσαν την υψηλότερη αρχή της επαρχιακής διοίκησης.

H ανάδειξη του πρωτεύοντος ρόλου που χαρακτήριζε πλέον το αξίωμα του μητροπολίτη, ως προς το δικαίωμα αντιπροσώπευσης των χριστιανών απέναντι στους κυβερνήτες των βιλαετιών, είχε συνέπεια την πρόκληση προβλημάτων αντιπροσώπευσης για πολλές ελληνορθόδοξες κοινότητες λόγω της ασυμφωνίας των ορίων των εκκλησιαστικών επαρχιών με αυτά των βιλαετιών. Το φαινόμενο αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στο χώρο του βιλαετιού Τραπεζούντας, στα όρια του οποίου υπήρχαν τρεις ορθόδοξες εκκλησιαστικές επαρχίες, η Τραπεζούντας, η Χαλδίας, και μέρος της Αμάσειας, στις οποίες πολύ σύντομα προστέθηκε και τέταρτη, η αρχιεπισκοπή και κατόπιν μητρόπολη Ροδοπόλεως.

Η ασυμφωνία αυτή μεταξύ πολιτικών-επαρχιακών και εκκλησιαστικών ορίων και τα συνεπαγόμενα προβλήματα αντιπροσώπευσης υπήρξαν ο λόγος για την τελευταία απώλεια χώρου αρμοδιότητας που υπέστη η εκκλησιαστική επαρχία Τραπεζούντας. Η πόλη της Κερασούντας, που από το 1767 υπαγόταν συνεχώς στη μητρόπολη Τραπεζούντας, προσαρτήθηκε το 1913 στη μητρόπολη Χαλδίας,29 κάτι που για τα χωριά της περιφέρειας ίσχυε από το 1744. Σε αυτήν την περίπτωση το πρόβλημα αντιπροσώπευσης έγκειτο στη συμμετοχή στο συμβούλιο διοίκησης του καζά αρχιερατικού εκπροσώπου προερχόμενου από τη μητρόπολη Τραπεζούντας, δηλ. από εκκλησιαστική αρχή με την οποία δεν είχαν σχέση οι κάτοικοι των χωριών που υπάγονταν στη μητρόπολη Χαλδίας. Από την άλλη, η θέσπιση της αρχιεπισκοπής και κατόπιν μητρόπολης Ροδοπόλεως (1863-1867, 1902-1923) δεν είχε επίπτωση στο χώρο αρμοδιότητας της μητρόπολης Τραπεζούντας, αφού η παραπάνω συγκροτήθηκε από τη συγχώνευση των εξαρχιών των σταυροπηγιακών μονών της Ματσούκας. Και σε αυτή την περίπτωση η ουσία του αιτήματος σύστασης της νέας εκκλησιαστικής αρχής πρέπει να είχε να κάνει με τα προβλήματα αντιπροσώπευσης του ορθόδοξου πληθυσμού στις επαρχιακές αρχές.

Η αφαίρεση της πόλης της Κερασούντας το 1913 δεν πρέπει να δημιούργησε ιδιαίτερο πρόβλημα στη μητρόπολη Τραπεζούντας ως προς τη μείωση του ποιμνίου της, αφού αυτή είχε πλέον, κατά την τελευταία αυτή περίοδο, εξασφαλίσει μια ισχυρή πληθυσμιακή βάση, ως συνέπεια της συνεχούς δημογραφικής ανάκαμψης που χαρακτήριζε το ελληνικό στοιχείο από το 18ο αιώνα. Με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία της πληθυσμιακής δύναμης όλων των μικρασιατικών μητροπόλεων που παραθέτει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την περίοδο πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η μητρόπολη Τραπεζούντας, με 58.734 ορθόδοξους χριστιανούς στην αρμοδιότητά της, βρίσκεται στην όγδοη θέση από πλευράς πληθυσμιακής δύναμης, μετά τις μητροπόλεις Σμύρνης, Εφέσου, Αμασείας, Χαλδίας, Νεοκαισαρείας, Χαλκηδόνος και Κρήνης. Τα μεγέθη αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται με σχετική επιφύλαξη ως προς την ακρίβεια τους και να θεωρούνται μόνο ενδεικτικά. Ο πληθυσμός αυτός εντοπίζεται κυρίως στην πόλη της Τραπεζούντας και σε αρκετά χωριά του καζά της, καθώς και στις κωμοπόλεις Τρίπολη και Κόραλα, σε τμήμα του καζά της Ματσούκας (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε ενταχθεί στη μητρόπολη Ροδοπόλεως). Ολιγάριθμες ομάδες βρίσκονταν στους καζάδες Πλατάνων (Akceabad), Σούρμενων, Οφ και σε παραλιακές κωμοπόλεις του σαντζακιού Λαζιστάν (Ρίζαιον, Αθήνα, Χόπα, Βατούμ έως την προσάρτηση του τελευταίου από τη Ρωσία το 1878).30

Βλέπουμε ότι από πλευράς πληθυσμιακής ισχύος η μητρόπολη Τραπεζούντας υστερεί σε σχέση με άλλες μικρασιατικές μητροπόλεις, ακόμα και του Πόντου, λόγω της περιορισμένης έκτασής της και του γεγονότος ότι ειδικές τοπικές συνθήκες είχαν παλαιότερα συντελέσει στον περιορισμό της αρμοδιότητάς της ακόμα και στον άμεσα γειτνιάζοντα χώρο (αναφερόμαστε στην ισχύ και επιρροή των σταυροπηγιακών μονών της Μάτσκας που συνοδεύτηκε από την εκχώρηση εκτενούς χώρου εξαρχίας, καθώς και στην ανάπτυξη της μεταλλουργίας στην Αργυρούπολη, που συντέλεσε στην αυτονόμηση της επαρχίας Χαλδίας). Παρά ταύτα, το γεγονός ότι έδρα της μητρόπολης υπήρξε ένα εξαιρετικής σημασίας πολιτικό και οικονομικό κέντρο, όπως η Τραπεζούντα, καθώς και η αυξημένη οικονομική ισχύς του εκεί ελληνικού στοιχείου, οδήγησαν στην ανάδειξη του ιδιαίτερα αυξημένου ρόλου που έπαιξε η μητρόπολη.

Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η δυνατότητα του μητροπολίτη Τραπεζούντας να μετέχει στο συμβούλιο διοίκησης ολόκληρου του βιλαετιού με δικαίωμα παράστασης στο γενικό διοικητή αυτού, κάτι που του εξασφάλισε την άτυπη πρωτοκαθεδρία μεταξύ των άλλων αρχιερέων που είχαν την έδρα τους επίσης εντός του βιλαετιού. Για την ακρίβεια, το δικαίωμα παράστασης των μητροπολιτών Χαλδίας και Ροδοπόλεως περιοριζόταν στο μουτεσαρίφη του σαντζακιού του Gümüşhane και στον καϊμακάμη της Ματσούκας αντίστοιχα. Ο αυξημένος αυτός ρόλος του μητροπολίτη Τραπεζούντας αποδείχτηκε σωτήριος για τους Έλληνες του βιλαετιού κατά την περίοδο των διωγμών στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και μετά. Ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία για τον εκεί ελληνικό πληθυσμό υπήρξε τότε η παρουσία στη θέση του μητροπολίτη Τραπεζούντας ενός ικανότατου ανθρώπου, στο πρόσωπο του Χρύσανθου Φιλιππίδη, ο οποίος σε συνεννόηση με το διοικητή του βιλαετιού πέτυχε την εξασφάλιση συνθηκών ασφάλειας για τους ορθόδοξους χριστιανούς της περιοχής, όχι μόνο στο χώρο της δικής του αρμοδιότητας αλλά και σε αυτόν των επαρχιών Χαλδίας και Ροδοπόλεως. Χάρη στις ενέργειες του μητροπολίτη η περιοχή αυτή απέφυγε τον έντονο διωγμό και τις αγριότητες που υπέστησαν οι Έλληνες των άλλων περιοχών του Πόντου – το καθεστώς ασφαλούς διαβίωσης εξασφαλίστηκε και κατά την περίοδο 1914-1916, αλλά σε γενικές γραμμές και μετά το 1918, όταν η τουρκική εξουσία αποκαταστάθηκε μετά τη ρωσική κατοχή. Βέβαια, μετά το 1918, η παρουσία των Ελλήνων του Πόντου στη γενέτειρά τους πλησιάζει στο τέλος της, αφού η αποτυχία εξασφάλισης της πολιτικής αυτονομίας –σε αυτές τις προσπάθειες έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο ο μητροπολίτης Χρύσανθος– έδωσε το έναυσμα για τη φυγή, η οποία ολοκληρώθηκε με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.

1. Λαμψίδης, Ο., Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461-1922) Α: Πολιτική Ιστορία (Ποντικαί Έρευναι 1, Αθήνα 1957), σελ. 11-12. Οι περίοδοι αυτοί υιοθετούνται και από τον Τζιράκη στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 11 (Αθήνα 1967), στ. 829-36, βλ. λ. «Τραπεζούντα» (Ν. Τζιράκης).

2. Λαμψίδης, Ο., Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461-1922). Α: Πολιτική Ιστορία (Ποντικαί Έρευναι 1, Αθήνα 1957), σελ. 11-12. 

3. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήνα 1936), σελ. 532-533. Είναι μάλλον απίθανο να είχε οριστεί ο Παγκράτιος μητροπολίτης Τραπεζούντας πριν από το 1472, αφού η εκλογή του είναι φυσικό να συνδέεται με την άνοδο του Συμεών για δεύτερη φορά στον πατριαρχικό θρόνο (1472) και να θεωρείται επακόλουθο αυτής. Ο Παγκράτιος παρέμεινε μητροπολίτης Τραπεζούντας για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αφού η εκλογή του διαδόχου του, Δωροθέου, έγινε εντός του ίδιου έτους, όπως μας πληροφορεί η πράξη εκλογής που σώζεται σε κώδικα της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους. Βλ. Χρύσανθος Φιλιππίδης, ό.π., σελ. 532. 

4. Barkan, Ö.L., “894 (1488/89) yılı cizyesinin tahsilâtına âit muhasebe bilânçoları’’, Belgeler 1 (1964), σελ. 110.

5. Yürt Ansiklopedisi 10 (Istanbul 1982-1984), σελ. 7187, βλ. λ. “Trabzon”.

6. Δημοσιευμένα στοιχεία από τη σειρά των φορολογικών καταστίχων του 16ου αιώνα δείχνουν ότι στην περιοχή της Ματσούκας το ποσοστό του μουσουλμανικού πληθυσμού είχε ανέβει από 1,91% το 1515 σε 3,72% το 1553, και στην περιοχή του Οφ από 2% το 1515 σε 24% το 1583. Βλ. Lowry, H., “Privilege and Property in Ottoman Macuka in the Opening Decades of the Tourkokratia: 1461-1553”, στο Bryer, A.A.M. –  Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington DC 1986), σελ. 128· Poutouridou, M., “The Of Valley and the Coming of Islam: the Case of the Greek-Speaking Muslims”, Δελτίον Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 12 (1997-1998), σελ. 63-65.

7. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 374, 422, 440· Bryer, A.A.M., “Rural Society in Matzouka”, στο Bryer, A.A.M.  –  Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (BirminghamWashington DC 1986), σελ. 81-86· Φωτιάδης, Κ., Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 271-79· Lowry, Η., Trabzon Şehrinin İslamlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583² (İstanbul 1998). Η ευμενής στάση της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στα τρία προαναφερθέντα μοναστήρια της ενδοχώρας αποδίδεται από τον Bryer στην ενδεχόμενη μεσολάβηση του Αμιρούτζη στην οθωμανική αυλή.

8. Darrouzès, A.A.J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Géographie Ecclésiastique de l’Empire Byzantine I, Paris 1981), αρ. 21, σελ. 421· Γερμανός Σάρδεων, «Κατάλογος επαρχιών του Πατριαρχείου Κων/πόλεως κατά τον ιζ΄ αιώνα», Ορθοδοξία 3 (1928), σελ. 231-237.

9. Jennings, R., “The Society and Economy of Maçuka in the Ottoman Judicial Registers of Trabzon, 1560-1640”, στο Bryer, A.A.M.  – Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington DC 1986), σελ. 137· Bryer, A.A.M., “The Three Cyrils”, στο Bryer, A.A.M. –  Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington DC 1986), σελ. 155-157. 

10. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των ιησουιτών για συγκρότηση αποστολών στον Καύκασο μαρτυρείται κατ’ αρχάς την εποχή ακριβώς που ο Ιγνάτιος Μενδόνης αναλάμβανε μητροπολίτης Τραπεζούντας. Για τα σχέδια αυτά των ιησουιτών υπάρχει σαφής αναφορά σε επιστολή του τότε επικεφαλής τους στην Κωνσταντινούπολη πατρός François de Canillac προς την Assistance de France του έτους 1612. Υπάρχει επίσης αναφορά αποστολής δύο μελών του τάγματος στη Μιγκρελία το 1614. Βλ. Carayon, A., Relations inedites des missions de la Compagnie de J esus a Constantinople et dans le Levant au XVIIe siecle (Poitiers – Paris 1864), σελ. 67, 148-49. Για τις παλαιές αποστολές των δομινικανών και φραγκισκανών βλ. Delacroix-Besnier, C., Les Dominicaines et la Chretiente Grecque aux XIVe et XVe siecles (Rome 1997), σελ. 11-14, 17-27· Richard, J., La Papaute et les Missions d’Orient au Moyen Age (XIIIe-XVe siecles)² (Rome 1998), σελ. 130, 170-171, 232, 236-237.      

11. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 569-572.

12. Βλ. χαρακτηριστικά Ιωαννίδης, Σ., Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην Χώρας, ως και τα περί της Ενταύθα Ελληνικής Γλώσσης (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 134, 135.

13. Ιωαννίδης, Σ., Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην Χώρας, ως και τα περί της Ενταύθα Ελληνικής Γλώσσης, (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 117-118, 134-135· Λαμψίδης, Ο., Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461-1922) Α: Πολιτική Ιστορία (Ποντικαί Έρευναι 1, Αθήνα 1957), σελ. 12, 19-20. Σε αντίθεση με τους παραπάνω, ο Χρύσανθος δε συσχετίζει την άνοδο των ντερεμπέηδων με τον εξισλαμισμό, ούτε θεωρεί το γεγονός της άσκησης της εξουσίας από αυτούς πρωταρχικό παράγοντα της μετέπειτα ιστορικής πορείας των χριστιανών της περιοχής, αν και αναφέρει όσα περιστατικά είναι γνωστά από δυσμενείς προς την Εκκλησία ενέργειές τους, βλ. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 575. Για μια ισορροπημένη αποτίμηση της σημασίας της ανάληψης της τοπικής εξουσίας από τους ντερεμπέηδες παράλληλα με άλλες σημαντικές εξελίξεις της ίδιας εποχής, βλ. Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 30-54.

14. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος,  Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 575.·Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 42-43. Ο Bryer πιθανολογεί ότι η εχθρική διάθεση των Τούρκων της Τραπεζούντας έναντι των εκεί χριστιανών σχετίζεται με τις εμπορικές σχέσεις και επαφές που οι τελευταίοι είχαν με τους Ρώσους, οι οποίοι θεωρούνταν ήδη μισητός εχθρός από τους Τούρκους των παραλίων του Ευξείνου Πόντου. Βλ. Bryer, A.A.M., ό.π., σελ. 43.

15. Ιωαννίδης, Σ., Ιστορία και Στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην Χώρας, ως και τα περί της Ενταύθα Ελληνικής Γλώσσης, (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 117-118· Bryer, A.A.M., “Rural Society in Matzouka”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry. H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham –Washington DC 1986), σελ. 81. Για την ανακήρυξη της μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα σε σταυροπηγιακή βλ. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος,  Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 501.

16. Παπαδόπουλος, Α.Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 50-51· Bryer, A.A. M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 49· Φωτιάδης, Κ., Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 279-292.

17. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος,  Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 569.

18. Κάνοντας λόγο για «ελεύθερη επιχειρηματική δράση» εννοούμε ότι οι εργασίες εξόρυξης, επεξεργασίας και εκμετάλλευσης του προϊόντος δεν εκτελούνταν από κρατικούς υπαλλήλους, αλλά από επαγγελματίες που αναλάμβαναν ιδιωτικά την εκτέλεση των έργων αυτών. Κατά τ’ άλλα, η οργάνωση των εργασιών αυτών διεπόταν από ένα συντεχνιακό πλαίσιο με τις συνεπαγόμενες ιεραρχικές δομές.

19. Φωτιάδης, Κ., Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 287-288.

20. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος,  Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 576-579.

21. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος,  Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 573-575.

22. Παπαδόπουλος, Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 53. 

23. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήνα 1936), σελ. 579-580.

24. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 582-583, 604-607, 609· Παπαδόπουλος, Α.Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 52-56· Κανδηλάπτης, Γ., «Συμβολή εις Μελέτην περί της Μητροπόλεως Χαλδίας», Αρχείον Πόντου 14 (1949), σελ. 42-63· Αρχείον Πόντου 15 (1950), σελ. 84-97. 

25. Χρύσανθος Φιλιππίδης, μητροπολίτης Τραπεζούντος, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήνα 1936), σελ. 585-587.

26. Χρύσανθος Φιλιππίδης μητροπολίτης Τραπεζούντας, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 618· Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 44.

27. Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 50-51. 

28. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 320-321.

29. Παπαδόπουλος, Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 56. 

30. Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), (Κωνσταντινούπολις 1919), σελ. 273· Patriarcat Oecumenique, Les Atrocités Kémalistes dans les Régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολις 1922), σελ. 231-232, 236-241.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>