Ο Βαάνης διαδέχεται τον Ιωσήφ, σύμφωνα με την περιγραφή του Πέτρου Σικελιώτη:
Τούτου ἔτι ὑπάρχοντος, μαθήτρια τούτου εἰς Ἀρμενίαν γυνή τις, ἐκ τῶν αὐτοῦ μαθητῶν μοιχευθεῖσα, ἔσχεν υἱόν, ὥς φασιν, ἐξ Ἑβραίων, τὸν ἐπὶ κακίᾳ περιβόητον ῥυπαρὸν Βαάνην. Οὗτος οὖν ὁ Βαάνης διαδέχεται τὸν Ἀφρόνητον· καὶ τὴν αἵρεσιν σώαν, ἣν παρείληφεν παρὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ, τὴν πάσης ἀκαθαρσίας πλήρης, κατέχων, καὶ πολλοὺς τῶν ἀφρόνων εἰς τελείαν ἀπώλειαν ἄγων, γίνεται καὶ αὐτὸς τῆς κακίας διδάσκαλος.
[Ενώ αυτός (ενν. ο Ιωσήφ-Επαφρόδιτος) ζούσε ακόμη, κάποια μαθήτριά του στην Αρμενία, έχοντας παράνομη σχέση με κάποιον από τους μαθητές του, απέκτησε γιο από τους Εβραίους, όπως λένε, τον περιβόητο για την κακία του Βαάνη τον Ρυπαρό. Αυτός, λοιπόν, ο Βαάνης διαδέχεται τον Αφρόνητο (ενν. τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο) και, διατηρώντας την αίρεση ακριβώς όπως την παρέλαβε από τους προκατόχους του, γεμάτη βρομιές, και οδηγώντας πολλούς άφρονες στην πλήρη απώλεια, γίνεται και αυτός διδάσκαλος της κακίας.]
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 51.22-27.
Περιγραφή της σύγκρουσης Βαάνη και Σεργίου από τον Πέτρο Σικελιώτη:
Ἡνίκα δὲ ἤρξατο διδάσκειν οὗτος ὁ Σέργιος, θέλων ἐπισυνάξαι πολλοὺς μαθητὰς καὶ ἀποσπάσαι τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ οὐκ ὀλίγους ὀπίσω αὐτοῦ πορεύεσθαι, δισσῶς καὶ τρισσῶς ἀντέστη κατὰ πρόσωπον Βαάνῃ τῷ ῥυπαρῷ συμμαθητῇ καὶ συμμύστῃ αὐτοῦ· καὶ εὐλάβειαν ὑποκρινόμενος ἤρξατο ἐλέγχειν αὐτὸν εἰς ὑπήκοον πάντων, οὐ διὰ πίστιν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀτοπίαν τῶν ἀθεμίτων αὐτοῦ πράξεων. Ὁ δὲ Βαάνης φησὶ πρὸς αὐτόν· «Σὺ νεωστὶ κατεφάνης καὶ οὐδένα τῶν διδασκάλων ἡμῶν ἑόρακας ἢ συμπαρέμεινας, ἐγὼ δὲ τοῦ κυροῦ Ἐπαφροδίτου μαθητὴς ὑπάρχω καί, καθὼς παρέδωκέν μοι ἀπαρχῆς, οὕτως καὶ διδάσκω». Ὁ δὲ Σέργιος διὰ τὸν δυσώδη βόρβορον, ὃν ἐδίδασκεν, βδελυξάμενος καὶ εἰς πρόσωπον καταισχύνας αὐτόν, ἔσχισε τὴν αἵρεσιν εἰς δύο· τοὺς δὲ συμπαραμείναντας αὐτῷ ἐκάλεσε Βανιώτας, κἀκείνος Σεργιώτας τοὺς μαθητὰς ὠνόμασε Σεργίου. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον Σεργίου, μὴ φέροντες οἱ αὐτοῦ μαθηταὶ ἑαυτῶν τὴν αἰσχύνην καὶ τὸν ὀνειδισμὸν ὃν παρὰ πάντων ὠνειδίζοντο, ἤρξαντο ἀποκτέννειν τοὺς Βανιώτας, ὅπως ἐξαλείψωσιν ἐξ αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν. Εἷς δέ τις Θεόδοτος ὀνόματι, ὁ συνέκδημος Σεργίου, λέγει. «Μηδὲν ὑμῖν καὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις· πάντες γὰρ μέχρις ἀναδείξεως τοῦ διδασκάλου ἡμῶν μίαν πίστιν εἴχομεν». Καὶ οὕτως τοῦ φονεύειν ἐπαύσαντο.
[Όταν, όμως, άρχισε να διδάσκει αυτός ο Σέργιος, θέλοντας να συγκεντρώσει πολλούς μαθητές και να αποσπάσει πολλούς Χριστιανούς από την Εκκλησία για να τον ακολουθήσουν, ήλθε δυο και τρεις φορές αντιμέτωπος αυτοπροσώπως με τον Βαάνη τον Ρυπαρό, τον συμμαθητή και σύντροφό του στην αίρεση. Υποκρινόμενος ότι ήταν ευλαβής, άρχισε να τον ελέγχει μπροστά σε όλους, όχι σε θέματα πίστης, αλλά για το άτοπο των ανόσιων πράξεών του. Ο δε Βαάνης του είπε: «Εσύ εμφανίστηκες πρόσφατα και δεν έχεις δει ή ακολουθήσει κανέναν από τους διδασκάλους μας, εγώ όμως είμαι μαθητής του κυρίου Επαφροδίτου και διδάσκω την αίρεση όπως ακριβώς μου την παρέδωσε από την αρχή». Ο δε Σέργιος, που αηδίασε και δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του εξαιτίας της βρομερής λάσπης που δίδασκε, διέσπασε την αίρεση σε δύο παρατάξεις· όσους έμειναν με τον Βαάνη τους ονόμασε Βανιώτες, ενώ όσοι έμειναν με τον Σέργιο ονομάστηκαν από τον Βαάνη Σεργιώτες. Μετά το θάνατο του Σεργίου, όμως, μη μπορώντας οι μαθητές του τελευταίου να υποφέρουν την ντροπή και την κοροϊδία από τους πάντες, άρχισαν να σκοτώνουν τους Βανιώτες για να εξαλείψουν την κοροϊδία τους. Ένας, όμως, από τους συντρόφους και συνοδοιπόρους του Σεργίου, ονόματι Θεόδοτος, λέει: «Δεν έχετε τίποτα να χωρίσετε με τους ανθρώπους αυτούς, διότι μέχρι την ανάδειξη του διδασκάλου μας είχαμε ενιαία πίστη». Και έτσι έδωσε τέλος στους φόνους.]
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 63.28-65.12.
Αναφορά στον Βαάνη και στη θέση του ως διδασκάλου των Παυλικιανών:
ἕκτον τὸν Βαάνην τὸν ῥυπαρόν·…
[Έκτο διδάσκαλο (απέκτησαν) τον Βαάνη τον Ρυπαρό.]
Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 82.5-6.
Βυζαντινό κείμενο του τέλους του 9ου αιώνα κατατάσσει τον Βαάνη στη χορεία των διδασκάλων των Παυλικιανών:
Μάνεντα τοίνυν καὶ Παῦλον καὶ Ἰωάννην, καὶ ἄλλους οὓς ἐάν τις εἴπῃ αὐτοῖς, προθύμως ἀναθεματίζουσιν. Κωνσταντῖνον δὲ τὸν Σιλουανὸν ἐπικληθέντα, καὶ Συμεὼν τὸν καὶ Τίτον, καὶ Γεγνέσιον τὸν καὶ Τιμόθεον, καὶ Ἰωσὴφ τὸν καὶ Ἐπαφρόδιτον, καὶ Βαάνην τὸν ῥυπαρόν, καὶ Σέργιον τὸν καὶ Τυχικόν, ὡς διδασκάλους αὐτῶν οὐδαμῶς ἀναθεματίζουσιν, ἀλλ’ ἔχουσιν αὐτοὺς ὥσπερ ἀποστόλους Χριστοῦ.
[Τον Μάνη, λοιπόν, και τον Παύλο και τον Ιωάννη και όποιους άλλους αναφέρει κάποιος στους Παυλικιανούς αυτοί τους αναθεματίζουν με προθυμία. Όμως τον Κωνσταντίνο που ονομάστηκε Σιλουανός και τον Συμεών-Τίτο και τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο και τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο και τον Βαάνη τον Ρυπαρό και τον Σέργιο-Τυχικό δεν τους αναθεματίζουν διότι είναι διδάσκαλοί τους και τους έχουν όπως ακριβώς τους αποστόλους του Χριστού.]
Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 83.1-5.
Ο πατριάρχης Φώτιος αναφέρεται στην καταγωγή και την ανατροφή του Βαάνη:
Ἔτι δὲ τοῦ τρισαλιτηρίου τῷ βίῳ παρόντος καὶ ἀκμάζοντος τὴν ἀσέβειαν, μία τις τῶν συνήθων αὐτῷ ἀνδρὶ διὰ γάμου ἡρμοσμένη ἐξυβρίζει μὲν τὴν ἀνύβριστον κοίτην, ἔκδοτος δὲ γίνεται μοιχείᾳ. Τὸν δὲ διορύξαντα τοὺς ἀλλοτρίους γάμους ἕνα μὲν εἶναι τῶν μαθητῶν, φασί, τοῦ πλάνου, ἐξ Ἑβραίων δὲ πρὸς τὴν ἄθεον θρησκείαν μεταβληθῆναι. Πλὴν ἐκ τοιαύτης ἀδίκου τε καὶ ἐβδελυγμένης μίξεως τίκτεται τῇ μοιχαλίδι τὸ ἐπ’ αἰσχρότητι καὶ βδελυρίᾳ περιβόητον ἄγος, ὁ ῥυπαρὸς καὶ ἀκάθαρτος Βαάνης. Οὗτος οὖν τὴν κορυφὴν τῶν κακῶν ὁ χείριστος διαδέχεται, τὸν εἰρημένον Ἐπαφρόδιτον ὁ Βαάνης, ὃς πάντα μὲν τὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ, οἷς συνεκροτεῖτο ἡ ἀσέβεια, στέργων, ἀκαθαρσίᾳ δὲ βίου καὶ σωμάτων μίξεσιν ἀρρήτοις καὶ ταῖς ἄλλαις ἀθεμιτουργίαις τοὺς ἔμπροσθεν φιλονεικῶν ἀποκρύψασθαι, διετέλει διδάσκων τοὺς πειθομένους τὴν ὀλέθριον μάθησιν.
[Ενώ ζούσε ακόμη ο τρισαλιτήριος αυτός (ενν. ο Ιωσήφ-Επαφρόδιτος) και άκμαζε η αίρεσή του, μία από τις μαθήτριές του, παντρεμένη, ντροπιάζει το νυφικό κρεβάτι της και παραδίδεται στη μοιχεία. Ο εραστής της ήταν ένας από τους μαθητές του απατεώνα, εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος είχε προσχωρήσει στην άθεη αίρεση. Όμως, από την παράνομη και βδελυρή αυτή ένωση γεννιέται το περιβόητο για την αισχρότητα και την αηδία του αίσχος, ο ακάθαρτος Βαάνης ο Ρυπαρός. Αυτός, λοιπόν, ο μέγιστος κακός Βαάνης διαδέχεται τον κορυφαίο των κακών Επαφρόδιτο και γίνεται διδάσκαλος της καταστροφικής μάθησης στους ακολούθους του, υπακούοντας σε όλα όσα δίδαξαν οι προκάτοχοί του αιρετικοί και προσπαθώντας να κρύψει από τους συγχρόνους του τη βρόμικη ζωή του και τις παράνομες σαρκικές ενώσεις του και τις άλλες αθέμιτες πράξεις του.]
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 153.16-26.
Η μεταξύ των μαθητών του Βαάνη και του Σεργίου σύγκρουση όπως περιγράφεται στο ιστορικό έργο του πατριάρχη Φωτίου:
Ἡνίκα δὲ Σέργιος τοῦ διδασκαλικοῦ τῆς ἀποστασίας ἐπέβη θρόνου, θέλων πολλοὺς ἀποπλανῆσαι τῆς καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, σχίζεται μὲν περιφανῶς, μέχρι τότε καιροῦ συναγελαζομένων ἀλλήλοις, τοῦ ῥυπαροῦ Βαάνους, ἀναδέχεται δὲ κατενώπιον τῶν μαθητῶν καὶ τὴν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ φιλονεικίαν καὶ μάχην, καὶ ἡ στάσις αὐτοῦ δραματουργεῖται δημοσίῳ θεάτρῳ, δι’ ἧς ἐτέχναζεν δελεάζειν καὶ τῆς οἰκείας πλάνης ἕλκειν ὀπίσω ἄλλους τε ὅσους ἠδύνατο καὶ οἵτινες ἡταιρίζοντο τὸν Βαάνην. Ἦν δὲ αὐτῷ καὶ σκηνὴ ἀρετῶν προβεβλημένη μέγα δέλεαρ τῶν προσιόντων, καὶ ταπεινὸν ἦθος, καὶ δεξιώσεως κατεσχηματισμένος τρόπος, καὶ ἡμερότης οὐ τοὺς οἰκείους ὑποσαίνουσα μόνον, ἀλλὰ καὶ τοὺς τραχύτερον διακειμένους ὑπολεαίνουσά τε καὶ συλαγωγοῦσα. Ἀλλὰ γὰρ τὸ μὲν ῥυπαρὸν τῶν μιαρῶν πράξεων τοῦ ἀντιστασιώτου Βαάνους στηλιτεύειν τε καὶ ἀποπέμπεσθαι, μάλιστά γε κατὰ τὸ ἐμφανές, μελέτην εἶχεν, πρὸς δὲ τὰ δυσσεβῆ τῶν δογμάτων κατ’ οὐδὲν ἀντιπίπτων οὐδὲ διαφερόμενος ὤφθη. Ὁ μὲν οὖν Βαάνης ἀσυνηγόρητον ἔχων τὴν τῶν ἐκθέσμων ἔργων ἐπίδειξιν, ἐπὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ μόνον κατέφευγεν καὶ διὰ τῆς τῶν προσώπων ποιότητος, ὡς ἐνόμιζεν, τὸ κίβδηλον αὐτοῦ καὶ κατεστυγημένον τοῦ φρονήματος συνεκρότει τε καὶ ἀπεσέμνυνεν, μαθητὴν ἑαυτὸν τοῦ Ἐπαφροδίτου εἶναι μεγαλαυχῶν, καὶ τὴν ἐκείνου τιμῶντα παράδοσιν πρὸς τὰς ἀποτροπαίους τῶν πράξεων καὶ βδελυράς οὐδένα δισταγμὸν ἢ ἐρύθημα φέρειν, ὡς οὐ χρὴ πράττεσθαι. Νεοφανῆ δὲ τὸν Σέργιον ἐλοιδορεῖτο καὶ μηδένα τῶν ἐπισήμων διδασκάλων μήτε ἰδεῖν μήτε ἀκροατὴν χρηματίσαι, καὶ διὰ τοῦτο μηδὲν ἐκεῖθεν σπάσαντα φωτὸς ἐν πλάνῃ καὶ ἀπάτῃ διαπορεύεσθαι. Ὁ μὲν οὖν ἐξάγιστος Βαάνης τούτοις τε τὸν ὁμότεχνον καὶ ἀντιστασιώτην ἔβαλεν καὶ ἑαυτὸν ἐμεγάλυνεν, τὸ δὲ ποικίλον θηρίον ὁ Σέργιος, τῷ μὴ βεβυθίσθαι περιφανῶς οὕτως τῶν πράξεων τῷ βορβόρῳ, μηδ’ οὕτως ἀπόζειν ὥσπερ ὁ Βαάνης τὴν ἀκαθαρσίαν, ἀλλὰ πολλοῖς ταύτην καὶ ῥημάτων καὶ φασμάτων παρακαλύμμασι περιστέλλειν, ἔλαβεν ἰσχὺν εἰς δύο τὴν ἀποστασίαν σχίσαι καὶ τοὺς μὲν ὅσοι τῆς μερίδος ὤφθησαν τοῦ Βαάνους αὐτὸς διαπτύων Βανίτας ἐκάλει, ἐκεῖνος δ’ ἀμειβόμενος τὴν ὕβριν ἀποτροπαίους τε οὓς ἡ μοῖρα εἶχεν τοῦ Σεργίου ἐποιεῖτο καὶ Σεργιώτας ὠνόμαζεν ὁμοίως. Καὶ ἦν μὲν αὐτοῖς ἡ ἔρις καὶ ἡ στάσις καθ’ ἡμέραν αὐξομένη τε καὶ κραταιουμένη καὶ τὰς μιαρὰς μερίδας εἰς ἄσπονδον ἔχθραν καθιστῶσα. Χρόνῳ δὲ ὕστερον θανάτῳ τὸν βίον καταστρέψαντος Σεργίου, ἐπὶ τοσοῦτον οἱ τούτου μαθηταὶ εἰς τὴν πρὸς τοὺς Βανίτας ἀνερράγησαν μάχην, ὡς οὐκέτι λόγοις καὶ λοιδορίαις, ἀλλὰ καὶ χερσὶν καὶ ξίφεσιν κρίνεσθαι τὴν ἔριν καὶ πολὺν φόνον τῶν Βανιτῶν ῥυῆναι. Ἐπεκράτει γὰρ ἡ μερὶς Σεργίου τῷ τε πλήθει καὶ ὅτι τῆς ἐν αὐτοῖς ὁπλιτικῆς δυνάμεως ὁ ἄρχων τῇ δόξῃ προσαπέκλινεν Σεργίου, καὶ ἂν εἰς τέλος, ὥσπερ ἦν ἄξιον, οἱ Βανῖται ὑπὸ τῶν ὁμοδόξων καὶ ὁμοφύλων χειρῶν ὠλοθρεύθησαν, εἰ μή τις Θεόδοτος ὄνομα, δυσσεβὴς εἰ καί τις ἄλλος τὴν θρησκείαν, συνέκδημος Σεργίου λεγόμενος, τὸν φόνον ὀξέως ῥέοντα ἀνέσχεν τε καὶ ἀνέκοψεν ἄλλοις τε πολλοῖς αἱμυλίοις λόγοις καὶ τὸ κοινῇ συνοῖσον εἰσηγούμενος, φάμενός τε καὶ διατεινόμενος καὶ πολλοῖς κατασκευάζων ἔργοις καὶ λόγοις τὸ προτεινόμενον· ὡς ἑκατέρα μερὶς τῆς αὐτῆς εἰσιν βλαστήματα σπορᾶς καὶ τοῖς αὐτοῖς ἔθεσι συνηυξήθησαν, καὶ κοινῇ τὴν δίαιταν εἶχον καὶ ὁμονοίᾳ περιετειχίζοντο οὐδὲν μέγα περὶ τῶν ἀμφιβαλλομένων στασιάζοντες, καὶ τοῦτο ἐκράτει χρόνοις πολλοῖς μέχρι τῆς τοῦ διδασκάλου Σεργίου ἀναδείξεως, καὶ ὡς οὐ χρὴ οὐ μὲν οὖν τὴν ἐν τοσούτοις χρόνοις σύμπνοιάν τε καὶ συνάφειαν εἰς αἵματα καὶ σφαγὰς διαλῦσαι, οὐδὲ τοὺς εἰς αὐτὰ τὰ καίρια καὶ νῦν συνημμένους τε καὶ ὁμοφρονοῦντας διά τινας προσφάτως ἀναρριπισθείσας διαφορὰς ὡς ἑτεροπίστους παντελῶς καὶ ἀθέους εἰς τὸν διὰ ξίφους ὄλεθρον ἀφειδῶς παραπέμπειν. Ἀλλ’ ὁ μὲν τοιούτοις τισὶ ῥήμασι τὸν κατ’ ἀλλήλων –ὡς εἴθε μὴ ὤφελεν· οὐ γὰρ ἂν ὁ ψυχόλεθρος πλείους ἐπενεμήθη ψυχάς– ἔστησε φόνον.
[Όταν όμως ο Σέργιος ανέλαβε ως διδάσκαλος της αίρεσης, θέλοντας να παραπλανήσει και να παρασύρει πολλούς πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απομακρύνεται φανερά από τον Βαάνη τον Ρυπαρό, ενώ μέχρι το σημείο εκείνο ήταν σύντροφοι, και αρχίζει, ενώπιον των μαθητών τους, να του αντιτίθεται κατά πρόσωπο και να τον μάχεται· η στάση του ήταν σαν δημόσια θεατρική παράσταση και με αυτήν προσπαθούσε να δελεάσει και να πάρει με το μέρος του όσους περισσότερους μπορούσε από τους οπαδούς του Βαάνη. Το μεγαλύτερο δέλεαρ για τους δικούς του ακολούθους ήταν η αρετή του, όπως υποκρινόταν, και το ταπεινό του ήθος και ο φροντισμένος τρόπος χαιρετισμού και η ημερότητά του, με την οποία όχι μόνο σαγήνευε τους δικούς του, αλλά ακόμα και όσους δεν διέκειντο φιλικά προς αυτόν τους κέρδιζε και τους τραβούσε. Όμως από τη μία ασχολούνταν με το να στηλιτεύει και να αποκηρύττει τις βρομιές των μιαρών πράξεων του αντιπάλου του, του Βαάνη, από την άλλη δε φάνηκε να αντιδρά και να διαφωνεί καθόλου με τα αιρετικά δόγματά του. Ο μεν Βαάνης, λοιπόν, επειδή δεν ήταν υπέρ του οι εμφανώς ανίερες πράξεις του, είχε ως μοναδικό καταφύγιο τους προκατόχους του και στήριζε και εξωράιζε, όπως νόμιζε, με το χαρακτήρα των προσώπων αυτών το ψεύτικο και βδελυρό φρόνημά του, υπερηφανευόμενος ότι ήταν μαθητής του Επαφροδίτου και ότι τιμούσε την παράδοση εκείνου, χωρίς να διστάζει ή να κοκκινίζει για τις αποτρόπαιες και βδελυρές πράξεις του, που δεν έπρεπε να τις κάνει. Από την άλλη, χλεύαζε τον Σέργιο ως νεόκοπο και επειδή, ενώ ούτε είχε δει ούτε είχε ακούσει κάποιον από τους επίσημους διδασκάλους της αίρεσης και, ως εκ τούτου, δεν είχε λάβει ούτε το ελάχιστο φως από αυτούς, βάδιζε στην πλάνη και την απάτη. Ο μεν καταραμένος Βαάνης, λοιπόν, με αυτά κατηγορούσε τον ομότεχνο και αντίπαλό του και παίνευε τον εαυτό του, το δε πολύχρωμο θηρίο, εννοώ τον Σέργιο, επειδή δεν είχε βυθισθεί στο βούρκο τόσο φανερά με τις πράξεις του και δεν βρομούσε όπως ο Βαάνης, αλλά επειδή προσπαθούσε να τις περιορίσει με πολλά λόγια και παραδείγματα, κατάφερε να χωρίσει την αίρεση στα δύο: όσους πήραν το μέρος του Βαάνη τους αποκαλούσε περιφρονητικά Βανίτες, ενώ ο Βαάνης, απαντώντας στη βρισιά, εκδίωξε όσους πήραν το μέρος του Σεργίου και τους ονόμαζε με τη σειρά του Σεργιώτες. Η έριδα και η διαμάχη μεταξύ τους μεγάλωνε και δυνάμωνε μέρα με τη μέρα και οι δύο ανίερες παρατάξεις βρίσκονταν σε άσπονδη έχθρα. Ύστερα από καιρό, όταν ο θάνατος έβαλε τέρμα στη ζωή του Σεργίου, οι μαθητές του έφτασαν σε τέτοιο σημείο διαμάχης με τους Βανίτες ώστε δεν προσπαθούσαν να επικρατήσουν στη σύγκρουση μόνο με τα λόγια και τις ύβρεις αλλά και με τα χέρια και τα ξίφη, και σκότωσαν πολλούς από τους Βανίτες. Ο λόγος που επικρατούσε η παράταξη του Σεργίου ήταν η αριθμητική της υπεροχή και το γεγονός ότι ο διοικητής της στρατιωτικής δύναμης των Παυλικιανών ήταν με το μέρος του Σεργίου. Οι Βανίτες θα εξολοθρεύονταν παντελώς, όπως και το άξιζαν, από τα χέρια των ομοδόξων και ομοφύλων τους, αν δεν περιόριζε ταχύτατα και δεν ανέκοπτε τις δολοφονίες κάποιος ονόματι Θεόδοτος, ο οποίος είχε πολύ αιρετικές ιδέες και ήταν σύντροφος και συνοδοιπόρος του Σεργίου. Αυτός σταμάτησε τους φόνους με πολλά ωραία λόγια, προωθώντας το κοινό συμφέρον και στηρίζοντας τις προτάσεις του με πράξεις και λόγια. Έλεγε ότι και οι δύο παρατάξεις προέρχονται από την ίδια σπορά και δυνάμωσαν με την ίδια πίστη και είχαν κοινό τρόπο ζωής, περιχαρακωμένοι στην ομόνοιά τους και μη φτάνοντας στα άκρα με τις διαφωνίες τους· έλεγε ότι αυτό κράτησε πολλά χρόνια, έως την ανάδειξη του Σεργίου σε διδάσκαλο, και ότι δεν πρέπει να διαλύσουν με αίμα και σφαγές την τόσο μακρόχρονη σύμπνοια και συνάφεια, ούτε να στέλνουν στο θάνατο με ξίφος, εξαιτίας κάποιων πρόσφατων διαφορών, εκείνους με τους οποίους ακόμα και τώρα συμφωνούν και ομοφρονούν στα βασικά σημεία της αίρεσης, σαν να επρόκειτο για αλλόπιστους και άθεους. Με τέτοια λόγια σταμάτησε ο Θεόδοτος –μακάρι να μην το κατάφερνε, διότι έτσι δεν θα καταστρέφονταν περισσότερες ψυχές– τους αλληλοσκοτωμούς.]
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, ed. Ch. Astruc et al., “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 163.31-167.10.