Ο Βυζαντινός μοναχός Πέτρος Σικελιώτης (9ος αιώνας) εξιστορεί τη δράση του Κωνσταντίνου-Σιλουανού
Ἐν ταῖς ἡμέραις Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, τοῦ ἔγγονος Ἡρακλείου, γέγονέ τις Ἀρμένιος ὀνόματι Κωνσταντῖνος ἐν τῷ Σαμοσάτῳ τῆς Ἀρμενίας, ἐν κώμῃ Μανανάλει λεγομένῃ, ἥτις κώμη καὶ μέχρι τοῦ νῦν Μανιχαίους ἐκτρέφει. Οὗτος διάκονόν τινα αἰχμάλωτον πρὸς τὴν οἰκείαν πατρίδα ἐκ Συρίας ἐπανερχόμενον, ὡς ἀκριβῶς ἐμάθομεν, καὶ τὴν κώμην Μανάναλιν φθάσαντα, ξενίζει ἐπὶ ἡμέρας τινὰς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. Ὁ δὲ αἰχμάλωτος ἐκ Συρίας βίβλους ἐπιφερόμενος δύο, μίαν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ ἑτέραν τὴν τοῦ Ἀποστόλου, ταύτας δωρεῖται τῷ Κωνσταντίνω, ἀμειβόμενος αὐτῷ τὴν τῆς ξενοδοχίας ἀντάμειψιν. Ὁ δὲ λαβὼν τὰς δύο βίβλους τοῦ τε Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ τὴν ἀθέμιτον καὶ μυσαρὰν αὐτοῦ αἵρεσιν βλέπων βδελυκτὴν παρὰ πάντων καὶ φευκτέαν ὑπάρχουσαν διὰ τὰς ἐν αὐτῇ δυσφημίας τε καὶ αἰσχρουργίας, θέλων αὖθις ἀνανεώσασθαι τὸ κακόν, μηχανᾶται ἐκ διαβολικῆς ἐνεργείας μὴ ἀναγινώσκεσθαι ἑτέραν βίβλον τὸ παράπαν πλὴν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ἀποστόλου, ὅπως δυνηθῇ δι’ αὐτῶν ἐπικαλύψαι τὴν τῆς κακίας βλάβην, ὥσπερ οἱ τὰ δηλητήρια φάρμακα διδόντες πίνειν διὰ μέλιτος ταῦτα ἐπικαλύπτουσιν. Καὶ δὴ ἐκ τῶν μνημονευθεισῶν μανιχαϊκῶν βίβλων τὰς ἀφορμὰς ἑκάστης βλασφημίας παρειληφώς, ἠδυνήθη ἐκ συνεργίας σατανικῆς τὰ τοῦ Ευαγγελίου καὶ τοῦ Ἀποστόλου νοήματα ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ πρὸς τὸ οἰκεῖον διαστρέψαι βούλημα· τὰς δὲ πολλάκις μνημονευθείσας βίβλους τῶν Μανιχαίων, ὡς προείρηται, ἀπερρίψατο διὰ τὸ καὶ μάλιστα πολλοὺς ὁρᾶν ἕνεκεν αὐτῶν ξίφεσιν ἀποκτεννομένους. Οἱ γὰρ θειότατοι καὶ ὀρθόδοξοι ἡμῶν τῶν ὄντως χριστιανῶν βασιλεῖς μετὰ πάντων τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν κατορθωμάτων θεσπίζουσι καὶ τοῦτο Μανιχαίους καὶ Μοντανοὺς ξίφει τιμωρεῖσθαι, τὰς δὲ βίβλους αὐτῶν εὑρισκομένας πυρὶ παραδίδοσθαι· εἰ δέ τις φωραθείη ταύτας ἀποκρύπτων, τὸν τοιοῦτον ψήφῳ θανάτου καθυποβάλλεσθαι, τὰ δὲ υπάρχοντα αὐτῷ ἐν τῷ τοῦ δημοσίου εἰσκομίζεσθαι μέρει. Ὁ γοῦν τοῦ Μάνεντος μαθητὴς Κωνσταντῖνος, ἵνα τοὺς μαθητευομένους αὐτῷ τελείως δελεάσας ἀπολέσῃ, καὶ ποιήσῃ εὐπαράδεκτα τὰ παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα, τὰς Οὐαλεντίνου βλασφημίας καὶ τερατολογίας, τῶν τριάκοντα αἰώνων, φημί, καὶ θεῶν, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ Κουβρίκου περὶ τοῦ ὑετοῦ πλαστώδη μυθολογίαν, ὅς φησιν ἐξ ἱδρώτων νεανίσκου εὐειδοῦς κατατρέχοντος παρθένῳ γίνεσθαι τὸν ὑετόν, καὶ ἄλλα τινὰ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὡς δυσπαράδεκτα ἠθέλησεν ἀποσείσασθαι, οὐχ ἵνα τὴν μεγίστην λωφήσῃ κακίαν, ἀλλ’ ἵνα πρὸς ἑαυτὸν πολλοὺς ἐφελκύσηται. Βασιλείδου δὲ τοῦ δυσωνύμου τὰς ἀσελγείας τε καὶ τὰ μιάσματα καὶ τῶν λοιπῶν ἁπάντων τὸν δυσώδη ὑποδεξάμενος βόρβορον, ἀναδείκνυται νέος τις ὀδηγὸς ἀπωλείας. Ὅθεν ἅπαντες οἱ νῦν περιόντες τῶν Μανιχαίων παῖδες, τὰς δραματουργίας ταύτας ἀγνοοῦντες, προθύμως ἀναθεματίζουσι Σκυθιανὸν Βουδδᾶν τε καὶ Μάνεντα, τοὺς τῆς κακίας γεγονότας ἀρχηγέτας· Κωνσταντῖνον δὲ τοῦτον, τὸν καὶ Σιλουανὸν ἑαυτὸν ὀνομάσαντα, καὶ τοὺς μετ’ αὐτὸν ἀναδειχθέντας, ὡς ἀποστόλους Χριστοῦ καὶ ἰσοτίμους Παύλου ἡγοῦνται. Οὗτος τοίνυν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ καὶ Σαλοάνους τὴν Μανάναλιν καταλείψας, ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Κίβοσσαν τὸ κάστρον πλησίον Κολωνείας, λέγων ἑαυτὸν εἶναι τὸν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοῦ ἀποστόλου ἐμφερόμενον Σιλουανόν, ὃν ἀπέστειλεν ὡς πιστὸν μαθητὴν Παῦλος εἰς Μακεδονίαν. Ἐπεδείκνυεν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τὴν τοῦ Ἀποστόλου βίβλον, ἥνπερ εἴληφε παρὰ τοῦ προμνημονευθέντος διακόνου τοῦ αἰχμαλώτου, λέγων· «Ὑμεῖς ἐστε οἱ Μακεδόνες, ἐγὼ δέ εἰμι Σιλουανός, ὁ ὑπὸ Παύλου ὑμῖν ἀποσταλείς». Καὶ τοῦτο δὲ μετὰ χρόνους ἑξακοσίους τῆς μαρτυρίας Παύλου ἀναφανεὶς ἔλεγεν, ὡς γὰρ προείρηται, ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ ἔγγονος Ἡρακλείου. Καὶ δὴ ἐν ὅλοις ἔτεσιν εἴκοσι καὶ ἑπτὰ διατρίψας ἐκεῖσε, πολλοὺς τῶν ἐγχωρίων πλανήσας, ἀξίαν τῆς ἑαυτοῦ διδασκαλίας τὴν καταστροφὴν τοῦ βίου ἐδέξατο. Ὁ γὰρ βασιλεύς, οὐκ οἶδ’ ὅπως μαθὼν τὰ κατ’ αὐτόν, ἀποστέλλει βασιλικόν τινα, Συμεῶνα καλούμενον, παραγγείλας αὐτῷ λιθοβολῆσαι τὸν τῆς κακίας ἐργάτην, τοὺς δὲ μαθητὰς αὐτοῦ ὡς ἐξ ἀγνοίας ἀπατηθέντας ἐν ἐκκλησίαις Θεοῦ πρὸς ἐπιστροφὴν παραδοθῆναι καὶ διόρθωσιν, εἰ καὶ ἀδιόρθωτοι ἔμειναν· ὅπερ καὶ γέγονεν. Ἐλθὼν γὰρ ὁ Συμεών, καὶ παραλαβὼν μεθ’ ἑαυτοῦ τινα τῶν ἐκεῖσε ἀρχόντων τοὔνομα Τρύφωνα, καὶ γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου, συλλαμβάνει τοὺς πάντας καὶ, ἐνέγκας αὐτοὺς κατὰ τὸ νότιον μέρος τοῦ κάστρου Κολωνείας, ἵστησι τὸν δείλαιον, καὶ τοὺς αὐτοῦ μαθητὰς κατέναντι αὐτοῦ, οἷς καὶ παρεκελεύσατο λιθοβολῆσαι αὐτόν. Οἱ δὲ τοὺς λίθους λαμβάνοντες, καὶ ὡς πρὸς τὰς ἑαυτῶν ζώνας τὰς χεῖρας προσκλίνοντες, ὀπισθοφανῶς τῆς χειρὸς τοὺς λίθους ἠκόντιζον, φειδόμενοι τοῦ οἰκείου διδασκάλου, ὡς ἅτε δὴ ἐκ Θεοῦ ἀποσταλέντος αὐτοῖς. Οὗτος οὖν ὁ Σαλοάνους πρὸ χρόνων τινῶν Ἰοῦστόν τινα καλούμενον εἰς υἱοθεσίαν λαβών, καὶ τὴν μανιχαϊκὴν διδάξας αἵρεσιν, ἀξίαν τῆς ἀνατροφῆς καὶ διδασκαλίας τὸ τηνικάδε παρ’ αὐτοῦ τὴν ἀμοιβὴν ἐδέξατο. Ἐπιταχθεὶς γὰρ παρὰ τοῦ βασιλικοῦ ὁ Ἰοῦστος καὶ δραξάμενος λίθον, ὡς νέον Γολιὰθ τοῦτον πατάξας ἀπέκτεινεν· καὶ ἦλθεν ἐπ’ αὐτῷ ἡ δαυιτικὴ φωνὴ ἡ λέγουσα· «Λάκκον ὤρυξεν καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν», καὶ «ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ». Ὁ δὲ τόπος ἐκεῖνος διὰ τοὺς συναχθέντας ἐπ’ αὐτῷ λίθους Σωρὸς ἐκλήθη μέχρι τῆς σήμερον.
[Επί βασιλείας Κωνσταντίνου, του εγγονού του Ηρακλείου, ζούσε ένας Αρμένιος ονόματι Κωνσταντίνος στην περιοχή των Σαμοσάτων της Αρμενίας, στην κώμη που λεγόταν Μανάναλις, η οποία ακόμη και σήμερα είναι κοιτίδα Μανιχαίων. Αυτός, όπως μάθαμε με σαφήνεια, φιλοξένησε για κάποιες ημέρες στο σπίτι του έναν διάκονο ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του μετά από αιχμαλωσία στη Συρία. Ο αιχμάλωτος έφερνε μαζί του από τη Συρία δύο βιβλία, το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, τα οποία και χάρισε στον Κωνσταντίνο ως ανταμοιβή για τη φιλοξενία. Αυτός, παίρνοντας τα δύο βιβλία, το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, και βλέποντας ότι την παράνομη και βρωμερή αίρεσή του την απεχθάνονταν και την απέφευγαν όλοι, λόγω των βλασφημιών και των ακολασιών της, και θέλοντας πάλι να ανανεώσει το κακό, μηχανεύεται με τη βοήθεια του διαβόλου το εξής: να μην διαβάζουν οι πιστοί στην αίρεσή του κανένα άλλο βιβλίο εκτός από το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, για να μπορέσει με αυτά να καλύψει τη βλάβη που προκαλούσε η κακία του, όπως ακριβώς όσοι δίνουν δηλητήρια καλύπτουν τη γεύση τους με μέλι. Μάλιστα, πήρε από τα προαναφερθέντα βιβλία των Μανιχαίων τις βάσεις για τη βλασφημία του και μπόρεσε, με τη βοήθεια του Σατανά, να διαστρέψει την ερμηνεία των νοημάτων του Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων όπως ήθελε αυτός. Τα δε βιβλία των Μανιχαίων, τα οποία αναφέραμε πολλές φορές προηγουμένως, τα απέρριψε, όπως είπαμε, για τον επιπλέον λόγο ότι έβλεπε εξαιτίας τους πολλούς να εκτελούνται με ξίφος, διότι οι θειότατοι και ορθόδοξοι βασιλείς μας, εμάς των πραγματικών Χριστιανών, μαζί με όλα τα άλλα ευεργετικά επιτεύγματά τους έχουν θεσπίσει και αυτό: να εκτελούνται με ξίφος οι Μανιχαίοι και οι Μοντανοί, τα δε βιβλία τους να καίγονται, ενώ όποιος συλληφθεί να τα κρύβει να εκτελείται και η περιουσία του να δημεύεται. Ο μαθητής του Μάνη Κωνσταντίνος, λοιπόν, για να δελεάσει τους πιστούς του ώστε να τους καταστρέψει ολοκληρωτικά και για να γίνουν πιο παραδεκτά τα λεγόμενά του, θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τις απαράδεκτες βλασφημίες και τερατολογίες του Ουαλεντίνου (μιλάω για τους τριάντα αιώνες και τους θεούς), τα παραμύθια του Κουβρίκου για τη βροχή (που λέει ότι η βροχή προέρχεται από τον ιδρώτα ενός όμορφου νεαρού που κυνηγάει μία παρθένα) και άλλα παρόμοια. Αυτό το έκανε όχι για να αποφύγει τη μεγαλύτερη κακία, αλλά για να προσελκύσει πολλούς στο πλευρό του. Παραδεχόμενος δε τις ασέλγειες και τα μιάσματα του καταραμένου Βασιλείδη και τη βρωμερή λάσπη των υπολοίπων, αναδείχθηκε σε νέο οδηγό απωλείας. Εξ ου και όλοι οι σημερινοί πιστοί των Μανιχαίων, αγνοώντας τους θεατρινισμούς αυτούς, πρόθυμα αναθεματίζουν τον Σκυθιανό, τον Βουδδά και τον Μάνη, αυτούς που υπήρξαν ιδρυτές της κακίας αυτής· όμως αυτόν τον Κωνσταντίνο, που ονόμασε τον εαυτό του Σιλουανό, και όσους τον διαδέχθηκαν τους θεωρούν απόστολους του Χριστού και ισότιμους του Παύλου. Αυτός λοιπόν ο Κωνσταντίνος ο «Σαλεμένος Νους» εγκατέλειψε την Μανάναλιν και ήλθε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Κίβοσσας κοντά στην Κολώνεια, υποστηρίζοντας ότι είναι ο Σιλουανός που αναφέρεται στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, που τον έστειλε ο Παύλος ως πιστό μαθητή στη Μακεδονία. Έδειχνε και στους μαθητές του ο Κωνσταντίνος το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, το οποίο είχε πάρει από τον αιχμάλωτο διάκονο που προαναφέραμε, και τους έλεγε: «Εσείς είστε οι Μακεδόνες και εγώ είμαι ο Σιλουανός, που ο Παύλος με έστειλε σε σας». Αυτό το έλεγε έχοντας εμφανιστεί εξακόσια χρόνια μετά το μαρτύριο του Παύλου, όπως είπαμε ήδη, την εποχή του Κωνσταντίνου του εγγονού του Ηρακλείου. Στην Κίβοσσα παρέμεινε επί 27 έτη, παραπλανώντας πολλούς ντόπιους, αλλά ο θάνατός του ήταν άξιος της διδασκαλίας του. Όταν ο αυτοκράτωρ έμαθε, δεν ξέρω πώς, τα σχετικά με τον Κωνσταντίνο, έστειλε έναν αυτοκρατορικό πράκτορα ονόματι Συμεών με την εντολή να λιθοβολήσει τον πρωτεργάτη της αίρεσης και τους μαθητές του, οι οποίοι είχαν εξαπατηθεί από άγνοια, να τους παραδώσει στις εκκλησίες του Θεού για να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη, αν και τελικά δεν διορθώθηκαν. Αυτό και έγινε. Φτάνοντας ο Συμεών στην Κίβοσσα, πήρε μαζί του έναν από τους τοπικούς αξιωματούχους, τον Τρύφωνα, συνέλαβε όλους τους αιρετικούς και, αφού τους συγκέντρωσε στο νότιο μέρος του κάστρου της Κολώνειας, έστησε τον δύστυχο Κωνσταντίνο απέναντι από τους μαθητές του και τους διέταξε να τον λιθοβολήσουν. Αυτοί, όμως, παίρνοντας τις πέτρες στα χέρια τους, έστρεφαν τα χέρια προς τα κάτω και έκαναν πως πετούν την πέτρα, ενώ την έριχναν προς τα πίσω, λυπούμενοι τον δάσκαλό τους που τον πίστευαν σταλμένο από τον Θεό. Αυτός λοιπόν ο «Σαλεμένος Νους» είχε υιοθετήσει πριν από κάποια χρόνια κάποιον Ιούστο και του είχε διδάξει την πίστη των Μανιχαίων· ο Ιούστος, όμως, του ξεπλήρωσε τώρα την ανατροφή και την διδασκαλία όπως ακριβώς το άξιζε, διότι, όταν τον διέταξε ο Συμεών, πήρε πέτρα και κτύπησε τον Κωνσταντίνο σαν να ήταν νέος Γολιάθ. Και ακούστηκε η φωνή του Δαβίδ να λέει: «Άνοιξε λάκκο και τον ανέσκαψε» και «το κακό του θα επιστρέψει στο κεφάλι του». Το δε μέρος εκείνο μέχρι σήμερα ονομάζεται Σωρός, λόγω των λίθων που συσσωρεύθηκαν εκεί.]
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, C. et al. (eds), "Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure", Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 41.15-45.8.
Ο Πέτρος Ηγούμενος (πιθανώς ο ίδιος με τον Πέτρο Σικελιώτη) αναφέρεται στον Κωνσταντίνο-Σιλουανό
Οὗτοι οἱ Παυλικιάνοι μετὰ χρόνους τινὰς τῆς διδαχῆς τοῦδε τοῦ Παύλου, οὐ πολλοῦ, ἕτερον ἔσχον διδάσκαλον, Κωνσταντῖνον καλούμενον, ὅστις ἑαυτὸν Σιλουανὸν μετωνόμασεν. Τοῦτον οὖν ἔχουσιν ἀρχηγὸν τῶν διδασκάλων αὐτῶν, καὶ οὐχὶ τὸν Παῦλον. Οὗτος γὰρ αὐτοῖς παρέδωκε τὰς μὲν αἱρέσεις αὐτοῦ οὐκ ἐγγράφως, ἀλλ’ ἀγράφως κατὰ παράδοσιν, τὸ Εὐαγγέλιον δὲ καὶ τὸν Ἀπόστολον ἐγγράφως· ἀπαράλλακτα μὲν τῇ γραφῇ καὶ τοῖς λόγοις ὡς τὰ καὶ παρ’ ἡμῖν ὄντα αὐτοῖς παραδούς, διαστρέψας δὲ ἕκαστον κεφάλαιον πρὸς τὰς ἑαυτοῦ αἱρέσεις, νομοθετήσας αὐτοῖς καὶ τοῦτο, μὴ δεῖν ἑτέραν βίβλον τὴν οἱανοῦν ἀναγινώσκειν εἰ μὴ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸν Ἀπόστολον.
[Αυτοί οι Παυλικιανοί, μετά την παρέλευση κάποιων ετών από την διδασκαλία ετούτου του Παύλου, ο οποίος δεν έγινε και πολύ γνωστός, απέκτησαν άλλον διδάσκαλο, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος έδωσε στον εαυτό του το νέο όνομα Σιλουανός. Αυτόν έχουν αρχηγό των διδασκάλων τους οι Παυλικιανοί και όχι τον Παύλο. Αυτό συμβαίνει διότι ο Κωνσταντίνος ήταν που τους παρέδωσε τις ιδέες του όχι γραπτώς, αλλά αγράφως, προφορικά, όμως το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων τους τα παρέδωσε γραπτώς. Τους τα έδωσε ίδια και απαράλλακτα στο κείμενο και στα λεγόμενά τους με τα δικά μας κείμενα, όμως διέστρεψε τα νοήματά τους για να ταιριάζουν με την αίρεσή του και επέβαλε στους Παυλικιανούς να μην διαβάζουν κανένα άλλο βιβλίο εκτός από το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων.]
Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, Astruc, C. et al. (eds), "Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure", Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 81.
Απαρίθμηση του Κωνσταντίνου-Σιλουανού μεταξύ των διδασκάλων των Παυλικιανών
Μάνεντα τοίνυν καὶ Παῦλον καὶ Ἰωάννην, καὶ ἄλλους οὓς ἐάν τις εἴπῃ αὐτοῖς, προθύμως ἀναθεματίζουσιν. Κωνσταντῖνον δὲ τὸν Σιλουανὸν ἐπικληθέντα, καὶ Συμεὼν τὸν καὶ Τίτον, καὶ Γεγνέσιον τὸν καὶ Τιμόθεον, καὶ Ἰωσὴφ τὸν καὶ Ἐπαφρόδιτον, καὶ Βαάνην τὸν ρυπαρόν, καὶ Σέργιον τὸν καὶ Τυχικόν, ὡς διδασκάλους αὐτῶν οὐδαμῶς ἀναθεματίζουσιν, ἀλλ’ ἔχουσιν αὐτοὺς ὥσπερ ἀποστόλους Χριστοῦ.
[Τον Μάνη, λοιπόν, και τον Παύλο και τον Ιωάννη και όποιους άλλους αναφέρει κάποιος στους Παυλικιανούς αυτοί τους αναθεματίζουν με προθυμία. Όμως τον Κωνσταντίνο που ονομάστηκε Σιλουανός και τον Συμεών-Τίτο και τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο και τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο και τον Βαάνη τον Ρυπαρό και τον Σέργιο-Τυχικό δεν τους αναθεματίζουν, διότι είναι διδάσκαλοί τους και τους έχουν όπως ακριβώς τους αποστόλους του Χριστού.]
Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, Astruc, C. et al. (eds), "Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure", Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 83.1-5.
Περιγραφή της δράσης του Κωνσταντίνου-Σιλουανού στο ιστορικό έργο του πατριάρχη Φωτίου
Κἀκεῖθεν διὰ τῶν ἐφεξῆς διαδόχων τῆς ἀσεβείας μέχρι τῶν χρόνων Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως –ἀπόγονος δὲ ἦν οὗτος Ἡρακλείου– τῆς τοιαύτης θεομαχίας ἀκαινοτομήτου παρατεινομένης, καὶ πολλῶν μὲν παραινέσεων καὶ διδασκαλιῶν, εἰ καὶ πρὸς ἀνόητον ἀπεκρίθησαν πέρας, καταβληθέντων, πολλῶν δὲ εὐσεβῶν βασιλέων ξίφει τὴν δίκην τοὺς ἀποστάτας εἰσπραττομένων καὶ μηδ’ οὕτως τῆς ἀσεβοῦς φορᾶς ἱσταμένης, ἐπιγίνεταί τις τοῖς ἀποστάταις Ἀρμένιος ὀνόματι Κωνσταντῖνος. Μανάναλις, κώμη Σαμοσάτων, πατρὶς αὐτῷ ἐπιγράφεται, ἥτις καὶ μέχρι τοῦ νῦν Μανιχαίων τροφὸς ὑπάρχει καὶ ἐνδιαίτημα. Ἀλλὰ γὰρ οὗτος ὁ Κωνσταντῖνος τῶν τῆς ἐκκλησίας τινὰ διακόνων ἀπὸ τῆς κατὰ Συρίαν αἰχμαλωσίας πρὸς τὴν οἰκείαν ὑποστρέφοντα πατρίδα ἐπὶ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας ἐξένιζε. Βίβλους δὲ ἀπὸ Συρίας ὁ αἰχμάλωτος συνεπεφέρετο αὐτῷ δύο, μίαν μὲν τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου, ἑτέραν δὲ τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου, ἃς ὥσπερ ἀμειβόμενος τῆς ξενίας ὁ ξενισθεὶς καὶ ἀγνοῶν τοῦ ξενίσαντος τὸ δυσσεβὲς τῆς θρησκείας τὰς ἱερὰς ἀντεδωρεῖτο βίβλους. Κατιδὼν δὲ ὁ Ἀρμένιος Κωνσταντῖνος βδελυκτὴν καὶ πᾶσι φευκτήν καὶ ἀποτρόπαιον τὴν αὐτοῦ δυσσέβειαν καὶ ἀποστασίαν, τῇ τοῦ διαβόλου συμβουλῇ μηχανᾶται τοιόνδε· πάσας μὲν ὅσας αὐτοῦ ἡ θρησκεία ἠγάπα τε καὶ περιεπτύσσετο βίβλους ἀποβάλλεται καὶ ἀποσκορακίζει, γυμνὰ δὲ τὰ δόγματα τῶν γραμμάτων παρακατασχὼν πειρᾶται τὰς τοῦ Εὐαγγελίου λέξεις καὶ τοῦ Ἀποστόλου τούτοις ἐναρμόζειν τε καὶ περιάπτειν. Διὸ πάσης αὐτοῦ τῶν δυσσεβημάτων καταψηφισάμενος βίβλου, μόνῳ προσανέχειν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ τῷ Ἀποστόλῳ πρόσταγμά τε καὶ σπούδασμα ποιεῖται, ὡς ἂν δυνηθείη, διὰ τῆς τοιαύτης κακοτεχνίας ἐπικαλυψάμενος αὐτοῦ τὸν βόρβορον τῆς ἀποστασίας, πολλοῖς τὸν θανατηφόρον ἰὸν τῶν δηλητηρίων αὐτοῦ δοξασμάτων ἐγκεράσαι. Ἀλλ’ ἀποπέμπεται μέν, ὥσπερ εἴρηται, σχήματι μόνῳ καὶ πλάσματι τὰς τῶν Μανιχαίων βίβλους, ἅτε δὴ καὶ ὁρῶν τοὺς τῶν Χριστιανῶν νόμους τοὺς ὅσοι κέχρηνται ταῖς τῆς ἀποστασίας βίβλοις τῷ ξίφει παραδιδόντας καὶ αὐτὰς ἐκείνας πυρὸς δαπάνην ποιουμένους, τὰ μέντοι τῶν δοξασμάτων ἐπικαιρότατα καὶ τέλεια πρὸς ἀσέβειαν περιθάλπων τε καὶ περιπτυσσόμενος τοῖς δεσποτικοῖς καὶ ἀποστολικοῖς ὑποβάλλειν τε καὶ ὑποτιθέναι ῥήμασιν μηχανὴν πᾶσαν καὶ ἀγῶνα ἐτίθετο. Τὰς δέ γε Οὐαλεντίνου τερατολογίας τῶν τριάκοντα αἰώνων καὶ θεῶν, καὶ τὴν τοῦ Κουβρίκου περὶ τοῦ ὑετοῦ βδελυκτὴν μυθοποιίαν, Βασιλείδου τε τὰ μιάσματα καὶ τὰς ἀσελγείας καὶ τῶν παραπλησίων τὸν δυσώδη βόρβορον, οὔτε σὺν παρρησίᾳ ἠσπάζετο, οὔτε κατὰ γνώμην καὶ μυσταγωγίαν ἀπεστρέφετο, ἀλλ’ οἷά τις πρόσφατος καὶ καινὸς νομοθέτης, ἐκ πόρνης τε καὶ πολυπλόκου δυσσεβείας δόγματα τεκὼν ἀποστασίας, ὁδηγὸς καὶ προστάτης τοῖς πειθομένοις ἐσχάτης ἀπωλείας ἀναδείκνυται. Ὅθεν οἱ νῦν τῶν Μανιχαίων παῖδες, ὡς καὶ πρὶν ἔφθην εἰπών, Σκυθιανὸν μὲν καὶ Βούδην καὶ Μάνεντα προθύμως τῷ ἀναθέματι πέμπουσι, Κωνσταντῖνον δὲ ἐς τὰ μάλιστα θειάζουσί τε καὶ περιέπουσιν, καὶ δὴ καὶ τοὺς μετ’ αὐτὸν ἀναδειχθέντας διαδόχους ἵσα καὶ Χριστοῦ γεραίρουσιν, ἵνα μὴ πλέον εἴπω, ἀποστόλοις. Ἀλλ’ οὗτος ὁ ἐκ Κωνσταντίνου Σιλουανὸς εἰς Κίβωσσαν ἀπὸ Μανανάλεως μετελθών - ὢ ψυχῆς ἀθέου καὶ γνώμης πᾶσαν ἀναισχυντίαν καὶ ψεῦδος οὐδὲν ἡγουμένης -, ἑαυτὸν ἔλεγεν εἶναι ὃν αἱ τοῦ θεσπεσίου Παύλου ἐπιστολαὶ ἐπὶ μνήμης φέρουσι Σιλουανόν. Καὶ τί ἄν τις εἴποι πρὸς τοσαύτην ἐμβροντησίαν; Εἰς ποῖον δὲ ἄτοπον ἐπενεχθέντα τις ἐπιδειξάμενος αἰσχυνθῆναι παρασκευάσει τὸν ἀπ’ αὐτῆς ἀρχῆς οὕτω διὰ καταφώρου κλοπῆς καὶ φρενοβλαβείας οὐκ ἐρυθριάσαντα προελθεῖν; Πλὴν ἀλλ’ οὕτω περιφανῶς τερατευόμενος καὶ ψευδολογῶν εὗρεν οὓς εἵλκυσε πείθεσθαι αὐτῷ, καὶ Μακεδόνας μὲν ἐκάλει τοὺς τῆς ἀπάτης μαθητάς, ἑαυτὸν δέ, ὡς προείρηται, Σιλουανόν, ἀπεστάλθαι τε παρὰ τοῦ θεσπεσίου Παύλου πρὸς αὐτούς, καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἄλλα διερραψῴδει τε καὶ συνέπλαττεν. Ἀλλ’ εἴκοσι μὲν καὶ ἑπτὰ διατρίψας ἔτη ὅλα ἐν οἷς εἴρηται τόποις τὸ λαοπλανὲς ἐκεῖνο καὶ κακομήχανον τέρας, πολλούς τε τῶν ἐγχωρίων τῆς αὐτῆς μετασχεῖν παρασκευάσας λύμης, καὶ κατάφωρος ἐφ’ οἷς ἐθεομάχει γεγονὼς καὶ λίθων βολαῖς τὴν δίκην ὑποσχὼν ἔδυ εἰς Ἅιδου. Κωνσταντῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς τὰ κατ’ αὐτὸν ἀναπεπυσμένος στέλλει τινὰ τοὔνομα Συμεῶνα τὸν μὲν λαοπλάνον ὑπαγαγεῖν τῇ δίκῃ, ὅσοι δὲ τῆς ἐκείνου πλάνης μετέσχον, εἶτα ταύτης ἀφίστανται καὶ τὴν τῶν μετανοούντων χώραν ὁλοψύχως ἀναπληροῦσιν, τούτους ἄρα πρὸς μάθησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καὶ κατάγνωσιν ἐπὶ πλέον τῆς ἀποστασίας ταῖς τοῦ θεοῦ προσκαρτερεῖν παραδοῦναι ἐκκλησίαις. Καταλαβὼν δὲ ὁ ἀπεσταλμένος τὴν χώραν ἐν ᾗ τὸ τῆς πλάνης ἠνέῳκτο ἐργαστήριον, καὶ συμπαραλαβών τινα τῶν ἐκεῖσε ἐπαρχόντων, Τρύφων ἦν τῷ ἀνδρὶ ὄνομα, συλλαμβάνει μὲν τοὺς ἠπατημένους, συλλαμβάνει δὲ καὶ τὸν τῆς ἀπωλείας διδάσκαλον, καὶ τοὺς μὲν πρὸς μετάνοιαν ὁλοψύχως ὁρῶντας, ἢ δοκοῦντας ὁρᾶν, τῶν τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν τοῖς ἐφόροις ἐνεχείριζεν, τοὺς δ’ ἔτι πνέοντας τὴν ἀποστασίαν ὑφ’ ἓν ποιησάμενος καὶ εἰπὼν ἃ τοῖς τοιούτοις ἀκούειν ἥρμοζεν, σκοπὸν μὲν αὐτοῖς προτίθησι τὸν καθηγεμόνα τῆς πλάνης, αὐτοὺς δὲ βάλλειν προστάσσει τοῖς λίθοις. Ἀλλ’ οἱ μὲν ἄλλοι ὀκνηρότερόν πως ἥπτοντο τοῦ ἔργου, Ἰοῦστος δέ τις ὄνομα, υἱὸς κατὰ θέσιν πεποιημένος τῷ Κωνσταντίνῳ, παρ’ ᾧ καὶ τὴν μανιχαϊκὴν αἵρεσιν ἐμαθητεύθη, ὃς ἐπιγνούς, ὡς ἔοικεν, εἰς οἷον αὐτὸν βάραθρον ὁ διδάσκαλος ἐμβεβλήκει, χειροπλήθη λίθον λαβὼν καὶ πληγὴν καιρίαν τῷ κακῷ διδασκάλῳ ἐντεινάμενος, τοῦ ζῆν τὸν ἄθλιον ἀθλίως ἀπήλασεν· μεθ’ ὃν καὶ τὸ λοιπὸν πλῆθος συνεπιθέμενοι τῷ ἔργῳ σωρὸν λίθων τὸ πτῶμα εἰργάσαντο, ὡς καὶ μέχρι νῦν ἐκεῖθεν Σωρὸν ἐπίκλησιν τὸν χῶρον λαχεῖν.
[Και από εκεί, μέσω των επομένων διαδόχων της ασέβειας, η αίρεση αυτή διατηρήθηκε χωρίς αλλαγή μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (αυτός ήταν απόγονος του Ηρακλείου) και, παρά το ότι πολλές παραινέσεις και συμβουλές δόθηκαν (αν και δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα) και πολλοί ευσεβείς αυτοκράτορες τιμώρησαν με ξίφος τους αιρετικούς, η πορεία της ασέβειας αυτής δεν είχε τέλος. Τότε εμφανίσθηκε ανάμεσα στους αιρετικούς ένα Αρμένιος ονόματι Κωνσταντίνος. Πατρίδα του ήταν η Μανάναλις, κώμη της περιοχής των Σαμοσάτων, στην οποία έως σήμερα γεννιούνται και κατοικούν Μανιχαίοι. Όμως, ο Κωνσταντίνος αυτός φιλοξένησε για αρκετές ημέρες έναν διάκονο της Εκκλησίας που επέστρεφε στην πατρίδα του έπειτα από αιχμαλωσία στη Συρία. Ο αιχμάλωτος κουβαλούσε μαζί του από τη Συρία δύο βιβλία: το ένα ήταν το Ευαγγέλιο, το άλλο ήταν του μεγάλου αποστόλου Παύλου. Αυτά τα ιερά βιβλία ο φιλοξενούμενος τα χάρισε στον Κωνσταντίνο ως ανταμοιβή για τη φιλοξενία, μη γνωρίζοντας ότι αυτός που τον φιλοξενούσε ήταν αιρετικός. Βλέποντας ο Αρμένιος Κωνσταντίνος ότι την ασέβειά του και την αποστασία του την σιχαίνονταν όλοι, την απέφευγαν και τους ήταν αποτρόπαια, μηχανεύεται με τη βοήθεια του Διαβόλου το εξής: όλα τα βιβλία που αγαπούσε και ασπαζόταν η θρησκεία του τα αποτάσσεται και τα απορρίπτει· από την άλλη, πήρε τα νοήματα των βιβλίων αυτών και προσπάθησε να τα προσαρμόσει και να τα εναρμονίσει με τα λεγόμενα στο Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων. Για τον λόγο αυτόν απέρριψε όλα τα βιβλία που προέρχονταν από την αίρεσή του και αποφάσισε να μελετά μόνο το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, για να μπορέσει, καλύπτοντας με τη μηχανορραφία αυτή τη λάσπη της αποστασίας του, να εμποτίσει πολλούς με το θανατηφόρο δηλητήριο της αίρεσής του. Αλλά τα βιβλία των Μανιχαίων προσποιήθηκε μόνον ότι τα απέρριψε (για τον επιπλέον λόγο ότι έβλεπε τους νόμους των Χριστιανών να καταδικάζουν σε θάνατο διά ξίφους όσους χρησιμοποιούν τα αιρετικά βιβλία και τα ίδια να τα καίνε), όμως τα σημαντικότερα και ασεβέστερα από τα δόγματά τους τα διατηρούσε και τα ασπαζόταν και αγωνιζόταν με κάθε τρόπο να εναρμονίσει σε αυτά τις ευαγγελικές και αποστολικές ρήσεις. Από την άλλη, ούτε ασπαζόταν ευθαρσώς ούτε αποκήρυττε τις τερατολογίες του Ουαλεντίνου για τους τριάντα αιώνες και τους θεούς, τα αισχρά παραμύθια του Κουβρίκου για τη βροχή, τις βρωμιές και τις ακολασίες του Βασιλείδη και τη βρωμερή λάσπη των ομοίων τους, αλλά, σα νέος και καινοτόμος νομοθέτης, γεννώντας δόγματα από μια εκπορνευόμενη και περίπλοκη αίρεση, αναδείχθηκε για όσους τον πίστεψαν σε οδηγό και προστάτη στο δρόμο της απωλείας. Εξ ου και οι Μανιχαίοι, όπως είπα και πριν, πρόθυμα αναθεματίζουν τον Σκυθιανό, τον Βούδη και τον Μάνη, αλλά τον Κωνσταντίνο τον εκθειάζουν και τον σέβονται πάρα πολύ και μάλιστα θεωρούν τους διαδόχους του ισότιμους με τους αποστόλους του Χριστού, για να μην πω ανώτερους. Αλλά αυτός ο Κωνσταντίνος Σιλουανός, μεταβαίνοντας από τη Μανάναλι στην Κίβωσσα –ω! άθεη ψυχή και γνώμη που δεν υπολογίζει την ντροπή και το ψέμα–, έλεγε ότι είναι ο Σιλουανός που μνημονεύουν οι επιστολές θεσπέσιου Παύλου. Τι θα μπορούσε να πει κανείς μπροστά σε τέτοια λόγια που σε αφήνουν εμβρόντητο; Έως ποιο παράλογο σημείο θα έλεγε κάποιος ότι θα ντρεπόταν να φτάσει αυτός, όταν ήδη από την αρχή προχώρησε σε τέτοια κατάφωρη κλοπή και φρενοβλάβεια; Όμως, αν και έλεγε τερατολογίες και ψέμματα τόσο εμφανώς, κατάφερε να βρει ακολούθους και αποκαλούσε τους μαθητές της απάτης του Μακεδόνες, τον δε εαυτό του, όπως ειπώθηκε πιο πριν, τον αποκαλούσε Σιλουανό και έλεγε ότι είχε σταλεί από τον θεσπέσιο Παύλο σ' αυτούς και πολλά άλλα τέτοια παραμύθια έπλαθε. Αλλά, έχοντας παραμείνει σε εκείνο το μέρος επί 27 έτη το λαοπλάνο εκείνο και απατηλό τέρας και έχοντας πείσει πολλούς ντόπιους να συμμετάσχουν στη βρωμιά του, συνελήφθη για την αιρετική του πίστη και τιμωρήθηκε με λιθοβολισμό και βούλιαξε στον Άδη. Διότι ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος έμαθε τη δράση του και έστειλε εκεί κάποιον ονόματι Συμεών για να δικάσει τον λαοπλάνο και να παραδώσει στις εκκλησίες του Θεού, για να διδαχθούν την ορθόδοξη πίστη και να συνειδητοποιήσουν την αίρεσή τους, όσους είχαν λάβει μέρος στην πλάνη του Κωνσταντίνου και έπειτα απομακρύνθηκαν και δήλωσαν ότι μετανοούν. Ο απεσταλμένος έφτασε στην περιοχή όπου είχε ανοίξει το εργαστήριο της απάτης και, παίρνοντας μαζί του έναν από τους ντόπιους άρχοντες ονόματι Τρύφωνα, συλλαμβάνει τους αιρετικούς και τον διδάσκαλο της απωλείας και τους μεν, όσοι ολόψυχα ήθελαν να μετανοήσουν ή φαινόταν να ήθελαν, παραδίδει στους επιτρόπους των εκκλησιών, όσους όμως παρέμεναν πιστοί στην αίρεση τους συγκέντρωσε και, λέγοντας τους όσα ταιριάζει να ακούνε τέτοιοι άνθρωποι, έστησε απέναντί τους ως στόχο τον αρχηγό της αίρεσης και τους διέταξε να τον λιθοβολήσουν. Αλλά οι μεν άλλοι το έκαναν με κάποια οκνηρία, ο Ιούστος όμως, θετός γιος του Κωνσταντίνου και μυημένος από αυτόν στην αίρεση των Μανιχαίων, γνωρίζοντας, όπως φάνηκε, σε ποιο γκρεμό τον είχε ρίξει ο δάσκαλός του, παίρνει στα χέρια του μία μεγάλη πέτρα και με αυτήν πλήγωσε καίρια τον ταλαίπωρο και του στέρησε τη ζωή. Κατόπιν και όλοι οι υπόλοιποι ακολούθησαν το παράδειγμά του και κάλυψαν το πτώμα με έναν σωρό από πέτρες, γι' αυτό και έως σήμερα το μέρος εκείνο ονομάζεται Σωρός.]
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, C. et al. (eds), "Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure", Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 139.22-143.25.