αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.
|
καϊμακαμλίκι, το
Oθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
|
μισακάρικο, το
Σχέση επίμορτης καλλιέργειας. Ο εκμισθωτής αναλάμβανε τα έξοδα παραγωγής. Ο καλλιεργητής απέδιδε στον εκμισθωτή το 1/2 της σοδειάς.
|
μουτεσαριφλίκι, το
Οθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
|
μουχτάρης, ο
Αιρετός κοινοτικός υπάλληλος, ο επικεφαλής της κοινότητας σε επίπεδο χωριού ή συνοικίας.
|
μουχταρλίκι, το
Διοικητική περιφέρεια μικρής έκτασης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνήθως μια συνοικία ή ένα χωριό, που διοικούνταν από το μουχτάρη.
|
τσορμπατζής
Τσορμπατζήδες ονομάζονταν οι προεστοί των ορθόδοξων κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
|