αρσενιάτες, οι
Οπαδοί και υποστηρικτές του πατριάρχη Αρσένιου Αυτωρειανού, ο οποίος είχε αφορίσει το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε το 1265 να απαλλαγεί από τον Αρσένιο· έκτοτε οι οπαδοί του Αρσενίου βρίσκονταν σε ρήξη με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και δεν αναγνώριζαν τους διαδόχους του στον πατριαρχικό θρόνο. Πολιτικά ήταν οπαδοί της δυναστείας των Λασκάρεων και αντίπαλοι της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η έριδα λύθηκε το 1284, με τη μεταφορά των λειψάνων του Αρσενίου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο.
|
δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.
|
μέδιμνος, ο
Μέτρο χωρητικότητας των στερεών, και ιδίως των σιτηρών, στην Αρχαιότητα και στο Βυζάντιο.
|
πιγκέρνης, ο
Επίσης πικέρνης ή επικέρνης. Οινοχόος των ανακτόρων. Αξιωματούχος στην προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα [πιθανώς από το λατινικό pincerna ή παράγωγο του επι-κεράννυμι, αναμειγνύω (κρασί)]. Στο ύστερο Βυζάντιο ο πιγκέρνης ήταν υψηλός τιμητικός τίτλος, ενώ το 14ο αιώνα αποδόθηκε σε εξαιρετικά σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός.
|
πρωτοβεστιάριος, ο (και πρωτοβεστιαρίτης)
Ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος του βασιλικού βεστιαρίου, της βασιλικής ιματιοθήκης. Το αξίωμα απονεμόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά ο πρωτοβεστιάριος ήταν υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε το αξίωμα εξελίσσεται σε τιμητικό τίτλο, ο ρόλος του πρωτοβεστιαρίου μεταβάλλεται: εμφανίζεται πλέον ως επικεφαλής στρατευμάτων, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με σκοπό την υπογραφή ειρήνης, καθώς και για τη διερεύνηση υποθέσεων συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα. Το 14ο αιώνα ο τίτλος παραχωρείται ιεραρχικά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα υψηλότερα αξιώματα.
|