honestiores ή splendidiores, οι (λατ.)
Αυτοί που προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Από το 2ο αι. π.Χ. κι εξής στην τάξη των honestiores ανήκαν οι συγκλητικοί και οι οικογένειές τους, οι στρατιωτικοί και τα παιδιά τους, κάθώς και όσοι είχαν διατελέσει σε δημόσιο αξίωμα και οι απόγονοί τους.
|
latus clavus, o (λατ.)
Είδος χιτώνα με δύο πλατιές κάθετες πορφυρές ταινίες, που τον φορούσαν οι συγκλητικοί.
|
αγορανόμος, ο
Υπάλληλος της πόλης υπεύθυνος για την επιτήρηση της αγοράς και την ισορρόπηση στις τιμές των τροφίμων.
|
αγωνοθέτης, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη διοργάνωση και την τέλεση του αγώνα στο πλαίσιο μιας γιορτής.
|
γυμνασίαρχος, ο
O υπεύθυνος για την επίβλεψη των νέων και των εφήβων που εκπαιδεύονταν στα γυμνάσια και στις παλαίστρες. Το αξίωμα αυτό, διαδεδομένο ευρύτατα σε όλες τις πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτελούσε δημόσιο λειτούργημα που απονεμόταν συνήθως στους πιο επιφανείς και πλούσιους πολίτες, καθώς απαιτούσε μεγάλες δαπάνες.
|
γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.
|
ιππείς, οι (equites)
Η χαμηλότερη βαθμίδα της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, οι οποίοι είχαν οικονομική επιφάνεια προερχόμενη κυρίως από αστικού τύπου επαγγέλματα (τραπεζίτες, δημοσιώνες, έμποροι), αλλά όχι και πολιτικά προνόμια. Οι Δημοκρατικοί χρόνοι της Ρώμης είχαν σημαδευτεί από τους αγώνες τους κατά των συγκλητικών. Τους ιππείς προσεταιρίζονταν κυρίως ηγέτες που ήθελαν να προωθήσουν μια μοναρχικού τύπου διακυβέρνηση παραγκωνίζοντας τη σύγκλητο.
|
κοινό, το
Με τον όρο κοινό χαρακτηρίζουμε κάθε ομοσπονδιακή οργάνωση πόλεων κατά την Αρχαιότητα.
|
πρυτανείο, το
Δημόσιο οικοδόμημα στο οποίο συνεστιάζονταν οι πρυτάνεις και φιλοξενούνταν οι επίσημοι προσκεκλημένοι και τα τιμώμενα πρόσωπα της πόλης.
|
ρωμαϊκού-μικρασιατικού τύπου θέατρο, το
Το θεατρικό οικοδόμημα όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στο μικρασιατικό χώρο. Αποτελεί συνδυασμό του ελληνικού και του ρωμαϊκού τύπου με κοίλο μεγαλύτερο του ημικυκλίου και μνημειώδη σκηνή πολλών ορόφων, η οποία συχνά εφάπτεται στα άκρα του πετάλου των κερκίδων και κλείνει το οικοδόμημα.
|
συγκλητικός, ο (senator)
1. Ρωμαϊκή περίοδος: Σώμα ανδρών το οποίο συμβούλευε τον αυτοκράτορα και τους υπάτους. Η ένταξη στη σύγκλητο δεν ήταν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Νέοι άνδρες (novi homines) μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη. Ο Αύγουστος αναθεώρησε το θεσμό της συγκλήτου και μείωσε τις αρμοδιότητές της. Επίσης εισήγαγε την κληρονομικότητα ως προϋπόθεση ένταξης στο σώμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά η σύγκλητος συνέχισε να θεσπίζει νόμους και να εκχωρεί την εξουσία σε νέους αυτοκράτορες. 2. Βυζαντινή περίοδος: Μέλος της συγκλήτου. Η σύγκλητος, ρωμαϊκός θεσμός που μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ήταν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις και κατατάσσονταν σε βαθμίδες ιεραρχίας: viri illustri (οι έπαρχοι πραιτoρίου και πόλης και οι μάγιστροι), viri spectabili (οι ανθύπατοι, οι βικάριοι και οι κόμητες), viri clarissimi (οι ύπατοι των επαρχιών και ακολούθως οι υπατικοί) και viri perfectissimi (οι ηγεμόνες και οι δούκες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα καθιερώθηκε ένας ακόμα τίτλος για τους ανώτατους υπαλλήλους (viri gloriosi). Στη συνέχεια οι τίτλοι απονέμονταν στους αξιωματούχους ανεξάρτητα από το αν ήταν συγκλητικοί ή επρόκειτο να ενταχθούν στο σώμα της συγκλήτου.
|
σύγκλητος, η (senatus)
Το ανώτατο πολιτειακό σώμα του ρωμαϊκού κράτους. Κατά την περίοδο της Πρώιμης Δημοκρατίας αποτελούσε το συμβούλιο των υπάτων, δηλαδή των ανώτατων αρχόντων του ρωμαϊκού κράτους. Αργότερα η ισχύς της αυξήθηκε και οι αρμοδιότητές της διευρύνθηκαν, με αποτέλεσμα να καταστεί το κύριο κυβερνητικό σώμα στη Ρώμη. Στους Αυτοκρατορικούς χρόνους η δύναμή της περιορίστηκε.
|