άρχων, ο
Ο όρος δηλώνει γενικά τον κυβερνήτη. Πολλές φορές ωστόσο δεν έχει τεχνικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται για μέλη αριστοκρατικών οικογενειών ή συνηθέστερα αξιωματούχους, αλλά και για ανεξάρτητους ηγεμόνες.
|
βεστάρχης, ο
Βυζαντινός τιμητικός τίτλος ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Τακτικόν του Scorialensis, που χρονολογείται στην περίοδο 971-975. Εικάζεται ότι ο τίτλος του βεστάρχη αφορούσε το αξίωμα επί της διαχείρισης της προσωπικής ιματιοθήκης του αυτοκράτορα. Στην αρχή ως βεστάρχες τιμούνταν αποκλειστικά ευνούχοι, ενώ από την πέμπτη δεκαετία του 11ου αιώνα ο τίτλος απονεμόταν ισότιμα και στους ευνούχους και στους βαρβάτους. Στη διάρκεια του 11ου αιώνα τον τίτλο του βεστάρχη τον έφεραν πολλοί διακεκριμένοι στρατηγοί του βυζαντινού στρατού. Ο τίτλος εξαφανίζεται στις αρχές του 12ου αιώνα.
|
δούκας, ο (λατ. dux, -cis)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος που σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα, ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μιας μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα, οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.
|
μάγιστρος, ο
Aνώτερο αξίωμα που στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου τοποθετείται πάνω από τον ανθύπατο (από το λατινικό magister). Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ παύει να υπάρχει πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα. Ο μάγιστρος αναλάμβανε συνηθέστερα επικεφαλής κάποιας υπηρεσίας, πολιτικής ή δικαστικής, ή και, σπανιότερα, επικεφαλής της διακυβέρνησης μιας περιοχής.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|