έγκλημα καθοσιώσεως
Κατηγορία εσχάτης προδοσίας απέναντι στον αυτοκράτορα. Στον ένοχο επιβαλλόταν αυστηρή ποινή, όπως η τύφλωση.
|
λίβελος πίστεως
Έγγραφο στο οποίο δηλώνεται η ομολογία πίστεως.
|
σκευοφύλαξ, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα. Αποδιδόταν σε κληρικό, διάκονο ή πρεσβύτερο. Ο σκευοφύλαξ είχε καθήκον τη φύλαξη και την επιμέλεια των ιερών σκευών και κειμηλίων που φυλάσσονταν στο σκευοφυλάκιο κάθε ναού. Ήταν επίσης υπεύθυνος για την ευταξία κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών. Στους ναούς στους οποίους υπήρχαν περισσότεροι του ενός σκευοφύλακες, ο πρεσβύτερος έφερε τιμητικά τον τίτλο του μεγάλου σκευοφύλακα. Ο μέγας σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας οριζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα έως τον 11ο αιώνα.
|
τόμος, ο
Επίσημο συνοδικό έγγραφο που περιλαμβάνει αποφάσεις για ζητήματα πίστης ή διοίκησης της Εκκλησίας.
|
χαρτοφύλαξ, ο
Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο εμφανίζεται πρώτη φορά τον 6ο αιώνα. Αποδιδόταν συνήθως σε διακόνους. Ο χαρτοφύλακας ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία των μεγάλων εκκλησιών, ενώ φύλαγε τα επίσημα έγγραφα, τις αποφάσεις και τους κανόνες των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων. Από το 10ο αιώνα ο χαρτοφύλακας εμφανίζεται επικεφαλής των σεκρετικών (γραμματέων) του χαρτοφυλακίου και στενός συνεργάτης του πατριάρχη με διευρυμένες αρμοδιότητες, όπως η εξέταση υποψήφιων ιερέων και η εκπροσώπηση του πατριάρχη σε περίπτωση απουσίας του, ακόμα και στη σύνοδο. Χαρτοφύλακες με καθήκοντα αρχειοφύλακα υπήρχαν και σε ορισμένες μονές. Επί Ανδρονίκου Α΄ το αξίωμα ονομάστηκε μέγας χαρτοφύλαξ.
|