Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Καππαδοκίας Θέμα

Συγγραφή : Γυφτοπούλου Σοφία (8/7/2003)

Για παραπομπή: Γυφτοπούλου Σοφία, «Καππαδοκίας Θέμα», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4743>

Καππαδοκίας Θέμα (6/9/2009 v.1) Theme of Cappadocia - προς ανάθεση 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

al thughur
O αραβικός όρος al thughur, που αποδίδεται στις ελληνόφωνες πηγές ως στόμιο, δηλαδή μέτωπο, αναφέρεται σε μια εκτεταμένη άοικη περιοχή της Συρίας και της Mεσοποταμίας με στρατηγική σημασία, η οποία υποστήριζε επιχειρησιακά τη συνοριακή ζώνη των κάστρων (al΄awasim).

άπληκτον, το / φοσσάτον, το
Ως άπληκτον (< applicitum) προσδιορίζεται το στρατόπεδο γενικά από την Ύστερη Αρχαιότητα και εξής, ενώ και ο όρος φοσσάτον (< φόσσα, δηλαδή τάφρος) σήμαινε επίσης στρατόπεδο. Κατά τη Mέση Βυζαντινή περίοδο ο όρος άπληκτον απέκτησε πιο ειδική σημασία, σήμαινε το χώρο συγκέντρωσης των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που ξεκινούσαν για εκστρατεία. Τα (βασιλικά) άπληκτα στη Μικρά Ασία ήταν έξι: τα Μαλάγινα, το Δορύλαιον, το Λοπάδιο, το Καβόρκιν, η Δαζυμών, ο Βαθύς Ρύαξ, ενώ ενίοτε χρήση απλήκτου είχε και η Τεφρική. O κατάλογος των απλήκτων της αυτοκρατορίας σώζεται υπό τη μορφή σύντομης πραγματείας με τίτλο Υπόθεσις των βασιλικών ταξειδίων και υπόμνησις των απλήκτων, η οποία είναι ενσωματωμένη στο πληρέστερο χειρόγραφο του έργου του Kωνσταντίνου Z΄ Πορφυρογέννητου (944-959), De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως), στον κώδικα της Λειψίας, που χρονολογείται στο 12ο αιώνα.

βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.

εκσπηλεύω (λατ. expello)
Η οργανωμένη μεταφορά του άμαχου πληθυσμού σε οχυρές θέσεις υπό την εποπτεία στρατιωτικών αξιωματούχων επιφορτισμένων με την επιχείρηση, προκειμένου να εξασφαλισθούν οι άνθρωποι και στοιχειώδη περιουσιακά στοιχεία από τον κίνδυνο των επιδρομών.

εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.

κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.

κλεισουράρχης, ο
Επίσης, κλεισουριάρχης. Βυζαντινός όρος για το διοικητή κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η τελευταία ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα.

κονσουλάριος (υπατικός), ο
Ο κυβερνήτης υπατικής ή ανθυπατικής επαρχίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

κουροπαλάτης, ο
Ο κουροπαλάτης (< κουράτωρ και παλάτιον) ήταν ανώτερος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα απονεμόταν κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά από την εποχή του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και εξής και σε ξένους πρίγκιπες. Κατά τον 11ο αιώνα δόθηκε σε αρκετούς στρατηγούς εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

λίτρα, η (λατ. libra)
Μονάδα βάρους που ποικίλλει ανάλογα με τα μεγέθη. Η πιο διαδεδομένη ήταν η «λογαρική λίτρα», που καθιερώθηκε επί Κωνσταντίνου Α´, το 309/310, ως βάση του νομισματικού συστήματος. Η λίτρα υπολογίζεται ότι ζύγιζε περ. 319 ή 324 γραμμ. και διαιρoύνταν σε 72 χρυσά νομίσματα (σόλιδους). Οι εκατό λίτρες συμπλήρωναν ένα κεντηνάριον.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

ρόγα, η (άκλιτο)
Βυζάντιο: Ο μισθός, η αμοιβή σε ετήσια βάση για τους πολιτικούς αξιωματούχους (8% απόδοση επί του ποσού εξαγοράς του τίτλου) και κάθε τέταρτο χρόνο για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους των θεμάτων όλων των βαθμίδων και των απλών στρατιωτών. Ρόγα λεγόταν ενίοτε και κάθε βασιλική δωρεά, χρηματική, προς πρόσωπα.

σπαθαροκανδιδάτος, ο
Κατώτερος τίτλος της βυζαντινής αυλικής ιεραρχίας. Ο τίτλος πρωτοεμφανίζεται το έτος 645 και αφορά, το πιθανότερο, τους κανδιδάτους που τιμώνται και με τον τίτλο του σπαθαρίου.

τάγματα, τα
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ήταν οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Τα κυριότερα ήταν των Σχολών, των Εξκουβιτών (προερχόμενα από αντίστοιχες μονάδες της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και συγκροτημένα σε αυτοκρατορική φρουρά και κεντρικό στρατό κρούσης από τον Κωνσταντίνο Ε΄), της Βίγλας (ιδρύθηκε από την Ειρήνη την Αθηναία) και των Ικανάτων (ιδρύθηκε από το Νικηφόρο Α΄). Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο τα τάγματα τα συγκροτούσαν κατά κανόνα μισθοφόροι με επικεφαλής τον άρχοντα, δηλαδή αξιωματικό επιφορτισμένο με κάποιο από τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα.

τούρμα, η
Διοικητική υποδιαίρεση του θέματος κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο, υποδιαιρούμενη με τη σειρά της σε δρούγγους και βάνδα (από το λατ. turma = ίλη ιππικού).

ύπατος, ο (consul)
Αξιωματούχος του ρωμαϊκού κράτους. Την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα της πολιτείας, ενώ κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι. Το υπατικό αξίωμα επιβίωσε και στην Αυτοκρατορική περίοδο με τιμητικό πλέον χαρακτήρα, καθώς και στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα η θέση του υπάτου στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία ήταν χαμηλή, μόλις ανώτερη του σπαθαρίου, αλλά το 10ο αιώνα εμφανίζεται και πάλι ως αξίωμα, πιθανώς με δικαστικές αρμοδιότητες. Ο τίτλος του υπάτου παύει να χρησιμοποιείται μετά το 12ο αιώνα.

χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>