άδυτον ή άβατον, το
Ο ιερότερος χώρος στο βάθος ενός ναού, η πρόσβαση στον οποίο επιτρεπόταν μόνο σε ιερείς.
|
κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.
|
περίπτερος (ναός), ο
Ναός που περιβάλλεται στις 4 πλευρές από κιονοστοιχίες (πτερό).
|
πρόπυλο, το
Μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.
|
σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|