βασιλικός, ο
Αξιωματούχος της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου, επιφορτισμένος συνήθως με τη συνοδεία και την παρακολούθηση ξένων απεσταλμένων αλλά και με άλλες ειδικές αποστολές.
|
διάκονος, ο
Κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα. Χειροτονούνταν κάποιος διάκονος από την ηλικία των 25 ετών και μετά. Επιτρεπόταν να είναι έγγαμος, αν ο γάμος είχε τελεστεί πριν από τη χειροτονία.
|
καθολικός (αρμενκής εκκλησίας), ο
Τίτλος (από το 363 μ.Χ.) του αρχηγού της Αρμενικής Εκκλησίας.
|
μανιχαϊσμός, ο
Θρησκευτικό δόγμα που εμφανίσθηκε στην Ανατολή κατά τον 3ο αι. μ.Χ. και συνδύαζε στοιχεία του χριστιανισμού, του βουδισμού και του ζωροαστρισμού. Η ονομασία του προέρχεται από τον Μάνη, μυθικό ιδρυτή της θρησκείας. Ο μανιχαϊσμός πρεσβεύει ότι στον κόσμο υπάρχουν δύο θεμελιώδεις, ισοδύναμες και ανταγωνιστικές αρχές, το καλό και το κακό.
|