| βιλαέτι (βαλιλίκι), τοΗ ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
 
    
 | 
		| δημογεροντία, ηΚοινοτική αρχή που απαρτιζόταν από το σύνολο των κοινοτικών αξιωματούχων, οι οποίοι κατά περίπτωση ονομάζονταν άρχοντες, προεστοί, επίτροποι, δημογέροντες ή απλώς γέροντες.
 
    
 | 
		| ιπποδάμειο σύστημα, τοΠολεοδομικό σύστημα που αποδίδεται στο Μιλήσιο Ιππόδαμο και στηρίζεται στον ορθογώνιο σχεδιασμό οριζόντιων και κάθετων οδικών αξόνων που τεμνόμενοι δημιουργούν οικοδομικές νησίδες.
 
    
 | 
		| καϊμακαμλίκι, τοOθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
 
    
 | 
		| μουδιρλίκι (μουδουρλίκι), τοΟθωμανική διοικητική μονάδα στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, υποδιαίρεση του καϊμακαμλικιού, με διοικητή το μουδίρη ή μουδούρη.
 
    
 | 
		| μουτεσαριφλίκι, τοΟθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
 
    
 | 
		| πρωτοπαπάς, οΕκκλησιαστικός αξιωματούχος με τελετουργικά καθήκοντα. Ήταν δεύτερος τη τάξει μετά τον αρχιερέα, πρωτοπρεσβύτερος.
 
    
 | 
		| σχολική εφορεία, ηΗ σχολική εφορεία αποτελούνταν από μέλη είτε εκλεγμένα από την κοινότητα είτε ορισμένα από επιτροπή, τα οποία είχαν υποχρέωσή τους να φροντίζουν για τη σωστή λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
 
    
 |