Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σκληροί

Συγγραφή : Στουραϊτης Ιωάννης (10/10/2003)

Για παραπομπή: Στουραϊτης Ιωάννης, «Σκληροί», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6151>

Σκληροί (19/3/2009 v.1) Skleros family  - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.

βέστης, ο
Τίτλος που αναφέρεται για πρώτη φορά επί Ιωάννη Τσιμισκή (969-976). Το 10ο-11ο αιώνα απονεμόταν σε διακεκριμένους στρατιωτικούς στρατηγούς και διοικητικούς αξιωματούχος. Ιεραρχικά ήταν κατώτερος του μαγίστρου και ανώτερος του πραιποσίτου. Το β΄ μισό του 12ου αιώνα υποβιβάστηκε, ενώ τη θέση του πήρε ο τίτλος του πρωτοβέστη. Και οι δύο τίτλοι έπαψαν να χρησιμοποιούνται μετά τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118).

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

δρουγγάριος της βίγλης, ο
Στρατιωτικός επικεφαλής των ταγμάτων της βίγλης και υπεύθυνος για την ασφάλεια του αυτοκράτορα εντός πόλεως και σε εκστρατεία. Ο τίτλος απαντά από τον 9ο αιώνα και επέζησε μέχρι το 15ο αιώνα.

δρουγγάριος του πλωίμου, ο
Ο αρχηγός του τμήματος του στόλου που ναυλοχούσε στην Κωνσταντινούπολη και ονομαζόταν «βασιλικόν πλώιμον». Αναφέρεται πρώτη φορά περί τα μέσα του 9ου αιώνα (Τακτικόν του Ουσπένσκι).

εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.

κουροπαλάτης, ο
Ο κουροπαλάτης (< κουράτωρ και παλάτιον) ήταν ανώτερος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα απονεμόταν κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά από την εποχή του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και εξής και σε ξένους πρίγκιπες. Κατά τον 11ο αιώνα δόθηκε σε αρκετούς στρατηγούς εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

μάγιστρος, ο
Aνώτερο αξίωμα που στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου τοποθετείται πάνω από τον ανθύπατο (από το λατινικό magister). Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ παύει να υπάρχει πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα. Ο μάγιστρος αναλάμβανε συνηθέστερα επικεφαλής κάποιας υπηρεσίας, πολιτικής ή δικαστικής, ή και, σπανιότερα, επικεφαλής της διακυβέρνησης μιας περιοχής.

μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου από το 1092 και μετά. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δούκα απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.

παρακοιμώμενος, ο
Αξιωματούχος υπεύθυνος για το βασιλικό κοιτώνα και συνήθως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του αυτοκράτορα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

πραίτωρ, ο (praetor)
Πολιτικός και δικαστικός αξιωματούχος κατά τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αξίωμα του πραίτορα ήταν ενεργό κατά διαστήματα και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Εμφανίστηκε πάλι στα μέσα του 9ου αιώνα και δήλωνε τον αξιωματούχο διοικητικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Ιεραρχικά τοποθετείται κάτω από το αξίωμα του στρατηγού του θέματος. Στο τέλος του 10ου αιώνα εμφανίζεται ως συνώνυμο του κριτή και προσδιορίζει τον πολιτικό διοικητή. Το αξίωμα του πραίτορα άρχισε να φθίνει μετά το 1204.

πρόεδρος, ο
Ανώτατο αυλικό αξίωμα που εμφανίζεται πρώτη φορά επί Νικηφόρου Β' Φωκά. Οι αρμοδιότητες του προέδρου δε φαίνονται σαφώς καθορισμένες. Τον 11ο αιώνα ο τίτλος αποδίδεται όλο και συχνότερα, αλλά δεν απαντά πια μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Ως εκκλησιαστικό αξίωμα ο πρόεδρος ήταν ισότιμος του μητροπολίτη και αποδιδόταν στον εποπτεύοντα μητροπολίτη επισκοπικής ή μητροπολιτικής έδρας μέχρι να διευθετηθεί η εκλογή ιεράρχη.

πρωτέκδικος, ο
Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που από το 12ο έως το 15ο αιώνα είχε το καθήκον της προστασίας όσων ζητούσαν άσυλο στην Αγία Σοφία.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

πρωτοστράτωρ, ο
Βυζαντινό στρατιωτικό αξίωμα που αποδιδόταν στον επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων. Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αιώνα. Τον 9ο και 10ο αιώνα κύρια αρμοδιότητά του ήταν η συνοδεία του αυτοκράτορα, ενώ από το 12ο αιώνα συγκαταλέγεται στους ανώτερους αξιωματούχους της βυζαντινής αυλής και ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση στρατιωτικών μονάδων.

σεβαστός, ο
Τιμητικός τίτλος. Αποδόθηκε πρώτη φορά ως «σεβαστή» από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055) στην ερωμένη του Σκλήραινα. Αργότερα τον τίτλο τον υιοθέτησαν οι αυτοκράτορες Ισαάκ Κομνηνός (1057-1059) και Αλέξιος Α΄ (1081-1118). Από το 12ο αιώνα χρησιμοποιούνται ευρέως δύο συνώνυμες μορφές του βασικού επιθέτου: πανσέβαστος-σεβαστός και σεβαστός. Η σημασία τους είναι συγκεχυμένη, αλλά τις περισσότερες φορές ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του τίτλου διάφορων διοικητικών αξιωμάτων ή αξιωματικών ταγμάτων ξένων μισθοφόρων. Στην υστεροβυζαντινή ιεραρχία των τιμητικών αξιωμάτων βρισκόταν σε πολύ χαμηλή θέση, ενώ στην αυλή της Τραπεζούντας ο τίτλος του σεβαστού δήλωνε τους ανώτατους άρχοντες του κράτους.

στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.

στρατηλάτης, ο
Ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος του 10ου και 11ου αιώνα, διοικητής στρατιωτικής μονάδας με την ονομασία «τάγμα των στρατηλατών».

στρατοπεδάρχης (Ανατολής/Δύσης), ο
Ο στρατοπεδάρχης της Ανατολής/Δύσης ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός αξιωματούχος, αντίστοιχος του στρατηλάτη και του δομέστικου των σχολών· για την ακρίβεια ο όρος σημαίνει επικεφαλής (άρχων) του στρατοπέδου, δηλαδή του στρατού σε περίοδο εκστρατείας. Το αξίωμα πρωτοεμφανίστηκε το 967, ως καινοτομία του Νικηφόρου Φωκά, και ήταν σε ισχύ μέχρι και τις αρχές του 13ου αιώνα.

χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.

χαρτουλάριος, ο
Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>