Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τορνίκιοι (Τορνίκες)

Συγγραφή : Στουραϊτης Ιωάννης (25/7/2005)

Για παραπομπή: Στουραϊτης Ιωάννης, «Τορνίκιοι (Τορνίκες)», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6464>

Τορνίκιοι (Τορνίκες) (7/3/2007 v.1) Tornikios family  (15/1/2007 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.

δρουγγάριος της βίγλης, ο
Στρατιωτικός επικεφαλής των ταγμάτων της βίγλης και υπεύθυνος για την ασφάλεια του αυτοκράτορα εντός πόλεως και σε εκστρατεία. Ο τίτλος απαντά από τον 9ο αιώνα και επέζησε μέχρι το 15ο αιώνα.

έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi)
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.

κατεπάνω, ο
Κυβερνήτης μιας ευρύτερης διοικητικής ενότητας. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από τον 9ο αιώνα για να προσδιορίσει συγκεκριμένες διοικητικές θέσεις, όπως ο κατεπάνω των βασιλικών. Ο ίδιος όρος συχνά δήλωνε και το διοικητή στρατιωτικής μονάδας. Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 11ου αιώνα προσδιόριζε κατά κύριο λόγο τους διοικητές μεγάλων επαρχιών, όπως της Ιταλίας και της Αντιόχειας. Ο όρος με την έννοια του διοικητή-δούκα εγκαταλείφθηκε μετά το 1100, ωστόσο συνέχισε να υφίσταται και να αποδίδεται σε άτομα τα οποία καταλάμβαναν τοπικές διοικητικές θέσεις.

κεφαλατικεύων, ο
Αξιωματούχος που αντικατέστησε τον έπαρχο της πόλης.

κονόσταυλος, ο
(κονοστάβλος, κοντοστάβλος ή κονόσταυλος) 1. Ανώτατος αξιωματικός (τρίτος στη στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και το μεγάλο στρατοπεδάρχη). 2. Aρχηγός στόλου, ναύαρχος (από το βενετσιάνικο contestabile). 3. Ο μέγας κονόσταυλος εμφανίζεται ως ανώτερος τιμητικός τίτλος από το 13ο αιώνα και σημαίνει τον επικεφαλής των Λατίνων μισθοφόρων.

κριτής του βήλου, ο
Ανώτερος δικαστικός αξιωματούχος. Ο κριτής του βήλου ανήκει σε ειδική κατηγορία κριτών (δικαστών), η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείται στην Κωνσταντινούπολη ήδη από το 10ο αιώνα. Οι κριτές του βήλου συγκροτούσαν ένα από τα ανώτερα δικαστήρια. Το όνομά τους προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από το χώρο συνάντησής τους, που ήταν ο χώρος πίσω από ένα βήλο (παραπέτασμα) του Ιπποδρόμου. Το αξίωμα του κριτή του βήλου ενδεχομένως δεν εξακολούθησε να υφίσταται μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), παρόλο που σημειώνεται σε καταλόγους αξιωμάτων του 14ου αιώνα.

λογοθέτης του δρόμου, ο
Ανώτερο στέλεχος της αυτοκρατορικής διοίκησης με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, την υπηρεσία του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και ως ένα βαθμό για τις εξωτερικές σχέσεις της αυτοκρατορίας. Η οργάνωση τελετών, η προστασία του αυτοκράτορα, η συλλογή πληροφοριών και η υποδοχή ξένων αποστολών ήταν επίσης στα καθήκοντά του.

μέγας δομέστικος, ο
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα.

μέγας πριμικήριος, ο
(απο λατ. pimicerius) Σύμβουλος του θρόνου και προϊστάμενος των υπηρεσιών της αυλής, στη δέκατη θέση της ιεραρχίας της αυλής. Εμφανίζεται πρώτη φορά την εποχή του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Διέθετε και στρατιωτικά καθήκοντα· στις εκστρατείες αναλάμβανε επικεφαλής της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα. Το 14ο αι. ήταν ένας από τους ανώτερους τίτλους.

μεσάζων, ο
Το ανώτερο διοικητικό αξίωμα του μεσάζοντος εμφανίστηκε στον 11ο-12ο αιώνα και απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα. Στα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας τοποθετείται στην κορυφή της αυτοκρατορικής υπαλληλίας.

Ούζοι, οι
Τουρκικό φύλο που προχώρησε από τη νότια Oυκρανία προς το Δούναβη. Aπό τα μέσα κυρίως του 11ου αιώνα επιχείρησαν συχνά επιδρομές εναντίον των Bυζαντινών ακόμα και μέχρι τη Θεσσαλονίκη.

παρακοιμώμενος, ο
Αξιωματούχος υπεύθυνος για το βασιλικό κοιτώνα και συνήθως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του αυτοκράτορα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

σεβαστοκράτωρ, ο
Υψηλός τιμητικός τίτλος. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδόθηκε πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στον αδελφό του Ισαάκιο Κομνηνό και στη συνέχεια δινόταν σε μέλη της οικογένειας του αυτοκράτορα. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ο υψηλός αυτός τίτλος δήλωνε τους ανώτερους άρχοντες του κράτους.

στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>