βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.
|
βιλαέτι (βαλιλίκι), το
Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
|
εξαρχία, η
Περιφέρεια η οποία από εκκλησιαστική πλευρά δεν υπάγεται στην κοντινότερη μητρόπολη αλλά διοικείται είτε απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (οπότε οι εκκλησιαστικές της πρόσοδοι εκχωρούνται σε κάποιον αξιωματούχο του Πατριαρχείου) είτε από κάποια σταυροπηγιακή μονή.
|
καζάς, ο
Η βασική και κατώτερη βαθμίδα της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης. Περιλάμβανε την άμεση περιφέρεια μιας πόλης ή κωμόπολης. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο ταυτίζεται με το καϊμακαμλίκι.
|
καϊμακάμης, ο
Οθωμανός αξιωματούχος, διοικητής ενός καϊμακαμλικιού, της διοικητικής μονάδας που διαδέχτηκε τον καζά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο.
|
μουτεσαρίφης, ο
Οθωμανός αξιωματούχος της επαρχιακής διοίκησης, που είχε την ευθύνη ενός μουτεσαριφλικιού.
|
πεσκέσι, το
Χρηματικό ποσό που είχε καθιερωθεί να καταβάλλει ο επιλεγείς για το πατριαρχικό αξίωμα στην οθωμανική αυλή και το οποίο τυπικά είχε το χαρακτήρα δώρου, αλλά ουσιαστικά λειτουργούσε σαν εξαγορά για την έγκριση της εξουσίας έναντι της ανάρρησης συγκεκριμένου προσώπου. Κατά συνέπεια η διαδικασία ανάδειξης πατριάρχη απέκτησε πλειοδοτικό χαρακτήρα. Πεσκέσι καταβλήθηκε πρώτη φορά το 1466 προκειμένου να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο ο Συμεών Α' ο Τραπεζούντιος, αλλά και για την ανατροπή του το ίδιο έτος, και έκτοτε καθιερώθηκε. Η καθιέρωση του πεσκεσιού έχει το χαρακτήρα εθιμικού δικαίου. Πεσκέσι καταβαλλόταν στις οθωμανικές αρχές και προκειμένου να εγκριθεί η ανάρρηση σε επισκοπικό ή μητροπολιτικό αξίωμα.
|
σαντζάκι, το (λιβάς, ο)
Μεσαίου μεγέθους μονάδα επαρχιακής διοίκησης του οθωμανικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Υποδιαίρεση του πρώιμου οθωμανικού εγιαλετιού (ή μπεϊλερμπεϊλικιού) και του ύστερου οθωμανικού βιλαετιού. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο είναι γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι.
|
σταυροπήγιο, το
Μονή ή και ναός που υπάγεται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν έχει εξάρτηση από τον τοπικό επίσκοπο. Όταν ο όρος αφορούσε χωριά, σήμαινε ότι αυτά εξαρτιόνταν, ιδίως ως προς την εκκλησιαστική φορολογία των κατοίκων, απευθείας από το Πατριαρχείο και όχι από την τοπική μητρόπολη.
|
Τανζιμάτ, τα
Οι μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινιάστηκαν το 1839 με το διάγγελμα του Χάτι Σερίφ και τερματίστηκαν με την παραχώρηση συντάγματος το 1876. Οι μεταρρυθμίσεις, που θεωρήθηκαν προσπάθεια εκσυγχρονισμού και φιλελευθεροποίησης του κράτους, αφορούσαν όλο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην αυτοκρατορία. Ιδιαίτερη σημασία είχαν εκείνες που εξίσωναν νομικά τους μουσουλμάνους με τους μη μουσουλμάνους υπηκόους.
|
φλωρία
Εκ του τουρκικού florin, που με τη σειρά του είναι δάνειο από την ιταλική. Η καθιερωμένη ονομασία των οθωμανικών χρυσών νομισμάτων που κόπηκαν πρώτη φορά από το Μωάμεθ Β΄ περίπου το 1460 σε απομίμηση του βενετικού δουκάτου (γνωστά και ως sultanı).
|
χαράτσι
Τουρκ. haraç ή cizye. Ως προς τη γενική σημασία του όρου, αυτός σημαίνει την ενότητα των φόρων που κατέβαλλαν οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απευθείας στην κεντρική διοίκηση. Επρόκειτο για επιπλέον φορολογία που βάραινε τους μη μουσουλμάνους βάσει των επιταγών του Κορανίου για αντάλλαγμα της ανοχής του ισλαμικού κράτους έναντι της παρουσίας τους σε αυτό και της προστασίας που τους παρείχε. Ως προς την Εκκλησία ειδικότερα, το χαράτσι ή βασιλικόν χαράτσιον συνιστά τον ετήσιο φόρο που υποχρεώνονται να καταβάλλουν οι ανώτατοι φορείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλ. τα πατριαρχεία και οι αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές, από το 1474 και εξής. Υπεύθυνος για την καταβολή του χαρατσιού ήταν ο Πατριάρχης ή ο αυτοκέφαλος αρχιεπίσκοπος και συγκέντρωνε το προς καταβολή ποσό διά της εκκλησιαστικής φορολογίας των κοινοτήτων μέσω των μητροπόλεων. Το πληρωτέο ποσό οριζόταν κατ’ αποκοπήν (maktu) και το ύψος του καθοριζόταν κατόπιν συνεννόησης με τη σουλτανική αυλή, αν και αρκετοί διεκδικητές του πατριαρχικού θρόνου δεσμεύονταν για αύξηση αυτού προκειμένου να ανέλθουν στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
|