1. Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός Η λεγόμενη Στοά του Aλυτάρχη εκτείνεται στη νότια πλευρά της Εμβόλου (της οδού των Κουρητών), μπροστά από τα οικιστικά συγκροτήματα 1 και 2. Το κτήριο, σύμφωνα με την οικοδομική επιγραφή, χρηματοδοτήθηκε από κάποιον αλυτάρχη. Πρόκειται για ένα επίμηκες στωικό οικοδόμημα με μήκος περίπου 53 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 4,70 μέχρι 5,50 μ. Διαιρείται σε δύο τμήματα λόγω της διαφοράς κλίσης του εδάφους. Μάλιστα, στο ανατολικό τμήμα υπάρχει μια διαφορά περίπου 2,50 μ. από το επίπεδο της διερχόμενης οδού και γι’ αυτό το λόγο κατασκευάστηκε σειρά αναβαθμών, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη . Στην πρόσοψή της διαμορφωνόταν σειρά αράβδωτων , οι οποίοι πατούσαν σε βάσεις διακοσμημένες με κοιλόκυρτα . Σήμερα οι κίονες αυτοί διατηρούνται σε χαμηλό ύψος.1 Στον πίσω τοίχο της στοάς υπήρχαν θύρες που οδηγούσαν σε δώδεκα ορθογώνια δωμάτια (Ι-ΧΙΙ), τα οποία λειτουργούσαν ως καταστήματα ή εργαστήρια· μάλιστα, μερικοί από αυτούς τους χώρους κοσμούνταν με τοιχογραφίες.2 2. Διάκοσμος Το δάπεδο της επιμήκους στοάς καλύπτεται σε όλο το μήκος του από ένα πολύχρωμο μωσαϊκό επιφάνειας 285 τ.μ., που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από γεωμετρικά μοτίβα.3 Τα βασικά χρώματα είναι σκούρο μπλε, λευκό, ερυθρό και κίτρινο. Εξαιτίας της διαφοράς επιπέδου που υπάρχει στο δάπεδο της στοάς, το μωσαϊκό αναπτύσσεται σε δύο τμήματα, το δυτικό και το ανατολικό, ενώ συνολικά περιλάμβανε δώδεκα πεδία σε διάφορα μεγέθη και με διαφορετική διακόσμηση το καθένα. Πιο αναλυτικά, στο δυτικό ήμισυ της στοάς το μωσαϊκό αναπτύσσεται σε επτά πεδία (1-7), μπροστά από τα αντίστοιχα δωμάτια (I-VII). Το εξωτερικό πλαίσιο του μωσαϊκού αποτελείται από δύο ζώνες. Η πρώτη ζώνη, η εσωτερική, κοσμείται είτε από διπλό ελισσόμενο σε χρώμα φωτεινό και σκούρο, στο κέντρο του οποίου υπάρχει κυκλικό κόσμημα, είτε από μαίανδρο. Η δεύτερη ζώνη, η εξωτερική, κοσμείται από βλαστόσπειρα με φύλλα κισσού.4
Το πεδίο 1 του μωσαϊκού βρίσκεται μπροστά από το δωμάτιο Ια, στη νοτιοδυτική γωνία της στοάς. Η διακόσμησή του αποτελείται από γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία είναι με τέτοιο τρόπο διατεταγμένα, ώστε να δημιουργούν τρισδιάστατο αποτέλεσμα. Αποτελείται από τετράγωνα διάφορων μεγεθών. Εκείνα που έχουν μεγαλύτερο μέγεθος είναι τοποθετημένα σε οριζόντια παράταξη, ενώ τα μικρότερου μεγέθους βρίσκονται με την ακμή τους προς τα κάτω ως ρόμβοι. Τα μεγάλα οριζόντια τετράγωνα φέρουν στο εσωτερικό τους διακόσμηση από τετράφυλλους , πλοχμούς και μαιάνδρους. Οι ρόμβοι κοσμούνται άλλοτε με συμπαγές χρώμα, άλλοτε με μικρότερους ομόκεντρους ρόμβους, άλλοτε με διαγράμμιση.5 Το πεδίο 2 βρίσκεται μπροστά από το δωμάτιο ΙΙ και κοσμείται με ένα συνεχόμενο μοτίβο πλοχμών που ελίσσονται οριζόντια και διαπλέκονται. Στα κέντρα τους φέρουν ρόδακες.6 Το πεδίο 3 βρίσκεται μπροστά από το δωμάτιο ΙΙΙ και κοσμείται από μια σειρά οκταγώνων που φέρουν ποικιλία διακοσμητικών μοτίβων, λ.χ. αστέρια, ρόδακες κ.ά. Συνδέονται μεταξύ τους με μικρά τετράγωνα, τα οποία με τη σειρά τους κοσμούνται από μικρότερα ομόκεντρα τετράγωνα.7
Μπροστά από το δωμάτιο IV βρίσκεται το πεδίο 4, το οποίο φέρει την πιο ενδιαφέρουσα, παραστατική και λιγότερο αφηρημένη διακόσμηση από σχεδόν όλα τα πεδία. Διανθίζεται κατά τόπους με ζώνες διακοσμημένες με πτηνά και φυτικά μοτίβα (λ.χ. άνθη). Σε ένα σημείο διακρίνονται δύο αγγεία πόσεως () και ένα ζευγάρι περιστεριών. Το πλαίσιο αυτού του πεδίου εντάσσεται μέσα σε ζώνη που κοσμείται με μαίανδρο, ενώ μία φορά απεικονίζεται μία ανθρώπινη μορφή.8 Στα υπόλοιπα πεδία (5, 6, 7) του ανατολικού τμήματος, που αναπτύσσονται μπροστά από τα αντίστοιχα δωμάτια (V, VI, VII), επαναλαμβάνονται αφηρημένα διακοσμητικά μοτίβα.9 Όσον αφορά το ανατολικό ήμισυ της στοάς, διαπιστώθηκε ότι σε αυτό το τμήμα του κτηρίου το δάπεδο είναι ελαφρώς υπερυψωμένο. Εξαιτίας αυτής της διαφοράς ανάμεσα στα δωμάτια VII και VIII, το δάπεδο της στοάς και το μωσαϊκό διακόπτονται από τρεις αναβαθμούς. Το μωσαϊκό στο ανατολικό τμήμα σώζεται σε πιο αποσπασματική κατάσταση· συνεπώς από τη συνολική διακόσμηση μπορούμε να εξαγάγουμε μόνο τα βασικά διακοσμητικά μοτίβα. Όπως και στο δυτικό ήμισυ, έτσι και στο ανατολικό, μπροστά από κάθε δωμάτιο αντιστοιχεί και ένα διακοσμημένο πεδίο. Tα πλαίσια των πεδίων ορίζονται από πλοχμούς και μαιάνδρους. Στα πεδία 9 και 10 η διακόσμηση αποτελείται κυρίως από οκτάγωνα και τετράγωνα, τα οποία φέρουν στο εσωτερικό τους ποικιλία μοτίβων, λ.χ. σταυρούς, ρόδακες κ.ά. Οκτάγωνα παρόμοια με αυτά του πεδίου 3 του δυτικού τμήματος καλύπτουν και το πεδίο 8, που βρίσκεται μπροστά από το δωμάτιο VIII. Δικτυωτό είναι το κόσμημα που φέρει το πεδίο 11, μπροστά από το δωμάτιο ΧΙ, ενώ το πεδίο 12 φέρει διακόσμηση από τετράγωνα.10 Το μωσαϊκό της στοάς χρονολογήθηκε από τους μελετητές γύρω στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αι. μ.Χ. Πλησιέστερο παράλληλο ως προς την τεχνοτροπία και τα στιλιστικά χαρακτηριστικά θεωρήθηκε ότι αποτελεί το μεγάλο μωσαϊκό της νότιας Στοάς των Θερμών του Βαρίου, το οποίο σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες χρηματοδοτήθηκε από κάποιον (proconsul) με το όνομα Ασκληπιός. Εκεί απαντούν οι ίδιες επιλογές χρωμάτων και παρόμοια διακοσμητικά μοτίβα με αυτά του μωσαϊκού της Στοάς του Αλυτάρχη.11 3. Επιγραφικά στοιχεία και χρονολόγηση Σε τμήμα του ενεπίγραφου τριταινιωτού διατηρείται η οικοδομική επιγραφή του μνημείου, που χρονολογήθηκε τον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν, το οικοδόμημα αποτελεί αντικείμενο δωρεάς ενός κρατικού αξιωματούχου, του οποίου γνωρίζουμε μόνο την ιδιότητα, δηλαδή ότι ήταν αλυτάρχης, υπεύθυνος για την τήρηση των κανονισμών των αθλητικών αγώνων.12 Επιπλέον σε κίονα της στοάς είναι χαραγμένη η επιστολή των Φ. Ταύρου Σέλευκου Κύρου Φλάβιου Μάξιμου (F. Tauros Seleukos Kyros Flavius Maximus) και Φ. Ουαλεντίνου Γεώργιου Ιππασία (F. Valentinos Georgios Hippasias) προς τον ανθύπατο Φλάβιο Ηλιόδωρο (Flavius Heliodorus), που χρονολογείται γύρω στο 440.13 Συνεπώς, με βάση τα επιγραφικά δεδομένα, η ανέγερση της στοάς τοποθετείται στο διάστημα μεταξύ του τέλους του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα, ενώ πιθανολογείται ότι η ανακαίνισή της και η προσθήκη του ψηφιδωτού δαπέδου στο εσωτερικό της ολοκληρώθηκαν πιθανόν πριν από το 440 και εντάσσονται στην ευρύτερη φάση ανοικοδόμησης των περισσότερων μνημείων της Εφέσου που είχαν υποστεί ζημιές έπειτα από καταστροφικούς σεισμούς.14 |
1. Κατά τον 6ο αιώνα επί της οδού των Κουρητών, κατά μήκος και της πρόσοψης της στοάς, τοποθετήθηκαν ενεπίγραφα βάθρα, τα οποία έφεραν τιμητικούς ανδριάντες. Μεταξύ αυτών διατηρείται το ενεπίγραφο βάθρο του ανδριάντα του υπάτου (consul) Στεφάνου, υπεύθυνου για την ανακαίνιση της Βιβλιοθήκης του Κέλσου. Ο ανδριάντας του βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Εφέσου, αρ. ευρ. 1402. Βλ. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 34, σημ. 29. 2. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 5ου αιώνα οι τοίχοι των δωματίων VII και VIII της στοάς κοσμήθηκαν με τοιχογραφίες. 3. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 31-34, εικ. 38-50. 4. Τα φύλλα του κισσού ήταν διευθετημένα ανά δύο ή τρία. Κάθε φύλλο κοσμείται με τρεις φωτεινές κηλίδες. Βλ. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 31. 5. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 31 κ.ε., εικ. 38, 41. 6. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 32, εικ. 43. 7. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 32, εικ. 43, 44. 8. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 32, εικ. 45, 46. 9. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 32, εικ. 48. 10. Για το μωσαϊκό του ανατολικού τμήματος της στοάς βλ. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 32-33, εικ. 49-50. 11. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 33, εικ. 51-52. 12. «κ]αί ἀλυτάρχου τό ἔργον ἐγένετο». Βλ. Miltner, F., “XXIII. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44, Bbl. (1959), σελ. 281-283, 325-326, σημ. 10, σελ. 339, εικ. 172· Börker, C. – Merkelbach, R. – Engelmann, H. – Knibbe, D., Die Inschriften von Ephesos II, Nr. 101-599 (Repertorium) (IK 12, Bonn 1979), αρ. 447, σελ. 165. Για τον όρο αλυτάρχης: RE I.2 (1894), στήλ. 1711-1712, βλ. λ. “Αlytarches” (Hirschfeld). 13. Για την επιγραφή βλ. Thür, H., “Die spätantike Bauphase der Kuretenstrasse”, στο Pillinger, R. – Kresten, O. – Russo, E., Efeso paleocristiana e bizantina – Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22-24 Februar 1996 (Wien 1999), σελ. 112. Ειδικότερα Wankel, H., Die Inschriften von Ephesos Ia, Nr. 1-47 (Texte) (IK 11.1), αρ. 44, σελ. 278-280. Miltner, F., “XXII. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44, Bbl. (1959), σελ. 283-284. 14. Για τη χρονολόγηση της στοάς βλ. Jobst, W., Römische Mosaiken aus Ephesos I. Die Hanghäuser des Embolos (Forschungen in Ephesos VIII:2, Wien 1977), σελ. 33-34. |