Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου

Συγγραφή : Μπάκου Ελένη (4/2/2003)

Για παραπομπή: Μπάκου Ελένη, «Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4473>

Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Wondrous Mountain, Monastery of St. Symeon - προς ανάθεση 
 

1. Γενικά

Το μοναστήρι του Αγίου Συμεών Στυλίτη του Νεότερου1 βρίσκεται στην κορυφή ενός απομονωμένου και άγονου λόφου, γνωστού ως Θαυμαστόν Όρος,2 με υψόμετρο 479 μ., δεξιά της όχθης του Ορόντη, περίπου 18 χλμ. δυτικά της Αντιόχειας. Χτίστηκε γύρω από το στύλο του αγίου και προορισμό είχε να αποτελέσει τόπο προσκυνήματος σε ανάμνηση εκείνου, κατά απομίμηση του μεγάλου και φημισμένου προσκυνήματος του Αγίου Συμεών του Στυλίτη στο Καλάτ Σιμάν. Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά συγκροτήματα της βόρειας Συρίας.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

2.1. Γενική διάταξη

Μέσα στον αχανή περιτειχισμένο περίβολο (160×135 μ.) τοποθετείται ένας εσωτερικός περίβολος τετράγωνου σχήματος, που αποτελεί την αυλή του μοναστηριού. Σε αυτόν τον εσωτερικό περίβολο εγγράφεται όλο το μοναστικό συγκρότημα, εκτός από την αψίδα της κεντρικής εκκλησίας που εξέχει στα ανατολικά και από ένα μικρό παρεκκλήσιο που προβάλλει στη νοτιοανατολική γωνία. Το σύνολο είναι προσανατολισμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο πυρήνας γύρω από τον οποίο οργανώνονται οι χώροι του μοναστικού συγκροτήματος είναι ένα οκτάγωνο πλάτους (διαμέτρου) περίπου 22 μ. που εγκλείει το στύλο στον οποίο ασκήτευσε ο άγιος Συμεών. Όπως στην περίπτωση του μεγάλου προσκυνήματος του αγίου Συμεών στο Καλάτ Σιμάν (Qal’at Sim’an), ο στύλος αποτελεί το κέντρο του οκταγώνου, και επομένως το κέντρο ολόκληρης της σύνθεσης. Το οκτάγωνο έχει σχεδόν ολόκληρο λαξευτεί στο βράχο3 και γύρω από αυτό διαμορφώνεται στην κάτοψη ένας σταυρός.

2.2. Το οκτάγωνο

Στις κύριες πλευρές του οκταγώνου –τη βόρεια, νότια, ανατολική και δυτική–, στα σημεία δηλαδή που διαμορφώνεται ο σταυρός, είναι τοποθετημένα τέσσερα μεγάλα τόξα. Το ανατολικό τόξο (πλάτος 7,65 μ.) οδηγεί στη βασιλική της Αγίας Τριάδας, το δυτικό (πλάτος 6,95 μ.) ανοίγεται σε ένα αίθριο, ενώ το νότιο (πλάτος 6 μ.) και το βόρειο (πλάτος 6,35 μ.) οδηγούν σε προθαλάμους ή διαδρόμους που εξασφαλίζουν για τους προσκυνητές επιπλέον δυνατότητα πρόσβασης στο οκτάγωνο. Οι υπόλοιπες τέσσερις πλευρές του οκταγώνου έχουν στη βάση τους μια σειρά από πάγκους (καθίσματα) λαξευμένους στο βράχο σε δύο επίπεδα, προφανώς για να εξυπηρετήσουν το μεγάλο αριθμό των προσκυνητών. Στο βορειοανατολικό και νοτιοανατολικό τοίχο διαμορφώνονται ημικυκλικές κόγχες που χαρακτηρίζονται εξέδρες. Στη νοτιοδυτική πλευρά του τετραγώνου, στο σημείο όπου ο συμπαγής βράχος αποτελεί ένα φαρδύ στήριγμα του συγκροτήματος, έχει λαξευτεί ένα μικρό τετράκογχο. Ο τάφος που έχει λαξευτεί στο δάπεδο της βόρειας πλευράς του οκταγώνου πρέπει να είναι μεταγενέστερος.4 Τέλος, μια σειρά καναλιών νερού του συστήματος υδροδότησης διασχίζουν το δάπεδο του οκταγώνου.

2.2.1. Ο μέγας στύλος

Σε τέσσερα κύρια είδη καταλυμάτων βρήκε προφύλαξη ο άγιος. Τα δύο πρώτα αφορούν την περίοδο μύησής του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη και δεν έχουν αφήσει κατάλοιπα. Όταν εγκατέλειψε το μοναστήρι για να ιδρύσει το δικό του το 541, ο Συμεών βρήκε προφύλαξη (κατάλυμα) στο κλιβάνιο,5 μια φυσική κοιλότητα του βράχου προστατευμένη τεχνητά από ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα. Το κλιβάνιο είχε θεαθεί στη νότια πλευρά του οκταγώνου.6 Το 551 ο άγιος μπήκε στο τέταρτο και τελευταίο κατάλυμά του, το μέγα στύλο, ο οποίος είναι ένας μεταλλικός κύλινδρος με κωνοειδή απόληξη, στεγασμένος από δέρμα προβάτου, που βρίσκεται στο κέντρο του οκταγώνου. Σε αυτόν πέρασε ο άγιος Συμεών τα τελευταία 40 χρόνια της ζωής του, μέχρι το θάνατό του το 592. Το τμήμα του λαξευμένου στο βράχο στύλου που διασώζεται μέχρι σήμερα (ύψος 4,15 μ.) αποτελείται από τρία μέρη: από ένα βάθρο με τρία σκαλοπάτια, τη βάση της κολόνας και την ίδια την κολόνα αποτελούμενη από μια στρογγυλή προεξοχή (που αναφέρεται σε λατινικές πηγές ως torus) και την αιχμηρή απόληξη. Στη βόρεια πλευρά της βάσης υπολείμματα εγκοπών και υποδοχών οδηγούν στο συμπέρασμα πως η κολόνα με τη βάση της περιέβαλλε ένα χαμηλό ορθογώνιο μεταλλικό παραπέτο (κιγκλίδωμα). Για το τελικό ύψος της κολόνας μπορούν να γίνουν μόνο υποθέσεις.7 Πιθανότατα να ήταν γύρω στα 18 μ. Η κολόνα κοσμείται από ζωγραφικές αναπαραστάσεις του αγίου Συμεών, οι οποίες έχει σωστά παρατηρηθεί ότι θυμίζουν εικόνες του Χριστού, υποδηλώνοντας μια αλληγορική ταύτιση του αγίου με τον Κύριο.

2.2.2. H μονολιθική σκάλα

Νότια της κολόνας υπάρχει μια μονολιθική σκάλα απευθείας λαξευμένη στο βράχο, με κιγκλιδώματα στις δύο πλευρές της και στο πλατύσκαλο, τοποθετημένη κατά τον άξονα βορρά-νότου. Πρέπει να ανήκει στα αρχικά εξαρτήματα του οκταγώνου και η κατασκευή της να είναι σύγχρονη της κολόνας. Έχει πλάτος 1,35 μ., αλλά το μήκος της δεν είναι σταθερό (5,05 μ. μήκος η ανατολική πλευρά και 4,80 μ. η δυτική), με αποτέλεσμα να μην είναι σταθερή η απόσταση της βόρειας πλευράς της σκάλας από τη βάση της κολόνας. Αυτή η σκάλα, με τη μεσολάβηση πιθανότατα μιας κινητής ξύλινης σκάλας που έφτανε μέχρι το στύλο, επέτρεπε την επικοινωνία της αγίας Μάρθας, μητέρας του αγίου Συμεών, με εκείνον. Σήμερα σώζονται 7 σκαλοπάτια, τα οποία ξεκινούν να ανεβαίνουν από το νότο. Συνολικά πρέπει να υπήρχαν 12 σκαλοπάτια.

2.2.3. Εξέδρες

Το νοτιοανατολικό τμήμα του οκταγώνου, το οποίο σημειωτέον έχει λαξευτεί σε μια από τις μεγαλύτερες προεξοχές του βράχου, αποτελείται από τα εξής στοιχεία: μια εξέδρα –ημικυκλική κόγχη– με τρεις «θρόνους» τοποθετημένους μπροστά της στο μέσο των πάγκων, ένα μικρό δωμάτιο πίσω από την εξέδρα και μια δεξαμενή. Η εξέδρα είναι λαξευμένη απευθείας στο βράχο,8 με το δάπεδό της διαμορφωμένο σε πισίνα και τροφοδοτείται από τη δεξαμενή που βρίσκεται κάτω από το μικρό δωμάτιο όπισθεν της εξέδρας. Μετατρέπεται στη συνέχεια σε προσωρινό τόπο ταφής της αγίας Μάρθας, μέχρι αυτή να μεταφερθεί στο δικό της μαρτύριο, και όταν επαναχρησιμοποιείται, μάλλον ως χώρος για τη συλλογή του αγιάσματος, πιθανότατα δεν αποκαθίσταται στην αρχική μορφή του. Οι λαξευτοί θρόνοι που βρίσκονται μπροστά από την εξέδρα έχουν καμπυλωμένες πλάτες, ημικυκλικές στενές εδράσεις και, όπως τα καθίσματα των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, φέρουν αβαθείς αυλακώσεις που τους διατηρούν στεγνούς από νερά. Οι πάγκοι της εξέδρας, όπως και εκείνοι που πλαισίωναν το οκτάγωνο, είχαν στόχο την εξυπηρέτηση των προσκυνητών, το ίδιο και οι «θρόνοι», οι οποίοι όμως, σύμφωνα με το Βίο του αγίου, απευθύνονταν σε πιο διακεκριμένους επισκέπτες (στο κείμενο αναφέρεται ότι τρεις «θρόνοι» χρησιμοποιούνταν από τον πατριάρχη ή κάποιους διακεκριμένους Πέρσες πιστούς). Το οκτάγωνο λοιπόν, πλαισιωμένο από τις δύο σειρές καθισμάτων, θεωρείται από τους ερευνητές το κεντρικό μέρος όπου πραγματοποιούνταν τα θαύματα και οι διάφορων ειδών εκδηλώσεις, τις οποίες οι πιστοί και οι προσκυνητές παρακολουθούσαν.9 Η θέση και οι διαστάσεις της βορειοανατολικής εξέδρας λίγο πολύ επαναλαμβάνουν αυτά που ήδη ειπώθηκαν για τη νοτιοανατολική. Μόνο που οι τοίχοι της είναι απλοί και για αυτή την εξέδρα δεν έχει αποδοθεί κάποια ιδιαίτερη λειτουργία. Ο Djobadze εκτιμά πως οι δύο ανατολικές εξέδρες αρχικά είχαν προορισμό να στεγάσουν τα λείψανα του αγίου και της μητέρας του, σχέδιο όμως που δεν ολοκληρώθηκε, γιατί υπερίσχυσε στη συνέχεια η ιδέα το ίδιο το οκτάγωνο να αποτελέσει ταφικό μνημείο, να γίνει δηλαδή μαρτύριο.10

2.2.4. Το τετράκογχο

Μέσα στον όγκο του βράχου της νοτιοδυτικής πλευράς έχει λαξευτεί ένα μικρό τετράκογχο παρεκκλήσιο. Η είσοδος προς αυτό γίνεται από τη νοτιοδυτική πλευρά του οκταγώνου ανάμεσα από τους πάγκους και οδηγεί στη βορειοανατολική κόγχη, η οποία είναι εντελώς ανοιχτή προς το οκτάγωνο. Από τη νοτιοανατολική και τη νοτιοδυτική κόγχη ξεκινούν δύο λαξευτοί διάδρομοι εξόδου, που οδηγούν ο πρώτος στο νότιο κύριο διάδρομο και ο δεύτερος στο αίθριο. Το τετράκογχο ανήκει στην πρώτη φάση κατασκευής, ενώ οι διάδρομοι πρέπει να είναι μεταγενέστερη προσθήκη.

2.2.5. Η στέγαση του οκταγώνου

Το πιο πιθανό είναι πως το οκτάγωνο ήταν υπαίθριο, δεν είχε δηλαδή στέγαση. Σε αυτή την υπόθεση καταλήγουν οι περισσότεροι μελετητές11 στηριζόμενοι σε φιλολογικές πηγές και στα λίγα τμήματα των αρχιτεκτονικών μελών του οκταγώνου που έχουν απομείνει. Η ύπαρξη αβαθών καναλιών νερού στο δάπεδο του οκταγώνου και του διαγώνιου αυλακιού επάνω δεξιά της εισόδου του τετράκογχου ενισχύουν αυτή την πεποίθηση. Επιπλέον, η υπαίθρια λύση συμβαδίζει και με τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις των μοναχών του Συμεών του Στυλίτη. Έχει διατυπωθεί επίσης και η άποψη ότι το οκτάγωνο στεγαζόταν με μια ξύλινη οροφή.12

2.3. Κεντρική εκκλησία ή Αγία Τριάδα

Χτίστηκε μεταξύ του 541 και του 551, βάσει της αφήγησης για τις μετακινήσεις του Συμεών του Νέου στο Βίο του, και αποτελεί την παλιότερη εκκλησία του μοναστηριού. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική που βρίσκεται ακριβώς στα ανατολικά του οκταγώνου και είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Το τόξο του οκταγώνου (πλάτος 7,60 μ.) που οδηγεί στην εκκλησία είναι το μόνο τόξο από όλες τις πλευρές του οκταγώνου και από τις υπόλοιπες εισόδους των άλλων εκκλησιών που φέρεται πάνω σε κιονόκρανα διακοσμημένα με φυτικά και ζωικά μοτίβα. Η διάκριση αυτή αποτελεί ένδειξη της έμφασης που ήθελαν να δώσουν οι τεχνίτες στη σύνδεση του οκταγώνου με την εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

Η κεντρική εκκλησία έχει διαστάσεις πάνω από 23 μ. μήκος και 19 μ. πλάτος, ενώ η ημικυκλική βαθιά αψίδα του ιερού που προεξέχει από τον ορθογώνιο εσωτερικό περίβολο τής προσδίδει επιπλέον 0,07 μ. Η αψίδα (6,3 μ. πλάτος και 3,15 μ. βάθος) περιλαμβάνει σύνθρονο, όπως και οι δύο άλλες μικρότερες εκκλησίες που βρίσκονται αντίστοιχα στα βόρεια και στα νότια. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως το σύνθρονο ήταν σπάνιο στην αρχιτεκτονική της βόρειας Συρίας. Η κεντρική εκκλησία χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο σειρές από κιονοστοιχίες 6 κολόνων που φέρουν επιστύλιο αντί για τόξα, ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό στοιχείο για την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Η εκκλησία έχει τρεις πόρτες στο νότιο τοίχο της που της επιτρέπουν την επικοινωνία με τη νότια εκκλησία, το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας. Δύο πόρτες στο βόρειο τοίχο δίνουν πρόσβαση στη βόρεια εκκλησία και στο διαμέρισμα που βρίσκεται πίσω της. Το παστοφόριο στα βόρεια της αψίδας επικοινωνεί με την εκκλησία μέσω μιας μικρής εισόδου που ανοίγεται στο ανατολικό άκρο του βόρειου κλίτους, ενώ το διαμέρισμα νότια της αψίδας δε συνδέεται με την εκκλησία (η επικοινωνία γίνεται από τη νότια εκκλησία) και καταλαμβάνεται από μεγάλη δεξαμενή. Στο δυτικό τοίχο της εκκλησίας στα άκρα του βόρειου και νότιου κλίτους βρίσκονται δύο μικρά διαμερίσματα τραπεζοειδούς μορφής (η μορφή αυτή προκύπτει από την τοποθέτησή τους πίσω από τις διαγώνιες πλευρές του οκταγώνου) που επικοινωνούν με τα κλίτη με πόρτες. Για το πρώτο διαμέρισμα δεν έχει καθοριστεί η λειτουργία του, όπως και για το δεύτερο, εκείνο δηλαδή πίσω από τη νοτιοανατολική εξέδρα που περιλαμβάνει μια δεξαμενή, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω.13 Όλες οι πόρτες, καθώς και τα παράθυρα, έχουν ανακουφιστικά τόξα, συνηθισμένο χαρακτηριστικό των εκκλησιών της βόρειας Συρίας και ειδικά του Καλάτ Σιμάν (Qal’at Sim’an).

2.4. Νότια εκκλησία ή μαρτύριο της Αγίας Μάρθας

Η εκκλησία που προσαρτάται παράλληλα στη νότια πλευρά της βασιλικής της Αγίας Τριάδας έχει ταυτιστεί με το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας, μητέρας του Συμεών, και είναι μεταγενέστερη της κεντρικής εκκλησίας. Όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή της –μετά το 562, ημερομηνία θανάτου της αγίας– μεταφέρθηκαν εκεί τα λείψανά της. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική (συνολικό μήκος 30 μ. και πλάτος 17,30 μ.), της οποίας τα κλίτη χωρίζονται με δύο σειρές κιονοστοιχιών 4 κολόνων η καθεμιά. Το βόρειο κλίτος της είναι 0,35 μ. στενότερο από το νότιο κλίτος της εξαιτίας ενός υποστηρικτικού τοίχου (πάχος 0,35 μ.) που προστέθηκε εξωτερικά του νότιου κλίτους της κεντρικής εκκλησίας. Η κύρια δυτική είσοδος, η οποία δεν είναι τοποθετημένη στο μέσο του τοίχου, είναι καθ’ ολοκληρία λαξευμένη στο βράχο. Υπάρχουν άλλες δύο είσοδοι στα άκρα των κλιτών. Στο ανατολικό άκρο της η βασιλική καταλήγει σε ένα τρίκογχο αποτελούμενο από μια φαρδύτερη αψίδα-ιερό και δύο μικρότερες. Δεν έχουν εντοπιστεί ευρήματα σχετικά με την ύπαρξη Αγίας Τράπεζας. Η μεγάλη αψίδα πάντως περιλαμβάνει σύνθρονο. Στη νότια αψίδα του τρίκογχου ανοίγεται μια πόρτα –σύγχρονη με το τρίκογχο–, η οποία επικοινωνεί με το νότιο κλίτος.

Ένα μικρό παρεκκλήσιο προσαρτάται στη νοτιοανατολική γωνία του τρίκογχου. Είναι τοποθετημένο πρακτικά στον ίδιο άξονα με το νότιο κλίτος της βασιλικής, αποτελώντας έτσι προέκτασή του. Είναι ορθογώνιο (εσωτερικός χώρος 5,80×4,21 μ.) και έχει μια αψίδα, ημικυκλική εσωτερικά και ορθογώνια εξωτερικά, η οποία εξέχει από τον ορθογώνιο εσωτερικό περίβολο (2,80 μ. στο πλάτος και 2,40 στο βάθος), όπου εγγράφεται το μοναστηριακό σύνολο. Η μόνη είσοδος που το συνδέει με το νότιο κλίτος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του.

Σε σύγκριση με άλλη μαρτυρία,14 υποθέτουμε πως η βασιλική με το τρίκογχο ιερό προορισμό είχε την τέλεση των μυστηρίων και πως το μικρό νότιο παρεκκλήσιό της αποτελούσε το μαρτύριο.

2.5. Βόρεια εκκλησία

Η τρίτη εκκλησία του μοναστηριού προσαρτάται παράλληλα στη βόρεια πλευρά της Αγίας Τριάδας, εξισορροπώντας το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας στο νότο. Και αυτή επίσης είναι τρίκλιτη βασιλική, της οποίας το μεσαίο κλίτος χωρίζεται από τα υπόλοιπα με δύο σειρές από δύο κίονες. Το πλάτος της εκκλησίας όμως είναι μεγαλύτερο του μήκους της. Η ημικυκλική εξέχουσα αψίδα της περιβάλλεται εσωτερικά από δύο άνισες βαθμίδες του σύνθρονου. Αρχικά στην αψίδα υπήρχαν τρία συμμετρικά παράθυρα, από τα οποία τα δύο ακριανά χτίστηκαν σε μεταγενέστερη περίοδο. Όπως και το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας, η εκκλησία έχει τρεις εισόδους στα δυτικά.

Για το όνομα και τη λειτουργία της δεν έχουμε στοιχεία. Ίσως σχετίζεται με το παρακείμενο σε αυτή βαπτιστήριο. Πρέπει να χτίστηκε ανάμεσα στο 551/562 και στο 632, ημερομηνία εισβολής των Αράβων.

2.6. Οι τρεις είσοδοι

Η κύρια είσοδος του μοναστηριού βρίσκεται στη δυτική πλευρά και πραγματοποιείται μέσω ενός πρόπυλου με διπλή πύλη που περιστοιχίζεται από δύο μικρά διαμερίσματα, η λειτουργία των οποίων δεν έχει προσδιοριστεί. Πιθανόν το ένα να αποτελούσε το δωμάτιο του φύλακα και το άλλο να πουλούσε ενθύμια και κειμήλια. Περνώντας κανείς το πρόπυλο φτάνει στο αίθριο. Το αίθριο, μέσω δύο ζευγών κολόνων, χωρίζεται σε τμήματα των οποίων οι αναλογίες είναι όμοιες με αυτές της βόρειας εκκλησίας.

Στο βόρειο και το νότιο τοίχο του εσωτερικού περιβόλου ανοίγονται πόρτες με εσωτερικές πύλες προς τους επιμήκεις διαδρόμους που οδηγούν στο οκτάγωνο. Ο νότιος διάδρομος είναι εξολοκλήρου λαξευμένος στο βράχο και πρέπει να είχε ημικυλινδρικό θόλο. Στο βόρειο διάδρομο, επίσης λαξευμένο και πιθανόν στεγασμένο με ημικυλινδρικό θόλο, ανοίγονται στη δυτική πλευρά του δύο ημικυκλικές κόγχες, εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει δεξαμενή νερού, ίσως προς πόση. Οι διάδρομοι αυτοί εξυπηρετούσαν διάφορους σκοπούς. Αποτελούσαν νάρθηκες για τη βόρεια και τη νότια εκκλησία, αλλά χρησίμευαν και ως περάσματα για τη λιτανεία των προσκυνητών, καθώς αυτοί μετακινούνταν από και προς το οκτάγωνο και τις τρεις εκκλησίες. Επιπλέον, ο βόρειος διάδρομος επικοινωνούσε στα δυτικά με το διαμέρισμα κατοικίας.

2.7. Διαμερίσματα κατοικίας

Μια πόρτα στο δυτικό τοίχο του βόρειου διαδρόμου οδηγεί στα βορειοδυτικά διαμερίσματα κατοικίας του μοναστηριού. Εκεί γύρω από μια ευρύχωρη κεντρική αίθουσα διατάσσονται σε σειρά μικρά ορθογώνια διαμερίσματα, τα κελιά. Δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, παρά μόνο με την κεντρική αίθουσα. Εξαίρεση αποτελεί ένα κελί στο βορρά, το οποίο διαθέτει και μια πρόσθετη πόρτα που οδηγεί έξω από τον εσωτερικό μοναστικό περίβολο. Στη νοτιοανατολική γωνία της κεντρικής αίθουσας βρίσκεται μια σκάλα, η οποία εικάζεται ότι οδηγούσε στον όροφο από τον οποίο δεν έχει σωθεί τίποτα. Αυτό το σύνολο δωματίων πρέπει να αποτελούσε τον ξενώνα του εκκλησιαστικού ιδρύματος και θεωρείται απίθανο να χρησιμοποιούνταν από τους ίδιους τους μοναχούς.15

Ενδείξεις οικοσκευής έχουν βρεθεί και στη νοτιοδυτική γωνία του μοναστηριού. Έξω από τη νότια πλευρά του αιθρίου βρίσκονται δύο ορθογώνια δωμάτια, στα οποία η πρόσβαση γίνεται από το αίθριο. Μία πόρτα στο νότιο τοίχο του δυτικού δωματίου οδηγεί στο νοτιοδυτικό τετράγωνο κατοικίας. Εκεί έχουν βρεθεί δύο μεγάλες δεξαμενές, σκεύη μαγειρέματος, κάρβουνα, εστία, τα οποία υποδεικνύουν πως το νοτιοδυτικό τετράγωνο πρέπει να ήταν η περιοχή μαγειρέματος δείπνου και αποθήκευσης.

2.8. Βαπτιστήριο

Το βαπτιστήριο βρίσκεται 5 μ. βόρεια από τη βόρεια εκκλησία, έξω από τον εσωτερικό περίβολο, και αποτελούσε αυτόνομη μονάδα. Στη νοτιοδυτική εξωτερική γωνία διατηρούνται κατάλοιπα ενός τοίχου με φορά δυτική, σημάδι που υποδεικνύει την ύπαρξη ενός περάσματος ανάμεσα στο βαπτιστήριο και τη βόρεια εκκλησία. Το βαπτιστήριο είναι εν μέρει λαξευμένο στο βράχο, μέχρι το ύψος του 1,6 μ., έχει δηλαδή χτιστεί πάνω σε μια μονολιθική κρηπίδα (εξέδρα). Το εξωτερικό του είναι ακανόνιστου σχήματος, ενώ το εσωτερικό σχηματίζεται από ένα κυκλικό διαμέρισμα (διάμετρος 6 μ.), το οποίο έχει στα ανατολικά ένα ορθογώνιο βήμα και μια αψίδα. Στη μέση της νότιας πλευράς του βαπτιστηρίου βρίσκεται ένας προθάλαμος, ο οποίος περιστοιχίζεται στα ανατολικά και τα δυτικά από δύο μικρά διαμερίσματα.

Το βαπτιστήριο περιέχει δύο διαδοχικές κολυμβήθρες, την πρώτη στην αψίδα και τη δεύτερη στο κυκλικό δωμάτιο. Τα υπολείμματα της κολυμβήθρας στην αψίδα αποτελούνται από δύο ημικυκλικές βαθμίδες που προσαρμόζονται στην ημικυκλική κόγχη, ακολουθώντας το σχήμα της. Πιθανόν να υπήρχε και τρίτη βαθμίδα, η οποία λόγω του μικρού μεγέθους αυτής της κολυμβήθρας θα έκανε τη βάπτιση με κατάδυση στα νερά αδύνατη, ενώ θα ευνοούσε το περιλούσιμο της κεφαλής με νερό. Ανάμεσα στο Βήμα και στο ημικυκλικό δωμάτιο σώζονται ίχνη κατωφλιού, το οποίο αποτελούσε τη βάση ενός διαχωριστικού παραπετάσματος. Προσκολλημένο στη δυτική πλευρά του κυκλικού δωματίου βρίσκεται ένα λίθινο έδρανο. Στο κέντρο της αίθουσας διακρίνεται η βάση της δεύτερης κολυμβήθρας. Εσωτερικά αποτελείται από μια κυκλική υποχώρηση και εξωτερικά έχει τετράγωνη οριοθέτηση που φέρει προστατευτικό κιγκλίδωμα ανοιχτό στην ανατολική πλευρά. Δε γνωρίζουμε αν η κολυμβήθρα καλυπτόταν με κιβώριο.

Το βαπτιστήριο είναι μεταγενέστερο από την αρχική κατασκευή. Η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στην ύπαρξη δύο κολυμβηθρών. Η ταυτόχρονη χρήση δύο ή περισσότερων βαπτιστηρίων δεν είναι άγνωστη, αλλά, όπως παρατηρεί ο Djobadze,16 η ύπαρξη δύο κολυμβηθρών στο ίδιο βαπτιστήριο δε συνηθίζεται. Ο ίδιος το ερμηνεύει ως το ότι η κολυμβήθρα στην αψίδα είναι σύγχρονη του βαπτιστηρίου, ενώ αυτή του κυκλικού δωματίου πιθανόν προστέθηκε, για άγνωστο λόγο, κάπου ανάμεσα στον 11ο και το 12ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία η αρχική κολυμβήθρα πρέπει να έπαψε να χρησιμοποιείται.17

Νότια του βαπτιστηρίου βρίσκεται ένας προθάλαμος εισόδου που ήταν στεγασμένος με ημικυλινδρικό θόλο. Ο προθάλαμος περιστοιχίζεται στα ανατολικά και τα δυτικά από δύο μικρά δωμάτια με άγνωστη λειτουργία. Λόγω του μεγέθους τους, ο Djobadze υποθέτει πως το ανατολικό (που αρχικά επικοινωνούσε με την αψίδα) ήταν το ιματιοφυλάκιο, ενώ το δυτικό το μέρος όπου εγγράφονται οι νεοφώτιστοι.18 Για το τρίτο εξάρτημα του βαπτιστηρίου, το consignatorium,19 δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά το πιο πιθανό είναι πως αυτή η λειτουργία επιτελούνταν στη βόρεια βασιλική, στην οποία η πρόσβαση γινόταν μέσω του διαδρόμου που ξεκινούσε από τη γωνία του βαπτιστηρίου.

3. Περιτειχίσεις του μοναστηριού

Το προσκύνημα του αγίου Συμεών και της αγίας Μάρθας απέκτησε μεγάλη φήμη και στο μοναστήρι συνέρρεε πλήθος προσκυνητών,20 με αποτέλεσμα να γίνουν συνεχείς επεκτάσεις του περιβόλου. Έτσι, το μοναστήρι διαμορφώθηκε μέσα σε έναν ακανόνιστο ορθογώνιο εσωτερικό περίβολο, ο οποίος περιβάλλεται από φαρδύ διπλό τείχος.

Οι δύο τοίχοι του διπλού τείχους δεν είναι παράλληλοι μεταξύ τους. Αρχικά υπήρχαν τέσσερις πύλες που οδηγούσαν στο μοναστήρι, σήμερα όμως σώζονται μόνο δύο. Η μία, στο μέσο του δυτικού εξωτερικού τείχους, έχει δύο ζεύγη παραστάδων, ημικυλινδρική στέγαση και αποτελεί την κύρια πύλη. Η άλλη, η βόρεια, αποτελείται από μια διπλή πύλη (μία πύλη στον εξωτερικό τοίχο του τείχους και μία στον εσωτερικό) που συνδέεται μέσω ημικυλινδρικού θόλου, ο οποίος ενισχύεται από πλευρικούς τοίχους. Στο μέσο του ανατολικού πλευρικού τοίχου μια πόρτα οδηγεί σε ένα ομαδικό ταφικό παρεκκλήσιο. Στο ανώφλι της πόρτας αυτής σώζονται επιγραφές που αφηγούνται κάποια από τα θαύματα του αγίου που επιτελέστηκαν σε αυτό το βουνό.

Η χρονολόγηση των τειχών και των πυλών δεν μπορεί να αποκατασταθεί με ακρίβεια. Πάντως δεν πρέπει να χτίστηκαν σε πρώιμη φάση του μοναστηριού, αλλά μάλλον σε μεσοδιαστήματα, προς το τέλος δηλαδή του 6ου αιώνα, μετά την επιδρομή των Αράβων το 632 και αργότερα κατά το τέλος του 10ου με μέσα του 13ου αιώνα.

4. Κατασκευή

4.1. Υλικά και τρόποι δομής

Οι τοίχοι των κτισμάτων του μοναστηριού είναι συνήθως εν μέρει λαξευμένοι στο βράχο μέχρι κάποιο ύψος και στο υπόλοιπο τμήμα τους δομημένοι. Οι χτιστοί τοίχοι αποτελούνται από λιθοπλίνθους διάφορων μεγεθών που είχαν κοπεί και λαξευτεί επιτόπου από κίτρινο μαλακό ασβεστόλιθο. Το ισόδομο σύστημα ξηρής τοιχοδομίας σε ορισμένα σημεία διακόπτεται, καθώς χρησιμοποιούνται και μικρές, ακανόνιστες και πρόχειρα λαξευμένες πέτρες, τοποθετημένες σε άνισες στρώσεις. Σε ελάχιστες περιπτώσεις επίσης γίνεται πολύ περιορισμένη χρήση κονιάματος, το οποίο διαπιστώνεται σε μη εμφανή σημεία ανάμεσα στις στρώσεις των λιθοπλίνθων.

4.2. Τεχνικές υποδομές: Σύστημα παροχής νερού

Μολονότι στα περίχωρα της Αντιόχειας υπήρχε αφθονία υδάτινων πηγών, το μοναστήρι του Συμεών στάθηκε λιγότερο τυχερό και, εκτός από μια πηγή σε απόσταση 2,5 χλμ., στην ουσία εξαρτιόταν από την αποθήκευση του βρόχινου νερού σε δεξαμενές.

Σώζονται 11 δεξαμενές διάφορων μεγεθών και μορφών, όλες όμως με στενό άνοιγμα. Διαχωρίζονται σε δύο τύπους: α) σε ορθογώνιες δεξαμενές λαξευμένες στο βράχο με ημικυλινδρική θολωτή στέγαση από ασβεστόλιθο και τούβλο, β) επιμήκεις ωοειδείς δεξαμενές εξολοκλήρου λαξευμένες στο βράχο. Όλες σχεδόν οι δεξαμενές χρησιμοποιούνται για τη συγκέντρωση του βρόχινου νερού και χρονολογούνται πιθανότατα μετά το 541. Η πρώτη, που λαξεύτηκε με εισήγηση του Συμεών, είναι η δεξαμενή που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τραπεζοειδές δωμάτιο. Αρχικά, μεταξύ του 541 και του 551, προμήθευε πόσιμο νερό σε προσκυνητές, μοναχούς και εργάτες, χρησίμευε όμως και για διάφορους άλλους σκοπούς, όπως για την ανάμειξη του κονιάματος στα κατασκευαστικά έργα. Μετά το 551 κατέστη απρόσιτη και χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση νερού σε περίοδο ξηρασίας.

Κάθετα αυλάκια διαφορετικών μεγεθών λαξευμένα στους τοίχους του κτίσματος δείχνουν ξεκάθαρα πως το νερό της βροχής περισυλλεγόταν στο πάτωμα, μέσω λαξευμένων στο δάπεδο αυλακιών ή πήλινων σωληνώσεων τοποθετημένων κάτω από το δάπεδο, και από εκεί διοχετευόταν στις δεξαμενές, είτε αυτές ήταν μέσα στο μοναστικό εσωτερικό περίβολο είτε έξω από αυτόν. Το ανεπτυγμένο σύστημα υδροδότησης δείχνει καθαρά τη σημασία που είχε η συλλογή του νερού για τη λειτουργία του μοναστηριού και πρέπει, κατ’ εκτίμηση του Djobadze, να αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα συστήματα διαχείρισης του νερού στα μοναστήρια των περιχώρων της Αντιόχειας αλλά και της βόρειας Συρίας,21 καθώς η συνολική χωρητικότητα των δεξαμενών υπολογίζεται στα 1.974,82 κυβικά μέτρα.

5. Τέχνη

5.1. Δάπεδα

Το αρχικό δάπεδο της κεντρικής εκκλησίας, που χρονολογείται τον 6ο αιώνα, υπολογίζεται ότι ήταν ψηφιδωτό. Για τη νότια εκκλησία έχει διαπιστωθεί ότι είχε επίσης ψηφιδωτό δάπεδο, παρόμοιο με της κεντρικής, που διασώζεται σε καλύτερη κατάσταση. Το δάπεδο της αψίδας της βόρειας εκκλησίας ήταν μαρμαροθέτημα. Στο βαπτιστήριο το δάπεδο καλυπτόταν με ασβεστολιθικές ορθογώνιες πλάκες. Γενικότερα όμως τα δάπεδα έχουν υποστεί πολλές φθορές και αποκαταστάσεις λόγω της μακράς και έντονης χρήσης τους και έτσι, ειδικά όσον αφορά την οργάνωση, τα διακοσμητικά σχήματα και μοτίβα, οι υπάρχουσες δημοσιεύσεις δεν κατορθώνουν να μας προσφέρουν επαρκή εικόνα για τη διαμόρφωσή τους.22Φαίνεται πάντως ότι αποτελούνταν από ενιαία σύνολα με γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα, επιγραφές και αναπαραστάσεις (πτηνά και ψάρια).

Παρόλο που είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε το σύνολο των δαπέδων, την τεχνοτροπία, τη διαμόρφωση και τη χρονολογική εξέλιξή του, τα σωζόμενα στοιχεία συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μάλλον αδέξια ψηφιδωτά. Εντύπωση προκαλούν η φτωχή έκφραση και η αδρή απόδοση των συνθέσεων. Οι μεγάλες υποδιαιρέσεις που καταλαμβάνονται από πουλιά ή τοπία με ζώα και διακόπτονται από μια επιγραφή είναι μοτίβα πολύ διαδεδομένα από τον 5ο αιώνα και ύστερα.

5.2. Γλυπτός διάκοσμος

Ο γλυπτός διάκοσμος του Αγίου Συμεών περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Ανήκει καθαρά στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο (και βασικά μέχρι το 551) και δεν έχει βρεθεί γλυπτός διάκοσμος που να μπορεί να χαρακτηριστεί μεσοβυζαντινός.23 Σε αντίθεση με τα δάπεδα, ο γλυπτός διάκοσμος του επάνω τμήματος των αρχιτεκτονικών μελών της κεντρικής εκκλησίας –κιονόκρανα, επιστύλια– είναι υψηλής ποιότητας και ποικίλλει.

Οι κίονες αντί για τόξα φέρουν επιστύλια τα οποία είναι σκαλισμένα κυρίως με γεωμετρικά επαναλαμβανόμενα σχέδια. Αυτό, όπως προαναφέρθηκε, είναι σπάνιο στην πρωτοβυζαντινή ναοδομία και ίσως αποτελεί αναχρονιστικό απομεινάρι της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Όσον αφορά τα κιονόκρανα, τα στοιχεία που τα συνθέτουν είναι τα εξής: η κάλαθος, οι έλικες και τα μοτίβα που διακοσμούν τις έλικες.24 Τα θέματα που χρησιμοποιούνται είναι φυτικά και ζωικά. Η γλυπτική των κιονόκρανων είναι χαρακτηριστική της Ιουστινιάνειας περιόδου (6ος αιώνας), κατά την οποία η τάση είναι ο γλυπτός διάκοσμος να συρρικνώνεται σε μικρά μοτίβα που δημιουργούν διαφορετική αίσθηση γλυπτικής μέσα από την αντίθεση φωτός και σκιάς. Ωστόσο, στο διάκοσμο της μονής του Αγίου Συμεών του Νέου η τεχνική σμιλεύματος, που χρησιμοποιείται, δημιουργεί μια παραλλαγή της τάσης του 6ου αιώνα. Η καινοφανής συνεισφορά της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στο γλυπτό ρεπερτόριο του 6ου αιώνα εκφράζεται με τις σκηνές καθημερινής ζωής που είναι σκαλισμένες στα κιονόκρανα και με την πυκνή διακόσμηση των αρχαϊκών επιστυλίων της. Το αποτέλεσμα είναι ένας απλοποιημένος τρόπος σμίλευσης με μια περίπλοκη σύνθεση.

Οι υπόλοιπες εκκλησίες φέρουν ανεικονική γλυπτική, με χρήση απλών κυρτών και κοίλων εκμαγείων και στερούνται πρωτοτυπίας.

6. Χρονολόγηση – Διάρκεια – Λειτουργία

Η σύγκριση των εκκλησιών του μοναστικού συγκροτήματος μεταξύ τους αποκαλύπτει την απουσία αναλογιών και ισορροπίας, χαρακτηριστικά που κατεξοχήν συνδέονται με την αρχιτεκτονική της βασιλικής. Επιπλέον, οι διαστάσεις των εκκλησιών δε συσχετίζονται. Για παράδειγμα, το πλάτος του κύριου κλίτους της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας είναι 9,15 μ., ενώ των πλευρικών κλιτών 4 μ. Το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας παρουσιάζει ακόμα εντονότερη διαφοροποίηση (πλάτος του κύριου κλίτους 8,85 μ. και των πλευρικών μόνο 3 μ.). Η βόρεια εκκλησία τέλος έχει κεντρικό κλίτος με 7,45 μ. πλάτος, ενώ είναι άνισα τα πλευρικά κλίτη (το νότιο 5,20 μ. και το βόρειο 3,75 μ.), επιπλέον δε το πλάτος της είναι μεγαλύτερο από το μήκος της (18,10 x 16,15 μ.).

Αυτές οι ακανόνιστες διαστάσεις υποδεικνύουν ότι το δυτικό τμήμα του μοναστηριού δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός προκαθορισμένου σχεδιασμού. Το μαρτύριο στα νότια και η βόρεια εκκλησία πιθανόν να οφείλονταν σε αυτοσχεδιασμό, ίσως λόγω μιας απρόσμενης ανάγκης. Η μόνη εκκλησία της οποίας προηγήθηκε ο σχεδιασμός είναι η Αγία Τριάδα. Η εκκλησία, το βαπτιστήριο, ο εξωτερικός περίβολος και οι πύλες του προστέθηκαν αργότερα, όπως και η νότια εκκλησία, η οποία γνωρίζουμε πως συνιστά προσθήκη μετά το θάνατο της αγίας Μάρθας, το 562. Επομένως, το μοναστήρι στην αρχική μορφή του ήταν σταυρόσχημο και δεν είχε όλα τα κτίσματα στο βορειοανατολικό και το νοτιοανατολικό τμήμα μεταξύ των κεραιών του σταυρού.

Οι κύριες κατασκευές της μονής χρονολογούνται το διάστημα μεταξύ του 541 και του 555 και το μαρτύριο της Αγίας Μάρθας το 565. Όλο το συγκρότημα πάντως πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριναπό την έναρξη των αραβικών επιδρομών το 632 υπό το χαλίφη Αμπού Μπακρ.

Το μοναστήρι λειτούργησε σίγουρα τον 6ο αιώνα και από τον 11ο μέχρι το 13ο αιώνα.25 Δεν είναι σίγουρο αν στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο παραπάνω περιόδων υπήρξε συνέχεια της μοναστικής λειτουργίας ή παύση. Το πιο πιθανό είναι πως κάποιου είδους μοναστική ζωή συνέχισε στη Συρία και μετά την επιβολή της αραβικής κυριαρχίας στην περιοχή, που ολοκληρώθηκε με την άλωση της Αντιόχειας το 638.26

Η τοποθέτηση της κύριας εισόδου της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας αξονικά, ακριβώς μετά το μαρτύριο με το στύλο, την καθιστά την κύρια βασιλική αυτού του μοναστηριακού συνόλου.27 Από την εσωτερική οργάνωση της εκκλησίας όμως δεν μπορούμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα. Όπως είδαμε, το ημικύκλιο της αψίδας του κεντρικού ναού της Αγίας Τριάδας και των δύο μικρότερων ναών εκατέρωθεν καταλαμβάνεται από σύνθρονο με δύο βαθμίδες. Το ιερό θα μπορούσε να είναι τοποθετημένο στο πλάτωμα που προηγείται της αψίδας ή ακριβώς στην είσοδο της αψίδας στο εσωτερικό του ημικυκλίου του σύνθρονου, αλλά κανένα ίχνος δεν αποδεικνύει αυτή την υπόθεση. Επίσης, για την τοποθέτηση του άμβωνα δεν έχουμε καμία ένδειξη, εκτός από την επιγραφή «αρχιμανδρίτης» που έχει βρεθεί στο δάπεδο του κεντρικού κλίτους. Πάντως είναι βέβαιο πως στο σχεδιασμό του συγκροτήματος προβλεπόταν η διασφάλιση της λειτουργίας του χώρου τόσο ως μονή με τους απαραίτητους χώρους για τη δραστηριότητα των μοναχών, όσο και ως προσκύνημα, το οποίο έπρεπε να διαθέτει και εκκλησία για τους προσκυνητές με πρόσβαση στο μαρτύριο. Και δεδομένης της κεντρικής τοποθέτησης της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας είναι πιθανό πως αυτή χρησίμευε για τα εκκλησιαστικά λειτουργήματα και όχι μόνο για τα μοναστικά. Παρ’ όλα αυτά όμως η οργάνωση του λειτουργικού προγράμματος και η κατανομή των λειτουργημάτων ανάμεσα στους τρεις ναούς παραμένει ακόμα δυσεπίλυτο πρόβλημα.

7. Συγκρίσεις

Το μοναστήρι του Αγίου Συμεών στην αρχική μορφή του πρέπει να ακολούθησε ως πρότυπο τον Άγιο Συμεών τον Παλαιότερο στο Καλάτ Σιμάν. Πράγματι διαπιστώνονται κάποιες ομοιότητες μεταξύ των δύο μονών.28 Μπορούμε γενικά να πούμε πως ο Συμεών ο Νεότερος αντιγράφει σε μικρότερη κλίμακα την κάτοψη του Συμεών του Παλαιότερου.29 Και στις δύο περιπτώσεις ο στύλος είναι τοποθετημένος στο κέντρο ενός οκταγώνου και επομένως στο κέντρο ολόκληρης της σύνθεσης. Επιπλέον, γύρω από αυτό το οκτάγωνο αρθρώνεται ένας σταυρός. Εκεί, ωστόσο, σταματούν οι ομοιότητες. Το οκτάγωνο του Συμεών του Νεότερου –μικρών σχετικά διαστάσεων– έχει σίγουρα λιγότερο μνημειακό χαρακτήρα και η συνολική εικόνα και δομή του μοναστικού συγκροτήματος είναι αρκετά πιο συμπαγής και αυστηρή. Επιπλέον, η οργανωτική επίλυση που δίνεται με τις εν σειρά χωροθετημένες εκκλησίες –οι οποίες μάλλον αντιπαρατίθενται παρά συνδυάζονται μεταξύ τους– είναι αρκετά στοιχειώδης, αποτελώντας μάλλον απόρροια τυχαίων επιλογών και συγκεκριμένων λειτουργικών αναγκών.

Είναι εξάλλου αρκετά δύσκολος ο σχεδιασμός ενός μνημείου με διπλό σκοπό, ενός μνημείου δηλαδή που από τη μια ανεγείρεται ως μαρτυρία της χριστιανικής πίστης, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί και τις ανάγκες της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Γενικά, όταν ο αρχιτέκτονας της εποχής βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τέτοιο πρόβλημα, συνθέτει το μνημειακό σύνολο είτε αντιπαραθέτοντας τα μέλη του είτε συνδυάζοντάς τα.

8. Ανασκαφές – Σημερινή κατάσταση

Οι τοίχοι του μοναστηριού σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση σε ύψος κάποιων μέτρων. Πολλά από τα αρχιτεκτονικά μέλη είναι επίσης αρκετά καλά διατηρημένα. Παρόλο που το μοναστηριακό αυτό σύνολο υπήρξε συχνά επισκέψιμο, άρχισε να ανασκάπτεται από τον R.P. Mécérian από το 1932 μέχρι το 1939.30 Το 1963 και το 1964 ο M. Djobadze δούλεψε εκ νέου στον αρχαιολογικό αυτό χώρο31 και ασχολήθηκε σοβαρά με τα δάπεδα. Οι δημοσιεύσεις τους αποτελούν σημείο αναφοράς.

1. Το μοναστήρι του Αγίου Συμεών Στυλίτη του Παλαιότερου, ιδρυτή του στυλιτισμού, στο Καλάτ Σιμάν χτίστηκε περίπου 100 χρόνια νωρίτερα και βρίσκεται σχεδόν 45 χλμ. ανατολικά της Αντιόχειας.

2. Το βουνό αυτό είναι γνωστό με την ονομασία Θαυμαστόν Όρος (Mont admirable ή Wondrous Mountain), λόγω των θαυμάτων του αγίου Συμεών του Νεότερου (591-592) που επιτελέστηκαν εκεί.

3. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση βράχου βρίσκεται στη νότια πλευρά, και ειδικά πίσω από το νοτιοδυτικό τοίχο.

4. Βλ. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 61.

5. Το κλιβάνιο προέρχεται από την ελληνική λέξη κλίβανος ή κρίβανος, με την οποία οι Έλληνες απέδιδαν τις φυσικές κοιλότητες. Στη συνέχεια έχασε την πρωταρχική σημασία του, σχετίστηκε με την τοποθεσία του μοναστηριού και αργότερα αποδόθηκε από την αγιογραφική λογοτεχνία με τις δύο δημώδεις και πιο κοινές παραδοχές της λέξης, δηλαδή άμινος ή θώρακας πανοπλίας. Τελικά αποκαταστάθηκε η αρχική σημασία της λέξης. Βλ. Peeters, P.,“L’église géorgienne du Clibanion au Mont Admirrable’’, στο Analecta Bolladiana 46 (1928), σελ. 241-286.

6. Ο Djobadze πιστεύει πως το κλιβάνιο πρέπει να είχε θεαθεί στη νότια πλευρά του οκταγώνου, η οποία έχει λαξευτεί εκεί όπου υπάρχει η μεγαλύτερη και ψηλότερη μάζα βράχου, για δύο λόγους: α) γιατί αυτό είναι συμβατό με την πρακτική των στυλιτών να καταλαμβάνουν τα υψηλότερα σημεία και β) επειδή εξυπηρετούσε πρακτικά το Συμεών επιτρέποντάς του να επιβλέπει το χτίσιμο του μοναστηριού. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 61-73.

7. Ο Djobadze από τα διασωζόμενα ευρήματα και τις πηγές κάνει συλλογισμούς ανακατασκευής της αρχικής μορφής και του ύψους της κολόνας και παραθέτει σχέδιο ανακατασκευής της με το τελικό ύψος της. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 61-68.

8. Η εξέδρα είναι λαξευμένη απευθείας στο βράχο μέχρι το ύψος των 3,10 μ., ενώ πάνω από αυτό το ύψος έχει χτιστεί από λαξευτή πέτρα.

9. Άρα, οι θρόνοι πρέπει να αντιστοιχούν στην προέδρα των ελληνικών θεάτρων και ο αριθμός τους έχει όχι μόνο συμβολική σημασία αλλά συμπίπτει με τις εκκλησιαστικές πρακτικές του καιρού εκείνου. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 70.

10. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 71.

11. Βλ. Mécérian, P., “Mission archéologique dans l΄Antiochène”, Comptes rendus des séances de l'Académie des inscriptions et belles-lettres (1934), σελ. 147· Lassus, J., Sanctuaires chrétiens de Syrie. Essai sur la genèse, la forme et l’usage liturgique des édifices du culte chrétien, en Syrie du IIIe siècle à la conquête musulmane, Institut Français d’Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque Archéologique XLII (Paris 1947), σελ. 135-136· Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 73-74 . Οι μελετητές αυτοί συμφωνούν στο ότι το οκτάγωνο πρέπει να ήταν υπαίθριο, η βάση της επιχειρηματολογίας τους όμως διαφέρει. Ο Mécérian βασίζει το συμπέρασμά του στην ύπαρξη των δύο διαδρόμων εξόδου του τετράκογχου, χωρίς να το εξηγεί περαιτέρω. Ο Lassus θεωρεί πιθανότερο πως η έλλειψη στέγασης οφείλεται στην ανυπαρξία κατάλληλων τεχνιτών στη βόρεια Συρία για την επιχείρηση ενός τέτοιου έργου. Ο Djobadze τέλος έχει μια επιχειρηματολογία πιο πλήρη που τη στηρίζει στην εύρεση αρχιτεκτονικών μελών προερχομένων από το οκτάγωνο. Το σχήμα και η μορφή των ευρημάτων αυτών δεν του επιτρέπει να οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως αποτελούσαν τμήματα θολοδομίας.

12. Ο Krencher υποστηρίζει πως το οκτάγωνο είχε αρχικά ξύλινη οροφή. Βλ. Krencher, D., “War das Oktagon der Wallfahrtskirche des Simeon Stylites in Qal’at Sim’an überdeckt?”, στο Jahrbuch des Deutschen Archaologischen Instituts 49 (1934), σελ. 62 κ.ε. Την άποψη του Krencher υιοθετεί και ο Smith, P., The Dome. A Study in the history of ideas (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 35, 111.

13. Για το νοτιοανατολικό διαμέρισμα και τη δεξαμενή του βλ. αναλυτικότερα Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 91-93.

14. Οι λογοτεχνικές πηγές δε διευκρινίζουν τη θέση ταφής της Μάρθας και του Συμεών. Επιπλέον δεν έχουν βρεθεί οποιαδήποτε ταφικά ευρήματα.

15. Άποψη την οποία τεκμηριώνει ο Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 83-84.

16. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 87.

17. Το ότι η αρχική κολυμβήθρα πρέπει να είχε χάσει τον 11ο-12ο αιώνα τη λειτουργία της υποδεικνύει το φράξιμο της πόρτας που τη συνέδεε με το νοτιοανατολικό δωμάτιο.

18. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 88.

19. Tο δωμάτιο όπου οι νεοφώτιστοι εισέρχονταν μετά το βάπτισμα για να λάβουν την ευλογία του επισκόπου.

20. Στο μοναστικό σύνολο προστέθηκε η βόρεια εκκλησία και διάφορες χρηστικές υποδομές.

21. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 94.

22. Βλ. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie, Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69 (Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 188-190.

23. Βλ. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 96-97.

24. Όσον αφορά τη μορφολογία των κιονόκρανων βλ. Mécérian, J., “Le monastère du Saint Symeon le Stylite du Mont Admirable’’, στο Actes du VI Congrès international d’études byzantines. Paris 27-juillet-2 août 1948 II (Paris 1951), σελ. 299-302.

25. Το πρωιμότερο νόμισμα των μέσων χρόνων είναι βυζαντινό και χρονολογείται το 1059-1067. Η λειτουργία του μοναστηριού μέχρι το τέλος περίπου του 13ου αιώνα βεβαιώνεται από τα αγγειοπλαστικά ευρήματα του 13ου, από την αναφορά ενός ταξιδιώτη το 1222 και από τον επιτάφιο στο βόρειο διάδρομο που χρονολογείται το 1266.

26. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη καταστροφής και ανακατασκευής του μοναστηριού, αλλά μοιάζει να συνέχισε τη λειτουργία του σχεδόν άθικτο. Μόνο επεκτάσεις του τείχους σημειώνονται, όπως και κάποιες μικροτροποποιήσεις (π.χ. η εισαγωγή δεύτερης κολυμβήθρας στο βαπτιστήριο). Η λατρεία πάντως του Συμεών που μοιάζει να παρέμενε ανθηρή στη Συρία, η ύπαρξη μεγάλης βιβλιοθήκης που ιδρύθηκε το 1034-1042 κ.ά. [βλ. Djobadze, W.J., Archeological investigations in the region west of Antioch on-the-Orontes (Stuttgart 1986), σελ. 59, 97-98] συνεπάγονται μια ευρεία και ενεργή μοναστική κοινωνία, παρόλο που αυτή δεν αποτυπώνεται φανερά ή έντονα στην αρχιτεκτονική του μοναστηριού.

27. Βλ. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie, Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69 (Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 190-191.

28. Βλ. Millet, G. – Mécérian, J., “Rapport”, Comptes rendus des séances de l’Académie des inscirptions et belles-lettres (1936), σελ. 206.

29. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (Αθήνα 1991), σελ. 190.

30. Η δουλειά του δημοσιεύεται στο Comptes rendus des séances de l’Académie des inscirptions et belles-lettres των ετών 1933-1936.

31. Djobadze, W.J., “Report on archeological activities in the vicinity of Antakya”, Türk Arkeologi Dergisi XIII-1 (1964), σελ. 53-55 και Djobadze, W.J., “Second preliminary report on excavations in the vicinity of Antioch-on-the-Orontes”, Türk Arkeologi Dergisi XIII-2 (1964), σελ. 32-40. 

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>