Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κεραμική του Ρυθμού των Αιγάγρων

Συγγραφή : Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (17/4/2002)

Για παραπομπή: Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, «Κεραμική του Ρυθμού των Αιγάγρων», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4793>

Κεραμική του Ρυθμού των Αιγάγρων (4/4/2008 v.1) Wild Goat Style Pottery (2/7/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Ο ρυθμός των αιγάγρων, ο σημαντικότερος και πλέον αναγνωρίσιμος κεραμικός ρυθμός της Μικράς Ασίας, κυριαρχεί για περίπου έναν αιώνα στην αγγειογραφία της ανατολικής Ελλάδας, από τα μέσα του 7ου έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ.1 Σε μια εποχή που στη μητροπολιτική Ελλάδα θριαμβεύει ο μελανόμορφος ρυθμός, στην ανατολική υπάρχει μια συνέχεια της πρώιμης ανατολίζουσας παράδοσης. Τα σώματα των ζώων αποδίδονται με σκιαγραφία, ενώ οι λεπτομέρειες της ανατομίας είτε με γραμμές στο χρώμα του πηλού (έξαρση) είτε με ζώνες χωρίς γέμισμα στο κάτω μέρος ζώων (περίγραμμα). Τα κεφάλια των ζώων και των σπάνιων ανθρώπινων μορφών που απαντούν είναι αποδομένα με την τεχνική του περιγράμματος. Μόλις στον ύστερο ρυθμό εμφανίζεται με συστηματικό τρόπο η εγχάραξη. Κυρίαρχο στοιχείο της πανίδας του ρυθμού είναι ο αίγαγρος.

Η απόκλιση του ρυθμού από τις παραδόσεις της αγγειογραφίας της μητροπολιτικής Ελλάδας θα πρέπει να σχετίζεται με το μέσο διάδοσης της ανατολίζουσας τέχνης στην ανατολική Ελλάδα. Ενώ στην Κόρινθο οι επιρροές φθάνουν μέσω της μεταλλοτεχνίας και της χαρακτικής της Συρίας και της Φοινίκης, στο ρυθμό των αιγάγρων επιδρά περισσότερο η υφαντουργία τοπικών σχολών, κυρίως η περίφημη υφαντουργία της Μιλήτου.2

Ο πηλός είναι σχετικά ακάθαρτος, με ένα απαλό καστανό ως κοκκινωπό χρώμα μετά την όπτηση. Οι τοπικές διαφορές είναι σπανίως αναγνωρίσιμες χωρίς εργαστηριακές αναλύσεις. Συνήθως υπάρχει ένα υπόλευκο κρεμώδες επίχρισμα, το οποίο σχεδόν εξαφανίζεται κατά τις ύστερες φάσεις. Η βαφή έχει αμαυρό χρώμα.

2. Ταξινόμηση και χρονολόγηση

Τρία ταξινομικά συστήματα των αγγείων του ρυθμού των αιγάγρων έχουν προταθεί, από τα οποία αυτό που κρατά την παραδοσιακή τριμερή διάταξη σε πρώιμο, μέσο και ύστερο ρυθμό είναι το πιο χρηστικό. Το δεύτερο σύστημα αναγνωρίζει τρεις μεγάλες ομάδες, της Καμείρου, του Βλαστού και του Ευφόρβου, οι οποίες αντιστοιχούν στο μέσο, στον ύστερο ρυθμό των αιγάγρων και στα πινάκια των δωρικών αποικιών αντίστοιχα.3 Το τρίτο σύστημα προσπαθεί να αποδώσει διάφορες ομάδες που συγκροτούνται στη βάση τεχνοτροπικών διαφορών σε διαφορετικά κέντρα της ανατολικής Ελλάδας.4

Η ακριβής χρονολόγηση των φάσεων του ρυθμού των αιγάγρων αποτέλεσε ιδιαίτερα δύσκολο έργο, λόγω της διχογνωμίας μεταξύ των ειδικών. Η «εξελικτική» σχολή έβλεπε μια συνεχή πορεία του ρυθμού από τα πρώιμα στάδια ως το ύστερο, με σχετικά μικρές επικαλύψεις, ενώ η «ανεξάρτητη» σχολή θεωρούσε ότι οι ομάδες Καμείρου, Ευφόρβου και Βλαστού δρούσαν αυτόνομα και σε σχετική συγχρονία. Σήμερα έχει καταδειχτεί ότι αφενός η εξελικτική ομάδα είχε δίκιο και αφετέρου ο ύστερος ρυθμός είναι χωρικά ανεξάρτητος από το μέσο.5

Η χρονολόγηση που έχει γίνει αποδεκτή βασίζεται στην πρωτοκορινθιακή και κορινθιακή κεραμική: ο πρώιμος ρυθμός των αιγάγρων καλύπτει το διάστημα 650-630 π.Χ., ο μέσος Ι τους χρόνους 630-615 π.Χ., ο μέσος ΙΙ το διάστημα 615-595/590 π.Χ. και ο μέσος ΙΙΙ την περίοδο 595/590-570 π.Χ., με τον ύστερο ρυθμό –από το 610 έως το 570 π.Χ. περίπου– να επικαλύπτει ελαφρώς και το μέσο ΙΙ, ενώ κάποια νεωτερικά αγγεία που οδηγούν στην κλαζομενιακή κεραμική χρονολογούνται στα 570-550 π.Χ.6 Αυτό το σύστημα έχει εν μέρει επιβεβαιωθεί από ανασκαφικά δεδομένα σε θέσεις στο Ισραήλ με χρονολογία καταστροφής μεταξύ 609 και 598 π.Χ., όπου απαντούν αγγεία του μέσου ρυθμού ΙΙ,7 και στο στρώμα καταστροφής8 της Σμύρνης από τον Αλυάττη στα τέλη του 7ου αι. π.Χ.

3. Τεχνοτροπική εξέλιξη

Ο πρώιμος ρυθμός, φάση πειραματισμού με λίγα σωζόμενα δείγματα, προκύπτει ομαλώς από την υπογεωμετρική κεραμική, με τη χρήση παραδοσιακών σχημάτων (οινοχόη με πλατύ στόμιο και κρατήρα). Εκτός του αιγάγρου, συναντά κανείς σκύλους, λιοντάρια, σφίγγες, γρύπες, λαγούς και σπανιότερα αγριόχοιρους, κριούς και αλεπούδες. Οι ανθρώπινες μορφές είναι εξαιρετικά σπάνιες. Διατηρούνται από την προηγούμενη διακοσμητική παράδοση γεωμετρικά κοσμήματα, όπως η σκακιέρα, αλλά εισάγονται και νέα, όπως το ακτινωτό στη βάση των αγγείων και η τρέχουσα σπείρα σε διάφορες ζώνες.9

Κατά το μέσο ρυθμό I υιοθετείται η οινοχόη με ευρύ στόμιο και χαμηλό σφαιρικό σώμα, γύρω στα 30 εκ. ύψος, αργότερα όμως επικρατεί η τριφυλλόσχημη. Σπανιότερα σχήματα είναι ο δίσκος με ψηλό κωνικό πόδι, ο κρατήρας και το κύπελλο στο σχήμα της υπογεωμετρικής κύλικας με πτηνά. Οι μορφές βρίσκονται στον ώμο και στην κοιλιά του αγγείου και σπανιότερα, στον πρώτο τύπο οινοχόης, και στο λαιμό. Η πανίδα αυξάνεται: εκτός του αιγάγρου εμφανίζονται τώρα ελάφια με στικτό δέρμα, ταύροι, πάνθηρες και κυρίως χήνες. Συμπληρωματικό ρόλο παίζει και το χελιδόνι. Στα διακοσμητικά μοτίβα παρατηρείται η επιβίωση των υπογεωμετρικών επιρροών.

Ενώ στο μέσο ρυθμό Ι οι εικονιστικές ζώνες εναλλάσσονταν με διακοσμητικές, στο μέσο ρυθμό ΙΙ η διάταξη προσεγγίζει αυτήν της κορινθιακής κεραμικής, με διαδοχικές οριζόντιες ζωφόρους που διακρίνονται με μια στενή γραμμή χρώματος. Οι αίγαγροι, που είναι πολύ διαδεδομένοι, αποκτούν μακρύτερο σώμα, με αποτέλεσμα να χωρούν λιγότεροι στην επιφάνεια του αγγείου, έτσι ώστε οι συνθέσεις να είναι πιο αραιές και άνετες. Δεύτερη σε «δημοτικότητα» έρχεται η χήνα. Μορφές τεράτων, όπως η σφίγγα, απαντούν πλέον συχνότερα από ό,τι στις προηγούμενες φάσεις. Η τριφυλλόσχημη οινοχόη αποκτά ένα πιο σφαιρικό σώμα σε παραλλαγή που γίνεται δημοφιλής αυτή την περίοδο. Ο δίσκος με ψηλό κωνικό πόδι, με διακόσμηση από ομόκεντρους κύκλους και προτομές αιγάγρων εναλλασσόμενες με ρόδακες, είναι ένα νέο δημοφιλές σχήμα. Στο κεντρικό μετάλλιο απαντά συνήθως ρόδακας. Ακόμη, εμφανίζονται μεγαλύτερα αγγεία, όπως δίνοι και κρατήρες με χαμηλό πόδι, μαζί με τα πώματά τους.

Η τεχνοτροπία δείχνει σημάδια κόπωσης, με τις μορφές να είναι πιο πρόχειρα σχεδιασμένες και τα απλούστερα γεωμετρικά μοτίβα (μαίανδρος και το τετράγωνο με αστέρι) να προτιμώνται από τα περίπλοκα φυτικά κοσμήματα. Η παραγωγή είναι τώρα κάπως μηχανική. Σταδιακά η ζώνη αιγάγρων στην κοιλιά του αγγείου εγκαταλείπεται, για να επανέλθει η ζώνη από μαίανδρο ή άγκιστρο. Στη βάση το ακτινωτό κόσμημα παραμένει δημοφιλές.

Η επιβίωση στοιχείων του μέσου ρυθμού ΙΙ των αιγάγρων στο ρυθμό της Φικελλούρας, ο οποίος χρονολογείται από το 560 π.Χ. περίπου, καθώς και η ύπαρξη των υβριδικών καρικών ομάδων που τοποθετούνται μεταξύ των δύο ρυθμών τεχνοτροπικά, αποτελούν ενδείξεις ότι το τέλος του 7ου αι. π.Χ. στη Μίλητο δε σηματοδοτεί διακοπή στην παραγωγή πολυτελούς γραπτής κεραμικής αλλά ότι μάλλον υπήρξε μια ομάδα ελάχιστα εμπνευσμένων αγγειογράφων που διακοσμούσε αγγεία με τον τρόπο του μέσου ρυθμού για 40 περίπου χρόνια κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η κατηγορία αυτή, ο μέσος ρυθμός ΙΙΙ, αποτελείται από ελάχιστα αγγεία από τη Μίλητο.10 Η εγχάραξη απουσιάζει ή απαντά σποραδικά, οι μορφές των ζώων είναι κάπως παιδιάστικες και πολύ απρόσεκτα σχεδιασμένες και τα φυτικά κοσμήματα υπερβολικά απλοποιημένα.11

Ο ύστερος ρυθμός είναι μια χαλαρά συνδεδεμένη ομάδα αγγείων με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη χρησιμοποίηση του μελανόμορφου ιδιώματος, που ανταγωνίζεται την τεχνική της σκιαγραφίας και της εξαίρεσης σε διαφορετικές διακοσμητικές ζώνες του ίδιου αγγείου. Παρουσιάζεται προς το τέλος του μέσου ρυθμού ΙΙ στη βόρεια Ιωνία. Η ακμή του διαδέχεται το τέλος της συγκεκριμένης φάσης στη Μίλητο και πιθανόν η εξέλιξη αυτή να συνδέεται με την ανάγκη να εφοδιαστούν οι αγορές με αγγεία του ρυθμού σε μια περίοδο που το βασικό κέντρο παραγωγής είχε σχεδόν σιγήσει. Υπάρχει εμφανής διαφοροποίηση στα σχήματα σε ό,τι αφορά το μέσο ρυθμό. Οι τριφυλλόσχημες οινοχόες έχουν πιο σφαιρικά σώματα, ενώ σπανιότερος τύπος με στενότερο στόμιο και με ωοειδές σώμα απαντά επίσης σποραδικά. Τα υπόλοιπα σχήματα είναι νεωτερικά για το ρυθμό (όλπες, αμφορείς, κιονωτός κρατήρας, ημισφαιρικά κύπελλα και δίσκοι). Ο αίγαγρος απεικονίζεται σε διαφορετική στάση, πιο χαριτωμένη: αντί της βοσκής, που βρίσκουμε στις προηγούμενες περιόδους, παρουσιάζεται σε καλπασμό, με το κεφάλι γυρισμένο προς τα πίσω. Άλλα ζώα που απαντούν είναι ο ταύρος, η σφίγγα, ο γρύπας, ο αγριόχοιρος και το ελάφι· η χήνα είναι σπανιότερη. Γίνεται πλέον γενναία χρήση του ιώδους χρώματος, με το λευκό να αποκτά κάποια δημοτικότητα μόνο στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.

Σε γενικές γραμμές, τα διακοσμητικά μοτίβα είναι απλουστευμένα και κακοσχεδιασμένα, με συνηθέστερες επιλογές την αλυσίδα λουλουδιών και μπουμπουκιών λωτού, τον πλοχμό, το μαίανδρο και τις ακτίνες στη βάση της οινοχόης. Στα πιο πρόσφατα παραδείγματα του ρυθμού τα διακοσμητικά μοτίβα που γεμίζουν τις επιφάνειες ανάμεσα στα ζώα ελαττώνονται δραματικά ή εξαφανίζονται.

4. Προέλευση

Τα κύρια εργαστήρια των αγγείων του ρυθμού των αιγάγρων παλαιότερα θεωρούνταν ροδιακά, όμως οι εργαστηριακές αναλύσεις έδειξαν ότι η Ρόδος δεν υπήρξε παρά εισαγωγικό κέντρο.12 Πατρίδα του ρυθμού ήταν η Μίλητος. Υπήρχε και ένα δεύτερο νοτιοϊωνικό εργαστήριο, το οποίο όμως δεν έχει τοποθετηθεί με ακρίβεια. Αναφορικά με τον ύστερο ρυθμό, κυριότερα εργαστήρια είναι αυτά της βόρειας Ιωνίας. Με βάση τις εργαστηριακές αναλύσεις τοποθετούνται στην περιοχή των Κλαζομενών, με ένα δευτερεύον κέντρο πιθανόν στην Τέω.

4.1 Άλλα εργαστήρια παραγωγής αγγείων με τον τρόπο του ρυθμού των αιγάγρων

Το εργαστήριο της Χίου χαρακτηρίζεται από τη χρήση λίγων σχημάτων, κυρίως της χιακής κύλικας, του δίνου και της οινοχόης, καθώς και από τη χρήση γανώματος λευκού χρώματος. Υπάρχει μικρή ποικιλία στην πανίδα, με κυριότερο είδος φυσικά τον αίγαγρο. Ιδιαιτερότητα του ρυθμού είναι οι στιγμές στην κοιλιά των ζώων. Μαίανδρος, ακτίνες και πλοχμός είναι τα πιο αγαπημένα κοσμήματα.13 Η τριμερής διάταξη ακολουθείται και εδώ, αλλά ο ύστερος ρυθμός θεωρείται αναβίωση και όχι συνέχεια των προηγούμενων φάσεων.

Οι δωρικές αποικίες της Μικράς Ασίας παρήγαν τις δικές τους εκδοχές του μέσου ρυθμού των αιγάγρων. Κύριο σχήμα είναι το πινάκιο, το οποίο χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη, με το επάνω μέρος να διακοσμείται με μορφή ζώου και το κάτω με μαίανδρο και κόσμημα από ακτινωτές γλώσσες ή ανθέμια. Αγαπημένα ζώα είναι ο σκύλος, το λιοντάρι, ο πάνθηρας, ο χοίρος και ο τράγος, ενώ ο λαγός, το άλογο και διάφορα πτηνά και τέρατα όπως χίμαιρες και σφίγγες απαντούν σπανιότερα, όπως και οι ανθρώπινες μορφές (μονομαχία τρωικών ηρώων, ιππέας, γοργόνα, Περσέας).14

Ο αιολικός ρυθμός των αιγάγρων δέχεται την επίδραση της Μιλήτου ήδη από την εποχή του μέσου ρυθμού Ι. Η κεραμική από την Πιτάνη αποτελείται από υψηλής ποιότητας αμφορείς με λαβές στην κοιλιά. Ανάμεσα στα πλουσιότατα ευρήματα από τη Λάρισα, κυριότερα σχήματα είναι το πινάκιο, η τριφυλλόσχημη οινοχόη και η κοτύλη-κρατήρας. Χρησιμοποιείται ευρέως ένα υπόλευκο επίχρισμα, με εξαίρεση τα ύστερα δείγματα.15 Υπάρχει επίσης ο νοτιοϊωνικός ρυθμός ΙΙΙ, πολύ κοντινός στιλιστικά στην παραγωγή της Μιλήτου, αλλά με διαφορετικό πηλό και με άγνωστη περιοχή παρασκευής– μπορεί να είναι αιολικός–, που τον βρίσκουμε στην Τρωάδα και στη Μαύρη θάλασσα.

Λυδική είναι η κατηγορία απομιμήσεων του ύστερου ρυθμού των αιγάγρων από τις Σάρδεις, η λεγόμενη «κατηγορία των Σάρδεων». Πιο «βαρβαρικές» είναι οι εκδοχές του που βρίσκει κανείς στο λεγόμενο «πρώιμο ρυθμό της Φικελλούρας», ο οποίος χρησιμοποιεί στοιχεία από τη μιλησιακή εκδοχή του ρυθμού των αιγάγρων σε σχήματα καθαρά λυδικά.16

Η Καρία παράγει ευάριθμες ομάδες αγγείων του ρυθμού των αιγάγρων, με τοπική κυρίως διάδοση. Σημαντικότερο κέντρο φαίνεται πως ήταν τα Μύλασα, όπου σε παρακείμενο νεκροταφείο έχουν βρεθεί σημαντικά δείγματα απομιμήσεων του ρυθμού των αιγάγρων, αλλά και υβριδικά αγγεία που αναμειγνύουν στοιχεία του μέσου ρυθμού ΙΙ και των υστερότερων αγγείων της Φικελλούρας. Μεταξύ των τελευταίων αναγνωρίζεται η δράση ενός σημαντικού ζωγράφου, γνωστού ως «ζωγράφου του Μπόχουμ», και των μαθητών του, καθώς και λιγότερο διακεκριμένες ομάδες. Κύρια σχήματα είναι η τριφυλλόσχημη οινοχόη και ο δίνος στα πρώιμα παραδείγματα, που είναι περίπου σύγχρονα με το μέσο ρυθμό ΙΙ των αιγάγρων, και η τριφυλλόσχημη ή με επίπεδο στόμιο οινοχόη στο υβριδικό εργαστήριο. Άλλες, λιγότερο σημαντικές σχολές απομιμήσεων του ρυθμού των αιγάγρων, συναντά κανείς στην Έφεσο,17 στις μιλησιακές αποικίες της Μαύρης θάλασσας, στη Θάσο, όπου τα τοπικά εργαστήρια παρουσιάζουν έναν εκλεκτισμό, με απομιμήσεις οινοχοών του μέσου ρυθμού, πινακίων του δωρικού ρυθμού των αιγάγρων και χιακών αγγείων.18 Ο λεγόμενος «ρυθμός των μηλιακών αμφορέων», που ανήκει μάλλον στην Πάρο, παρουσιάζει τεχνοτροπικές συγγένειες με το ρυθμό των αιγάγρων, κυρίως με τα δωρικά εργαστήρια, αλλά αποκτά γρήγορα την αυτονομία του και προβάλλει ως ένα ανεξάρτητο επαρχιακό εργαστήριο.19

Τέλος, ο γνωστός ως «ζωγράφος των χελιδονιών» είναι μετανάστης από τη βόρεια Ιωνία που εγκαθίσταται στην Ετρουρία γύρω στο 615 π.Χ. Του αποδίδεται μια δεκάδα έργων, ζωγραφισμένων με τον τρόπο του μέσου ρυθμού των αιγάγρων, αν και τα σχήματα που επιλέγει έχουν να κάνουν με την εγχώρια και κυρίως την ετρουσκο-κορινθιακή κεραμική (αμφορέας, οινοχόη, όλπη, κρατήρας).20 Στο νέο περιβάλλον όμως απομονώθηκε από την εξέλιξη του ρυθμού των αιγάγρων και προοδευτικά αφομοίωσε στοιχεία της εγχώριας ετρουσκο-κορινθιακής παράδοσης.21 Και στην ετρουσκική τέχνη, όπου φυσιολογικά ανήκει, δεν εντάσσεται σε μια συνέχεια, καθώς δε δημιούργησε σχολή ούτε είχε κάποια σημαντική επιρροή.

5. Διάδοση

Ισχυρή παρουσία του ρυθμού κατά τις πρώτες δύο φάσεις του δεν πιστοποιείται παρά μόνο στα κέντρα διάδοσης της μιλησιακής τέχνης και στα κέντρα του μιλησιακού εμπορίου γενικότερα. Ο ύστερος ρυθμός των αιγάγρων απαντά στα ίδια κέντρα με το μέσο ρυθμό ΙΙ, αλλά σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες, κυρίως στη Μαύρη θάλασσα.22 Σε γενικές γραμμές, ο ρυθμός των αιγάγρων είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρόδο, στη Νίσυρο, στη Δήλο και βέβαια στη Ναύκρατι, στην Ταύχειρα της Λιβύης και κυρίως στη Σάμο. Στην Κύπρο ο ρυθμός απαντά τόσο στη μιλησιακή όσο και στις βορειοϊωνικές και αιολικές εκδοχές του. Στην Ετρουρία έχει βρεθεί ένα σύνολο περίπου 20 αγγείων, ενώ το ελληνικό ιερό στο λιμάνι της Gravisca προσθέτει μόλις δύο.23 Στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία τα ευρήματα είναι σποραδικά και σπάνια.24 Σπανιότατα είναι τα ευρήματα στη δυτική Μεσόγειο, προερχόμενα κυρίως από τη Μασσαλία και το Εμπόριο στην Καταλονία. Στη μητροπολιτική Ελλάδα ο ρυθμός των αιγάγρων έχει ελάχιστη διάδοση, εκτός από τις θέσεις στα μακεδονικά και θρακικά παράλια όπου δραστηριοποιούνταν έμποροι και άποικοι από τη Μικρά Ασία και από τα νησιά του Αιγαίου.25 Έχουν βρεθεί επίσης ορισμένα παραδείγματα στην Αίγινα και στην Αθήνα. Περισσότερα είναι τα ευρήματα από την Αιολίδα, τις Σάρδεις,26 την Έφεσο27 και τη Μυτιλήνη.28 Σποραδικά είναι, τέλος, τα ευρήματα στο Ισραήλ, στη Συρο-Παλαιστίνη και στην Κιλικία.29

Ο χιακός ρυθμός των αιγάγρων απαντά στη Χίο και στις Ερυθρές, αλλά κυρίως στη Ναύκρατι, στην Ταύχειρα, στη νότια Ρωσία, στη Μικρά Ασία και στην Προποντίδα, στην Ετρουρία, στη Σικελία και στη Μεγάλη Ελλάδα (Τάρας, Κατάνη, Σύβαρις) και λιγότερο στη Μασσαλία. Επίσης είναι γνωστός στη μητροπολιτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου (Δήλος, Σάμος, Ρόδος), στη Μακεδονία και στη Θράκη, στην Κύπρο και στη Συρο-Φοινίκη.30 Οι υπόλοιπες κατηγορίες έχουν τοπική κυρίως διάδοση.

1. Παλαιότερες ονομασίες του ρυθμού (ροδιακός, καμειριακός, ροδο-μιλησιακός ρυθμός, ανατολίζουσα κεραμική της ανατολικής Ελλάδας) τείνουν να εκλείψουν. Βλ. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 32.

2. Μιλησιακή υφαντουργία: Roebuck, C., Ionian Trade and Colonization (επανέκδοση, Chicago 1985), σελ. 19 και 49· Coοk, R.M., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 38, ενώ στις σελ. 32-33 προτείνονται ως δευτερεύουσα πηγή και τα διακοσμημένα όστρεα τριδάχνας. Η Καρδάρα, Χ., Ροδιακή Αγγειογραφία (Αθήνα 1963), σελ. 50, είχε ήδη προτείνει τη φρυγική και ασσυριακή υφαντική ως σημαντική πηγή έμπνευσης. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, βλ. Brown, K., The Question of Near Eastern Textile Decoration of the Early First Millennium B.C. as a source for Greek Vase Painting of the Orientalising Style (Diss. UMI, Ann Arbor 1989).

3. Kerschner, M., “Ein Kessel der frühen Tierfriesstiles aus den Grabungen unter der Tetragonos-Agora in Ephesos”, JOAI 66 (1997), σελ. 9-27· Kerschner, M. - Lawall, M. - Scherrer, P. - Trinkl, E., “Ephesos in archaischer und klassischer Zeit. Die Ausgrabungen in der Siedlung Smyrna”, στο Krinzingerm, F. (επιμ.), Die Agäis und das westliche Mittelmeer, Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v.Chr., Akten des Symposions, Wien, 1999 (Wien 2000), σελ. 49, εικ. 18.

4. Schauss, G.P., “Archaic Imported Fine Wares from the Acropolis of Mytilene”, Hesperia 61 (1992), σελ. 359-361, πίν. 810, αρ. 4-8 (5 θραύσματα αγγείων).

5. Ισραήλ: σύνοψη και βιβλιογραφία σε Waldbaum, J.C. - Magness, J., “The Chronology of Early Greek Pottery: New Evidence from Seventh-Century B.C. Destruction levels from Israel”, AJA 101 (1997), σελ. 2-40. Με εξαίρεση ένα θραύσμα αγγείου του ύστερου ρυθμού, όλα τα αγγεία από το Ισραήλ ανήκουν στο μέσο (ιδιαίτερα στο μέσο ΙΙ) ρυθμό των αιγάγρων. Συρο-Παλαιστίνη: Robertson, M., “The Excavations at Al Mina, Sueidia IV: The Early Greek Pottery”, JHS 60 (1940), σελ. 8-16, εικ. 1-3· Courbin, P., “Bassit-Posidaion in the Early Iron Age”, στο Descoeudres, J.-P. (επιμ.), Greek Colonists and Native Populations. Proceedings of the First Australian Congress of Classical Archaeology held in Honour of Emeritus Professor A.D. Trendall, Sydney 9-14 July 1985 (Oxford 1990), σελ. 508· του ιδίου, “Bassit”, Syria 63 (1986), σελ. 198· Ploug, G., Sukas II: The Aegean, Corinthian and Eastern Greek Pottery and Terracottas (Copenhagen 1973), σελ. 43-69, εικ. 9-11. Ταρσός στην Κιλικία: Hanfmann, G.M.A., “The Iron Age Pottery of Tarsus”, στο Goldman, H. (επιμ.), Excavations at Gozlu Kule, Tarsus, III: The Iron Age (Princeton 1963), σελ. 299-304, πίν. 100.

6. Cook, R.M., “Distribution of Chian Pottery”, BSA 44 (1949), σελ. 154-161· Boardman, J., “Chian and Naucratite”, BSA 51 (1956), σελ. 55-62· Lemos, A.A., Archaic Pottery of Chios: the decorated styles (Oxford 1991), σελ. 191-208· Schauss, G.P., “The Distribution of Chian and Fikellura Pottery in the East”, MBAH 15 (1996), σελ. 30-37.

7. Τριμερής ταξινόμηση: Cook, R.M., βιβλιοκρισία της Καρδάρα, Χ., Ροδιακή Αγγειογραφία (Αθήνα 1963), στο Gnomon 37 (1965), σελ. 502-507. Προσαρμογές: Cook, R.M., “The Wild Goat and Fikellura Styles: Some Speculations”, OJA 11 (1992), σελ. 255-266. Δεύτερο σύστημα ταξινόμησης: Rumpf, A., “Zu den klazomenischer Denkmälern”, JDI 48 (1933), σελ. 69-83 (μόνο η πρώτη και η τρίτη ομάδα)· Schierring, W., Werkstätten orientalisierender Keramik auf Rhodos (Berlin 1957)· Καρδάρα, Χ., Ροδιακή Αγγειογραφία (Αθήνα 1963).

8. Walter, H., Samos V. Frühe samische Gefässe, Chronologie und Landschaftsstile ostgriechischer Gefässe (Bonn 1968)· Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973).

9. Η ύπαρξη δύο βασικών κέντρων παραγωγής δεν έγινε αρχικά διακριτή λόγω της ταυτόχρονης εμφάνισης του μέσου και του ύστερου ρυθμού των αιγάγρων σε ροδιακούς τάφους.

10. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 8-10.

11. Waldbaum, J.C. - Magness, J., “The Chronology of Early Greek Pottery: New Evidence from Seventh-Century B.C. Destruction levels from Israel”, AJA 101 (1997), σελ. 2-40.

12. Καταστροφή Σμύρνης: Ηρ. 1.16.

13. Cook, R.M., “A Wild Goat Oinochoe in Laon”, στο Eumousia. Ceramic and Iconographic Studies in Honour of Alexander Cambitoglou (Sydney 1990), σελ. 55-56.

14. Cook, R.M., “Antecedents of Fikellura”, Festschrift Akrem Akurgal, Anatolia 21 (1978-1980), σελ. 71-74, πίν. 1-4. Του ιδίου, “The Wild Goat and Fikellura Styles: Some Speculations”, Oxford Journal of Archaeology 11.3 (1992), σελ. 255-266.

15. Π.χ. η οινοχόη της Μιλήτου Κ89.506.1. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 45, εικ. 8.12.

16. Παλαιότερες απόψεις: Schiering, W., Werkstätten Orientalisierender Keramik auf Rodos (Berlin 1957)· Καρδάρα, Χ., Ροδιακή Αγγειογραφία (Αθήνα 1963). Εργαστηριακές έρευνες: Dupont, P., “Une approche en laboratoire des problemes de la ceramique de Grece de l’Est”, στο Les céramiques de la Grece de l'Est et leur diffusion en Occident. Colloque international. Centre Jean Berard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978), σελ. 290-297. Του ιδίου, “Classification et determination de provenance de ceramiques grecques orientales archaiques d’Istros. Rapport preliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 19-43 (κυρίως σελ. 27-28, 34), και “Naturwissenschaftliche Bestimmung der archaischen Keramik Milets”, Ist. Mitt., Beiheft 31 (1984), σελ. 57-71, πίν. 3· Jones, R.E., Greek and Cypriot Pottery. A Review of Scientific Studies (British School at Athens, Athens 1986), σελ. 664-667 και 670.

17. Χίος: Lemos, A.A., Archaic Pottery of Chios: the decorated styles (Oxford 1991).

18. Boardman, J., Early Greek Vase Painting (London 1998), εικ. 290, 295, 296 και 297· Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 63, εικ. 8.25.

19. Αιολικός ρυθμός: Schefold, K., “Knidische Vasen und Verwandtes”, JDI 57 (1942), σελ. 124-142· Walter-Karydi, Ε., “Äolische Kunst”, στο Studien zu griechischen Vasenmalerei (AK Beiheft 7, Berne 1970), σελ. 3-18, εικ. 1-7. Δίνος από την Ετρουρία (Gravisca): Boldrini, S., Gravisca, Scavi nel santuario 4. Le ceramiche ioniche (Bari 1994), σελ. 92, αρ. 157.

20. Κατηγορία των Σάρδεων: Greenwalt, C.H., “Orientalising Pottery from Sardis: The Wild Goat Style”, CSCA 3 (1970), σελ. 55-89, πίν. 1-18. Πρώιμος ρυθμός Φικελλούρας: Greenwalt, C.H., “Fikellura and Early Fikellura Pottery from Sardis”, CSCA 4 (1971), σελ. 153-180 (ευρήματα από τις Σάρδεις).

21. Greenwalt, C.H., “Ephesian Ware”, CSCA 6 (1973), σελ. 91-122, πίν. 1-13 (λυδική προέλευση)· Dupont, P., “Classification et détermination de provenance des cérami-. ques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 29, σημ. 23· Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 44-45, 197, σημ. 22 (εφεσιακή καταγωγή).

22. Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), σελ. 141 κ.ε., εικ. 101-103· Salviat, F., “La ceramique de style chiote a Thasos”, στο Les céramiques de la Grèce de l'Est et leur diffusion en Occident. Actes du Colloque CJB-Institut français de Naples 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978), σελ. 87-92· Lemos, A.A., “Un atelier archaïque chiote en Macédoine orientale”, στο Les ateliers de potiers dans le monde grec aux époques géométrique, archaïque et classique (BCH Supplement 23, Paris 1992), σελ. 209-222.

23. Papastamos, D., Melische Amphoren (Munster 1970)· Ζαφειροπούλου, Π., Προβλήματα της Μηλιακής Αγγειογραφίας (Αθήνα 1985).

24. Schierring, W., “Eine Amphora des Schwalbenmalers im Louvre”, RA (1974), σελ. 5 κ.ε. Cook, R.M., “The Swallow Painter and the Bearded Sphinx Painter”, AA (1981), σελ. 455.

25. Cook, R.M., “The Swallow Painter and the Bearded Sphinx Painter”, AA (1981), σελ. 454-461. Του ιδίου, “East Greek Influences on Etruscan Vase Painting”, PP 44 (1989), σελ. 163. Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Bertino, Α., “Un krateriskos cretese di stile orientalizzante”, RendPontAcc 41 (1968-1969), σελ. 48-52, θεωρώντας ότι ο «ζωγράφος των χελιδονιών» γεννήθηκε στην Ετρουρία, όπου μαθήτευσε πλάι σε παλαιότερο μετανάστη ζωγράφο. Μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς το υποθετικό έργο του δασκάλου δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος.

26. Alexandrescu, P., “La céramique de Grèce de l’Est dans les cités pontiques”, στο Les céramiques de la Grèce de l’Εst et leur diffusionen Occident. Colloque international. Centre Jean Berard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978), σελ. 52-61· Bouzek, J., Studies of Greek Pottery in the Black Sea Area (Prague 1990), σελ. 14 κ.ε. Απολλωνία: Reho, M., “Ceramica di tipo greco-orientale ad Apollonia”, Thracia Pontica 3 (1985), σελ. 216-217.

27. Ευρήματα στην Ετρουρία: Martelli-Cristofani, M., “La ceramica greco-orientale in Etruria”, στο Les céramiques de la Grèce de l’Est et leur diffusionen Occident. Colloque international. Centre Jean Berard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978), σελ. 191 κ.ε. Gravisca: Boldrini, S., Gravisca, Scavi nel santuario 4. Le ceramiche ioniche (Bari 1994), σελ. 90-93.

28. Βλ. Lentini, M.C., “Una oinochoe Middle Wild Goat I da Naxos di Sicilia”, στο Krinzingerm, F. (επιμ.), Die Ägais und das westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v.Chr., Akten des Symposions, Wien, 1999 (Wien 2000), σελ. 425-428.

29. Μακεδονία: Τσιαφάκη, Δ., “On Some East Greek Pottery found at Karabournaki in Thermai”, στο Krinzingerm, F. (επιμ.), Die Ägais und das westliche Mittelmeer, Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v.Chr., Akten des Symposions, Wien, 1999 (Wien 2000), σελ. 417-423· Κόρτη-Κόντη, Σ., Η «Ανατολίζουσα» Μακεδονία (Αθήνα 2001), σελ. 55-56. Βόρεια Ελλάδα γενικότερα: Rhomiopoulou, K., “Pottery Evidence from the North Aegean”, στο Les céramiques de la Grèce de l’est et leur diffusionen Occident. Colloque international. Centre Jean Berard, Institut Français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978), σελ. 62-65.

30. Μαζί με τοπικές παραλλαγές, απαντά και ο νοτιοϊωνικός ρυθμός των αιγάγρων: Greenwalt, C.H., “Orientalising Pottery from Sardis: The Wild Goat Style”, CSCA 3 (1970), σελ. 55-89, πίν. 1-18.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>